Σελίδες

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013

επιστημονικό ιερατείο.

Μια κριτική στο κυρίαρχο επιστημονικό παράδειγμα


Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε από τη συλλογικότητα "Μαύρο Πιπέρι" και καταπιάνεται με ένα ζήτημα που με απασχολεί έντονα. Δημοσιεύσεις με θέμα την κριτική της σύγχρονης επιστήμης υπάρχουν ήδη σε αυτό το blog εδώ (1,2,3). Θα ακολουθήσουν και άλλες με την ίδια θεματική. Στόχος είναι να ξεκινήσει ένας πραγματικός διάλογος που μέχρι σήμερα δυστυχώς δε μπορεί να γίνει. Οι περισσότεροι φίλοι αντιμετωπίζουν αυτές τις θέσεις με τρομακτική λεκτική βιαιότητα, είναι από την πρώτη στιγμή επικριτικοί και αφοριστικοί. Επιμένω όμως στο θέμα γιατί θεωρώ την ιδεολογία της σύγχρονης επιστήμης την πλέον αχαρτογράφητη περιοχή της θεωρίας και ίσος τον ισχυρότερο εχθρό όχι μόνο του επαναστατικού κινήματος αλλά και της ίδιας της ανεξάρτητης σκέψης. Περιμένω κείμενα, κριτικές, σχόλια και δεσμεύομαι ότι όλα θα δημοσιευτούν. 






Το ζήτημα της επιστήμης, παραμένει ταμπού. Αφορά το επιστημονικό ιερατείο. Ακόμη και σήμερα κυριαρχεί η γνώμη ότι τα ζητήματα που εγείρει η ανάπτυξη της τεχνοεπιστήμης αφορούν τους ειδικούς επιστήμονες. Θεωρούμε λοιπόν, πολύ σημαντικό να ανοίξει η συζήτηση πέρα από τους χώρους της επιστημονικής εξειδίκευσης. Να απεγκλωβιστεί από το κλειστό και περιχαρακωμένο περιβάλλον της επιστημολογίας, από το ιεραρχικά διαχωρισμένο πεδίο των ειδικών επιστημόνων. Πρώτη μας επιδίωξη, είναι να σπάσουμε την εξουσία της εξειδίκευσης, του φαντασιακού του επιστημονισμού, που πάνω κάτω λέει «μην ανησυχείτε το θέμα αφορά τους ειδικούς», «πρέπει να είσαι ειδικός για να αναφέρεσαι σε αυτά τα θέματα». Η αλήθεια είναι ότι καθένας μπορεί να διαμορφώσει άποψη, στηριζόμενος σε κοινά αποδεκτές επιστημονικές αποδείξεις. Το ζήτημα της επιστήμης, δεν είναι μονοσήμαντο αλλά πολύπλοκο και εγγενώς αντιφατικό. Αφορά τη γνώση και τη σχέση των ανθρώπινων κοινωνιών με τους εκάστοτε θεσμούς – φορείς της που την εφαρμόζουν. Είναι δηλαδή βασικά πολιτικό.



Η επιστήμη, η ιδέα της επιστήμης, της επιστημονικής αλήθειας, αποτελούν θεμελιώδεις λίθους – μύθους του νεωτερικού οικοδομήματος και του καπιταλιστικού συστήματος.



Η νεώτερη εποχή εδραιώνεται πάνω στις ιδέες της ασταμάτητης προόδου (η οποία ταυτίζεται με την τεχνολογική ανάπτυξη) και του ορθολογικού ελέγχου – κυριαρχίας πάνω στη φύση και την ανθρώπινη κοινωνία. Η επιστήμη της, δεν μπορούσε παρά να είναι ανάλογη: μαθηματικοποίηση – ποσοτικοποίηση του κόσμου, με στόχο την ορθολογική του κυριαρχία.



Σε μια πρώτη προσέγγιση πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι σήμερα η επιστήμη πέρα από ισχυρός κοινωνικός θεσμός είναι και μια κυρίαρχη νομιμοποιητική σημασία. Μια σημασία ζωής. Ένα κυρίαρχο φαντασιακό που έχει μολύνει τα μυαλά (και όχι μόνο) των σημερινών κοινωνιών. Η εξουσία του ειδικού επιστήμονα είναι όχι μόνο αδιαμφησβήτητη αλλά και ζητείται επίμονα. Με αυτή την έννοια η τεχνοεπιστήμη έχει όντως αυτονομηθεί ως ισχυρός κυρίαρχος λόγος, έχει γίνει αυτοσκοπός εν πολλοίς ανεξέλεγκτος. Η θρησκειοποίησή της είναι χαρακτηριστικό της.



Σε μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής ιστορίας κύριος θεσμός κοινωνικής νομιμοποίησης ήταν η εκκλησία. Στις δυτικές κοινωνίες εδώ και καιρό η επιστήμη διαδέχθηκε την εκκλησία, με νέους βέβαια όρους, ως κυρίαρχος νομιμοποιητικός λόγος. Σχετικοποιώντας την πηγή του νοήματος και της σημασίας της ζωής, γκρεμίζοντας το θρησκευτικό ιερατείο από το θρόνο του, ανέλαβε να παίξει η ίδια το ρόλο του εγγυητή του νοήματος για τις ανθρώπινες κοινωνίες. Πίσω από την αντιμεταφυσική της κριτική όμως, υπέκρυπτε τις δικές της μεταφυσικές θεμελιώσεις. Προήγαγε την εγκατάλειψη της θρησκείας, χάριν όμως ενός εξορθολογισμένου εργαλειακού Λόγου. Ενός Λόγου που διεκδικούσε την παντογνωσία και την παντοδυναμία και εν τέλει την κυριαρχία επί παντός επιστητού. Όταν λέμε ότι κάτι ΄΄το λέει η επιστήμη΄΄, είναι για να υποστηρίξουμε μια αδιάσειστη αλήθεια.



Η Επιστήμη, ως Νέα Επιστήμη, αναπτύχθηκε από τον 17ο αιώνα ως δραστηριότητα διαχωρισμένη, επιβάλλοντας τους δικούς της διαχωρισμούς, μονοπωλώντας το πεδίο της γνώσης. Από το ξεκίνημά της, ιδρύει μια εργαλειακή σχέση με την πραγματικότητα, στοχεύει στην ποσοτικοποίησή της, υποβιβάζοντας την σε κάτι μετρήσιμο. Αποτελεί λοιπόν και κεντρική φαντασιακή συνιστώσα της καπιταλιστικής κοινωνίας, παίζοντας πρωτεύοντα ρόλο στην ανάπτυξη του τρόπου παραγωγής που βασίζεται στη μέτρηση του εργασιακού χρόνου και της παραγωγικότητας.



Η φυσική του Νεύτωνα η οποία κυριάρχησε από το τέλος του 17ου ως το τέλος του 19ου αιώνα, περιγράφει το σύμπαν σαν ένα καλοκουρδισμένο ρολόϊ, στο οποίο τα πάντα γίνονται με ακρίβεια και σύμφωνα με συγκεκριμένους νόμους. Κυρίαρχο επιστημονικό παράδειγμα αυτήν την περίοδο είναι η μαθηματική φυσική ο οποία σχεδόν αμέσως μετατρέπεται σε υπόδειγμα επιστήμης. Η γέννηση του θετικισμού τον 19ο αιώνα δεν αποτελεί ρήξη με το καθεστώς της μηχανιστικής σκέψης, αλλά εκσυγχρονισμό της, μέσω του οποίου αναδιευθετείται και ανασυντάσσεται αποτελεσματικότερα. Ο θετικιστικός ορθολογισμός κυριαρχεί από τότε στην επιστήμη, πάνω στον οποίο βασίζεται η τεχνοκρατική ιδεολογία των σύγχρονων βιομηχανικών – καπιταλιστικών κοινωνιών. Στο πεδίο της σύγχρονης τεχνοεπιστήμης βασιλεύει ο ίδιος επιστημονιστικός μύθος με τον πιο χυδαίο τρόπο. Ενώ ο δογματικός εργαλειακός ορθολογισμός δέχθηκε σφοδρή κριτική στο επίπεδο της θεωρίας[1], στην πράξη θριαμβεύει μέσω της κυριαρχίας της τεχνολογίας στις ανθρώπινες κοινωνίες. Το κυρίαρχο σημερινό επιστημονιστικό παράδειγμα βασίζεται πάνω σε αυτό το παράδοξο: Παρόλο που στο θεωρητικό επίπεδο, το μηχανιστικό – αναγωγιστικό – ντετερμινιστικό μοντέλο δέχθηκε ανηλεή κριτική και παρόλο που ολόκληρο το οικοδόμημα της επιστήμης από τις αρχές του περασμένου αιώνα κολυμπάει μέσα στην αβεβαιότητα, στο επίπεδο της εφαρμοσμένης επιστήμης, της τεχνοεπιστήμης δηλαδή, είναι σα να μην συνέβη τίποτα. (Στις διαφημίσεις των βιοτεχνολογικών εταιρειών παραδείγματος χάρη, αναπαράγεται η χαρούμενη θετικιστική αφέλεια του 17ου αιώνα).



Με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, η επιστήμη, ως κεντρική συνιστώσα του, αναπτύσσεται ως καπιταλιστική επιστήμη. Ενσωματώνεται ως ένας ιδιαίτερος κυρίαρχος θεσμός μέσα στη γιγάντια κίνηση εξάπλωσης του εμπορεύματος, της εμπορικής συναλλαγής, της διείσδυσης της οικονομίας σε όλες τις όψεις της ανθρώπινης και μη ζωής.



Η επιστήμη λοιπόν, δεν είναι ουδέτερη, όπως θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε οι μέντορές της, γιατί είναι ένας κοινωνικός θεσμός με την πλήρη σημασία του όρου και σαν τέτοιος είναι φτιαγμένος από τις αξίες και τις στοχεύσεις της κοινωνίας την οποία θεμελιώνει. Είναι μια έκφραση του συνολικού προσανατολισμού της κοινωνίας στην οποία ανήκει, προσφέρει λύσεις στα ερωτήματα και τα προβλήματα του πολιτισμού μέσα στον οποίο εντάσσεται. Η μηχανιστική επιστημονική αντίληψη της Φύσης ή ο «ορθολογισμός» π.χ είναι θεμελιώδεις σημασίες του καπιταλιστικού κόσμου.



Στο κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε σήμερα, κυρίαρχη επιστημονική ιδεολογία είναι ο επιστημονισμός, η θρησκειοποίηση της επιστήμης, η αναγωγή της σε απόλυτο και μόνο νόμιμο κριτή της αλήθειας. Αυτός ο νέος -ισμός, αποτελεί ένα από τους θεμελιωτικούς μύθους της καπιταλιστικής κοινωνίας. Στον επιστημονισμό κορυφώνεται η δογματική-ρασιοναλιστική τάση του διαφωτισμού η οποία προωθεί την επιστήμη με σωτηριολογική φρασεολογία. Κυρίαρχο επιστημονικό παράδειγμα, παραμένει ο μηχανιστικός ορθολογισμός παρ΄ όλες τις εκλεπτύνσεις που του επέβαλε ο θετικισμός, ο θετικιστικός ορθολογισμός. Το μηχανιστικό μοντέλο λειτουργεί με κύρια μεθοδολογικά εργαλεία τον αυστηρό αναγωγισμό και τον ντετερμινισμό.



Όψιμο παράδειγμα χυδαίας μηχανιστικής – αναγωγιστικής επιστήμης, είναι η ιδεολογία του βιολογισμού που νομιμοποιεί τις βιοτεχνολογικές εφαρμογές αλλά και θεωρίες όπως η κοινωνιοβιολογία. Η πεποίθηση δηλαδή ότι όλη η ανθρώπινη ύπαρξη ελέγχεται από το DNA μας.



Η κοινωνιοβιολογία π.χ προσπαθεί να εξηγήσει τα πολιτισμικά φαινόμενα και την ανθρώπινη ιστορία γενικότερα, με βάση τις βιολογικές ανάγκες που ικανοποιούν. Η ανθρώπινη συμπεριφορά, η ιστορία και η κοινωνική οργάνωση ερμηνεύονται υπό το πρίσμα της εξελικτικής θεωρίας. Έτσι, μέσα σε αυτόν τον γενικευμένο γενετικό ντετερμινισμό, όπου τα πάντα καθορίζονται από τις εγωιστικές (αυτομεγιστοποιητικές) επιλογές των γονιδίων, ακόμη και τα πολιτισμικά φαινόμενα ανάγονται στις δήθεν βιολογικές αναγκαιότητες που τα καθορίζουν. Δεν χρειάζεται να επιμείνουμε στις οφθαλμοφανείς ρατσιστικές και ευγονικές καταλήξεις τέτοιων θεωριών. Θα σημειώσουμε μόνο ότι ένα βασικό σφάλμα της κοινωνιοβιολογίας αλλά και όλων των φυσιοκρατικών θεωριών είναι ο ανθρωπομορφισμός τους. Η φυσικοποίηση κοινωνικών θεωριών και η χρησιμοποίησή τους κατόπιν ως φυσικών επιστημονικών μοντέλων που επιβεβαιώνουν τις συγκεκριμένες κοινωνικές θεωρίες. Στην Κοινωνιοβιολογία του Wilson «διαβάζουμε για κοινωνίες ζώων που έχουν «πολυγυνία», «κάστες», «δούλους», «δεσπότες», «μητρογραμμική κοινωνική οργάνωση», «βασίλισσες», «οικογενειακό σωβινισμό», «πολιτισμικές καινοτομίες», «γεωργία», «φόρους» και «επενδύσεις», καθώς επίσης δαπάνες» και «οφέλη». Η κλασική δαρβινική θεωρία φυσικοποιεί σε πολλά της σημεία τα επιχειρήματα της οικονομικής θεωρίας του Adam Smith. Αντίστροφα, η εξήγηση της εξέλιξης μέσω της φυσικής επιλογής, χρησίμευσε ως ιδεολογική βάση για τον ανταγωνιστικό καπιταλισμό του laissez-faire και την αθέμιτη αποικιοκρατική κυριαρχία επί των υποδεέστερων φυλών. Τα παραδείγματα όμως της κοινωνιοβιολογίας, όπως και των επεμβάσεων της γενετικής μηχανικής, αλλά και της ιατρικής, αποδεικνύουν ότι το κυρίαρχο ακόμη και σήμερα επιστημονικό παράδειγμα βασίζεται στο μηχανιστικό μοντέλο. Όλοι οι κλάδοι θα λέγαμε της σύγχρονης εφαρμοσμένης επιστήμης, θα μπορούσαν να κατηγορηθούν ως νεώτερες εξειδικεύσεις της μηχανιστικής νοοτροπίας απέναντι στη φύση και τον άνθρωπο. Την εποχή της κατάρρευσης κάθε βεβαιότητας στις θεωρητικές επιστήμες, η τεχνοεπιστήμη θριαμβεύει χειραγωγώντας ό, τι θεωρεί χειραγωγίσιμο.



Όμως αν από τη μία η θεοποίηση της επιστήμης, ως ενσαρκωμένου μύθου της προόδου, οδηγεί σε έναν νέο σκοταδισμό, το ίδιο ισχύει και για πολλά από τα σύγχρονα νεομυστικιστικά και διάφορα πρωτογονιστικά αναθέματα εναντίον της επιστήμης. Τις περισσότερες φορές το παραδοσιακό δυιστικό σχήμα φύση/άνθρωπος αντιστρέφεται υπέρ του ενός ή του άλλου όρου.



Δεν δαιμονοποιούμε την επιστήμη και την τεχνολογία εν γένει. Το ζήτημα είναι πολύπλοκο και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αντιστρέφοντας απλώς τον κυρίαρχο δυισμό. Το ζήτημα είναι να βρούμε τους τρόπους να υπερβούμε τους διαχωρισμούς πάνω στους οποίους εδραιώνεται η κυριαρχία της σύγχρονης τεχνοεπιστήμης. Τους διαχωρισμούς που επιβάλλει στη φύση και την κοινωνία,για να τις χειραγωγήσει.



Αναφερόμενοι στη φύση και την κοινωνία πρέπει να εγκαταλείψουμε όλα τα απλοϊκά δυιστικά ή γραμμικά σχήματα που προσπαθούν να τις συνδέσουν ή να τις αποσυνδέσουν. Οι σχέσεις μέσα στη φύση, όπως και οι σχέσεις φύσης-κοινωνίας δεν είναι πλήρως εξορθολογίσιμες. Η πραγματικότητα διατρέχεται από συνέχειες και ασυνέχειες, αλληλεξαρτήσεις και ετερογένειες, δημιουργίες νέων μορφών και καταστροφή ή αλλοίωση παλαιότερων, τυχαιότητα, τάξη, αταξία, χάσματα, οργάνωση. Εγκαταλείποντας τη δογματική τύφλωση του επιστημονισμού, πρέπει να βρούμε τους τρόπους με τους οποίους η αναζήτηση της γνώσης θα αναγνωρίσει την ανυπαρξία έσχατων θεμελίων που δήθεν τη θεμελιώνουν. Αυτή η παραδοχή μπορούμε να πούμε ότι υπήρξε τραυματική στον 20ο αιώνα και οδήγησε στον πεσιμισμό του μεταμοντέρνου σχετικιστικού λόγου, σε πλήρη συμφωνία με τον κομφορμισμό και την απάθεια των σύγχρονων κοινωνιών απέναντι στα προβλήματα που εγείρει η καπιταλιστική ανάπτυξη και πρόοδος.



Ο κυρίαρχος επιστημονικός λόγος προτάσσοντας την ουδετερότητα του ως εργαλείου, οδηγεί στη συγκάλυψη και απόκρυψη της πολιτικής ρίζας του προβλήματος. Στη συγκάλυψη των δικών του πολιτικών προεκτάσεων καθώς αποτελεί το ΄΄λογικό΄΄ θεμέλιο της καπιταλιστικής κοινωνίας, συμβάλλοντας καθοριστικά στην ετερόνομη θέσμιση της. Δεν μπορούμε να αναμένουμε καμία πραγματική λύση όσο οι σημερινές κοινωνίες δεν αναλαμβάνουν ρητά το ζήτημα του αυτομετασχηματισμού τους. Γιατί περί αυτού πρόκειται. Όσο θα κυριαρχεί η ιδιώτευση και ο ατομικισμός, οι οικονομικές-πολιτικές-επιστημονικές ολιγαρχίες θα επεκτείνουν τη λεηλασία τους στη φύση και την ανθρώπινη κοινωνία. Δεν μπορεί να σημαίνει τίποτα λοιπόν η αμφισβήτηση της σύγχρονης επιστήμης χωρίς την αμφισβήτηση της θεσμισμένης κοινωνίας. Κι αυτή η αμφισβήτηση θα είναι ριζική μόνο αν συμβάλλει σε μια βαθιά κριτική της οργάνωσης της επιστημονικής γνώσης και της επιστημονικής πρακτικής που τη συνοδεύει. Χρειαζόμαστε ένα ήθος της θνητότητας για να απεγκλωβιστούμε από την τυραννία της θρησκείας και μια αυθυπέρβαση του λόγου που θα μας οδηγεί πέρα από τον αναγωγισμό και τον ντετερμινισμό, αναλαμβάνοντας την πρόκληση να σκεφτούμε κριτικά και αναστοχαστικά την πολυπλοκότητα του υπάρχοντος, εγκαταλείποντας την προσπάθεια να την εγκλείσουμε μέσα σε μια καλά περιφραγμένη και εξορθολογισμένη επιστημονική εξήγηση.



Είναι επιτακτική η ανάγκη, από την πλευρά του προτάγματος της αυτονομίας να ανανεώσουμε το πάθος για τα κοινά και το πάθος για γνώση, που δεν μπορούν να έχουν άλλη «θεμελίωση» από τη βούλησή μας για ελευθερία, την αμφισβήτηση των παραδεδομένων αληθειών και τη συνεχή διερώτηση γύρω από τα ζητήματα της γνώσης και της εξουσίας της μέσα στην κοινωνία.



[1] Αυτή η κριτική ξεσπάει στο εσωτερικό της ίδιας της επιστήμης από τα τέλη του 19ου αιώνα και κορυφώνεται στις αρχές του 20ου αιώνα με τη θεωρία της σχετικότητας, την ανάδειξη της δημιουργικής παρέμβασης του παρατηρητή, την αρχή της απροσδιοριστίας και όλων των θεωριών που ανέτρεψαν το κλασικό μηχανιστικό μοντέλο εκ θεμελίων. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ( κάτι που π. χ ο Φουκό αγνοεί στις αναλύσεις του) ότι η κριτική στον εργαλειακό ορθολογισμό στην ουσία πρωτοεμφανίζεται και συγκροτείται μέσα στους κόλπους του φιλοσοφικού μοντερνισμού από τα τέλη του 18ου αιώνα, με την αντικαρτεσιανή επανάσταση που ξεκινάει από τον Καντ και συνεχίζεται από τους επιγόνους του, τον Φίχτε, τον Χέγκελ, τους αριστερούς χεγκελιανούς, τον Μαρξ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου