Η συγκρότηση του καπιταλιστικού συστήματος στον ελλαδικό χώρο παρουσίασε
σημαντικές διαφοροποιήσεις συγκριτικά με το δυτικό-ευρωπαϊκό μοντέλο
εγκαθίδρυσης του καπιταλισμού:
α) Σε αντίθεση με την αριστερή ιστοριογραφία, που παρουσίαζε την
επανάσταση του 1821 σαν αποτέλεσμα εσωτερικής σύγκρουσης ανάμεσα σε
φεουδάρχες –που υπονόμευσαν/ματαίωσαν τον αστικό χαρακτήρα της– και
δουλοπάροικους (για να υποστηρίξει τον «ανολοκλήρωτο» χαρακτήρα της) 5, η
μετάβαση δεν έγινε από τη φεουδαρχία σε έναν «μισο-καπιταλισμό». Έγινε
από έναν τρόπο παραγωγής διαφορετικό από τον φεουδαρχικό10 –ο Μαρξ είχε
γράψει για τον «ασιατικό τρόπο παραγωγής»11– στον πρώτο καπιταλισμό που
εμφανίστηκε στην περιοχή της ανατολικής μεσογείου. Το 1821 ήταν μια
αστική επανάσταση, με πρωτοπορία τα τμήματα εκείνα της ελληνικής αστικής
τάξης –όπως το εμπορικό κεφάλαιο– τα οποία, όπως σημείωνε και ο
Ένγκελς, δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν βασικούς όρους καπιταλιστικής
συσσώρευσης μέσα στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας12.
β) Η ελληνική αστική τάξη –η πρώτη που εμφανίστηκε ιστορικά στα
Βαλκάνια– είχε, από τη δημιουργία της, εξαιρετικά «διεθνοποιημένα»
χαρακτηριστικά13, τα οποία παραμένουν και μετά την απελευθέρωση, αφού η
ολοκλήρωση του αστικού εθνικού κράτους θα πραγματοποιηθεί σχεδόν έναν
αιώνα αργότερα από την ίδρυσή του. Αυτός ο «διεθνικός» χαρακτήρας της
ελληνικής αστικής τάξης θα έχει σημαντικές συνέπειες για την εξέλιξη του
ελληνικού καπιταλισμού, αφού θα τροφοδοτήσει τον επεκτατισμό («Μεγάλη
Ιδέα»), ενώ ταυτόχρονα θα οδηγήσει σε αργούς ρυθμούς καπιταλιστικής
ανάπτυξης στην εσωτερική αγορά μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Δεν είναι
τυχαίο ότι καθοριστικό ρόλο στην καπιταλιστική ανάπτυξη της πρώτης
περιόδου παίζουν δανειακά κεφάλαια από το εξωτερικό (τόσο από ξένους
κεφαλαιούχους όσο και από παροικιακά κεφάλαια).
γ) Η άμεση σύνδεση του ελληνικού καπιταλισμού με τις διεθνείς
συγκρούσεις, λόγω της γεωπολιτικής του θέσης και της ιστορικής εποχής
στην οποία εμφανίστηκε14. Το αποτέλεσμα θα είναι ο ελληνικός
καπιταλισμός να βρίσκεται, από τη γέννησή του, στο κέντρο των αστικών
ανταγωνισμών στην ανατολική μεσόγειο, γεγονός που του δίνει μεγάλες
δυνατότητες για αξιοποίηση αυτών των ανταγωνισμών (λόγω και της
ιστορικής υπεροχής του στα Βαλκάνια) αλλά και τον συνδέει, υποχρεωτικά,
με τις άμεσες παρεμβάσεις των ισχυρότερων καπιταλιστικών κρατών, της
Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, λόγω της υποδεέστερης θέσης του15.
Ο συνδυασμός αστικής επανάστασης, αστικής τάξης που σε μεγάλο βαθμό
δραστηριοποιείται εκτός των συνόρων του πρώτου ελληνικού κράτους και
ιστορικής θέσης και σημασίας του ελληνικού καπιταλισμού στην ανατολική
μεσόγειο, θα οδηγήσει στο ιδιαίτερο στοιχείο της καπιταλιστικής
ανάπτυξης στην Ελλάδα: της «πρόωρης γήρανσης»16. Η εξέλιξη των
καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στην Ελλάδα θα ενσωματώσει, από τα τέλη
του 19ου αιώνα και κυρίως από το 1909 και μετά, χαρακτηριστικά και του
σταδίου του ελεύθερου ανταγωνισμού και του μονοπωλιακού καπιταλισμού.
Όταν η ελληνική αστική τάξη εξαγγέλλει τη δική της «μεγάλη αφήγηση» το
1875-1909, ο καπιταλισμός βρίσκεται ήδη σε διαδικασία μετάβασης στο
ιμπεριαλιστικό στάδιο, στην εποχή της «αντίδρασης σε όλη τη γραμμή». Η
απουσία «προοδευτικής» περιόδου του ελληνικού καπιταλισμού θα γίνει από
τότε δομικό, μη αντιστρέψιμο στοιχείο της ιστορικής του ανάπτυξης.
Έτσι το πρόγραμμα των φιλελεύθερων (του πιο ριζοσπαστικού αστικού
κόμματος στην ανατολική Ευρώπη στις αρχές του 20ου αιώνα) θα εμφανιστεί
ταυτόχρονα με την άγρια καταστολή του εργατικού κινήματος και τις
ιμπεριαλιστικές εκστρατείες· η βιομηχανία με το τραπεζικό σύστημα· οι
πρώτες μορφές απόσπασης απόλυτης υπεραξίας με το εργατικό δίκαιο· η
εθνική ενοποίηση με την άμεση επέμβαση των «συμμάχων»· οι καπιταλιστικές
σχέσεις στη γεωργία με την καθυστέρηση της αγροτικής μεταρρύθμισης· και
τέλος, οι μονοπωλιακοί όμιλοι με την προβιομηχανική λειτουργία μεγάλου
μέρους των μικρών καπιταλιστικών επιχειρήσεων.
Τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση, η ανάγκη για εσωτερική
καπιταλιστική συσσώρευση αλλά και η ανάγκη δημιουργίας των αναγκαίων
όρων για την προστασία και τον επαναπατρισμό του ελληνικού
«κοσμοπολίτικου κεφαλαίου», (που αντιμετωπίζει πια τους αναδυόμενους
εθνικισμούς στα Βαλκάνια) θα οδηγήσει στην περίοδο Τρικούπη. Αυτή η
περίοδος θα είναι η αρχή μιας διαδικασίας (1875-1909) που θα
σηματοδοτήσει την οριστική επικράτηση των καπιταλιστικών σχέσεων στην
Ελλάδα και τη νίκη της αστικής τάξης, τόσο στο πεδίο μεταβολής των
οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων, όσο και στην αναμέτρηση με τις
παλιές ολιγαρχικές κάστες17. Είναι η περίοδος που ο ελληνικός
καπιταλισμός αρχίζει να αποκτά την πρώτη βιομηχανική βάση ενώ ταυτόχρονα
αναπτύσσεται και ο χρηματοπιστωτικός τομέας18. Παράλληλα αρχίζει να
ενισχύεται και η εργατική τάξη και εκδηλώνονται οι πρώτες
πολιτικοσυνδικαλιστικές δραστηριότητές της19. Το 1909 θα είναι η
αφετηρία όχι μόνο μιας νέας περιόδου ανάπτυξης των καπιταλιστικών
σχέσεων αλλά και της δημιουργίας αντίστοιχων δομών ενός αστικού
κράτους20.
Οι βαλκανικοί πόλεμοι και ο παγκόσμιος πόλεμος που ακολούθησε θα
διευρύνουν την εσωτερική αγορά και θα επιταχύνουν τον επαναπατρισμό των
κεφαλαίων. Η μικρασιατική καταστροφή θα προμηθεύσει την εσωτερική αγορά
με άφθονα και φτηνά εργατικά χέρια και θα οδηγήσει στην ολοκλήρωση της
αγροτικής μεταρρύθμισης21 αλλά και στην άνοδο του εργατικού και
κομμουνιστικού κινήματος. Μετά την μικρασιατική καταστροφή, οι
καπιταλιστικές σχέσεις θα αναπτυχθούν με έμφαση στη βιομηχανία αλλά και
με διατήρηση του μεγάλου ποσοστού των μικρών καπιταλιστικών επιχειρήσεων
και της αγροτικής παραγωγής (ενταγμένης όμως στις καπιταλιστικές
σχέσεις παραγωγής).
Η κρίση του 1929 θα έχει σαν αποτέλεσμα τη στροφή προς την εσωτερική
αγορά, την ενίσχυση του προστατευτισμού στη βιομηχανία και τη γεωργία
αλλά και την ανάληψη παραγωγικών δραστηριοτήτων από το κράτος και την
ίδρυση κρατικών οργανισμών. Η δεκαετία του 1920-1930, η περίοδος στην
οποία η εκβιομηχάνιση αυξάνεται με ποσοστό 7% κάθε χρόνο και
δημιουργούνται μονοπωλιακές δομές στην οικονομία22, είναι η δεκαετία της
εδραίωσης του μονοπωλιακού καπιταλισμού στην Ελλάδα, του ελληνικού
ιμπεριαλισμού. Από τότε ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας του ελληνικού
καπιταλισμού θα έχει δύο όψεις, που θα τον ακολουθούν σε όλη την
ιστορική του πορεία: την υπεροχή του στα Βαλκάνια (μαζί με τον τουρκικό
ιμπεριαλισμό) σε σχέση με τους άλλους καπιταλισμούς αλλά και την
απόσταση από τους ιστορικά πιο ανεπτυγμένους (με κριτήριο την επικράτηση
και ανάπτυξη των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων και δυνάμεων)
καπιταλισμούς της δυτικής Ευρώπης.
Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος αποδιοργάνωσε την παραγωγική υποδομή αλλά
κυρίως τις θεμελιακές κοινωνικές σχέσεις αναπαραγωγής του καπιταλιστικού
συστήματος στην Ελλάδα. Η πρώτη μεταπολεμική φάση (1944-53) ήταν το
διάστημα του εμφυλίου πολέμου και της προσπάθειας ανασυγκρότησης των
καπιταλιστικών σχέσεων. Ο ξένος παράγοντας συμμετείχε όχι μόνο στην
πολιτικοστρατιωτική αλλά επίσης στην οικονομική ανασυγκρότηση των
εγχώριων καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι
δεν έπαιξαν ρόλο και τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης23. Εξάλλου η
μεταπολεμική περίοδος, με την ενεργή και σχεδιασμένη παρέμβαση του
αστικού κράτους (με ατμομηχανή τη συντριβή του εργατικού κινήματος και
την αντικομμουνιστική τρομοκρατία) ήταν αυτή που προετοίμασε την
ανάπτυξη που ακολούθησε.
Η επόμενη περίοδος, ιδιαίτερα μετά το 1960, θα είναι η «χρυσή εποχή» του
ελληνικού καπιταλισμού. Το διάστημα 1965-1973 οι μέσοι ετήσιοι ρυθμοί
παραγωγικότητας της εργασίας είναι οι μεγαλύτεροι σε όλη την Ευρώπη.
Μεταξύ 1950 και 1970 το ποσοστό της βιομηχανίας στην κλαδική διάρθρωση
του ΑΕΠ θα γίνει 31% από 20% και της γεωργίας 18% από 28%. Συνολικά το
ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 5,7 % στο διάστημα 1950-1960 και 7,1% στο διάστημα
1961-1970-24. Οι ρυθμοί ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού βρίσκονταν
στην κορυφή της κατάταξης των χωρών του ΟΟΣΑ. Οι επιδόσεις αυτές
προσέλκυσαν σημαντικές μάζες ξένων κεφαλαίων, που –αντίθετα με τους
ισχυρισμούς των θεωριών της εξάρτησης– συνέβαλαν στην εγχώρια
καπιταλιστική συσσώρευση και ανάπτυξη.
Η πετρελαϊκή κρίση του 1973 και η εξάντληση των πολιτικών τόνωσης της
ζήτησης που είχε ακολουθήσει η δικτατορία οδήγησαν στην καθίζηση όλων
των βασικών δεικτών. Μετά την πτώση της δικτατορίας, η ελληνική αστική
τάξη, που αναζητούσε και τη μεταπολιτευτική σταθερότητα, απάντησε στην
κρίση με τις εκτεταμένες κρατικοποιήσεις του «προγράμματος Καραμανλή»
(Ολυμπιακή, συγκοινωνίες κλπ.), ενώ λόγω των ελληνοτουρκικών (Κύπρος)
τροφοδοτήθηκε και η αμυντική βιομηχανία. Την ίδια περίοδο ξεκίνησε, όπως
και σε πολλές χώρες του ΟΟΣΑ, η αντίστροφη πορεία για το μερίδιο της
βιομηχανίας στο ΑΕΠ 25 και ο ελληνικός καπιταλισμός ακολούθησε την
πορεία της γενικότερης κρίσης στην οποία βρίσκονταν οι ανεπτυγμένες
καπιταλιστικές χώρες. Στη μεταπολίτευση θα εδραιωθεί και το «κοινωνικό
συμβόλαιο» με το οποίο η ελληνική αστική τάξη θα αναγκαστεί να
παραχωρήσει ορισμένες πολιτικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες, για να
εξασφαλίσει την πολιτική σταθερότητα για τις επόμενες δεκαετίες. Το
εγχείρημα θα έχει επιτυχία, ιδιαίτερα σε κρίσιμες ιστορικές καμπές
(1974,1981,1989).
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 η ελληνική αστική τάξη θα πετύχει την
ένταξη στην ΕΟΚ. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ που θα έρθει στην εξουσία το
1981, μετά από μια σύντομη και αποτυχημένη απόπειρα να εφαρμόσει
ορισμένα μέτρα «κεϋνσιανικού» τύπου σε συνθήκες διεθνούς ύφεσης, (ΑΤΑ,
κρατικοποιήσεις κλπ.) θα ξεκινήσει, κάτω από το βάρος των ελλειμμάτων
και του δημόσιου χρέους, την περίοδο λιτότητας (1985) που ουσιαστικά
διαρκεί μέχρι σήμερα. Οι ρυθμοί ανάπτυξης του ελληνικού ιμπεριαλισμού θα
μείνουν χαμηλοί σε όλη τη δεκαετία του ’80. Η παραγωγικότητα της
εργασίας θα βρίσκεται σε όλη τη δεκαετία σε διακυμάνσεις, ενώ η πολιτική
της «σκληρής δραχμής» μετά το 1985 θα οδηγήσει τελικά σε συνολική
ανατίμηση της δραχμής κατά 27% την περίοδο 1988-1996, με αποτέλεσμα να
επιβαρυνθεί ακόμα περισσότερο –μετά και την ένταξη στην ΕΕ– η
ανταγωνιστικότητα του ελληνικού καπιταλισμού.
Μετά το 1990, ο ελληνικός καπιταλισμός, λόγω της ένταξής του στην ΕΟΚ
και των πλεονεκτημάτων της ιστορικής του εξέλιξης στα Βαλκάνια, θα
προχωρήσει στην κλιμάκωση των αντεργατικών πολιτικών με τις κυβερνήσεις
ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, σε συνθήκες επέλασης του καπιταλισμού σε όλη την Ευρώπη
(Μάαστριχτ) και στην επέκτασή του στο βαλκανικό «Ελντοράντο» των χωρών
του πρώην ανατολικού μπλοκ. Την περίοδο εκείνη θα εμφανιστεί για άλλη
μια φορά το στοιχείο της «πρόωρης γήρανσης» που αναφέρθηκε πριν: ενώ οι
δυτικές καπιταλιστικές χώρες θα προχωρήσουν μέσα από «μονεταριστικά»
μέτρα (κλειστός φιλελευθερισμός) και μετά μέσα από νεοφιλελεύθερα μέτρα
δεύτερης γενιάς (προσανατολισμένα προς την καπιταλιστική διεθνοποίηση),
στην Ελλάδα, λόγω της χρονικής υστέρησης, η αστική τάξη θα προχωρήσει
κατευθείαν στα δεύτερα, μετά και την εμπειρία της κυβέρνησης Μητσοτάκη
(που είχε ένα πρόγραμμα θατσερικού τύπου).
Η δεκαετία του 1990-2000 είναι η δεκαετία που επιστρέφουν σχετικά υψηλοί
ρυθμοί ανάπτυξης που ξεπερνούν το 3,5%. Η παρατεταμένη λιτότητα δεν θα
οδηγήσει σε ύφεση, λόγω της διεύρυνσης των δυνατοτήτων εξωτερικού
δανεισμού εξαιτίας της απελευθέρωσης των κεφαλαίων, της υποχώρησης των
επιτοκίων και της «διαρθρωτικής» βοήθειας της ΕΕ, που αυτήν τη δεκαετία
ξεπερνάει και το σχέδιο Μάρσαλ. Όπως και με εκείνο το σχέδιο, η
«βοήθεια» αυτή θα προσανατολιστεί προς εγχώριες επενδύσεις που έχουν
σημασία τόσο για το ευρωπαϊκό όσο και για το ελληνικό κεφάλαιο. Αυτή τη
φορά, η μορφή θα είναι κυρίως η χρηματοδότηση μεγάλων έργων, που θα
διευκολύνουν τη διακίνηση κεφαλαίων και εμπορευμάτων και θα αποτελέσουν
και τα ίδια πεδίο κερδοφορίας για τα ευρωπαϊκά και ελληνικά μονοπώλια26.
Η συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως ενιαίας αγοράς με ένα ενιαίο
νόμισμα (ευρώ) και η συμμετοχή της Ελλάδας έθεσε το θεσμικό-οικονομικό
πλαίσιο για τη διεύρυνση του χώρου κερδοφορίας του εθνικού-ευρωπαϊκού
κεφαλαίου. Φυσικά, ταξική προϋπόθεση του εγχειρήματος ήταν η πλήρης
κυριαρχία του κεφαλαίου επί της εργασίας – εκφραζόμενη τις τελευταίες
δεκαετίες ως ηγεμονία των νεοφιλελεύθερων πολιτικών27. Η ενιαία αγορά
και το ενιαίο νόμισμα ενίσχυσαν εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και ιδίως
εντός της Οικονομικής Νομισματικής Ένωσης) τις τάσεις συγκέντρωσης και
συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, οι οποίες έπονται των παραγωγικών
αναδιαρθρώσεων που πολλαπλασιάζουν την ένταση της εκμετάλλευσης της
εργασίας από το κεφάλαιο. Ταυτόχρονα όμως η αναβαθμισμένη διεθνοποίηση
των ευρωπαϊκών καπιταλισμών, υπό την ηγεμονία των μεγαλύτερων χωρών (και
ιδιαίτερα της Γερμανίας), όξυνε, ήδη από τη δεκαετία του 1980, την
ανισόμετρη ανάπτυξη, με αποτέλεσμα τα δομικά προβλήματα
«ανταγωνιστικότητας» του ευρωπαϊκού νότου και της Ελλάδας ειδικότερα.
Τη δεκαετία του 2000 και μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης, ο ελληνικός
καπιταλισμός γνώρισε, όπως και άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Ισπανία, Ιρλανδία
κ.ά.), πολύ υψηλούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ. Η ανάπτυξη της ελληνικής
οικονομίας βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό αυτήν την περίοδο στην άνοδο της
παραγωγικότητας της εργασίας, δηλαδή στην εκμετάλλευση της εργατικής
δύναμης: «Η αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ στα έτη 1995-2008 οφειλόταν κυρίως
στις επενδύσεις και τη μεγάλη άνοδο της απασχόλησης και της
παραγωγικότητας, και όχι στην κρατική κατανάλωση»28. Τα υψηλά ποσοστά
κέρδους δημιούργησαν ελκυστικές συνθήκες για τα καπιταλιστικά κεφάλαια
με αποτέλεσμα την επέκταση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών. Την ίδια
περίοδο, η πτωτική τάση των επιτοκίων στην Ευρωζώνη (όπως και στη διεθνή
αγορά) εκτόξευσαν τον ιδιωτικό και δημόσιο εγχώριο δανεισμό και
ενίσχυσαν την εσωτερική ζήτηση.
Το ξέσπασμα της κρίσης του 2008 έδωσε τέλος σε αυτήν την περίοδο
ευφορίας. Από τη μία πλευρά η κρίση υπερσυσσώρευσης και από την άλλη τα
δομικά προβλήματα ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού, τα διαρθρωτικά
προβλήματα των «δίδυμων ελλειμμάτων» (δημόσιο έλλειμμα και εξωτερικό
χρέος)29, αποτέλεσμα της ανισόμετρης ανάπτυξης και της ένταξης στην ΕΕ,
ήρθαν με εκρηκτικό τρόπο στην επιφάνεια. Η κρίση, λόγω των συνθηκών που
επικράτησαν στην Ευρώπη αλλά και παγκόσμια (παρέμβαση αστικών κρατών για
να στηριχθούν τα ιδιωτικά κεφάλαια) γρήγορα μετατράπηκε σε
δημοσιονομική κρίση, σε κρίση των οικονομικών του αστικού κράτους.
Σε συνθήκες απαγόρευσης του εσωτερικού δανεισμού λόγω ΟΝΕ και απόστασης
στην ανταγωνιστικότητα από τα άλλα ευρωπαϊκά κεφάλαια, τα ελλείμματα και
το χρέος εκτινάχθηκαν στα ύψη. Η ελληνική αστική τάξη απέρριψε, χωρίς
καμία ταλάντευση, τη σύγκρουση με τους Ευρωπαίους συμμάχους, γνωρίζοντας
πολύ καλά ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα διακινδύνευε τη θέση της στο
ιμπεριαλιστικό πλέγμα, αφού σε συνθήκες οικονομικής ύφεσης-κρίσης δεν
υπάρχει άλλος δρόμος για τους αστούς από την αναβάθμιση της ένταξης στο
πλαίσιο της καπιταλιστικής διεθνοποίησης.
Η κανιβαλική «εσωτερική υποτίμηση», δηλαδή η συντριβή των εργατικών
δικαιωμάτων έγινε μονόδρομος. Η ελληνική αστική τάξη επέλεξε έτσι «τη
φυγή προς τα εμπρός», μέσα από τους αναγκαίους συμβιβασμούς και
παραχωρήσεις προς τους ισχυρότερους ιμπεριαλισμούς (και κυρίως τον
γερμανικό), διαλύοντας ακόμα και τις κοινωνικές συμμαχίες με τα
μικροαστικά στρώματα που είχε συγκροτήσει τις προηγούμενες δεκαετίες
(γύρω από το «δημόσιο»). Προσανατολισμένη, όπως και τις δεκαετίες του
’30 και του ’40, προς τον «εσωτερικό εχθρό», δηλαδή την εργατική τάξη,
αξιοποίησε την κρίση για να επιταχύνει όλες τις αντεργατικές τομές που
είχε εξαγγείλει τα προηγούμενα χρόνια και να διαμορφώσει συνθήκες
κερδοφορίας. Τα «μνημόνια» δεν ήταν τίποτα άλλο από τις συνθήκες της
Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις επιδιώξεις του αστικού πολιτικού κόσμου και
των οργανικών του διανοούμενων με άλλο όνομα. Φυσικά, οι όροι στη λεία
καθορίστηκαν και καθορίζονται από τον συσχετισμό δυνάμεων στο
ιμπεριαλιστικό πλέγμα.
Όμως, παρά το γεγονός ότι η ελληνική αστική τάξη κατάφερε συντριπτικές
νίκες απέναντι στο εργατικό κίνημα και προώθησε αντεργατικές τομές που
και οι πιο ακραίοι νεοφιλελεύθεροι αναλυτές δεν έβλεπαν ούτε στα πιο
τρελά όνειρά τους, δεν θα μπορέσει να λύσει τα δομικά προβλήματα του
ελληνικού καπιταλισμού. Γιατί σε συνθήκες ύφεσης, ο μονόδρομος της
ένταξης στο ιμπεριαλιστικό πλέγμα έχει σαν αποτέλεσμα τη διαρκή ένταση
της ανισόμετρης ανάπτυξης, που οδηγεί σε έναν λαβύρινθο χωρίς διέξοδο.
Το αποτέλεσμα θα είναι η διαρκής «λατινοαμερικανοποίηση»30 της Ελλάδας
και του ευρωπαϊκού νότου, δηλαδή μια καπιταλιστική ανάπτυξη που θα
βασίζεται στην ισοπέδωση της αξίας της εργασιακής δύναμης και της
καταστολής κάθε αντίστασης, σε μια σισύφεια προσπάθεια να αντιστραφούν ή
να μετριαστούν οι δομικοί όροι καπιταλιστικής ανάπτυξης. Την ίδια
στιγμή, η αστική τάξη αναζητά καλύτερες συνθήκες ανταγωνισμού για την
εγχώρια καπιταλιστική συσσώρευση και την προστασία και των δικών της
συμφερόντων, αφού η κρίση και η απώλεια των όρων που είχαν συμβάλει στην
ανάπτυξη της προηγούμενης περιόδου (Βαλκάνια, χρηματοπιστωτικός τομέας)
σε συνθήκες κρίσης περιορίζει το πεδίο δράσης και ανάπτυξης των
ελληνικών κεφαλαίων σε σχέση με τα ευρωπαϊκά.
Είναι φανερό ότι αυτή η στρατηγική έχει σοβαρές συνέπειες για τον ίδιο
τον ρόλο του αστικού κράτους. Για να εξασφαλιστούν οι όροι της εξουσίας
της αστικής τάξης και της αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος
στην Ελλάδα σε αυτές τις συνθήκες, το αστικό κράτος αναβαθμίζει τον ρόλο
της καταστολής, η οποία συμπληρώνεται από την άνοδο του φασισμού, ενώ
το κοινοβουλευτικό σύστημα μετατρέπεται απροκάλυπτα σε πρόσοψη
επικύρωσης διεθνών και εγχώριων συμφωνιών μέσα από την απόσπαση
αριθμητικών πλειοψηφιών.
Ο ελληνικός ιμπεριαλισμός γίνεται πιο επιθετικός, πρώτα από όλα απέναντι
στον «εσωτερικό εχθρό», τόσο μέσα όσο και έξω από τη χώρα, με την
προσπάθειά του να αντιστρέψει τις συνέπειες της κρίσης μέσα και από την
εμπλοκή του στους ανταγωνισμούς στην ανατολική μεσόγειο. Παρά την κρίση,
παραμένει, μαζί με τον τουρκικό, ο πιο ισχυρός στην ευρύτερη περιοχή
των Βαλκανίων, χωρίς να αμφισβητείται η θέση του στη μεσαία βαθμίδα του
ιμπεριαλιστικού συστήματος, λόγω και της ιστορικής ανάπτυξης των
καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στην Ελλάδα, της ένταξής του στην ΕΕ
και γενικότερα στους διεθνείς ανταγωνισμούς και τη γεωστρατηγική του
θέση. Έτσι η καπιταλιστική κρίση μπορεί να αποκαλύπτει τον αντιδραστικό
του ρόλο, ταυτόχρονα όμως τον κάνει πολύ πιο επικίνδυνο για τα εργατικά
συμφέροντα.
Δεν υπάρχει, κατά συνέπεια, δυνατότητα εναλλακτικής αστικής στρατηγικής
στην Ελλάδα, σαν αυτή που προσπαθεί να αναστήσει η αριστερά. Οι
κοινωνικοοικονομικές προϋποθέσεις του «αντιμνημονιακού κεϋνσιανισμού»
δεν υφίστανται. Η στρατηγική αυτή είναι προορισμένη να εκφυλιστεί σε ένα
εγχείρημα ενσωμάτωσης των λαϊκών αντιδράσεων, κατοχύρωσης των μέχρι
τώρα αντεργατικών τομών και ενδεχόμενο διαπραγματευτικό χαρτί στην
όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Αυτός είναι και ο λόγος που η
έξοδος από την ΕΕ-ΟΝΕ με όρους ανατροπής της αστικής πολιτικής εξουσίας
και των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής αποτελεί τη μόνη έξοδο στην
κρίση από την πλευρά των εργαζομένων.