Η μηχανή του και τίποτα άλλο. Από τότε που την αγόρασε –οικοδομή δούλευε τα καλοκαίρια, «ιδιαίτερα» σε κακομαθημένα παιδάκια τους χειμώνες, είχε αποκτήσει το βλέμμα του Βούδα. Μαλάκα τον έλεγες, τη μηχανή κοίταζε, αν είναι σωστά στημένη, μην την έχεσε κανένα περιστέρι και τα τέτοια. Ξεκόλλα ρε, περιοδικά για μοτοσικλέτες αυτός –αν βγήκε η καινούργια εξάτμιση, να τσιμπήσει κανένα χιλιομετράκι έξτρα.
3.000 ΧΛΜ ΑΠΟ ΒΛΑΔΙΒΟΣΤΟΚ (ΚΙ ΑΚΟΜΑ ΠΑΕΙ)
Super Blackbird μάγκα μου. Το μαχητικό. Το κτήνος. Η πρώτη μηχανή που βγάζει πάνω από 300 χλμ/ώρα. Μετά ήρθαν όλες οι άλλες. Και είναι και κούκλα. Να την πάρεις και να πεταχτείς για πλάκα στη Γερμανία. Να τη στρώσεις σε δρόμους 6 λωρίδων. Άσε μας ρε φιλαράκο. Ποιος έχει όρεξη να πάει Γερμανία; Το μόνο που αξίζει εκεί είναι οι Γερμανίδες –κι αυτές έρχονται τα καλοκαίρια στα νησιά. Ε, καλά, πήγαινε Ιταλία. Ελβετία. Τσεχοσλοβακία. Άκρη δεν έβγαζες με τον άνθρωπο.
Δούλευε σε μια εταιρεία πια, είχε τελειώσει τη Σχολή, είχε κάνει και το Στρατιωτικό με τη Blackbird δίπλα στη σκοπιά –μια φορά κόντεψε να σακατέψει το περίπολο γιατί τους πέρασε για κλέφτες, έτσι που πλησίαζαν αργά μέσα στη νύχτα για να του κάνουν την καθιερωμένη πλάκα. Είδαν κι έπαθαν ο λοχίας με τον δόκιμο να τον πείσουν να μην απασφαλίσει το G3. Τέτοιο κόλλημα ο άνθρωπος.
Αλλά έτσι ήταν από τότε που την πήρε. Έβγαλε τη σέλα και έβαλε μονόσελο. Δεν γούσταρε περιττά στη μηχανή. Ευτυχώς που τα φλας ήταν ενσωματωμένα στους καθρέφτες, αλλιώς θα τους πέταγε κι αυτούς. Την έστρωσε σε μια βδομάδα –το πρωί καφέ κάτω από τον Λευκό Πύργο, το βράδυ σουβλάκι στα Ψηλά Αλώνια. Φοβήθηκαν οι γονείς του πως θα το χάσουν το παιδί. Σα σκιάχτρο είχε καταντήσει, με τη δερμάτινη φόρμα, το σημάδι του κράνους γύρω από τα μάτια και ένα μόνιμο τρέμουλο στο δεξί χέρι από το γκάζι. Μέχρι που την έστρωσε, έκανε και το πρώτο σέρβις, η μηχανή ρονταρίστηκε –μαζί κι αυτός.
Είχε περιόδους που γινόταν κανονικός άνθρωπος. Εξεταστική, «ιδιαίτερα», μπαρότσαρκα, νησάκι το καλοκαίρι –τέτοια πράγματα. Αλλά όταν τον καβαλούσε ο διάβολος μόνο η μηχανή μπορούσε να τον φέρει στα ίσια του. Την έπαιρνε και χάνονταν παρέα. Μόνοι τους ή μόνος του –όπως το δει κανείς.
Στις περιόδους που ήταν κανονικός, βολευόταν και με καμιά γυναίκα. Δεν ήταν αυτό που λένε «παιδαράς» ή «γκόμενος» αλλά, όσο να πεις, μια γοητεία την έβγαζε. Μάλλον λόγω μηχανής. Όχι ότι τη μόστραρε και έπεφταν οι γυναίκες –αυτές άλλωστε, πάντα προτιμούσαν ένα ξεγυρισμένο, αεροδυναμικό, ενίοτε κάμπριο ή έστω τζιποειδές φερετράκι. Απλά, εκεί που μίλαγε με την κοπέλα έτρωγε φλας. Τον έπιανε ένας σκεπτικισμός, μια ανησυχία –συννέφιαζε απροειδοποίητα. Η κοπέλα αυτό το έτρωγε ως «ο σκεπτόμενος του Ροντέν». Και το θαύμαζε το παλικάρι –που ήταν μυστήριο και ανεξιχνίαστο. Σκατά με τη ρίγανη –αυτό που συνέβαινε ήταν οτι έτρωγε κόλλημα ο τύπος. Έβαλα το κρυπτονάιτ; Μήπως πρέπει να την ανεβάσω στο πεζοδρόμιο –μη μου τη χτυπήσει κανένα σκουπιδιάρικο; Λες να έπιασε καμιά βροχή, να την πάω καλύτερα κάτω από το υπόστεγο; Και έψαχνε τρόπο να πεταχτεί μέχρι έξω –μια κατάσταση σα να έχεις φάει χαλασμένο σαλάμι και να μην ξέρεις κατά που πέφτει η τουαλέτα. Τέτοια πράγματα.
Όσες γυναίκες έκαναν σχέση μαζί του βαριόντουσαν γρήγορα. Δεν ήταν κατάσταση –ο γκόμενός σου να έχει μηχανή κι εσύ να τη βλέπεις μόνο από το παράθυρο του λεωφορείου. Τη σέλα την κανονική δεν την έβαζε σχεδόν ποτέ. Μόνο τα καλοκαίρια, αν κανονιζόταν να πάνε ζευγαράκι σε κανένα νησί. Αλλά και τότε της έβγαζε την Παναγία της άλλης. Βαλίτσες δεν είχε η μηχανή, ζεμένη σα γαϊδούρι η κοπέλα με τα σακίδια, σε χώμα δεν κατέβαινε η μηχανή, μην πεταχτεί κανένα πετραδάκι και χαράξει το φέρινγκ. Με το πόδι πήγαιναν σαν τα μουλάρια στις καλές παραλίες.
Άσε το χάσιμο. Δεν είμαι καλά, έλεγε και η εκάστοτε γκόμενά του ήξερε πως έπαιρνε άδεια μετά δημοσίων θεαμάτων, από τη σημαία. Γκρέμιζε τη ντουλάπα μέχρι να βρει τις φόρμες του, ανέβαινε στη μηχανή και χανόταν. Νύχτα ήταν, μέρα ήταν, χιόνι έριχνε, βροχή έπεφτε –αυτός το χαβά του. Γύριζε μετά από κάποιες μέρες, άλλοτε δυο, άλλοτε βδομάδα, μια φορά χάθηκε μισό μήνα -κουβαλώντας σουβενίρ από το πουθενά. Πότε ένα άρωμα γαλλικό, πότε «το παιδάκι που κατουράει» των Βρυξελών, πότε ονειροπαγίδες από το Άμστερνταμ –για σένα, για συγνώμη μωρέ. Όσο άντεχαν οι γυναίκες. Μόνο κάποια φορά που γύρισε σπίτι, βρήκε την τότε του, Λίτσα τη λέγανε, να πηδιέται με το Φανούρη τον συνεργειά. Αλλά δεν κόλλησε το παλικάρι. Ίσα κιόλας που έπιασε το Φανούρη και τον έστρωσε στις ερωτήσεις γιατί καθώς γύριζε από Βουκουρέστι άκουγε ένα θόρυβο πάνω από τις 5.000 στροφές –καδένα να ήταν ή στρόφαλα; Πίνανε καφεδάκι με το Φανούρη που είχε κλάσει μέντες και τη Λίτσα ούτε να τη φτύσουν. Αυτός δηλαδή, γιατί ο Φανούρης μπορεί να ήταν αστέρι στις ρυθμίσεις των καρμπυρατέρ αλλά τα δικά του τα μπεκ ήταν αρρύθμιστα –την άφησε έγκυο λοιπόν τη Λίτσα και την παντρεύτηκε πάραυτα.
7.000 ΧΛΜ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΛΑΟ (ΚΙ ΑΚΟΜΑ ΠΑΕΙ)
Μέχρι που γνώρισε την Ελένη, ο δικός μας. Τώρα, άμα λες για Ελένη χρειάζεται προσοχή. Γιατί ήταν μυστήριο τρένο η κυρία. Έτσι ακριβώς –και τρένο και κυρία. Κατ’ αρχάς ήταν γυναικάρα. Extra large, με τα έτσι της, με τα αλλιώς της, αλλά … φάτε μάτια, ψάρια. Μπόλικοι την είχαν κάνει την απεγνωσμένη προσπάθεια, αλλά η Ελένη τους έβαζε στον πάγο. Καλή, αστεία, ξηγημένη, γερό ποτήρι, είχε διαβάσει και 10 βιβλία, μορφωμένη σα να λέμε, αλλά μέχρι εκεί. Αρκούσε να σκεφτείς το παραπέρα για να προστεθείς στη συλλογή κοκαλωμένων αντρών που διατηρούσε η Ελένη στο ψυγείο της. Κάποιοι λέγανε πως είχε έναν γκόμενο η Ελένη, αλλά κανείς δεν τον θυμόταν καλά –οι λεπτομέρειες της σχέσης χάνονταν στο μύθο. Πάντως μυξοπάρθενη δεν ήταν. Απλά δύσκολη. Έως και αδύνατη. Απροσπέλαστη ρε παιδί μου, πως το λέτε εσείς οι Ευρωπαίοι.
Όταν είδε για πρώτη φορά την Ελένη έπαθε εγκεφαλικό. Έμεινε με το σαγόνι κρεμασμένο (του το μάζεψαν οι διπλανοί του στην καφετέρια –μη γεμίσει ο τόπος σάλια) και με τον φραπέ μετέωρο. Όταν τον συνέφεραν, με τα χίλια ζόρια, προσπάθησε να κατανικήσει το τικ στο δεξί μάτι και σηκώθηκε να της μιλήσει. Ευτυχώς τον βούτηξε η παρέα του και τον ξανακάθησε κάτω, ανάμεσα σε μπουφάν, κράνη και γάντια. Ρε μαλάκα, του είπαν, ξέρεις ποια είναι αυτή; Δεν ήξερε (ο μαλάκας). Μέχρι που του εξήγησαν. Ρε, αυτή που βλέπεις έχει ρίξει χυλόπιτα στο Γιάννη το Dj και ακόμα δεν έχει συνέλθει το παιδάκι. Άφησε τα κλαμπάκια και βάζει μουσική σε γάμους και βαφτίσεις τώρα. Αμ, το άλλο; Που της την έπεσε ο Κώστας ο Χαρλεάς και πήγε να της κάνει φιγούρα και σαβουρντιάστηκε με τη Fat Boy -2 τόνοι μηχανή κι ακόμα στο γύψο είναι; Άσε το τρίτο … Αλλά δεν άκουγε πια αυτός. Είχε φορέσει κράνος, γάντια και ήταν ήδη στο δρόμο για Σερβία. Μέχρι Λουξεμβούργο έφτασε για να σκεφτεί, είπαν κάποιοι. Έτσι ήταν αυτός, το μυαλό του δούλευε μόνο στις ψηλές στροφές –εκεί που ακούγονταν και οι περίεργοι θόρυβοι.
Γύρισε μετά από μια βδομάδα γεμάτη –στην εταιρεία μόλις που τη γλίτωσε την απόλυση. Ότι κι αν είχε σκεφτεί το είχε πάρει ο αέρας των Εθνικών οδών. Πήγε κατευθείαν στο μπαράκι της γειτονιάς. Να κατεβάσει τίποτα ποτά, γιατί από την υπερένταση έτρεμε σαν χειριστής κομπρεσέρ. Βολεύτηκε στη μπάρα, κατέβασε δυο στα γρήγορα και συνειδητοποίησε πως άρχιζε πλέον να ελέγχει την κυκλοφορία του αίματος στα δάχτυλα των ποδιών του. Τότε ήταν που τον πρόσεξε η Ελένη. Ποιος διάολος την έφερε μόνη στο μπαρ, εκείνο το βράδυ –μυστήριο. Τι βρήκε σε ένα βρωμερό μαντράχαλο, με τα μαλλιά όρθια από το κράνος και το πρόσωπο δίχρωμο –άβυσσος η ψυχή της γυναίκας, που λέει και το Ευαγγέλιο. Πάντως, αυτή του μίλησε πρώτη, αυτός απάντησε μετά από ένα τέταρτο, γιατί στην αρχή γλώσσευε τη μπέρδα του και το πρωί τους βρήκε λιώμα, να χαζεύουν την ανατολή ανάμεσα στις απλωμένες μπουγάδες των πολυκατοικιών.
Από τότε κόλλησαν. Αυτός δεν είχε μάτια για άλλη και η Ελένη στα γνωστά. Όλοι στον πάγο, εκτός από αυτόν. Μέχρι το μονόσελο έβγαλε ο δικός σου, έβαλε και βαλίτσα στη Blackbird, μια συμπαθητική που έβγαινε εύκολα –κάθε απόγευμα ντυνόταν γαμπρός και περίμενε την Ελένη έξω από τη δουλειά, να πάνε σινεμαδάκι, ταβερνίτσα, μπαράκι και σπιτάκι μετά. Μέσα στα μέλια και τα σιρόπια, μέσα στα υποκοριστικά, η Ελένη η θεά του Πάγου κι αυτός, ο γητευτής των αλόγων (της Blackbird). Σίχαμα σκέτο, με άλλα λόγια.
Τρία χρόνια πέρασαν και τα θηρία έγιναν άνθρωποι. Από τον δεύτερο κιόλας χρόνο ζούσαν μαζί, νοίκιασαν ένα δυάρι στο κέντρο και έκαναν και μαζώξεις της παρέας και πάρτυ γιορτές-γενέθλια. Πήγαιναν διακοπές, αγόραζαν έπιπλα, όλα καλά. Ο κύριος Χαρούμενος και η κυρία Ευτυχισμένη. Κι αυτός είχε χάσει τη μυστηριώδη γοητεία του, δεν πεταγόταν κάθε τρεις και λίγο να δει αν είναι στη θέση της η μηχανή –της έβαλε έναν συναγερμό και ησύχασε. Και τις εξαφανίσεις τις έκοψε. Σχεδόν δηλαδή. Εντάξει, δεν άρπαζε τον εξοπλισμό και «μην τον είδατε», αλλά δυο –τρεις φορές φόρτωσε την Ελένη στη μηχανή (αφού την έντυσε στα δερμάτινα για να αντέξει) και όργωσαν τις Παραδουνάβιες. Μέχρι που άρπαξε ένα κρύωμα η Ελένη, παρά λίγο να της γυρίσει σε πνευμονία και το κόψανε το άθλημα ολοσχερώς.
Στην παρέα ήταν άλλος άνθρωπος πλέον. Φιλικός, ευγενικός, με ενδιαφέρον, ανυπόκριτο για τον συνάνθρωπο –ο παλιός Βούδας που τον ρωτούσες τι ώρα είναι και σου απαντούσε «ώρα να πάρω τα καινούργια πλαστικά από την Αντιπροσωπεία» είχε πεθάνει. Εντελώς; Αυτό έψαχναν οι φίλοι. Δεν σου λείπουν τα ταξίδια; Μπα, κάνω με την Ελένη. Τη μηχανή την πήγες για σέρβις; Δε θυμάμαι πότε είναι τα χιλιόμετρά της –πρέπει να δω σπίτι που τα έχω σημειωμένα. Πάμε καμιά κόντρα στη Βούτα; Τέτοια ώρα δε γίνεται. Με περιμένει η Ελένη στο σπίτι. Να το κανονίσουμε για άλλη φορά. Και δεν σου λείπει ρε μαλάκα; Η Ελένη -ναι πολύ. Εντελώς.
Μέχρι που έφτασαν να διαλέγουν προσκλητήρια γάμου. Δεν το είπε η Ελένη –αυτός της το πρότεινε, σε κυριλέ εστιατόριο, με κεριά, μουσική και όλα τα ροκφόρ. Και η Ελένη δέχτηκε συγκινημένη. Τους έπιασε και μια βροχή στο γυρισμό –κώλος έγιναν τα καλά τους ρούχα που τα είχαν φορέσει για την περίσταση. Κατά τα λοιπά, μια χαρά –του έκαναν και αύξηση στη δουλειά, τον συνεχάρει προσωπικώς ο Γενικός Διευθυντής γιατί είχε βγάλει τα μάτια του σε ένα project που έφερε αύξηση πωλήσεων στην εταιρεία και κρίση άσθματος σε αυτόν, όλα πήγαιναν δεξιά. Ή αριστέρα αν προτιμάς (ανάλογα με τις πολιτικές πεποιθήσεις). Ο γάμος έγινε σε ρομαντικό εκκλησάκι στην Πεντέλη. Ο γαμπρός, ένας κούκλος (σύμφωνα με τα πεθερικά) σα ροφός με γραβάτα (κατά την άποψη της παρέας) ήρθε φυσικά με τη Blackbird. Η νύφη ήρθε με κάμπριο και έφυγαν μετά τη σεμνή τελετή για ταξίδι στη Σαντορίνη. Άνευ Blackbird.
30 ΧΛΜ ΠΡΙΝ ΜΗΔΕΝΙΣΕΙ ΤΟ ΚΟΝΤΕΡ (ΚΑΙ ΠΑΕΙ)
Ο γάμος είναι μια προκαθορισμένη διαδρομή. Πριν αδειάσεις τις βαλίτσες από τα μέλια, έχει στενέψει το σπίτι από τα δώρα. Πριν μετακομίσεις σε μεγαλύτερο χώρο, έχεις πάρει στεγαστικό δάνειο. Και πριν ξεκλειδώσεις τη μηχανή, έχεις ήδη μελετήσει προσπέκτους οικογενειακών αυτοκινήτων. Σιγά μη γλίτωνε αυτός και η Ελένη.
Ο επόμενος χρόνος τους πέτυχε στο τρέξιμο. Η Ελένη χτύπαγε υπερωρίες για την αλλαγή επίπλωσης κι αυτός έτρεχε στους μεσίτες. Όλα γίνονταν με την πρέπουσα διαδικασία. Σπίτια εξετάστηκαν, διαμερίσματα ξεψαχνίστηκαν, συνεργεία οικοδομών παρακολουθήθηκαν διεξοδικά και το νέο σπίτι ήρθε μυρίζοντας μπογιά. Κουζίνες αντικατέστησαν κουζίνες, Ψυγεία ήρθαν να πάρουν τη θέση των ψυγείων, οι καναπέδες αύξησαν τη χωρητικότητά τους –όλα προδιαγεγραμμένα. Μόνο η εγκυμοσύνη της Ελένης ήταν κάπως ξαφνική, αλλά δε βαριέσαι … Όλα μέσα στο πρόγραμμα είναι –τι τώρα τι μετά.
Ήταν τόσο ευτυχισμένοι όσο έπρεπε να είναι. Το παιδικό δωμάτιο του σπιτιού γέμισε κούνιες και αρκουδάκια. Την καφετέρια την έκοψε. Οι φίλοι έρχονταν στο σπίτι-σπιταρόνα για ουζάκι με ορεκτικά. Η Blackbird λιαζόταν δίπλα στην καγκελόπορτα άπλυτη. Ρε μαλάκα, η αλυσίδα σου κοντεύει να γλύψει την άσφαλτο. Ναι, εντάξει, θα τη μαζέψω. Την αλυσίδα. Ποια αλυσίδα;
Το αυτοκίνητο, της το έκανε έκπληξη. Είχε πάει για υπέρηχο και αυτός την περίμενε από κάτω. Με το οικογενειακό. Με τους μεγάλους αποθηκευτικούς χώρους. Για το καρότσι του μωρού. Για το καρεκλάκι. Δάκρυσε η Ελένη. Από καιρό ήθελε να του πει πως δεν βόλευε η μηχανή αλλά δεν έβγαζε κουβέντα. Δεν ήθελε να του τη σπάσει. Μια αγάπη είχε κι αυτός –εκτός από εκείνη. Αλλά την έτρωγε η αγωνία την Ελένη. Πως θα μετακινούνταν με το μωρό και τη μηχανή; Κι αν γινόταν κανένα ατύχημα; Το σκεφτόταν κι αυτός σοβαρά. Δεν ήταν ρεμάλι πια. Είχε οικογένεια –κανονική. Με τη μηχανή δεν θέλει πολύ. Σε στριμώχνει ο μαλάκας με το τριαξονικό και βλέπεις τη ζωή από το αναπηρικό καροτσάκι. Δεν ήταν για τέτοια πια. Είχε υποχρεώσεις –κανονικές.
Τη μέρα της γέννας έγινε λιώμα στην καφετέρια του μαιευτηρίου –από κονιάκ. Όταν είδε τον γιο του, κόλλησε. Έφταιγε και το ποτό. Όλα πήγαν κατ’ ευχήν, είχαμε μια πολύ καλή γέννα, η μητέρα αναπαύεται τώρα. Μπορείτε να την δείτε, αλλά για λίγο. Και τον γιό σας από το τζαμάκι. Θα σας τον φέρουμε αργότερα. Βρωμούσε η ανάσα κονιάκ όταν ακούμπησε το κεφάλι του δίπλα στης Ελένης. Και ο κόσμος δεν ήταν αρκετός για να τους χωρέσει. Αυτόν, τη γυναίκα του, το γιό τους, το σοκ του. Έφυγε από την κλινική αφού σήκωσε στην αγκαλιά του τον μικρό. Τόσος δα ήταν. Ένα σκατούλι. Και τον κοίταζε. Ο μικρός. Δεν μπορούν να εστιάσουν καλά τον πρώτο μήνα –του είπε κάποιος εξυπνάκιας συγγενής. Ρε δε γαμιέσαι; Με κοιτάζει. Με ξέρει. Με καταλαβαίνει σου λέω. Όλα τα καταλαβαίνει αυτός. Ο μικρός. Ο μικρός αυτός.
Το βράδυ κάλεσε έκτακτη συνεδρίαση της παρέας. Σε ταβέρνα. Έφαγαν σαν βόδια, ήπιαν σαν φίδια. Σηκώθηκε στο τέλος, χόρεψε κι ένα ζεϊμπέκικο, χώμα από το βαρελίσιο –πέταξε και το τραπεζομάντηλο, πιάτα, ποτήρια, κεφτέδες και ντομάτες στο τσιμέντο. Τον τράβηξαν οι άλλοι γιατί το μάτι του γυάλιζε. Αλλά γυάλιζε και το μάτι του ταβερνιάρη –πάμε ρε μαλάκα, το γαμήσαμε και ψόφησε πάλι. Τον πήγαν συνοδεία μέχρι το σπίτι. Σε σειρά, εφτά μηχανές με τα προβόλια ανοιχτά και τα γάντια κολλημένα στην κόρνα. Ξύπνησαν οι γειτονιές, αλλά χαλάλι του. Σήμερα έγινε πατέρας. Οι υπόλοιποι τον άφησαν έξω από την καγκελόπορτα. Δεν σκέφτηκαν να τον περιμένουν μέχρι να μπει μέσα. Γιατί να το σκεφτούν; Το πολύ να ξέρναγε στον κήπο. Είμαστε για τέτοια τώρα;
Έμεινε μόνος με τη Blackbird. Τη χάζευε, μαύρη και βρώμικη. Τον χάζευε κι αυτή. Γελάνε οι μηχανές; Κοροϊδεύουν; Κάνουν καζούρα; Ποιος να ξέρει. Αυτός πάντως δεν χρειαζόταν πια το κράνος. Το πέταξε στην πρασιά με τις νεραντζιές. Τα γάντια τα κράτησε.
Κατέβηκε το πεζοδρόμιο στην πίσω ρόδα, όπως πρέπει να κατεβαίνεται το πεζοδρόμιο. Στα στενά πρόσεχε και σκεφτόταν. Αλλά στην παραλιακή την άνοιξε τέρμα. Ταχύτητες άλλαζε λίγο πριν μπει ο κόφτης. Τα έπιανε ακόμα τα 300 η Blackbird. Κι ας είχε χαρβαλέψει με τα χρόνια. Το πρόσωπό του έγινε σαν καρτούν -χαλκομανία από με τον κόντρα άνεμο. Το μυαλό του πήρε αέρα. Τι να σου κάνει και το φέρινγκ; Κολλημένος στο ρεζερβουάρ και οι ταχύτητες καρφωτές. Οι διαχωριστικές λωρίδες της ασφάλτου έφευγαν δεξιά του. Ήξερε το δρόμο, είχε τα σημάδια του, κλειστή δεξιά, τέρμα γκάζι, τα φρένα τσιμπημένα στην έξοδο, το μοτέρ της Blackbird έβηχε ακατάπαυστα –να ξεμπουκώσει. Η κίνηση λιγόστευε, όταν έφτασε στον Κρεμαστό Λαγό ήταν πιο μόνος και από την καλοσύνη.
Στο τελείωμα του δρόμου δεν έκοψε. Περίεργο γιατί πάντα φοβόταν τα χαλίκια από τους χωματόδρομους. Μην του χαράξουν το φέρινγκ. Για τέτοια είμαστε τώρα; Ούτε εκεί που άρχιζε ο γκρεμός έκοψε. Μόνο που κοκάλωσε το πίσω φρένο, άφησε τη μηχανή να παντηλικώσει και βούτηξε στο πλάι, σαν κολυμβητής σε πισίνα. Έκανε ακόμα βαρελάκια όταν η Blackbird κουτρουβάλησε στο γκρεμό. Μάλλον με τις πάντες έπεσε αλλά δεν ήταν και σίγουρος ότι το είδε καλά. Ήταν κι αυτά τα γαϊδουράγκαθα που τον βρήκαν κατάφατσα. Πάντως την κατρακύλα την άκουσε. Το σύρσιμο στις πέτρες, το μαλακό γλύστριμα του ελαστικού στα χώματα. Φλόγες, εκρήξεις και καπνούς δεν έβγαλε η Blackbird. Άκαπνη πήγε, σεμνή σαν Αρσακειάδα. Σηκώθηκε και τίναξε τι σκόνη από τα ρούχα του. Καλά που δεν πάθαμε και τίποτα χειρότερο.
Το ξημέρωμα τον βρήκε να επιστρέφει με τα πόδια στο σπίτι. Ένιωθε ένα τσούξιμο στον αγκώνα και το αριστερό του γόνατο έκαιγε του κερατά. Ταξί δεν ήθελε να πάρει. Ίδρωνε σαν το γουρούνι, το στόμα στεγνό, στο κεφάλι του έκαναν πάρτυ οι 7 νάνοι –η Χιονάτη μόνο έλειπε. Καλά που δεν πάθαμε και τίποτα χειρότερο. Δεν κούτσαινε αλλά περπατούσε, δεν ζαλιζόταν, αλλά περπατούσε –παραμερίζοντας τα χαλίκια με τη μύτη της μπότας του. Οι 7 νάνοι είχαν αφήσει τον ίδιο δίσκο εδώ και ώρα –«κάθε άντρας σκοτώνει αυτό που αγαπάει» μουρμούριζε η φωνή στα γερμανικά. Γερμανικά δεν ήξερε αλλά τους στίχους τους καταλάβαινε. «Κάθε άντρας σκοτώνει αυτό που αγαπάει». Έτσι κι αυτός. Άντρας. Σκοτώνει. Αυτό. Ποιο αυτό; Τη Blackbird ή την Ελένη; Δε μας χέζεις ρε φροϊλάιν;
Συνέχισε να περπατάει.