ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ
ΑΔΕΣΠΟΤΟΣ ΣΚΥΛΟΣστο Βασίλη Νόττα
Ο γυμνισμός του περασμένου αιώνα υπήρξε
ως ειρωνεία θανάτου. Δίπλα σε συμβατικούς πολέμους και αρχαιότητες.
Ανοργάνωτος στα περίχωρα κάποιου χωριού. Απότοκος της ιδιοτροπίας ενός
μηχανοκίνητου τρισκατάρατου κόσμου που φόρεσε φίμωτρο στις γενετήσιες
ορμές. Ο κυνισμός του υπήρξε νηπιωδώς τρυφερός και η γλυκιά του αύρα
εξόχως υπονομευτική. Ο γυμνισμός προσέδωσε μιαν ενδιαφέρουσα φόρμα
βασισμένη στην αντίθεση ευχαρίστησης-καθημερινότητας. Είδε τα πρόσωπα ως
κωμικοτραγικές φιγούρες που προσπαθούν ν’ αποφύγουν τον ανεόρταστο βίο.
Γι’ αυτό άλλωστε λειτούργησε ως κίνημα της βιαίως εξορισμένης γύμνιας.
Κίνημα μιας άτολμης οργανωμένης κοινωνίας θεμελιωμένης στην εκμετάλλευση
και τους στρατηγούς, τους μεσσίες και το συρματόπλεχτο φράχτη των
απαγορεύσεων. Ο γυμνισμός ήρθε να υπογραμμίσει σκωπτικά την ανθρώπινη
καταγωγή και την ελεύθερη βούληση που περιόρισε οριστικά και αμετάκλητα ο
πολιτισμός του διαφημιστή και του προϊόντος. Ο γυμνισμός ως φυσική
κατάσταση ξεσκέπασε τη γελοιότητα ενός καρναβαλικού δρωμένου που ελέγετο
κοινωνικότητα. Ανέτρεψε την καρναβαλική στημένη φιέστα που εθιμοτυπικά
εξαγνίζει τα αδιέξοδα και τις μοναξιές όντων αγκιστρωμένων σε μια
πραγματικότητα απ’ την οποία όσο περισσότερο επιθυμούν να δραπετεύσουν
τόσο περισσότερο καθηλώνονται. Όταν ο συλλογικός βίος μεταμορφώνεται σ’
ένα εκτροφείο καταναγκασμών και το έγκλημα του Οιδίποδα φτάνει το ύψος
του παγκόσμιου κύρους το ανθρώπινο είδος φοράει το βρακί του. Τα ρούχα
λειτουργούν ως ανθρώπινες πανοπλίες που προφυλάσσουν το πολύπαθο κορμάκι
απ’ τα ερωτικά βέλη, απ’ τη φυσική του ροπή προς την ευχαρίστηση και το
δημιουργικό πόνο. Ο γυμνιστής είναι ο ρομαντικός επαναστάτης της πόλης.
Ο άγνωστος στρατιώτης του κήπου των τέρψεων που επιστρέφει κάθε τόσο
στις κοιλάδες και τα δάση, τα βουνά και τους ωκεανούς όπου κατοικούσαν
τέρατα θεοί και δαιμόνια λίγο πριν η αφηρημένη πόλη τους καταστήσει
έκπτωτους κι αποδιοπομπαίους ανάμεσα στα μνημεία, τις σεβάσμιες πλατείες
και τον τρομακτικό νεοτερισμό των μηχανών. Ο γυμνιστής δεν μπορεί να
πιαστεί εύκολα στη φάκα της υπεραξίας. Είναι πολίτης του σύμπαντος χωρίς
χαρτιά ταυτότητες διαβατήρια και πιστοποιητικά. Καυλώνει, τρώει,
κοιμάται και φχαριστιέται τη χρυσή αγριότητα του ήλιου. Μπορεί να ζήσει
δίπλα σε μια πηγή ή σε μια σπηλιά ως Ροβινσώνας Κρούσος ή ως Οδυσσέας.
Δίπλα στην ποίηση της θάλασσας και της απεραντοσύνης, εκεί που
απλώνονται άγνωστες χώρες κι εξωτικοί πολιτισμοί. Εκεί που το φεγγάρι
και ο δράκος δεν είναι στοιχεία ενός νατουραλιστικού ιδεαλισμού αλλά
αθώο παραμύθι καμωμένο απ’ τα στοιχεία της φύσης. Η αθωότητα τού
γυμνισμού είναι η αντίστιξη των στρατοπέδων συγκέντρωσης και τού φονικού
τροχού ενός κόσμου που τέρπεται απ’ την κερδοφορία που αποφέρει το
Κεφάλαιο που ονομάζεται εργατική δύναμη. Σ’ έναν πεπερασμένο πλανήτη η
αέναη ανάπτυξη είναι το φονικό όπλο της γυμνής και ανυπεράσπιστης
σάρκας. Τα κορίτσια που χαριεντίζονται κάτω απ’ το γαλανό ουρανό ζωσμένα
τη γύμνια τους είναι οι αντάρτισσες που ραγίζουν το θεόρατο ψεύτικο
καθρέφτη των ειδώλων. Είναι οι ιέρειες μιας αποκαθήλωσης κι ενός
εξαγνισμού απ’ το μολυσμένο πετσί ενός στερημένου κόσμου, ενός στρατού
εθελοντών μισαλλοδοξίας και τοξινομένης ηθικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου