Η φαντασίωση στην εξουσία
Η φαινομενικά διακριτική αλλά υπόρρητα βίαια παραφθορά του συνθήματος του Μάη αντικατοπτρίζει τις ιδιαίτερες συνθήκες που δημιουργήθηκαν μετά το 1989, συνθήκες που επέτρεψαν στην συντήρηση να αφεθεί ανενόχλητη να διεκδικήσει σιωπηρά και χωρίς ουσιαστικές αντιστάσεις λέξεις και φράσεις με μακρά παράδοση στην αριστερά πτέρυγα των κοινοβουλίων. Στις Η.Π.Α, είναι αρκετά συνηθέστερος, εδώ και αρκετά χρόνια, ο όρος "radical right" από ό,τι ο όρος "radical left": ορφανεμένη από πολιτικά ερείσματα στην αριστερά (εφόσον για χρόνια "εχέφρων αριστερά" σήμαινε "φιλελευθερισμός"), η λέξη radical μαγνητίστηκε από την δεξιά, με αποτέλεσμα "ριζοσπάστης" --με όλο το αντεστραμμένο γκλάμουρ μιας έννοιας που απέταξε εθελοντικά η γενιά των baby boomers-- να θεωρείται ο ημίτρελος τσαρλατάνος Glenn Beck (που έγραψε βιβλίο που δανείζεται τον τίτλο και δήθεν τις βάσεις του Common Sense του άθεου και ιακωβινόφιλου Thomas Paine) και ο συρφετός του Fox News του Ρούπερτ Μέρντοχ.
Στην Ελλάδα, έχουμε μια παραπλήσια εκδοχή της καταστροφής του λόγου, της διαδικασίας που εκμεταλλεύεται την φθορά των λέξων και την αυξανόμενη κοινωνική αγραμματοσύνη για το νόημα τους για να επαναφέρει στην κυκλοφορία το συμβολικό κεφάλαιο λέξεων τις οποίες εκμεταλλεύονται, παραδόξως, αυτοί οι οποίοι μας συμβούλευαν να απαλλαγούμε από αυτές. Αυτό που συμβαίνει με τις (πολιτικές) λέξεις μοιάζει πάρα πολύ με τακτικές εργολαβικού σπέκουλου. Στην μαφιόζικη εργολαβία πρώτα αφήνεις ένα οικοδομικό τετράγωνο με ιστορική σημασία να πάει κατά διαόλου καταδικάζοντας τα κτίρια σε κατάρρευση, μετά το αγοράζεις σε εξευτελιστική τιμή από όσους βιάζονται να το εγκαταλείψουν, και μετά το πουλάς πανάκριβα ως ρετρο-κουλ σε νέους, πλουσιότερους πελάτες. Στην περίπτωση των πολιτικών σηματοδοτών, πρώτα επισπεύδεις την παρακμή ενός λεξιλογίου δια της διαρκούς απαξίωσής του, μετά περιμένεις να το εγκαταλείψουν αυτοί τους οποίους εκπροσωπεί, και μετά το παίρνεις δωρεάν και ανενόχλητος για δική σου χρήση.
Πώς αλλιώς να περιγράψει κανείς την δήλωση ΓΑΠ στο νέο του υπουργικό συμβούλιο, ότι το δεύτερο αποτελεί σώμα "αντιεξουσιαστών στην εξουσία"; Είναι μια φράση που σηματοδοτεί την άνοδο της καθαρής φαντασίωσης στην εξουσία, την μεταμόρφωση, συνεπώς, τόσο της πραγματικής πολιτικής εξουσίας σε μέσο του φαντασιώνεσθαι όσο και του φαντασιώνεσθαι σε μέσο νομιμοποίησης της εξουσίας. Σε πρόσφατό του άρθρο στην Αυγή, ο Θανάσης Καρτερός σκιαγραφεί ένα πολύ ενδιαφέρον πορτραίτο της συνάντησης της εξουσίας με τη φαντασίωση, και πιο συγκεκριμένα της συνάντησης της εξουσίας με τη φαντασίωση ότι είναι για κάποιο λόγο ανατρεπτική της εξουσίας, θαρραλέα αντι-εξουσιαστική, ενάντια στην κυρίαρχη κατάσταση πραγμάτων. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
Έχει ενδιαφέρον, πολιτικό και ψυχολογικό, ο τρόπος που ο Γιώργος Παπανδρέου κατανοεί τον εαυτό του και όσα συμβαίνουν γύρω του. Γιατί, σε ένα σύστημα στο οποίο πάρα πολλά εξαρτώνται από τον πρωθυπουργό, ο τρόπος που αυτός σκέφτεται και συλλαμβάνει την πραγματικότητα επηρεάζει τους πάντες και τα πάντα. Τι προκύπτει λοιπόν από την αυτοπροσωπογραφία που μας παρουσίασε στη ΔΕΘ;Τυπικό δείγμα του zeitgeist των παιδιών των αμερικανών baby boomers, ο πρωθυπουργός αποτελεί επίσης κλασικό παράδειγμα, σε πρώτο στάδιο, του εκφυλισμού της πολιτικής της αριστεράς σε lifestyle (ποδήλατο, υγιεινή διατροφή, γυμναστήριο, οικολογικές ευαισθησίες) και σε δεύτερο --και σημαντικότερο-- στάδιο, της μετατροπής, μετά την τυπική ανάληψη εξουσίας, αυτής της εκφυλισμένης ψευδο-πολιτικής σε βάση διαστροφής νοημάτων, χρήσιμο άλλοθι και τρόπο προστασίας της αυτο-εικόνας του ηγέτη από την πραγματικότητα της Machtpolitik που ασκεί: έτσι, "ανυποχώρητη μάχη" είναι η συμμόρφωση με το ήδη προαποφασισμένο, "επανάσταση" είναι η Παλινόρθωση του πρώιμου 19ου αιώνα, πατριωτισμός το ξεπούλημα κάθε ίχνους εθνικής κυριαρχίας, ευαισθησία το κοινωνικο-πολιτικό κώμα απέναντι στις ανθρώπινες συνέπειες. Ο Όργουελ μπορεί να μην έγραψε το 1984 υπερβολικά νωρίς, αλλά είναι βέβαιο ότι το μεταχροχρονολόγησε υπερβολικά νωρίς: το newspeak δεν παύει να υφίσταται με την πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού· απλώς παραδίδεται στον έλεγχο ανθρώπων που πάντα συμφωνούσαν με την αποκύρηξη του ολοκληρωτισμού που φαντάστηκε ο Όργουελ γιατί προετοίμαζαν αυτόν που δεν είχε φανταστεί.
Πρώτον, ο ΓΑΠ αντιλαμβάνεται τον ΓΑΠ ως ανυποχώρητο μαχητή. Μ’ έχετε δει να φυγομαχώ ποτέ; αναρωτήθηκε, για να προσθέσει ότι δεν θα δειλιάσω να αντιμετωπίσω τα δύσκολα, εκεί έχω ταχθεί κι εκεί θα μείνω.
Δεύτερον, ο ΓΑΠ αντιλαμβάνεται τον ΓΑΠ ως ιστορικά μοναδικό μεταρρυθμιστή, σχεδόν επαναστάτη. Τα ψέματα τελείωσαν, το μεγάλο έργο για την αναμόρφωση της Ελλάδας έχει ξεκινήσει, η επανάσταση του αυτονόητου έχει αρχίσει, καταφέραμε το ακατόρθωτο!
Τρίτον, ο ΓΑΠ αντιλαμβάνεται τον ΓΑΠ ως έξοχο πατριώτη, που δίνει μια μεγάλη μάχη για την Ελλάδα. Είμαστε έτοιμοι να συγκρουστούμε με όλες τις κακές πρακτικές και αντιλήψεις για να πάει η χώρα μπροστά…. για το πατριωτικό συμφέρον.
Τέταρτον, ο ΓΑΠ αντιλαμβάνεται τον ΓΑΠ ως κοινωνικά και πολιτικά ευαίσθητο. Αυτό (η ενίσχυση στους μικροσυνταξιούχους ανάλογα με την πορεία των εσόδων…) είναι το δείγμα της κοινωνικής μας πολιτικής και ευαισθησίας παρά τις πολύ δύσκολες καταστάσεις.
Αλλά το newspeak είναι σημάδι της πλήρους ωρίμανσης της ψυχωσικής κρίσης, στον βαθμό που το παθολογικό σύμπτωμα εμφανίζεται υπό τη μορφή μιας νέας φυσιολογικότητας αντί να παραπέμπει πλέον στη θύελλα των αντικρουόμενων παθών. Έτσι, ο ΓΑΠ, ως κλασικός post-90s "σοσιαλδημοκράτης", είναι (όπως, πχ ο Μπλερ ή ο Κλίντον) λιγότερο ψυχικά ασταθής ως εξουσιαστής από ό,τι τα "συντηρητικά" του παρανοϊκά/νευρωτικά αντίστοιχα (Νίξον, Θάτσερ, Ρήγκαν, κλπ). Η αυτο-εικόνα του ΓΑΠ παρουσιάζει λιγότερες ρωγμές από ό,τι θα εμπεριείχε αυτή ενός παλιάς κοπής πολιτικού (no gap in G.A.P). Είναι δύσκολο να φανταστείς τον ΓΑΠ να αναγκάζεται, στις ιδιωτικές του έστω στιγμές, να αντιμετωπίσει την αισχρότητα της δημαγωγίας του προσπαθώντας με κάποιο τρόπο να την δικαιολογήσει ή να την εκλογικεύσει στον εαυτό του. Στην περίπτωση του πρωθυπουργού και των σύγχρονων ομολόγων του --προϊόντων της τερατώδους μετάλλαξης της σοσιαλδημοκρατίας σε κοινωνική αγριότητα αφημένη στα χέρια πολιτικών που νιώθουν σαν ιδεαλιστές που επιτέλους πραγματώνουν οράματα-- η φαντασίωση δεν έχει χώρο "εκτός". Και αυτό σημαίνει ότι η ταύτιση μαζί της παράγει αρραγή τείχη ιδεολογικού αυτισμού με τρόπο πολύ πιο αποτελεσματικό από ό,τι ο παραδοσιακός πολιτικός κυνισμός.
Το κόστος της καταστροφής του νοήματος των λέξεων, της γενικευμένης οκνηρίας απέναντι στην επαναδιεκδίκησή τους από τους σφετεριστές τους, είναι η παράδοση ολόκληρων κοινωνιών στις ψυχωσικές φαντασιώσεις κάποιων που υποδύονται το αντίθετο από αυτό που πραγματικά είναι, χωρίς όμως να χρειάζεται καν πλέον να υποκριθούν. Κυβερνούμαστε από σκληροπυρηνικούς αντεπαναστάτες που στον καθρέφτη βλέπουν τον εαυτό τους ως κάτι μεταξύ Σεν Ζυστ και Ντανιέλ Κον Μπεντί. Η ανικανότητά τους να καταλάβουν τι κάνουν είναι κάτι χειρότερο από υποκριτική: είναι ειλικρινής, και έχει τη φλόγα και τη ζέση αυτής της ειλικρίνειας. Απέναντί τους, αυτοί οι σταυροφόροι της ψυχικής σύγχυσης βρίσκουν αντιπάλους αδύναμους, εγκλωβισμένους στην διπλή συνείδηση και την κακή πίστη, γεμάτους ενοχές και ανασφάλειες για όσα ξέρουν ότι πρόδωσαν ή έχασαν και δεν μπορούν να ανακτήσουν. Είναι φυσικό ο ανταγωνισμός να είναι άνισος. Και είναι φυσικό να είναι ακριβώς η αριστερά που περνάει ένα διαρκές υπαρξιακό δράμα βασανιζόμενη για την αυθεντικότητά της, τη στιγμή που τα νεοφιλελεύθερα ζόμπι της σύγχρονης "σοσιαλδημοκρατίας" προελαύνουν με όλη την ατσαλωμένη ακαμψία γερμανικού τεθωρακισμένου και όλη την εσωτερική γαλήνη Ινδού γιόγκι.
Όχι, ρε κουφάλες! Δεν τέλειωσε τίποτα! Ούτε η μεταπολίτευση τέλειωσε... Ούτε ο Εμφύλιος τέλειωσε... Ούτε το "1821" τέλειωσε... Ούτε εμείς τελειώσαμε! Όλα τώρα αρχίζουν!
ΑπάντησηΔιαγραφή