Άκου δασκαλίτσα...
«Είσαι σαν βαρέλι, σκέφτεσαι και διδάσκεις σαν βαρέλι.»
Άκου ανθρωπάκο, Βίλχελμ Ράιχ
Μην κοιτάς αλλού! Σε σένα μιλάω, δασκαλίτσα.
Ναι, σε σένα με το αδύνατο σώμα, το ομοιόμορφο μαύρισμα και τα ωραία ρούχα.
Βαρέλι δεν είναι το σώμα σου, δασκαλίτσα, βαρέλι είναι η ψυχή σου.
Είναι ξύλινη και κούφια η ψυχή σου.
Σε ξέρω καλά, δασκαλίτσα.
Καθόσουν δίπλα μου στο δημοτικό και έτρωγες τα νύχια σου από το φόβο σου. Ήσουν καλή μαθήτρια, αλλά φοβόσουν.
Φοβόσουν τη μητέρα σου, τη δασκάλα σου, τον εαυτό σου.
Γιατί η μητέρα σου ήθελε να
είσαι τέλεια και η δασκάλα σου θα σε χλεύαζε αν έκανες κάποιο λάθος ή αν
δε θυμόσουν πως γράφεται το «βαρέλι».
Και φοβόσουν τον εαυτό σου, γιατί την προηγούμενη νύχτα η μητέρα σου σε βρήκε να «χαϊδεύεσαι» αντί να ...διαβάζεις και σου εξήγησε ότι τα «καλά» κορίτσια δεν κάνουν τέτοια πράγματα.
Αλλά τότε δεν έφταιγες εσύ, δασκαλίτσα.
Ήσουν παιδί και ο παιδικός ερωτισμός πρέπει να μένει κρυμμένος κάτω από τα σεντόνια.
Σε θυμάμαι, δασκαλίτσα.
Καθόσουν δίπλα μου στο λύκειο
και δεν μπορούσες να σταματήσεις να χτυπάς νευρικά το πόδι σου καθώς
επαναλάμβανες, λέξη προς λέξη, κόμμα προς κόμμα, το κείμενο της ιστορίας
που είχες αποστηθίσει, χωρίς ποτέ να σε νοιάζει για την Ιστορία, χωρίς
ποτέ να σε νοιάζει για τη μόρφωση, έχοντας στο μυαλό σου μόνο το φόβο
της αποτυχίας και μια σχολή με πολλά «μόρια», με πολλές πιθανότητες
επαγγελματικής αποκατάστασης.
Ήθελες κι εσύ να φιλήσεις ένα
αγόρι, να κάνεις έρωτα με ένα αγόρι, όπως έκαναν οι άλλες, οι τσούλες,
αλλά δεν είχες καιρό για τέτοια.
Αλλά τότε δεν έφταιγες εσύ, δασκαλίτσα.
Ήσουν στην εφηβεία και η εφηβική σεξουαλικότητα πρέπει να μένει κρυμμένη στις τουαλέτες.
Σε γνωρίζω, δασκαλίτσα.
Καθόσουν δίπλα μου στο
αμφιθέατρο, σε μια σχολή που δε σου έδινε τίποτα, αλλά θα την τελείωνες,
γιατί χρειαζόσουν το πτυχίο για να συνεχίσεις να φοβάσαι μη μείνεις
άνεργη πτυχιούχος.
Είχες οργανωθεί σε μια κάποια
νεολαία, όχι γιατί είχες ιδανικά, αλλά γιατί αυτοί θα σε βοηθούσαν να
βρεις μια δουλειά, για να συνεχίσεις να φοβάσαι –μην τη χάσεις..
Και μια νύχτα πηδήχτηκες με
κάποιο συμφοιτητή σου, αλλά δεν ένιωσες τίποτα, παρά μόνο πόνο, κι αυτός
έφυγε περήφανος που σε είχε πονέσει.
Τότε έφταιγες, δασκαλίτσα, γιατί ήσουν πια ενήλικη.
Σε ξέρω, δασκαλίτσα.
Την πρώτη μέρα που πήγες στο
σχολείο κουβαλούσες στην τσάντα σου τη Μοντεσόρι και τον Νηλ. Αλλά
γρήγορα κατάλαβες ότι είναι δύσκολο να διδάσκεις την ελευθερία, ίσως να
ντράπηκες ή και να ζήλεψες τους άλλους δασκάλους που γελούσαν με την
παρθενική αφέλεια σου.
Η ξύλινη ψυχή σου δεν το
άντεξε και έστειλες τη Μοντεσόρι τιμωρία στη γωνία, μαζί με τα παιδιά
που ήθελαν να παίζουν αντί να αποστηθίζουν.
Σε θυμάμαι, δασκαλίτσα.
Να διαβάζεις ολημερίς τα
περιοδικά γάμου και να ονειρεύεσαι τον πρίγκιπα που θα σε παντρευτεί.
Όχι αυτόν που θα σε αγαπήσει και θα απελευθερώσει το σώμα σου, αλλά
εκείνον που θα σε πάει στην εκκλησία, που θα σου κάνει δεξίωση σε καλό
εστιατόριο, εκείνον που θα γεμίσει την κούφια σου ψυχή με πράγματα.
Και όταν ο νόμιμος σύζυγος δε σε ικανοποίησε σεξουαλικά έψαχνες αλλού για την ηδονή ή παραδόθηκες στην κατάθλιψη.
Και έφταιγες εσύ, που η μοιχεία έπρεπε να μένει κρυμμένη κάτω από τις λέξεις.
Σε ξέρω, δασκαλίτσα.
Έκανες παιδιά με έναν άντρα
που δεν αγαπούσες και τα έμαθες να σε φοβούνται, να σε υπακούουν.
Ακριβώς όπως σε φοβούνταν και σε υπάκουαν οι μαθητές σου.
Και το μόνο που περίμενες ήταν
το καλοκαίρι, για να ξεχαστείς με ένα «άρλεκιν» στην παραλία, αφού
κανείς δεν έδινε πλέον σημασία στο ρημαγμένο σου σώμα.
Σε βλέπω, δασκαλίτσα.
Πέρασες πια την εμμηνόπαυση
και έχεις μείνει μόνη –όπως ήσουν σε όλη σου τη ζωή. Ο άντρας σου σε
άφησε για μια που «δεν μπορείς να καταλάβεις τι της βρήκε» και τα παιδιά
σου σε αποφεύγουν όσο πιο διακριτικά μπορούν.
Και τώρα περιμένεις τη σύνταξη, για να μένεις στο σπίτι και να βλέπεις σαπουνόπερες όλη μέρα –μόνη.
«Με ποιο δικαίωμα μου κάνεις κριτική;» σ’ ακούω να μου λες. «Είσαι καλύτερος από μένα;»
Όχι, δεν είμαι.
Παράτησα τη σχολή μου στο
πρώτο εξάμηνο και δούλεψα σε κάθε λογής δουλειές χωρίς καμία μονιμότητα
και εξασφάλιση. Είμαι άνεργος, μετά βίας επιβιώνω και ποτέ δε θα πάρω
σύνταξη.
Αλλά ναι! Είμαι.
Μορφώνομαι κάθε μέρα, γιατί τα βιβλία δεν είναι εγχειρίδια διδασκαλίας ούτε ένας τρόπος να ξεχνιέσαι, είναι τρόπος ζωής.
Γράφω από τότε που ήμουν παιδί –και ας μην έχω κερδίσει ούτε ένα ευρώ γι’ αυτό. Γιατί το γράψιμο δεν είναι δουλειά, είναι ζωή.
Δε γράφτηκα ποτέ σε κανένα κόμμα ούτε διορίστηκα σε κάποια θέση με τη βοήθεια ενός ξύλινου υπουργίσκου.
Εργάστηκα, ίδρωσα, χάρηκα, απογοητεύτηκα, αρνήθηκα να δεχτώ τη μείωση μισθού, απολύθηκα.
Ερωτεύτηκα, έκανα έρωτα, αγάπησα, "γέννησα".
Και δε χρειάστηκα γαμπριάτικο κουστούμι για να τα κάνω αυτά ούτε βέρες και δεξιώσεις. Μόνο μια σύντροφο.
Και γιατί στα λέω όλα αυτά;
Ο ανθρωπάκος μέσα μου –γιατί
ναι, έχω κι εγώ έναν τέτοιο και παλεύω να τον ξεφορτωθώ- μου λέει να μη
μιλήσω, να μη γράψω, να μη φανερωθώ.
Γιατί δε θέλει να δείξει ότι φοβάται.
Τι φοβάται;
Εσένα φοβάμαι, δασκαλίτσα.
Γιατί εσύ, μια ξύλινη γυναίκα, θα θελήσεις να κάνεις το παιδί μου ξύλινο σαν κι εσένα.
Θα το μάθεις να μισεί το σώμα του και να κρύβει τον ερωτισμό του.
Θα το μάθεις να μη σκέφτεται, αλλά να αποστηθίζει, για να ανταπεξέλθει στις οδηγίες που σου έστειλε ο ξύλινος υπουργίσκος.
Αλλά πρωτίστως θα το μάθεις να φοβάται.
Σε τρέμω, δασκαλίτσα.
Επειδή είσαι ανικανοποίητη κι
επειδή μισείς τη ζωή, θα προσπαθήσεις να την πνίξεις μέσα στο σώμα του
παιδιού μου, απ’ όπου αναβλύζει ανεξέλεγκτα.
Θα προσπαθήσεις να φτιάξεις
αυτόματες μηχανές φόβου, που θα υπακούουν επειδή φοβούνται, που θα
μαθαίνουν επειδή φοβούνται, που θα ζουν επειδή φοβούνται.
Αλλά δε θα σε αφήσω, δασκαλίτσα.
Δε θα σε αφήσω να καταστρέψεις το παιδί μου.
Θα του αποκαλύψω πόσο ξύλινη είσαι, πόσο κούφια, πόσο μικρή, πόσο δασκαλίτσα.
Θα τον πάρω από τα περιποιημένα νύχια σου ακόμα κι αν χρειαστεί να βγει από την κοινωνία.
Γιατί η κοινωνία σου, δασκαλίτσα, στηρίζεται στο φόβο και στο μίσος.
Η κοινωνία είσαι εσύ, δασκαλίτσα.
Ξύλινη και κούφια.
Κι εγώ θα μάθω στο παιδί μου να βάζει φωτιές!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου