Σελίδες

Κυριακή 10 Μαρτίου 2013

Ψύχος άβατο.


Πάνω στο τραπέζι στεκόταν ακόμα εκείνη η σκονισμένη παλιά κορνίζα που δεν κουνήθηκε ποτέ από τη θέση της για δεκαετίες ολόκληρες, λες κι είχε βγάλει ρίζες αιωνόβιου φυτού. Η φωτογραφία που είχε μέσα στα φθαρμένα πλαίσιά της δεν ήταν ακριβώς έγχρωμη, είχε χρώματα κυρίως καφετιά, μαλλόν γιατί βγήκε τότε που ο κόσμος για πρώτη φορά εγκατέλειπε τις ασπρόμαυρές του τις στιγμές. Ακόμα κι έτσι όμως, μπορούσες ξεκάθαρα να διακρίνεις τις ζωηρές αποχρώσεις της φύσης. Η οικογένειά μας, πολυάριθμη, είχε απαθανατιστεί από το φακό σε κάποιες από τις συχνές της συγκεντρώσεις στην εξοχή. Ο πατέρας, η μάνα, θείοι, θείες, τ’ αδέλφια και τα πρωτοξάδελφα, ο παππούς, οι γιαγιάδες, μερικοί ξεχασμένοι αλλά εγκάρδιοι φίλοι, είχαν μαζευτεί και περήφανα ποζάρει με χαμόγελα αγαλίασης, ενώ είχαν για φόντο το λιβάδι και μετά τα δάση και ακόμα πιο μετά τα βουνά. Παραπέρα, τα παιδιά είχαν χαρίσει στον φωτογράφο τη μοναδική στιγμή του συγκεκριμένου δευτερόλεπτου της κίνησής τους, ενώ τρέχαν ανέμελα και είχαν στα αυτιά τους μαργαρίτες, ιδρώνοντας τα καρουδένια τους κοντομάνικα πουκάμισα. Άλλοι είχαν ξαπλώσει κάτω, ενώ μερικοί δεν είχαν το νου τους καν στο φλας αλλά έμοιαζαν αφηρημένοι, με τη ματιά τους να αιωρείται κάπου στο απροσδιόριστο. Και πλάι στους ανθρώπους, το κάδρο συμπλήρωναν δεκάδες χελιδόνια, λες και κάποιος ήθελε να τονίσει την ποικιλία των πλασμάτων στη γη. Κοιτάχτε το πουλάκι, παρακαλώ!

Πόσοι ήχοι, πόσες εικόνες ξυπνάνε μέσα μου κάθε φορά που χάνομαι στις λεπτομέρειες εκείνης της εποχής. Θυμάμαι τότε που πετούσαμε τα ρούχα μας και κάναμε βουτιές γυμνοί στη λίμνη, κι ας νόμιζες κάθε φορά ότι θα πάθεις συγκοπή στην πρώτη επαφή με το παγωμένο της νερό. Τότε δεν χρειαζόταν να κουβαλάμε μπουκάλια πλαστικά κι εμφιαλωμένα, τότε απλά βάζαμε το στόμα κάτω από τα ρυάκια και ήταν λες και ξεδιψούμε η ψύχη μας. Τότε που κρυβόμασταν μέσα στα δαιδαλώδη δάση και σκαρφαλώναμε στα δέντρα και κόβαμε τα κλαδιά για να φτιάξουμε ξύλινα σπίτια στην κορυφή τους. Μας άρεσε να κρυβόμαστε μέσα στα σπλάχνα του ορίζοντα, λες και κάποιος να μας κυνηγούσε, σαν από ένστικτο για να επιβιώσουμε από κάποια ανεξήγητη, αόρατη απειλή. Τότε που γευόμασταν τα φρούτα πάνω στην ωρίμανσή τους και λούζαμε τα μαλλιά μας με χυμούς από πορτοκάλι και ροδάκινο. Ακόμα δεν μπορώ να ξεχάσω τα φλογερά χείλη σου που τα ‘χες βάψει με ρόδι κόκκινο για να νιώσεις γυναίκα που μεγαλώνει και καλωπίζεται. Τότε που τρυπώναμε πίσω από τους μελισσοκόμους κι έβαζες το δάκτυλό σου μέσα στο μέλι, εκείνο που σαν χρυσός απλωνόταν στα σωθικά μας, που ήταν λες και μπορούσε να σου γλυκάνει κάθε πόνο που σε βασάνιζε. Έγραψες το όνομά σου στην πλάτη μου μια μέρα με το μέλι αυτό. Και μετά με αγκάλιασες σφιχτά, λες κι επρόκειτο να μείνουμε έτσι για πάντα, ενωμένοι με τη συγκολλητική ουσία της πλάσης. Αχ, μελισσούλα, μελισσάκι.

Πατρίδα μας ήταν οι πλαγιές, τα ποτάμια, οι θάλασσες, τα υπερήφανα άλογα. Εκεί ήταν το σπίτι μας, η μήτρα που μας έφερε στο φως, η ουσία της υπόστασής μας. Κι έπρεπε να αμυνθούμε, έπρεπε να προστατέψουμε όλα όσα μας είχε χαρίσει η μάνα γη. Εκείνο το καταραμένο βράδυ που ήταν λες και δεν πρόκειται να ξημερώσει ποτέ. Τότε που φάνηκαν από μακρυά οι εισβολείς με τα γιγάντια τροχοφόρα πριόνια. Τότε που τα ανθρωπόμορφα τέρατα ποδοπάτησαν τη σοδειά μας και άρχισαν να ξεριζώνουν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Τότε που με τα μεταλλικά χέρια τους έσκαψαν μέχρι τον αφαλό της γης και την ποτίσανε με δηλητήριο και φωτιά. Τότε που τα τεράστια στόματά τους καταπίνανε με λαιμαργία το χρυσάφι που έκρυβε καλά για αιώνες τούτος ο τόπος μέσα στα χωμάτινα σεντούκια του. Τότε που τα σκυλιά κλαίγανε και γαβγίζανε ολονυχτίς λες και γινόταν σεισμός που έσκιζε στα δυο τα στήθη του εδάφους. Τότε που τα παιδιά βάζανε τα βιβλία για μάσκα στο πρόσωπό τους, την ώρα που στον αέρα έβρεχε καπνό και δάκρυα πνιχτά, τόσο που πνίγανε το φάρυγγά σου. Τότε που οι γυναίκες σκάγαν κάτω σαν καρποί δέντρων, λιπόθυμες με τις σχιζμένες φούστες τους και τα μελανιασμένα τους μπούτια, κάτω από τα γδαρμένα τα καλσόν. Τότε που σκελετοί ντυμένοι με αστραφτερά κοστούμια και γραβάτες ρευόντουσαν και στηρίζανε τα τρεμάμενα σαγόνια τους σε χαρτονομίσματα. Τότε που με τους κορμούς γράψανε λέξεις πάνω στο ματωμένο χώμα. ΕΠΕΝΔΥΣΗ. ΑΝΑΠΤΥΞΗ. ΦΥΣΗ. Παρά φύσιν.

Και ‘γίναν τα ποτάμια μαύρα κύμματα μιας θάλασσας που είχε το χρώμα της αβύσσου. Που τις νύχτες ξέβραζε γκρίζα πούπουλα και καμμένα νύχια στον αφρό της. Και το νερό πήρε χρώμα μωβ, ίδιο με εκείνο του θανάτου, καθώς παρέσυρε στο βυθό του και τα τελευταία θαρραλέα άνθη μιας γης που από ψηλά είχε πια το σχήμα, θαρρείς, ενός φέρετρου. Και φύτρωσαν παντού φυτά που σου τρώγανε τη σάρκα μόλις τα πλησίαζες, πλάσματα σαρκοβόρα, ίδια με εκείνους τους τύπους που τα φυτέψανε στον τόπο αυτό. Και το γλυκό εκείνο μέλι έπαψε να είναι χρυσαφί κι η γεύση του πλέον σου άφηνε στο στόμα κάτι από σκουριά, καθώς ο αέρας όλος γύρω μύριζε μέταλλο. Και τα όμορφα άλογα είχανε πια στη μούρη την ουρά, καθώς μονίμως γκρεμίζονταν, έτσι ανήμπορα, με τα τρία τους πόδια. Και οι λίμνες έμοιαζαν με κουταλάκια που ΄χαν μέσα τους φαρμάκι αντί για φάρμακο την ώρα που έβλεπες χεράκια παιδικά να βυθίζονται μέσα, για βοήθεια εκλιπαρώντας. Είχανε πει ότι όλα ήταν απλά μια υπερβολική μας ανησυχία. Ότι δεν σκεφτόμαστε το καλό της περιοχής μας και ότι επιμένουμε να την αφήνουμε πρωτόγονη, υπανάπτυκτη, παρατημένη. Είχανε πει ότι τα βήματα προς το μέλλον θα γίνουν με οποιοδήποτε τίμημα. Ότι δεν τους ένοιαζε ακόμα και να περπατήσουν πάνω στα πτώματά μας. Ότι γι’ αυτούς ήμασταν ακόμα μερικά περιβαντολλογικά απόβλητα.

Ξημέρωσε Σάββατο του Μάρτη. Μαζεύτηκαν πολλοί φίλοι και συγγενείς και φέτος τέτοια μέρα πάλι. Το ‘χουνε κανονισμένο να συγκεντρώνονται εδώ, λες κι είναι κάποια επέτειος, καθώς κάθονται κάθε χρόνο γύρω από αυτήν την κορνίζα. Στέκονται με τις ώρες και την κοιτάνε και λένε ιστορίες για τα παλιά, κάποιες στιγμές γελάνε δυνατά, χτυπώντας ο ένας τους ώμους του άλλου, άλλες φορές πάλι δεν μπορούν να συγκρατηθούν και κλαίνε γοερά, σφίγγοντας τα μάγουλά τους, και τρέχουν τα κλάμματα σαν εκείνα τα ατέλειωτα δροσερά ποταμάκια. Που και που ρίχνουν μερικές κλεφτιές ματιές έξω από το παράθυρο και είναι το βλέμμα τους βουβό, καθώς καθρεφτίζεται στις κόρες τους μέσα το καμμένο τοπίο. Λίγο μετά, μένουν σιωπηλοί, με το κεφάλι κάτω, δίπλα-δίπλα, με τα χέρια σταυρωτά, λες και σιγοψιθιρίζουν προσευχές. Αιωνία τους η μνήμη. Κάθε τρεις και λίγο, ανασηκώνονται και κάνουνε αργά το σταυρό τους. Δεν ξέρω, είναι λες και προσποιούνται ότι δεν είμαι εκεί. Στην ατμόσφαιρα απλώνεται ανά διαστήματα καπνός πηχτός που σε ζαλίζει. Θα ‘λεγα ότι μοιάζει με λιβάνι. Από την άλλη φέρνει στο νου κι αυτό που μόνιμα βλέπω από εκείνο το καταραμμένο βράδυ. Αυτό που μονίμως μου θολώνει το πεδίο της οράσεως. Που με κάνει να περπατώ λες και βαδίζω στον αέρα. Αυτό που με κάνει εδώ και χρόνια να κρυώνω.

Ψύχος άβατο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου