Μια ρετουσαρισμένη εικόνα, χίλιοι φόβοι
Πίσω από την αλήθεια που βλέπεις, υπάρχει μια αλήθεια που κρύβεται. Τα
πράγματα, τα γεγονότα, οι δηλώσεις δεν έχουν ποτέ μια μόνο ανάγνωση. Μια
εικόνα είναι, λένε, χίλιες λέξεις. Είναι όμως και σκέψεις,
συναισθήματα, πράξεις και ιδέες.
Τις τελευταίες τρεις μέρες, με αφορμή την δημοσιοποίηση των φωτογραφιών
των συλληφθέντων για την ληστεία στο Βελβεντό, πολλοί είδαν, σχολίασαν
και καυτηρίασαν την ανικανότητα της αστυνομίας να κάνει ένα ρετούς της
προκοπής. Άλλοι εκδήλωσαν την φρίκη και τον αποτροπιασμό τους για τα
βασανιστήρια τα οποία υπέστησαν οι τέσσερις συλληφθέντες. Κάποιοι
έσπευσαν να υποστηρίξουν την αστυνομική βία. Ποιος αναρωτήθηκε όμως
γιατί είναι τόσο εμφανώς πειραγμένες, και με παραδοχή του ίδιου του
υπουργού, οι φωτογραφίες; Δεν είναι απαραίτητο να είσαι λάτρης της
συνομωσιολογίας για να προβληματιστείς λίγο παραπάνω. Απλά πρέπει να
θέσεις τα σωστά ερωτήματα.
Στο συλλογικό υποσυνείδητο ο αστυνομικός είναι συνήθως ο αγράμματος,
άξεστος, επαρχιώτης που επειδή δεν τα κατάφερνε πουθενά έβαλε μέσο για
να μπει στην αστυνομία και να παίρνει τα σίγουρα λεφτά. Αυτή η αντίληψη
που έχει κυριαρχήσει, ενισχύθηκε από την αποκάλυψη ότι οι αστυνομικοί
ψηφίζουν μαζικά Χρυσή Αυγή. Όμως γνωρίζουμε πως εδώ και καιρό, στην
αστυνομία υπηρετούν και άνθρωποι μορφωμένοι, με πτυχία και μεταπτυχιακά.
Άνθρωποι οι οποίοι σε άλλες εποχές ούτε που θα σκέφτονταν να βάλουν τη
στολή. Νομικοί, οικονομολόγοι, πληροφορικοί, γιατροί, ψυχολόγοι,
μηχανικοί έχουν στελεχώσει τα αντίστοιχα τμήματα της αστυνομίας.
Επομένως η χοντροκομμένη φωτοσοπιά δεν έγινε από τα χέρια ενός Ειδικού
Φρουρού, ενός Ζητά ή ενός Δελτά, αλλά από κάποιον, πιθανώς ικανότατο,
πληροφορικό ή γραφίστα. Κανένας δεν θα ήταν τόσο αφελής ώστε να
παρουσιάσει αυτό το αποτέλεσμα και να το δημοσιοποιήσει, γνωρίζοντας ότι
η παρέμβαση είναι εξόφθαλμη.
Η δημοσιοποίηση των φωτογραφιών, σε μια άλλη εποχή, πιθανώς να
δημιουργούσε αισθήματα συμπάθειας προς τα θύματα των βασανιστηρίων,
ακόμα και σε ανθρώπους ιδεολογικά αντίθετους με αυτά. Στις μέρες μας,
όπου το ακροδεξιό μίσος έχει γίνει ποτάμι που συντίθεται από διαφορετικά
ρυάκια (Κυβέρνηση, Χρυσή Αυγή, ΜΜΕ, Εκκλησία κτλ.) οι αντιδράσεις της
κοινής γνώμης ήταν, αναμενόμενα, διαφορετικές. Σε παλαιότερες εποχές
κανείς δεν θα τολμούσε να υπερασπιστεί δημόσια τους βασανιστές. Τώρα
τους επιζητάμε.
Ίσως πρέπει να αναρωτηθούμε αν η δημοσιοποίηση των ρετουσαρισμένων
φωτογραφιών σκόπευε στην δημιουργία διαφορετικών συναισθημάτων από αυτά
που εύκολα ερμηνεύουμε. Δεν σκόπευε στην οργή, αλλά στον φόβο. Σκόπευε
στο «κοίτα μην πολυαντιδράς γιατί δεν το έχουμε σε τίποτα να σε
συλλάβουμε, να σε χτυπήσουμε, να σε βασανίσουμε και μετά να το βγάλουμε
και βούκινο και να μη μας πειράξει κανείς». Δεν είναι τυχαίο ότι οι
συγκεκριμένες φωτογραφίες εμφανίστηκαν λίγες εβδομάδες μετά την ελέω
Guardian αποκάλυψη των βασανιστηρίων των συλληφθέντων αντιφασιστών,
λίγες ημέρες μετά την σύλληψη 35 συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ και τις
φωτογραφίες με τον καλόγηρο που ανεβοκατέβαινε, λίγες ημέρες πριν την
επιστράτευση και των απεργών ναυτικών. «Σκάσε και μη μιλάς γιατί θα
έχεις την τύχη τους» σου λέει η εξουσία δείχνοντάς σου ότι μπορούν να
παραποιήσουν την πραγματικότητα και να βιάσουν τη λογική σου με την ίδια
ευκολία με την οποία μπορούν να ισχυριστούν ότι σέβονται το Σύνταγμα ή
ότι δεν ξέρουν τι απέγινε το στικάκι με τη «λίστα Λαγκάρντ».
Και είναι πολύ εύκολο να το πετύχουν. Τόσο εύκολο που δεν χρειάζεται
ένας ξεφτίλας σαν τον Ζούλα ή ένας γραφικός φασίστας σαν τον Άδωνι να
υπερασπιστεί δημόσια τους βασανιστές. Το κάνει η ίδια η κοινωνία. Το
κάνει η κοινωνία η οποία αγωνιωδώς προσπαθεί να επιστρέψει νοσταλγικά σε
ένα όμορφο παρελθόν. Στα παλιά τα χρόνια που «τα πράγματα δεν ήταν
έτσι». Σε μια εποχή στην οποία «λίγο ξύλο» δεν έβλαπτε. Στην εποχή για
την οποία οι πατεράδες μας περηφανεύονται για το ξύλο που έφαγαν από τον
πατέρα τους και «έμαθαν να σέβονται». Αυτή η ρομαντική επιστροφή σε ένα
αγνό παρελθόν όπου τα πράγματα υποτίθεται πως ήταν πιο ωραία έχει
εισχωρήσει στο μυαλό του λαού και θρέφει το φασιστικό τέρας. Άλλωστε
παντού όπου επικράτησε ο φασισμός το έκανε στηριζόμενος στον ρομαντισμό,
στην επιστροφή στην κατά φαντασία αγνότητα του παρελθόντος.
Δεν έμεινε και πολύς χώρος στην καρδιά μας για να συμπαθήσουμε τέσσερις
πιτσιρικάδες που βασανίστηκαν. Δεν έμεινε χώρος ούτε για να συμπαθήσουμε
τις μανάδες τους που ζητούν να τιμωρηθούν οι βασανιστές των παιδιών
τους. Είμαστε, άλλωστε, πολύ απασχολημένοι με το να φοβόμαστε και να
μισούμε τον διπλανό μας ή να φθονούμε όποιον αντιστέκεται, αγωνίζεται,
απεργεί, διαδηλώνει, ζει, που δεν μας έχει μείνει χρόνος για άλλα
συναισθήματα.
Όπως φαίνεται έχουμε δύο επιλογές: Ή θα συνεχίσουμε να φοβόμαστε ή θα
ακούσουμε τον ποιητή όταν λέει : «στου βούρκου μέσα τα νερά, ποια γλώσσα
μου μιλάνε, αυτοί που μου ζητάνε να χαμηλώσω τα φτερά;»
ΥΓ 1. Η απέχθεια για τα βασανιστήρια δεν σημαίνει υποστήριξη των πράξεων
που έκαναν οι συλληφθέντες. Είναι απαραίτητο να διευκρινίζεις ακόμα και
τα αυτονόητα στις μέρες μας. Ο επαναστάτης συγκρούεται με το σύστημα
κάθε μέρα. Όμως κάποια στιγμή πρέπει να επιλέξει αν θα θυσιαστεί για να
ληστέψει μια τράπεζα ή για να χτίσει έναν καινούριο κόσμο.
ΥΓ 2. Υπάρχουν και φωτογραφίες που κανένα photoshop δεν μπορεί να
αλλοιώσει, γιατί όπως είπαμε, οι εικόνες είναι συναισθήματα και ιδέες :
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου