Σελίδες

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

Να περνάς καλά!

  (αναδημοσίευση)












Αν η γενιά μου αφιερώθηκε σε κάτι, αυτό είναι η λατρεία του φτηνού κυνισμού. Το πέρασμα απ’ την καταπιεστική υποχόντρια φαμίλια, που άνδρωσε την γενιά του εβδομήντα, στον ελευθεριακό ψυχαναγκασμό της ευτυχίας. Αυτό που νιώσαμε στην εφηβεία μας ήταν μια φονική βουβή περιφρόνηση προς τις ψόφιες αξίες. Το Πατρίς Θρησκεία Οικογένεια, η αγία τριάδα της νοικοκυροσύνης και του ευφρόσυνου συντηρητισμού ήταν ήδη χεσμένη πατόκορφα. Η δεκαετία του ογδόντα υπήρξε μιαν ακραία κιτς δεκαετία. Ντελικάτοι κοντόχοντροι κομματάρχες αλώνιζαν τα χωριά και τις πόλεις. Ένας νέος τύπος ανθρώπου ερχόταν στα πράματα. Οι περισσότεροι, δεξιοί που αυτομόλησαν την προηγούμενη δεκαετία προς το κέντρο, μοίραζαν αφειδώς διορισμούς και υποσχέσεις. Το βόλεμα και η ευκολία έγιναν καθεστώς, ανοίγοντας το δρόμο για τα μεγάλα κόλπα. Ο αυριανισμός ξεχείλωνε τις συνειδήσεις και το πολιτικό προσωπικό καβαλούσε το ακέφαλο άλογο των αγορών. Δάνεια και χωματερές. 



Συμφωνίες για θάψιμο της παραγωγής. Ένας εισαγόμενος πολιτισμός ερχόταν να χωνέψει τον πεινασμένο νεοέλληνα. Τα παιδιά της αντιπαροχής μεγάλωσαν με χαβαλέ και Στάθη Ψάλτη. Ο διασκεδαστής αντί να μας διασκεδάσει ερχόταν κι αμολούσε μια γερή κλανιά ακριβώς στη μούρη μας. Κι αυτό ήταν τέχνη και διασκέδαση. Κάθε χαζοχαρούμενη συνθήκη του τύπου να περνάς καλά και γράψτους όλους στ’ αρχίδια σου, έγινε ο μόνιμος καταναγκασμός των άβουλων τέκνων της γενιάς μου. Μια γενιά ζαλισμένη απ’ τα ξεθυμασμένα kόπια της προηγούμενης. Μια γενιά που δεν είχε το θάρρος και το θράσος να ξεκάνει την πατρική σαβούρα και να προχωρήσει μπροστά



Μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα περάσαμε στην ψηφιακή πάχυνση και την πόζα. Στην γκρίνια και την ανασφάλεια. Στις κάρτες στα δάνεια στα πτυχία. Σε μια ακραία θεολογία του χρήματος και σε έναν ξεδιάντροπο φτηνό κυνισμό. Ο θάνατος, ο πόνος, η εξαθλίωση των άλλων, έγιναν σκηνές στο ηλεκτρισμένο κάδρο της τηλεόρασης. Τρώγοντας θα δεις σφαγμένους, ξεκοιλιασμένους, άστεγους, διάσημους ναρκομανείς και άσημα πρεζάκια. Τρώγοντας και πίνοντας με τον ψυχρό συναισθηματισμό του χειρούργου η κοινωνία του θεάματος καταναλώνει αμάσητες τις ανθρώπινες τραγωδίες. Ένας καταιγισμός από εικόνες και μια βροχή από σφαλιάρες πάνω στο σβέρκο του παντοδύναμου καταναλωτή. Ο καταναλωτής που έρχεται να προδώσει τις ίδιες του τις ανάγκες λειτουργώντας ως Ιούδας του ίδιου του εαυτού του. Είναι έτοιμος να χάσει την ψυχή του, δηλαδή την ουσία της ύπαρξής του, εκπληρώνοντας το θείο σχέδιο του καπιταλιστή. Είναι έτοιμος κάθε στιγμή να πουλήσει τα παιδιά του, στον έμπορο και στον τεχνοκράτη. Είναι σαν έτοιμος από καιρό να βγει ξανά στις αγορές και να το παίξει γκόμενος και καμάκι, να φέρει ξένους, τουρίστες, επενδυτές. Να φέρει λάδι απ’ την Τουρκία, κρασιά απ’ τη Γαλλία, λαστέξ απ’ το Πακιστάν και τάπερ απ’ την Κίνα. 



Η γενιά μου είναι δικτυωμένη. Κυβερνά τον κόσμο απ’ το ιντερνέτ. Η γενιά μου θα βάλει τα rooms to let και την τσαχπινιά και οι ξένοι θα βάλουν τα φράγκα. Η γενιά μου ετοιμάζεται να κάνει το τελειωτικό ξεπούλημα. Η γενιά μου ετοιμάζεται για την προδοσία. Το έσχατο τεκμήριο αγάπης προς τις μέλλουσες γενιές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου