Δεν είναι αργία, είναι ανεργία
Γιατί οι σύντροφοι προτιμούν ως εργοδότη το αστικό κράτος; Διότι δεν έρχονται σε άμεση επαφή με τον εργοδότη, τα καπρίτσια και τον αυταρχισμό του. Γίνονται μέρος μιας απρόσωπης –μισθωτής- σχέσης, όπου μένουν στα τυπικά δίνοντας όσο λιγότερα γίνεται. Πάλι όμως δίνουν τα περισσότερα. Γιατί έχουν πιο πολλές κοινωνικές ευαισθησίες, απέναντι στον κόσμο, τον συνάδελφο. Κι υπάρχει και το κοινωφελές της υπόθεσης. Είσαι σε δημόσια υπηρεσία, βοηθάς τον κοσμάκη στη δουλειά του, κάνεις κάτι χρήσιμο. Γραφειοκρατικό κι άχρηστο από μία άποψη, αλλά…Γι’ αυτό και για να αποφύγεις την αλλοτρίωση, προτιμάς κάτι όπου να έχεις επαφή με ανθρώπους, μια κοινωνική συναναστροφή. Όπως τη διδασκαλία. Αλλά αυτό θα το δούμε αργότερα.
Αυτό το απρόσωπο είναι το μόνο στοιχείο αλλοτρίωσης που δέχεσαι κάπως ευχάριστα. Γιατί αν είναι γουρούνι καπιταλιστής ο εργοδότης σου, δεν είναι πολύ εύκολο να απεργήσεις κι υπάρχει πάντοτε η απειλή της απόλυσης. Αν πάλι είναι μικρομεσαίος εβε, δεν σου πάει καρδιά, γιατί τον βλέπεις που σκοτώνεται κι αυτός στη δουλειά και τα φέρνει δύσκολα βόλτα. Κι όπως αναπτύσσεις ανθρώπινη επαφή μαζί του νιώθεις πως τον κρεμάς με την απεργία. Ενώ στο δημόσιο γλιτώνεις τις τύψεις. Κι άντε να εξηγήσεις στον κακοπροαίρετο, ότι βασικά σε ενδιαφέρει μια δουλειά όπου να μπορείς να απεργήσεις κι όχι το ραχάτι. Πολύ σημαντικό κριτήριο.
Το δημόσιο το προτιμούν όμως κι οι υπόλοιποι, γιατί έχει κάποια προνόμια και βάζουνε μέσο γνωστούς τους να τους «βολέψουν». Ο κόσμος έχει γονατίσει με την κρίση και βάζει μέσο για να μπει στα stage και στους εποπ. Σα να λέμε ότι σε τρώει η αγαμία και λαδώνεις κάποιον να σε βιάσει.
Μπαίνεις λοιπόν σε μια δουλειά που απαιτεί τυπική παρουσία και συμμετοχή. Αλλά τι σόι παρέμβαση κάνεις έτσι; Πας με μισή καρδιά στη δουλειά που τρώει τη μισή σου ζωή και καταντάς μισός άνθρωπος ενίοτε και μισάνθρωπος, που ψάχνει το άλλο του μισό απεγνωσμένα, ενώ έχει χάσει την ταυτότητά του.
Πώς θα παρέμβεις στον χώρο δουλειάς, όταν σε εκνευρίζει κάθε τι σχετικό με αυτόν; Πώς να ρισκάρεις να εκτεθείς, όταν φοβάσαι μην χάσεις μια δουλειά, που βρήκες με χίλια ζόρια; Πώς να κάνεις κομμουνιστική δουλειά, όταν σε πιάνουνε τα αναρχικά σου και θέλεις να σπάσεις την μηχανή, και τη μούρη του αφεντικού; Να γίνεις αρνητής εργασίας και να κλειστείς στον εαυτό σου για να αντέξεις; Πώς να γίνεις μαζικό στοιχείο και ψυχή της παρέας, όταν πας εκεί από αγγαρεία για τη διεκπεραίωση;
Αν λοιπόν συναναστρέφεστε κάποιον σύντροφο που είναι πραγματικά πρωτοπόρος στον χώρο του και τον πετυχαίνετε μετά τη δουλειά άδειο, χωρίς όρεξη να σας μιλήσει, συνυπολογίστε τα όλα αυτά, πριν τον παρεξηγήσετε και του θυμώσετε.
. Κάθε μέρα στη δουλειά ο παιδαγωγός γράφει ένα μικρό παιδαγωγικό ποίημα σαν κι αυτό του μακάρενκο. Αναπτύσσει μια μοναδική σχέση με τους μαθητές κι αποφεύγει ως ένα βαθμό την αλλοτρίωση. Κι όλα αυτά σε μια κοινωνία υπογεννητικότητας που δε μπορεί καλά-καλά να αναπαραχθεί. Ο προλετάριος έχει λατινική ρίζα ως λέξη και στην αρχική σημασία του υποδηλώνει αυτόν που δεν έχει τίποτα άλλο πέρα από τη δυνατότητα να αποκτήσει απογόνους. Μετά από τόσους αιώνες προόδου όμως, το σύγχρονο προλεταριάτο χάνει σταδιακά ακόμα κι αυτό το προνόμιο. Γιατί σε λίγο θα ‘ναι προνόμιο να μπορείς να θρέψεις κάποιον άλλον πέρα από τον εαυτό σου. Οι γονείς μας το καταφέρνουν ακόμα, για τη δική μας γενιά είναι εξαιρετικά αμφίβολο. Ούτε προλετάριοι δε θα μπορούμε να είμαστε.
Εκτός κι αν γίνουμε όπως στην ινδία, όπου γεννάνε πολλά παιδιά για να τους φροντίζουν στα γηρατειά. Κάτι σαν ασφαλιστικό σύστημα, τώρα που δεν θα έχουμε και συντάξεις. Κι όταν το κόμμα τους έλεγε ότι πρέπει να βάλουν αίτημα ενάντια στην παιδική εργασία, οι ινδοί σoφοι απαντούσαν ότι αυτό θα ισοδυναμούσε με γενοκτονία. Διεθνείς σχέσεις και τα μυαλά στα κάγκελα.
Ο κόσμος λοιπόν παίρνει αυτή την αδυναμία και την θεωρητικοποιεί. Δε θέλει να κάνει παιδιά, κάποιοι μάλιστα τα μισούν, όπως και την ίδια τη ζωή σε τελική ανάλυση. .
Συν τοις άλλοις είναι κι η αίσθηση του δημόσιου αγαθού. Άλλο αν αυτό το δημόσιο δεν έχει καμία σχέση με αυτό που θέλουμε. Πηγαίναμε στη λέσχη και κάναμε πειράματα με το φαγητό που μας σέρβιραν: τη σόδα που είχε σε ποσότητες για να το χωνέψεις, τη στάχτη από τα τσιγάρα, κάποιοι κατέστρεφαν και την ψίχα στο ψωμί που δεν έφαγαν για να μη μας το ξανασερβίρουν την επόμενη. Αλλά πέρσι στην αθήνα –που βλέπεις πόσο ακριβή πόλη είναι και σου φεύγει όλη η μαγκιά- έτρωγα το φαγητό σχεδόν με ευλάβεια. Κι αν ήμουν θρήσκος μπορεί να έκανα και προσευχή πριν ξεκινήσω. Άρχισα να τρώω πράγματα που δεν έτρωγα πριν και πάνω απ’ όλα να εκτιμώ το δωρεάν –κι ας μην ήταν πρώτης ποιότητας.
Τα αστικά παπαγαλάκια έχουν βάλει στο στόχαστρο τους υπαλλήλους του δημοσίου και τη νοοτροπία τους κι ενεργοποιούν αντανακλαστικά κοινωνικού αυτοματισμού στους υπόλοιπους. Βαφτίζουν ευθυνοφοβία την άρνηση να βγεις στη ζούγκλα της αγοράς και να γίνεις σαρκοφάγο. Θεωρούν ότι σου λείπει το πρωτόβουλο πνεύμα της επιχειρηματικότητας, αν δε θες να εκμεταλλεύεσαι τους γύρω σου για να πλουτίσεις.
Στην πράξη αυτό που αρνείσαι είναι να νιώσεις εμπόρευμα. Έχεις κλίσεις κι ικανότητες που δε θες να τις εκπορνεύσεις στην αγορά εργασίας. Δεν είναι τυχαίο ότι τον πρόστυχο τον λέμε αλλιώς κι αγοραίο.
Λέμε ακόμα πως η παιδεία δεν πρέπει να είναι εμπόρευμα, αλλά δημόσιο αγαθό για όλους. Ποιο είναι αλήθεια εκείνο το αγαθό που πρέπει να είναι εμπόρευμα, αντί να ανήκει σε όλο τον κόσμο; Το νερό; Το φαγητό; Τα ρούχα; Η ενέργεια; Ο ίδιος ο άνθρωπος που πουλά την εργατική του δύναμη για να ζήσει;
Περιμένεις λοιπόν να έρθει μια καλή δουλειά πάνω σε άσπρο άλογο. Ή τουλάχιστον να γίνεις πόρνη πολυτελείας. Αν δεν σου κάτσει ούτε αυτό, τρέχεις να βρεις μια δουλειά για κάτι παραπάνω από 500 ευρώ, χωρίς καμιά προοπτική ή κάποια σχέση με το αντικείμενο των σπουδών σου –για να σου αρέσει ούτε λόγος. Η άλλη εναλλακτική είναι η ανεργία. Με το νι να μπαίνει ενίοτε για λόγους ευφωνίας.
Τα έλεγε σαρκαστικά κι ένας σoφος σε μια συγκέντρωση Άνεργε, άεργε, μη απασχολούμενε! Θέλουν να σε βάλουν στη δουλειά και να ξεζουμίζουν την υπεραξία σου. Μην τους αφήσεις να σου πάρουν την ξενοιασιά και τον καφέ από το χέρι. Μη γίνεις παιδί της φάπας, από παιδί της φράπας.
Ήταν ο ίδιος χαβαλετζής που μας πέτυχε ανάκατους σε μια ομήγυρη, όλους πρώην κνίτες, διαφόρων αποχρώσεων και πετούσε ατάκες για να ανάψει τον καβγά και να διασκεδάσει. Μες στο μυαλό μου βαράνε τα γκονγκ, μοιάζαμε μπάλες του πινγκ-πονγκ, στα χέρια του. Κι αυτός με εκείνες τις πλαστικές κοπέλες στα ρινγκ που κρατάνε πινακίδες με τους γύρους (ο τρίτος θα είναι ο τελικός). Αλλά αντί για αριθμούς έδειχνε εμπρηστικές ατάκες: πλακέτα. Εφεε. Παμε. Δεκέμβρης.
Κανείς μας δεν είναι ανάπηρος, ούτε υπεύθυνος για την ανεργία του. Αλίμονο αν το εσωτερικεύσει και πιστέψει ότι αυτός έχει το πρόβλημα. Στα ατομικά προβλήματα υπάρχουν μόνο συλλογικές λύσεις. Στα προσωπικά αδιέξοδα, συλλογική διέξοδος.
Όχι ένα κράτος που να βολεύει τους τεμπέληδες, αλλά μια τέτοια οργάνωση της κοινωνίας που να παίρνει από τον καθένα το καλύτερο που έχει να δώσει για το σύνολο, αντί να μας αφήνει να τρωγόμαστε μεταξύ μας σαν τα θηρία και στο τέλος να νικάνε τα όρνεα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου