Η μέθοδος Χέμινγουεϊ και οι πυρήνες της βίας
Η επανάσταση που έφερε ο Χέμινγουεϊ στη γραφή ήταν ότι απάλλαξε το πεζό
λόγο από τα επίθετα και κάθε είδους καλλωπιστικό στοιχείο. Σε αντίθεση με τους
βαβυλωνιακούς ναούς που έστηνε ο Τζόις, κάθε φράση του Έρνεστ ήταν δωρική.
Αυτό δεν είναι απαραίτητα καλό –ιδίως αν δεν έχεις τη μεγαλοφυΐα του
Χέμινγουεϊ- ούτε αρέσει σε όλους.
Θυμάμαι έναν πρώην συνάδελφο βιβλιοϋπάλληλο, ο οποίος έλεγε ότι ο
Χέμινγουεϊ γράφει σαν ρομπότ.
Αλλά τι σπουδαίο ρομπότ!
Ο Χέμινγουεϊ δεν προσπαθούσε να παρασύρει συναισθηματικά τους αναγνώστες
του γράφοντας για την «αποπνικτική θλίψη που ένιωσα όταν είδα την Ντόρις,
όμορφη όσο ποτέ, αν και τόσο κοντά στο θάνατο, να φεύγει, και μια μαύρη τούφα
που δραπέτευε από το μαντήλι της μου θύμισε όλα αυτά που δεν προλάβαμε να
ζήσουμε και όλα εκείνα που είχαμε ζήσει.»
Ο Χέμινγουεϊ έγραφε: «Η Ντόρις έφυγε. Λίγες μέρες μετά σκοτώθηκε.»
Έτσι άφηνε τον αναγνώστη να νιώσει όπως εκείνος ήθελε.
Αν ο Χέμινγουεϊ ζούσε σήμερα -σε αντίθεση με την Ντόρις που σκοτώθηκε λίγες
μέρες μετά- και ερχόταν στην Ελλάδα ως πολεμικός ανταποκριτής (κάτι που είχε
κάνει πριν τον ανακαλύψει η Γερτρούδη Στάιν) θα έγραφε για την πραγματικότητα
που θα συναντούσε:
«Η βία γεννάει τη βία.»
Έτσι απλά, απέριττα και δωρικά, σαν ένα φραστικό ουροβόρο όφι (συγνώμη,
Έρνεστ).
Η βία γεννάει τη βία -χωρίς επίθετα και προσδιορισμούς, χωρίς
συναισθηματικές παραχωρήσεις, ρομποτικά.
Για να καταλάβετε πόσο σημαντική είναι η έλλειψη επιθέτων θα κάνουμε το
ακόλουθο λογοτεχνικό-ψυχολογικό πείραμα.
Στη φράση:
«Η ..................(1) βία γεννάει τη ..................(2) βία»
μπορείτε να προσθέσετε κατά το δοκούν επίθετα από την ακόλουθη λίστα:
(ωμή, κρατική, παρακρατική, διακρατική, οικονομική, κοινωνικοοικονομική,
πολιτικοοικονομική, ένοπλη, έννομη, έκνομη, ένδικη, άδικη, τρομοκρατική,
αντιτρομοκρατική, αστυνομική, ρατσιστική, επαναστατική, αντεπαναστατική,
αναμενόμενη, τυφλή, κανονική, αντικανονική, αντικοινωνική, συνταγματική,
αντισυνταγματική, ταξική, αταξική, οικοκυρική, παθητική, δημοκοπική,
δολοφονική, ξαφνική, στρατιωτική, ιμπεριαλιστική, απελευθερωτική, σεξιστική,
φαλλοκρατική, ψυχολογική, τηλεοπτική, υιική, γονική, παιδική, εφηβική, σχολική,
επαγωγική, παραγωγική, ατομική, ομαδική, μπολσεβικική, μενσεβικική, σταλινική, μαοϊκή,
ναζιστική, μακιαβελική, γκεμπελική, μεταβατική, τελική, ολική, βολική,
ποδοσφαιρική, τραμπουκική, διπολική, πολεμική, βρόμικη, παλινδρομική,
πριτοναφική, θεσμική, πολιτισμική, ηθική, εθνική, μασονική, νατοϊκή,
γκανγκστερική, εωσφορική, ληστρική, πραγματική, πειραματική, παραδειγματική,
υποδειγματική, δογματική, πραξικοπηματική, κομματική, διακομματική,
μικροκομματική, εξωκομματική, πολιτική, απολιτική, παραπολιτική, γεωπολιτική,
αποτελεσματική, αναποτελεσματική, οχλοκρατική, πλουτοκρατική, φυλετική,
κυβερνητική, βαρυποινίτικη, εκατοχρονίτικη, λογοκριτική, εκλεκτική, διαλεκτική,
αποτρεπτική κλπ κλπ)
Ανάλογα με τις πεποιθήσεις σας μπορείτε να διαλέξετε το «επίθετο που σας ταιριάζει» και η φράση αλλάζει ολοσχερώς νόημα.
Μπορεί να την ακούσετε από το στόμα τηλεδημοσιογράφου, να τη διαβάσετε στην προκήρυξη οργάνωσης (επαναστατικής ή τρομοκρατικής, τo επίθετo πάλι κατά το δοκούν), να την πει ο πρωθυπουργός στη δημόσια ομιλία του, να την ξεφωνίσει ο αναρχικός.
Εξαρτάται πάντα από το επίθετο που θα τοποθετήσουμε μπροστά από τη βία (1
ή 2).
Αν όμως ακολουθήσουμε τη μέθοδο του Χέμινγουεϊ, και αφαιρέσουμε τα
επίθετα, τότε η φράση σκάει στα μούτρα όλων, δικαίων και αδίκων, δυνατών και
αδύναμων, εκωνάκων (!), με τη δυναμική μιας σφαίρας που δεν ρωτάει: «Εσύ είσαι
με τους καλούς ή με τους κακούς;»
Η ίδια φράση, «η βία γεννάει τη βία», αλλάζει νόημα αν χρησιμοποιήσουμε
την –ας την πούμε- «μέθοδο Στανισλάβσκι».
Αυτό θα το καταλαβαίνατε καλύτερα αν το βλέπατε επί σκηνής, ειδικά από
μια ομάδα σωματικού θεάτρου όπως η “fractals”, αλλά θα κάνω μια απόπειρα να το αποδώσω γραπτά.
Ο ηθοποιός μπορεί να πει με χίλιους-δύο τρόπους την ίδια φράση, χωρίς καν
τη χρήση επιθέτων -και αυτό είναι το προτέρημα του θεάτρου σε σχέση με τη
γραφή.
Μπορεί να χρησιμοποιήσει την παύση:
«Η βία... γεννάει τη βία.» Ή «Η βία γεννάει... τη βία.»
Μπορεί να χρησιμοποιήσει την ένταση της φωνής.
Αν πει, ψιθυριστά (πείτε ‘το, ψιθυριστά): «Η βία γεννάει τη βία», τότε θα
σας μεταδώσει το συναίσθημα του φόβου.
Αν πει, με στεντόρεια φωνή και τις κατάλληλες χειρονομίες (κάντε ‘το): «Η
βία γεννάει τη βία», τότε θα νομίσετε ότι ακούτε κάποιον πολιτικό.
Αν ουρλιάξει (κάντε ‘το, εκτός κι αν κοιμάται το μωρό στο διπλανό
δωμάτιο): «Η βία γεννάει τη βία», τότε θα ανατριχιάσετε γιατί θα νιώσετε σαν να
ακούτε το επαναστατικό είδωλο της εφηβείας σας (Καραϊσκάκη, Γκεβάρα, Χίτλερ,
Μπακούνιν, Λεωνίδα, Γκόλντμαν, Πάμπλο, Στάλιν, Μόρισον, Παπανδρέου -εδώ
διαλέγετε ΠΡΟΣΩΠΑ κατά το δοκούν).
Ο ηθοποιός μπορεί να μεταδώσει διαφορετικό νόημα τονίζοντας μία λέξη:
Ο ηθοποιός μπορεί να δώσει διαφορετικό νόημα στη φράση χρησιμοποιώντας το δικό του συναίσθημα:
Κλαίγοντας (κάντε ‘το): «Η βία γεννάει τη βία».
Γελώντας (κάντε ‘το): «Η βία γεννάει τη βία.»
Με θυμό (κάντε ‘το): «Η βία γεννάει τη βία.»
Με φόβο (όπως και ψιθυρίζοντας): «Η βία γεννάει τη βία.»
Με απάθεια (κάντε ‘το): «Η βία γεννάει τη βία.»
Με έκπληξη (αυτό που οι δημοσιογράφοι αποκαλούν «σοκ και δέος»): «Η βία
γεννάει τη βία».
Η φράση αποκτάει διαφορετικό νόημα ακόμα και από ένα εύρημα του σκηνοθέτη
ή του ηθοποιού.
Αν ο ηθοποιός ξύνει τα γεννητικά του όργανα όταν λέει: «Η βία γεννάει τη
βία.»
Αν ο ηθοποιός κοιτάει το κοινό στα μάτια, κοιτάει αλλού ή έχει τα μάτια
κλειστά (αυτό ειδικά, το να έχει τα μάτια κλειστά, λέει περισσότερα από την
ίδια τη φράση) όταν λέει: «Η βία γεννάει τη βία.»
Ο σκηνοθέτης μπορεί να διαφοροποιήσει εντελώς το σημαίνον από το
σημαινόμενο, κατά το δοκούν.
Ο ηθοποιός να είναι στραμμένος προς το κοινό όταν λέει: «Η βία γεννάει τη
βία».
Ο ηθοποιός να έχει γυρισμένη την πλάτη στο κοινό ή να είναι
κουλουριασμένος στην εμβρυακή στάση όταν λέει: «Η βία γεννάει τη βία».
Ο ηθοποιός να είναι αλυσοδεμένος όταν λέει: «Η βία γεννάει τη βία.»
Ο ηθοποιός να κάθεται στο βασιλικό του θρόνο όταν λέει: «Η βία γεννάει τη
βία.»
Ο ηθοποιός να κάθεται στην τουαλέτα, με κατεβασμένα τα παντελόνια, όταν
λέει: «Η βία γεννάει τη βία». (Γεια σου, δάσκαλε Μπέκετ, μέντορα όλων των
γελωτοποιών.).
Και, φυσικά, ο φωτισμός, η μουσική, οι υπόλοιποι υποκριτές, τα σκηνικά,
το κινητό του μπροστινού που χτυπάει όταν ακούγεται η φράση: «Η βία γεννάει τη
βία.»
Αλλά, πάνω από όλα, αν δεν το έχετε καταλάβει ακόμα, είναι πως θέλει το
κοινό να ερμηνεύσει τη φράση που ακούει: «Η βία γεννάει τη βία.»
Λάθος! Όχι «το κοινό», αλλά ο καθένας, ο κάθε ένας, που ακούει, διαβάζει,
βλέπει αυτή τη φράση –με και χωρίς επίθετα: «Η βία γεννάει τη βία.»
Και δε θυμάμαι αν σας το είπα ήδη, γι’ αυτό θα σας το πω, χωρίς επίθετα
και προσδιορισμούς, χωρίς σκηνικά και ευρήματα, και σας αφήνω να το ερμηνεύσετε
κατά το δοκούν:
«Η βία γεννάει τη βία.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου