Σελίδες

Σάββατο 5 Μαρτίου 2016

Να ανακτήσουμε το ζωτικό μας χώρο

Να ανακτήσουμε το ζωτικό μας χώρο: Ή αυτοί ή εμείς!

Του Στέλιου Ελληνιάδη
Λέμε για τους ανθρώπους ότι είναι καλοπερασάκηδες, με την κακή έννοια. Ότι συσσωρεύουν χρήματα και τα ξοδεύουν για αυτοκίνητα, ταξίδια και εξοχικά, που σημαίνει ότι είναι λάτρεις της ιδιοκτησίας, της επίδειξης και της αδιαφορίας για το διπλανό τους. Αλλά γενικεύοντας δεν έχουμε πάντα δίκιο ή, εν πάση περιπτώσει, συχνά δεν βλέπουμε αυτή την κατάσταση πραγμάτων κι από άλλες σκοπιές που μπορεί είτε να κάνουν ακόμα αυστηρότερη την κριτική μας ή να τη σχετικοποιήσουν και να την απαλύνουν. Το σκεφτόμουν έντονα αυτό καθώς άκουγα τον Δημήτρη Πουλικάκο, πάνω από ένα τσάι με κονιάκ στην πλατεία Βικτωρίας, να μου λέει ότι λείπει από τους ανθρώπους ο ζωτικός χώρος. Κι όμως, αυτή η σημαντική διαπίστωση συνήθως δεν υπεισέρχεται στους παράγοντες που διαμορφώνουν την κρίση μας για τον τρόπο που ζουν πολλοί συμπολίτες μας οι οποίοι δεν ανήκουν στην μειοψηφούσα τάξη που διασφαλίζει απεριόριστο χώρο για τον εαυτό της και στριμώχνει τη μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων στον ελάχιστο. Όταν ήμασταν παιδιά, είχαμε γειτονιές που ήταν ζωντανές. Είχαμε αλάνες για να κυνηγιόμαστε, να παίζουμε μπάλα ή να κάνουμε ποδήλατο. Τα μισά οικόπεδα ήταν άχτιστα κι όταν θέλαμε μεγαλύτερη άπλα πηγαίναμε στον τεράστιο ελεύθερο χώρο μπροστά στη Σχολή Ευελπίδων, πάνω από το Πεδίο του Άρεως ή ανεβαίναμε στα νταμάρια, στα Τουρκοβούνια, που ξεκινούσαν από το Πολύγωνο, περνούσαν πάνω από την Άνω Κυψέλη και το Ψυχικό, προσπερνούσαν το Γαλάτσι, που είχε ακόμα κήπους, καλλιέργειες και πρόβατα, κι έφταναν μέχρι το τέλος της Φιλοθέης. Ο ζωτικός μας χώρος εκτεινόταν σε όλες τις γύρω κατοικημένες περιοχές που είχαν μονοκατοικίες και άδεια οικόπεδα. Τα λιγοστά αυτοκίνητα επέτρεπαν να κάνουμε ακίνδυνα ποδήλατο και πατίνι και με το λεωφορείο φτάναμε γρήγορα στο Φάληρο για μια βουτιά στο Σαρωνικό που δεν είχε ακόμα γίνει βούρκος. Μέσα στο διαμέρισμα ζούσαμε λίγες μόνο ώρες. Το πρωί στο Η΄ Γυμνάσιο με την απέραντη αυλή του και το βράδυ στους θερινούς σινεμάδες, κάτω από τα αστέρια. Δεν μας έπνιγε ακόμα η πόλη… Και μετά; Ο ζωτικός μας χώρος περιοριζόταν ραγδαία. Όλα τα οικόπεδα έγιναν πολυκατοικίες και όλοι οι θερινοί κινηματογράφοι γκαράζ και σουπερμάρκετ, χτίστηκαν τα νταμάρια και όλο το βουνό κατακλύστηκε από τσιμεντένια μεγαθήρια που καταπλάκωσαν τους στενούς δρόμους εξαφανίζοντας όχι μόνο το χώρο διαβίωσής μας επί γης, αλλά εμποδίζοντας και την επαφή μας με τον ανοιχτό ουρανό. Πού να δεις αστέρια πια στα Πατήσια ή το Παγκράτι, με τις πολυκατοικίες και τις λάμπες να φτιάχνουν ένα αδιαπέραστο τοίχος ανάμεσα σε μας και τους γαλαξίες. Και μετά-μετά, ήρθαν οι ατελείωτες ώρες δουλειάς, ήρθε και η τηλεόραση, το βίντεο και το DVD, και η ελευθερία μας περιορίστηκε στα στενότατα όρια του διαμερίσματος, ενός ή δύο, άντε το πολύ τριών δωματίων, που έγινε το κελί μας, με κάποιες ανέσεις για να μην παραπονιόμαστε και να προσαρμοζόμαστε πιο εύκολα στη φυλακή μας. Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, χωρίς να καταλαβαίνουμε τι παθαίναμε, χάναμε το ζωτικό μας χώρο. Και μαζί με το ζωτικό χώρο χάναμε και τους ανθρώπους, τους φίλους και τους γείτονες. Κι όταν ήρθε και ο φόβος και η ανασφάλεια που δημιουργεί η ένταση του ανταγωνισμού, η διεύρυνση της ανισότητας, η πτώση των αξιών, η πολυκοσμία, η καχυποψία και η εγκληματικότητα, ο ζωτικός μας χώρος στένεψε ακόμα πιο πολύ. Κλειστήκαμε περισσότερο μέσα προσπαθώντας να εξωραΐσουμε την κλεισούρα μας, με ό,τι καταναλωτικό ναρκωτικό, χρήσιμο ή άχρηστο, μας πλασάρει η βιομηχανία του θεάματος-ακροάματος που είναι το μακρύ χέρι του εμπορευματοποιημένου τρόπου ζωής. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ήρθε και η έκρηξη της τεχνολογίας που πέτυχε το ακραία αντιφατικό: να περιορίσει δραματικά το ζωτικό χώρο του καθενός πολλαπλασιάζοντας τα μέσα και την ευχέρεια επικοινωνίας! Ζωντανές σχέσεις Ζωτικός χώρος δεν είναι μόνο οι τόποι με εύκολη και ελεύθερη πρόσβαση, που είναι γύρω-γύρω, που ζούμε καθημερινά μέσα τους, αλλά είναι και οι ανθρώπινες σχέσεις, οι φιλίες και οι συναναστροφές, που επίσης χάθηκαν μέσα στον ωκεανό των πολυώροφων κτιρίων και αποθαρρύνθηκαν από τις αναπτυξιακές πολιτικές του ατομισμού και του ωχαδερφισμού, που μας παρέσυραν στη μοναξιά, την απομόνωση και τον αποκλεισμό, συχνά με δέλεαρ, χάδι και μεθύσι καταναλωτικό. Κι έτσι, μέσα σε μερικές δεκαετίες, άλλοι άνθρωποι πέσανε στην κατάθλιψη και την εσωστρέφεια, κάποιοι έγιναν ανθρωποφοβικοί, άλλοι βούτηξαν στα υποκατάστατα και μερικοί εκθείασαν αυτό τον ατομισμό και την εσωστρέφεια σαν μοντερνισμό και ανεξαρτησία. Αυτός, όμως, ο χαμένος ζωτικός χώρος, ανθρωπογενής και περιβαλλοντικός, έσπρωξε τους πολίτες στην αναζήτηση αναπλήρωσης, στη συσσώρευση χρημάτων και καταναλωτικών προϊόντων ή στην αναζήτηση χώρων ελευθερίας έξω και μακριά από τα διαμερίσματα, σ’ ένα αυθαίρετο στη Λούτσα και την Κινέτα ή στην ανακαίνιση του πατρικού σπιτιού στο χωριό. Ο νεοπλουτισμός, με ό,τι αυτός συνεπάγεται, ενίσχυσε την τάση για αναζήτηση περισσότερου ζωτικού χώρου, αλλά δεν ήταν η αιτία που την γέννησε. Οι περισσότεροι πολίτες, που προέρχονταν από την απεραντοσύνη της υπαίθρου ή από τις παλιές γειτονιές των πόλεων που είχαν πολλές ανάσες, δεν βολεύτηκαν ποτέ στην τεχνητή άνεση των διαμερισμάτων τους. Μπορεί να μην συνειδητοποιούσαν τι τους έφταιγε, αλλά ποτέ δεν ήταν πραγματικά και ανόθευτα ευτυχισμένοι, παρ’ όλο που είχαν γλυτώσει από τους υλικούς και κοινωνικούς περιορισμούς της αγροτικής ή της πρωτοβιομηχανικής ζωής. Ο ζωτικός χώρος ποτέ δεν μπόρεσε να αντικατασταθεί από κάτι καλύτερο. Γι’ αυτό, τώρα που μας πτώχευσαν, που μας έκοψαν ή περιόρισαν πολλές από τις ανέσεις και τα αντίδοτα, τα οποία έκαναν αποδεκτό έως επιθυμητό το σύγχρονο λαϊφστάιλ , όπως την ακριβή διασκέδαση, τη μόδα, τα ταξίδια και το shopping, ή έκαναν δύσκολη έως αδύνατη την απόκτηση και συντήρηση των αυτοκινήτων, των εξοχικών και των άλλων απαραίτητων κατευναστικών «ουσιών», η έλλειψη του ζωτικού χώρου γίνεται ανυπόφορη. Γιατί, αφού μας αφαίρεσαν από καιρό το ζωτικό μας χώρο, τώρα προσπαθούν, εκτός από τα απολύτως χρειώδη, να μας αρπάξουν και τα υποκατάστατά του. Και να μας αφήσουν να μαραζώνουμε μέσα στα κλειδαμπαρωμένα διαμερίσματα, χωρίς λεφτά, χωρίς δουλειές, χωρίς φιλίες, χωρίς διαφυγές, μερικούς και χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, με φόβο, ανασφάλεια και απαισιοδοξία. Για να μας καταληστέψουν, για να λεηλατήσουν τη χώρα μας, για να μας κάνουν υποτελείς, νεοαποικιοκρατικά. Εδώ που φτάσαμε, εδώ που μας φτάσανε, καμία αλλαγή, καμία βελτίωση της ζωής μας, καμία ανάκτηση των ελάχιστων αναγκαίων δεν μπορεί να γίνει εάν αυτός ο τρόπος ζωής και σκέψης δεν αλλάξει, εάν δεν ανατρέψουμε και εκδιώξουμε αυτούς που μεθόδευσαν για ίδιο όφελος αυτή την παγίδευση, εάν δεν ξεσηκωθούμε διεκδικώντας εκ νέου τον αναγκαίο για όλους μας ζωτικό χώρο, σε επίπεδο φυσικού και αστικού περιβάλλοντος, αλλά και, εξίσου σημαντικό, σε επίπεδο ανθρωπίνων σχέσεων και σε επίπεδο ελευθερίας του πνεύματος. Κι αυτό πρέπει να το κάνουμε όλοι μαζί, το γρηγορότερο δυνατό, με σθένος και αποφασιστικότητα, προτού μας πάρουν και τον τελευταίο αέρα που μας απομένει, προτού, πέρα από τη φτώχεια που μας επιβάλουν, μας οδηγήσουν όλους στην υποταγή, την απόγνωση και την τρέλα. Κι αυτό είναι το πιο λογικό που μπορώ να σκεφτώ.
Δρόμος της Αριστεράς

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2016

Αναρχία και δημοκρατία


Εάν το κράτος πνέει τα λοίσθια σε ό,τι αφορά τον ρόλο του στη συγκρότηση και διοίκηση των κοινωνιών, ποιο είναι το μέλλον της ανθρωπότητας; Είναι, όμως, αλήθεια ότι έχει επέλθει η εξασθένηση του κράτους; Εχει αποκτηθεί μια παγκόσμια, οικουμενική συνείδηση ώστε να μην έχουμε χρείαν συνόρων;
Εκείνο που είναι γνωστό είναι η επικράτηση μιας ομοιοστασίας στη σκέψη και τη συμπεριφορά των περισσότερων πολιτισμών στον πλανήτη, οφειλόμενη στο... Χόλιγουντ αρχικά και στην εικόνα της τηλεόρασης στη συνέχεια, έως σήμερα ακόμη που τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν εισβάλει στην καθημερινότητα σχεδόν όλων.
Γιατί η αγορά μεριμνά πιεστικά για να επιτύχει (επισπεύσει) τη φθίνουσα πορεία του κράτους; Τι εμποδίζει πλέον το κεφάλαιο να αρνείται τα εθνικά Συντάγματα και να βάζει στη θέση τους τις πολυαγαπημένες του πολυεθνικές; Και τι σημασία έχει αν τη θέση του αποθνήσκοντος κράτους παίρνουν οι τράπεζες και οι εταιρείες που ελέγχονται από το κεφάλαιο; Γιατί να μην εγείρουν αξιώσεις ισχύος και διεκδίκηση της εξουσίας οι ίδιες οι κοινωνίες;
Εάν πράγματι ισχύουν οι εκτιμήσεις αυτές τότε είναι ο καιρός κατάλληλος να εμφανιστεί στο πολιτικό σύστημα η κοινωνία ως θεσμός πλέον αυτού του συστήματος προβάλλοντας ήπιες μορφές διακυβέρνησης που θα βασίζονται στην ανταποδοτικότητα, τη συνεργασία και την αλληλεγγύη και θα προσεγγίζουν -αναγκαστικά- τη «θεωρία» της Δημοκρατίας.
Η αναρχική ιδεολογία μπορεί να παίξει καταλυτικό ρόλο σ' αυτή την αναδιάταξη της διακυβέρνησης έστω και σε διαστάσεις μικρής κλίμακας, ακριβώς διότι προϋποθέτει έναν νέο ανθρωπολογικό τύπο, μακριά από εγωισμούς και καταναλωτισμούς αυτό τουλάχιστον σημαίνουν οι έννοιες της ανταποδοτικότητας και της συνεργασίας.
Το κρίσιμο είναι αν αυτός ο νέος τύπος μπορεί να αποτυπωθεί «επιστημονικά» στο πολιτικό σύστημα και να διασπάσει τα μακραίωνα γρανάζια της άρχουσας τάξης, η οποία ξέρει να ελίσσεται και να διαφυλάσσει τον «φιλελευθερισμό» της. Εάν η ανθρωπότητα φτάσει στο χρονικό σημείο να θυμάται το κράτος σαν ανάμνηση, τότε στη θέση του κράτους πρέπει να έχει «εγκατασταθεί» η κοινωνία.
Επιμέλεια: Γιώργος Σταματόπουλος
Harold Barclay  Ανθρωπολογία και αναρχισμός, Σοφίτα  Αθήνα 2015, σελ. 120 Harold Barclay Ανθρωπολογία και αναρχισμός, Σοφίτα Αθήνα 2015, σελ. 120 |
Υπάρχει οργανωμένη ζωή μετά το κράτος; Μπορεί να υπάρξει ειρηνική διακυβέρνηση χωρίς κράτος; Τα διαχρονικά αυτά ερωτήματα τίθενται εκ νέου στις μέρες μας. Η συζήτηση αυτή που ξεκίνησε τον 19ο αιώνα με τη διάχυση των αναρχικών ιδεών στην Ευρώπη, αργότερα μεταφέρθηκε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού –λίγο μετά τον εμφύλιο πόλεμο στην Αμερική- τόσο από τους Αμερικανούς αναρχικούς όσο και από τους φιλελεύθερους και συνεχίζεται αδιάκοπα μέχρι τις μέρες μας.
Το κράτος με τις διαφορετικές μορφές του θεωρήθηκε ο μόνος βιώσιμος τρόπος κοινωνικής οργάνωσης, καθώς κατόρθωνε να συναρθρώνει διαφορετικές ομάδες συμφερόντων. Το κράτος θεωρήθηκε –και θεωρείται- το μόνο λειτουργικό πλαίσιο για τον αμείλικτο «ατομικό και κοινωνικό ανταγωνισμό» τον οποίο επικαλούνται διαχρονικά –και νομοτελειακά- οι απανταχού κοινωνικοί δαρβινιστές.
Τότε γιατί παραμένει ανοιχτό ένα «λυμένο» ζήτημα; Γιατί οι «αγορές» επιδιώκουν στρατηγικά τη μετεξέλιξη και την κατάργηση του κράτους; Μήπως το κράτος -όπως το ξέραμε μέχρι τώρα- επιτέλεσε τον σκοπό του;
Ο Καναδός αναρχικός ανθρωπολόγος Χάρολντ Μπάρκλεϊ επιχειρεί να διαλύσει τα νεφελώματα της κρατογένεσης -και όχι μόνον- περιγράφοντας τους τέσσερις τύπους «α-κρατικών» και «αναρχικών» κοινωνιών, όπως αυτοί αποτυπώνονται από την ανθρωπολογική έρευνα. Κοινωνίες βασισμένες στη συγγένεια και τα γένη, διαχειριστικές κοινωνίες και οι ανεξάρτητες φυλαρχίες χωριών.
Διαχωρίζει επίσης τη θεσμοθετημένη βία και τις νόμιμες κυρώσεις που επιβάλλει η συντεταγμένη κρατική εξουσία και τις αντιδιαστέλλει από τις «διάχυτες κυρώσεις» ή τις «θρησκευτικές κυρώσεις» που αποτελούν παγκόσμια χαρακτηριστικά των ανθρώπινων κοινωνιών.
Ο Μπάρκλεϊ δεν αρνείται την ύπαρξη του κοινωνικού ανταγωνισμού, ωστόσο υπογραμμίζει ότι η ύπαρξή του μεγεθύνεται από την κυρίαρχη εξουσιαστική αφήγηση, ενώ την ίδια ώρα αποσιωπώνται τόσο η έννοια της ανταποδοτικότητας όσο και η έννοια της συνεργασίας που αποτελούν βασικούς νόμους των κοινωνικών σχέσεων.
Μάλιστα σημειώνει πως για να υπάρχει ισοσκελισμένη ανταποδοτικότητα, πρέπει όχι μόνο να ανταλλάσσονται αγαθά ίσης -κατά προσέγγιση- αξίας, αλλά και οι δύο συμβαλλόμενοι να απολαμβάνουν καθεστώς ισοτιμίας (τουλάχιστον στο συγκείμενο της συγκεκριμένης ανταλλακτικής περίστασης). Με τον τρόπο αυτό, προχωρά πέρα από το αυστηρό οικονομικό πλαίσιο της συναλλαγής, ορίζοντας τον κοινωνικό χώρο όπου υλοποιούνται οι έννοιες της συμβίωσης και της σύμβασης.
Ο Χάρολντ Μπάρκλεϊ εξετάζει ανθρωπολογικά τον καταμερισμό της εργασίας, αποκαθηλώνοντας τα ετερόφυλα δόγματα, αφού στην πραγματικότητα μόνο δύο ανθρώπινες δραστηριότητες καθορίζονται από το φύλο: η εγκυμοσύνη και ο θηλασμός.
Ο συγγραφέας εξετάζει επίσης τις «μονογενετικές» και τις «πολυγενετικές» θεωρίες για την καταγωγή του ανθρώπου. Η μονογενετική θεωρία πιστεύει στην κοινή καταγωγή των ανθρώπων (ίδιο ζωικό είδος, κοινή γενεαλογία), ενώ η πολυγενετική θεωρία πιστεύει στην αποκλίνουσα προέλευση των επονομαζόμενων ανθρώπινων φυλών. Τονίζει μάλιστα ότι ο όρος «φυλή» έχει μετατραπεί σε ιδεολογικό όρο και έχει πλέον πολιτικοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε η επιστημονική του χρήση καθίσταται δυσχερής.
Κάνοντας ένα σχόλιο για την έννοια της ελευθερίας, ο Μπάρκλεϊ υπογραμμίζει ότι ο όρος αυτός είναι πολύ δύσκολο να ερευνηθεί ανθρωπολογικά, αφού πολλοί άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο στερούνται «μια συνειδητή ή λεκτικοποιημένη νοηματοδότησή του», και προχωρά παραθέτοντας τις κυρίαρχες ανθρωπολογικές ερμηνείες της γέννησης του κράτους, σχολιάζοντας το ιδεολόγημα του εθνικισμού και του πατριωτισμού, όπως τουλάχιστον αυτό αποκρυσταλλώνεται στις μέρες μας.
Το εισαγωγικό αυτό βιβλίο, χωρίς να είναι καταληκτικό, εξερευνά με νηφαλιότητα και σαφήνεια τα κοινά τοπία της ανθρωπολογίας και του αναρχισμού, αναδεικνύοντας την ποικιλότητα και την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων πολιτισμών.
Εξερευνά τη βιωσιμότητα της έλλειψης κυβέρνησης, υπογραμμίζοντας ότι για την ανθρωπολογία «ιστορικά απαραίτητη στάθηκε όχι τόσο η κρατική αλλά η κοινωνική οργάνωση». Ταυτόχρονα υπενθυμίζει ότι η έλλειψη κυβέρνησης ευδοκιμεί περισσότερο σε μικρές αγροτικές –κυρίως- κοινωνίες.
Με αυτόν τον τρόπο αναγνωρίζει ότι τίθεται ζήτημα κλίμακας στο πέρασμα από τις κοινωνίες που στηρίζονται στη συγγένεια, στις κοινωνίες που βασίζονται στα γένη ή στις ηλικιακές τάξεις, χωρίς παράλληλα να παραγνωρίζει τις αναδυόμενες ιδιότητες που προκύπτουν -ακριβώς από την αλλαγή κλίμακας- κατά την παραγωγή των κοινωνικών φαινομένων.
Εξάλλου η ίδια η κοινωνία δεν είναι παρά μια «οργανωμένη πολυπλοκότητα». Με αυτόν τον τρόπο ο Χάρολντ Μπάρκλεϊ αναδεικνύει την ευρύτητα της αναρχικής σκέψης και τα όρια αυτής της περιοχής που ορίζουμε πλέον -και συγχωρήστε μας αυτόν τον νεολογισμό- ως «αναρχική επιστημολογία».
*Εκδότης