Του Άρη Τσιούμα
Τι είναι ο Κοινωνικός Αναρχισμός;
Μια προσέγγιση για ένα σχέδιο
πολιτικού προγράμματος και οργανωτικής έκφρασης του κοινωνικού αναρχικού
κινήματος.
«Όλοι
οι αναρχικοί είναι κομμουνιστές, όλοι οι κομμουνιστές δεν είναι αναρχικοί».
P. Kropotkin
|Μια εισαγωγή |
Από το 2008 στη χώρα μας -κυρίως- αλλά και διεθνώς, αρχικά στις ΗΠΑ κι
έπειτα εντονότερα στην Ευρώπη, εμφανίζεται με τους πλέον καθετοποιημένους όρους
το νέο σχήμα ολοκληρωτικής καπιταλιστικής διαχείρισης[1], το οποίο επωαζόταν εδώ και δεκαετίες κυρίως
από το αγγλοσαξονικό think tank και εκτελούνταν μέσω των διεθνών οργανώσεων της
καπιταλιστικής ολοκλήρωσης [Ε.Ε., ΝΑΤΟ, ΕΚΤ, ΔΝΤ, ΟΟΣΑ].
Οι καπιταλιστικές ελίτ, αφού διαμόρφωσαν τις συνθήκες για τη λήξη της
«συναινετικής» περιόδου του νεοφιλελεύθερου μοντέλου διαχείρισης, τώρα
αναβαθμίζουν γρήγορα τις θέσεις τους, ώστε να εξαπολύσουν μια εντονότερη και
πιο δομική επίθεση στις δυνάμεις της εργασίας. Η περίοδος-φούσκα, κατά την
οποία μπορούσε να εξαγοραστεί η κοινωνική συναίνεση μέσω της προσφοράς ελπίδων
και υποσχέσεων κατανάλωσης με δανεικό χρήμα, έσκασε μετά από σαράντα περίπου
χρόνια διόγκωσης. Ο παγκόσμιος χώρος, το οικουμενικό περιβάλλον και ο
συλλογικός χρόνος αποικίστηκαν από την καπιταλιστική σχέση με όρους ανελέητης
κακοποίησής τους. Τούτο, είχε ως συνέπεια την κακοποίηση του ίδιου του ανθρώπου
μέσω των νέων, αρνητικών συσχετισμών εκμετάλλευσης-αναπαραγωγής του.
Η συναίνεση, ως πολιτική μεσολάβηση, εγκαταλείφθηκε από τις ελίτ ως
ιδιαιτέρως ακριβή διαδικασία. Οι τελευταίες, φεύγοντας από το τραπέζι του
διαλόγου περί κοινωνικού συμβολαίου έριξαν, την ίδια στιγμή, ένα ηχηρό χαστούκι
στο πρόσωπο όσων είχαν απομείνει στο τραπέζι να ψελλίζουν περί εκπροσώπησης
κοινών συμφερόντων και ειρηνικής συνύπαρξης.
Η νέα περίοδος, μέσα στην οποία θα αναμετρηθούν και πάλι με όρους
ανταγωνιστικούς οι μεγάλες δυναμικές του 20ου αιώνα -όπως αυτές
εκφράστηκαν από τις ταξικές δυνάμεις- ονομάζεται, για την ώρα, Κρίση. Η Κρίση συντρίβει ευθύς αμέσως
όλα τα θέσφατα[ιερες αποφασεις], όλες τις προηγούμενες κοινωνικές και πολιτικές συγκροτήσεις
και, ως εκ τούτου, το σύνολο των παραδειγμάτων αντίστασης, που διαμορφώθηκαν
στον πυρήνα της μεταπολεμικής περιόδου «ανάπτυξης».
Η Κρίση επαναφέρει, ως προτεραιότητα στη δημόσια σφαίρα, το αρχετυπικό, κοινωνικό
πρόβλημα της ανισότητας και της αδικίας στο εκσυγχρονισμένο πλαίσιο του
παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Παράλληλα, οξύνει τις αντιθέσεις που διέπουν
το κοινωνικό σώμα.
Ό,τι παρήχθηκε ως διαλεκτικό παράγωγο των ανταγωνιστικών, κοινωνικών
δυνάμεων στο βιοπολιτικό πεδίο της σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης, συντρίβεται
ως κοινό βάζο που σπάει στον πρώτο καβγά της νέας περιόδου των ταραχών. Σύνολες
οι πολιτικές δυνάμεις δεν μπορούν ή δε θέλουν να αντιληφθούν τη νέα αυτή
πραγματικότητα, ενώ από τη άλλη πλευρά το ανήμπορο -προσώρας- πλήθος των καταπιεσμένων, δεν έχει
κερδίσει ακόμα τα όπλα της αντιπαράθεσης, και παραμένει γυμνό απέναντι στις
επιθέσεις των ελίτ.
Ο παλιός κόσμος, το μοντέλο πολιτικής διαχείρισης προ κρίσης, ταυτίζεται με
το νέο τοπίο του ρημαγμένου, πολιτικού χώρου, εκφράζοντας την κοινωνική
αποσύνθεση σε κρισιακό περιβάλλον. Ως εκ τούτου, αποτελεί κοινό τόπο για το
συλλογικό φαντασιακό, ότι για τη σημερινή κατάσταση ευθύνεται -με τον ένα ή τον
άλλο τρόπο- το σύνολο των πολιτικών και κοινωνικών συγκροτήσεων διαμεσολάβησης,
σε όποιο σημείο του πολιτικού φάσματος κι αν αυτές τοποθετούνται.
Η ταξική αναδιάρθρωση, εκτός όλων των άλλων, μεταβάλλει τα εργαλεία
κατασκευής ιδεολογιών, πολιτικών προσήμων και ιδεοτύπων συλλογικής δράσης. Πάνω
απ’ όλα επαναφέρει τις μεγάλες συζητήσεις,
από όπου είθισται να προκύπτουν οι μεγάλες
αφηγήσεις, οι οποίες, ανεξάρτητα από τις προηγούμενες λειτουργίες τους, δε
φαίνεται να εξαντλούν τις προκείμενές τους για έναν κόσμο που, αντιθέτως με ότι
πιστεύαμε ίσως κάποια χρόνια πριν, δεν
άκουσε τα πάντα που -τάχα- είχαν ήδη
ειπωθεί..
|Η πολιτική συγκυρία |
Η Κρίση αποτελεί, επί της ουσίας, την αίθουσα αναμονής και το αναγκαίο
στάδιο μέσα από το οποίο θα διέλθει ο καπιταλισμός, προτού οδηγήσει τις δυτικές
κοινωνίες στη νέα κατάσταση του αποχαλινωμένου, οικονομικού ολοκληρωτισμού του
κεφαλαίου. Η περίοδος αυτή, λοιπόν, λαμβάνει πολύ σημαντικές διαστάσεις, καθώς
από τις αντιστάσεις που θα παράξουν οι κοινωνίες, θα εξαρτηθεί η νέα, δυναμική
σχέση που θα καθορίσει, όχι απλώς τους πολιτικούς, αλλά τους βαθύτερα
κοινωνικούς και πολιτειακούς συσχετισμούς. Αυτό θα συμβαίνει, καθόσον οι
πολιτικές εντολές της διοίκησης θα σχετίζονται όλο και πιο άμεσα με τις ζωές
των υπηκόων, σε σημείο τέτοιο που να τίθεται ζήτημα άρσης της ασυλίας της ίδιας
της ζωής και των αναγκαίων προϋποθέσεών της. Σε αυτό το πλαίσιο που έχει
διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια, θα πρέπει να προσαρμοστούν οι αντιλήψεις μας
ως προς τα φιλοσοφικά εργαλεία και την πολιτική σκέψη, που θα μας επιτρέψουν
την κοινωνική διείσδυση.
Η άρση της καπιταλιστικής υπόσχεσης και η εξάντληση του βασικού υλικού
κατασκευής της συναίνεσης, δηλαδή του χρήματος, δίνει εκρηκτικά χαρακτηριστικά
στην κοινωνική βάση και αποστοιχίζει μαζικά τους καταπιεσμένους από τις
προηγούμενες πολιτικές και ίσως ιδεολογικές τους επιλογές. Όσο ο καπιταλισμός
αδυνατεί να γεμίσει τα στόματα των κατώτερων τάξεων, έστω και υποτυπωδώς, τόσο
η αστική δημοκρατία θα αποσύρεται στο παρασκήνιο. Εν τέλει, θα εγκαινιαστεί η
εποχή των εντάσεων και των ταραχών. Η τελευταία, μπορεί να παρομοιαστεί, ως
συνθήκη σύγκρουσης, με την περίοδο της ολοκληρωτικής επικράτησης του δυτικού
καπιταλισμού επί της φεουδαρχικής διάρθρωσης και της αγροτικής ζωής.
Στην Ελλάδα, το εν λόγω πείραμα, όχι μόνο έχει ξεκινήσει, αλλά έχει
διανύσει ήδη μια μεγάλη απόσταση. Το πρώτο κομμάτι της σύγκρουσης εξελίσσεται,
με τις οργανωμένες δυνάμεις της εξουσίας του κράτους και του κεφαλαίου να
εναντιώνονται στις άτακτες κοινωνικές δυνάμεις των αντιστεκόμενων. Η αδυναμία
συσπείρωσης των κοινωνικών δυνάμεων αντίστασης και ανατροπής γύρω από ένα
πρόγραμμα επαναστατικής και ριζοσπαστικής κατεύθυνσης, μπορεί αρχικά να
θεωρήθηκε εύλογη. Η ανασυγκρότηση της ριζοσπαστικής θεωρίας και πρακτικής
φάνταζε ένα πραγματικά δύσκολο έργο, ειδικά μετά από μια περίοδο διευρυμένης
κοινωνικής ραστώνης, την οποία εξέθρεψε η ευρωπαϊκή συναίνεση και η
«εκσυγχρονισμένη» σοσιαλδημοκρατία του δανεισμένου χρήματος. Ασφαλώς, η
τελευταία συνέχιζε να παράγει σκλάβους, χρησιμοποιώντας κυρίως την εργατική
δύναμη των αλλοδαπών.
Σήμερα, όμως, πριν καλά καλά διαμορφωθεί ένας οργανωμένος πόλος αντίστασης
σε μια κατεύθυνση επαναστατική και προτού μπορέσει το κοινωνικό κίνημα να γίνει
όντως απειλητικό, βλέπουμε ότι το σύστημα εξαπολύει ακόμα και τις φασιστικές
του εφεδρείες. Καθώς η προηγούμενη αδυναμία συσπείρωσης έχει γίνει πια
γάγγραινα, η επιλογή της δημιουργικής σύγκρουσης απομακρύνεται, στην καλύτερη
περίπτωση, προς όφελος του εκσυγχρονισμένου «αριστερού μεταρρυθμισμού». Στη
χειρότερη περίπτωση, ενδυναμώνεται το μπλοκ της ακροδεξιάς και της ναζιστικής
αντι-εξέγερσης. Μετά από τέσσερα χρόνια Κρίσης, έχουν κάνει την εμφάνισή τους
όλοι οι μπαλαντέρ της πολιτικής ζωής, είτε αυτοί φορούν το πουκάμισο του
ρεφορμισμού είτε τη γραβάτα του νεοφιλελευθερισμού, ή ακόμα και τη στολή των
Ες-Ες. Μολονότι όλες οι δεξαμενές σκέψης έχουν στερέψει ουσίας εδώ και καιρό,
συνεχίζουν να παράγουν τάσεις επηρεασμού της κοινωνικής ζωής, ανασύροντας στην
επιφάνεια τον βούρκο των πιο απάνθρωπων αντιλήψεων.
Μόνο το επαναστατικό κομμάτι του κοινωνικού κινήματος δεν έχει διαμορφώσει
ακόμα τους όρους για την πολιτική και οργανωτική του έκφραση. Δεν έχει
ανακεφαλαιώσει τα κοινωνικά κινήματα και τις χιλιάδες φλέβες κοινωνικής
αντίστασης και δημιουργίας σε ένα ενιαίο σώμα, το οποίο θα ήταν ικανό να δώσει
τη μάχη απέναντι στο υπάρχον, τον ρεφορμισμό και τον εθνικισμό. Για να μπορέσει
να γίνει αυτό, θα πρέπει το οργανωμένο, ταξικό, επαναστατικό, κοινωνικό κίνημα
να επανακαταστήσει τον εαυτό του ως δύναμη διεξόδου από το περιβάλλον
εκμετάλλευσης, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πολιτικό, στρατηγικό αλλά και
τακτικό επίπεδο. Αυτό θα συμβεί, εφόσον διαμορφώσει ένα πρόγραμμα βασισμένο
στην κοινωνική ανάγκη, το οποίο θα του επιτρέψει, πρώτα απ’ όλα, να επιβληθεί
στο εσωτερικό του κοινωνικού κινήματος, να συστρατεύσει δυνάμεις ευρύτερες των
ιδεολογικών του αναφορών και να εμπνεύσει τις επιθυμίες των αποκλεισμένων, των
φτωχών, των προλεταρίων.
Δεδομένης της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης, που έχει διαμορφώσει συνθήκες
ανέχειας στο κοινωνικό σώμα, το κίνημα που θα κατορθώσει να προτείνει μια πορεία
πολιτικής πράξης με πυξίδα την κοινωνική αναγκαιότητα, θα καταφέρει να γίνει ο
κινητήριος μοχλός προς μια θετική αποδέσμευση από την καπιταλιστική μέγγενη.
Ειδικότερα, στην Ελλάδα του σήμερα, ένα κίνημα επαναστατικής πολιτικής θα
πρέπει να απαντήσει συνολικά ακόμα και στο επίπεδο των αξιών. Η διαρκής
υποβάθμιση των εισοδημάτων των εργαζομένων δημιουργεί συνθήκες ανέχειας, τα
ποσοστά ανεργίας παραπέμπουν σε συνθήκες γενοκτονίας του περισσευούμενου
εργατικού δυναμικού και η ναζιστική πολιτική των στρατοπέδων συγκέντρωσης και
της δημόσιας διαπόμπευσης με την επίφαση των «υγειονομικών πολιτικών», γίνεται
κατανοητή μέσω της ταξικής οπτικής της παρανομοποίησης του αλλοδαπού,
πολυάριθμου, εργατικού δυναμικού.
Η
απόσυρση του κράτους από τα «καθήκοντα» της κοινωνικής πρόνοιας, προς όφελος
του ιδιωτικού κεφαλαίου, σε βαθμό που να μην προσφέρει τίποτα πλέον στα
κατώτερα κοινωνικά στρώματα, υποδεικνύει το δρόμο όπου πρέπει να βαδίσει το
επαναστατικό κίνημα, εκδηλώνοντας τι μπορεί και πρέπει να αντικατασταθεί από
τις δομές του. Η διεύρυνση του ελλείμματος στην παιδεία, την υγεία και τα
δημόσια αγαθά εν γένει, δημιουργεί τις προϋποθέσεις άρνησης της εξουσίας τους
κράτους και του κεφαλαίου με καθετοποιημένους όρους, υλοποιώντας το πρώτο βήμα
της κοινωνικής αυτοάμυνας, ενόσω πυροδοτεί τη δημιουργική, κοινωνική δράση της
βάσης. Η τελευταία, οφείλει να αναλάβει την πολιτική και κοινωνική ευθύνη για
την ανατροπή των υφιστάμενων όρων διαβίωσης.
|Μια θεωρία|
Απόρροια των παραπάνω, οφείλει να είναι ο προβληματισμός γύρω από τα
εργαλεία εκείνα που θα συγκροτήσουν μια πρόταση ολικής αντιπαράθεσης. Ο
χρήσιμος βολονταρισμός δεν μπορεί να υποσχεθεί ένα καινούργιο κόσμο από μόνος
του, σε μια εποχή που τα σημαινόμενα γίνονται με μεγάλη δυσκολία αντιληπτά από
την κοινωνική βάση. Ακόμη και το σημαίνον, απαλείφεται πίσω από τις διάφορες
και περίπλοκες διαδικασίες αλλοτρίωσης που μπόλιασε σαν ιούς στο κοινωνικό σώμα
η προηγούμενη καπιταλιστική διαχείριση των υποσχέσεων, της συμμετοχής, της
ενσωμάτωσης και της κατανάλωσης.
Η ρήση του «όσα είπαμε παλιά ισχύουν» ήταν ένα χρήσιμο εφαλτήριο για την
προηγούμενη περιόδο, οπότε το κοινωνικό, επαναστατικό κίνημα έπρεπε να δώσει
μια σκληρή μάχη επιβίωσης απέναντι στην απειλή εξαφάνισης του πλαισίου δικαίου.
Η ρευστοποίηση των νοημάτων που επέβαλε η τρέχουσα, μεταμοντέρνα αφήγηση, βρήκε
τρόπο να διεισδύσει και στο εσωτερικό των κοινωνικών κινημάτων. Σήμερα, όμως,
εν μέσω των νέων συνθηκών που διαμορφώνονται -όπου οι δήθεν τυφλοί έχουν
αποχωρήσει από τη σκηνή της πραγματικότητας και μόνο όσοι δεν θέλουν να δουν
κάνουν πως δεν βλέπουν- πρέπει να προχωρήσουμε ένα βήμα παρακάτω, λέγοντας:
Ποια ακριβώς από «όσα είπαμε παλιά ισχύουν»; Ποια είναι η σχέση μας με το
παλαιό και το παρόν και από πού αντλούμε την προσδοκία να αναλογιζόμαστε ένα διαφορετικό μέλλον; Ποια διαλεκτική
συνέχειας-ασυνέχειας αποκαλύπτει το θεωρητικό μας οπλοστάσιο και μας παρωθεί να
επαναδιατυπώσουμε την πολιτική μας, συγκροτώντας τα εργαλεία σκέψης και
εμπνέοντας τη δράση μας;
Όλες οι «μεγάλες αφηγήσεις» του 19ου και του 20ου αιώνα
μοιάζει να δοκιμάστηκαν, έστω μια φορά ή έστω και στρεβλά σε κάποιο σημείο του
πλανήτη, κυρίως ως κυβερνητικά προγράμματα. Μόνο το σύστημα σκέψης που
συγκρότησε ο κλασσικός αναρχισμός δεν κατόρθωσε μέσα στην πλημμυρίδα των
εργατικών και πολιτικών κινημάτων βάσης να αρπάξει σε κάποια γωνιά της γης την
πολυπόθητη «εξουσία», που θα του επέτρεπε να κομπάζει για το εφικτό της φύσης
του.
Αυτή η αλήθεια, ήτοι η αδυναμία διαμόρφωσης του αναρχισμού από φιλοσοφική
δεξαμενή και θεωρητικό εργαλείο σε πολιτική «κυβερνησιμότητας», θεωρήθηκε από
διάφορους καλοθελητές ως εγγενής αδυναμία του αναρχισμού. Η φράση «ο αναρχισμός
είναι ουτοπία, δεν μπορεί να λειτουργήσει» έγινε ένα βολικό τοτέμ το οποίο,
παρόλο που κατασκευάστηκε από τους μεγαλύτερους εχθρούς του ελευθεριακού
πνεύματος, κατέληξε να αποτελεί αντικείμενο «σεβασμού» ακόμη και για μεγάλα
κομμάτια των σύγχρονων ελευθεριακών.
Στους έξυπνους και «σαν έτοιμους από καιρό» επικριτές της αδυναμίας του
αναρχισμού, δεν έγινε ποτέ κατανοητό ότι ο αναρχισμός δεν θα μπορούσε να
καταστεί ολοποιητικό πρόγραμμα, στο μέτρο που το ευρύτερο λαϊκό απελευθερωτικό
κίνημα είχε πολλάκις ηττηθεί, ακόμα και στον δυνατό του τομέα, εκείνο των
αξιών. Εφόσον το απελευθερωτικό και χειραφετητικό κίνημα των καταπιεσμένων
ηττήθηκε, δηλαδή απέτυχε να περιορίσει τη μάχη των οικουμενικών αξιών του
ενάντια στους δηλωμένους του εχθρούς και μόνο, και εφόσον δεν κατανοήθηκε σε
βάθος η έννοια του δικαίου από την πλευρά των από-τα-κάτω, ο αναρχισμός δεν θα
μπορούσε να επικρατήσει πουθενά. Αυτό συνέβη διότι, σε αντίθεση με άλλα ρεύματα
επαναστατικής σκέψης, ο αναρχισμός δε θα μπορούσε να λειτουργήσει σε επίπεδο
«κυβερνητικό», αποκομμένος από μια κοινωνία που αγνοεί τις βάσεις και τις
προεκτάσεις μιας φιλοσοφίας της απελευθέρωσης. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο
αναρχισμός θα υπήρχε ως ιδεολογικός μανδύας –ένας μηχανισμός που θα κάλυπτε τις
ανάγκες επιβίωσης μιας ακόμη γραφειοκρατικής και εξουσιαστικής κάστας
αετονύχηδων.
Ο μόνος τρόπος να επικρατήσει ο αναρχισμός, είναι μέσω της βαθύτερης
κατανόησης των αναγκών των κοινωνικών υποκειμένων από τα ίδια αλλά και του
τρόπου πραγμάτωσής τους. Αυτός, πρέπει να γίνει το εποπτικό όργανο των
κοινωνικών, απελευθερωτικών δομών των απλών ανθρώπων, εμπνέοντας την πολιτική
τους διαδρομή, μέχρι την κατάργηση της διαχωρισμένης εξουσίας και της
«ανεξαρτησίας» στην οικονομική σφαίρα. Μόνο μέσω μιας διαδικασίας ολικής
απελευθέρωσης σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα της καθημερινής ζωής, μπορεί ο
αναρχισμός να αναφανεί ως «πολιτικά ρεαλιστικός» και να διαμορφωθεί σε μια
οικουμενική μανιέρα απόφασης, ξεριζώνοντας συνάμα την ίδια την έννοια της
πολιτικής και, φυσικά, της «κυβερνησιμότητας».
Η, παρουσιαζόμενη ως, αδυναμία του αναρχισμού να «ασκήσει διοίκηση» ίσως
είναι όντως «φυσική», εάν εννοήσουμε τον αναρχισμό ως κοιτίδα σκέψης της
κοινωνίας που ασκείται στην ελευθερία και όχι ως κόλπο κάποιας νομενκλατούρας.
Συν τοις άλλοις, αυτή η «αδυναμία» προστάτεψε τον αναρχισμό από το να βάψει τα
χέρια του με το αίμα εκατομμυρίων ανθρώπων στη χοάνη γενοκτονίας της
ανθρωπότητας που συστήθηκε ως 20ος αιώνας. Ο αναρχισμός, ως
διαλεκτική χειραφέτησης μη αποκομμένη από το λαό, δε θα μπορούσε ποτέ να έχει
το δικό του Νταχάου, Άουσβιτς, Τρεμπλίνκα, Χιροσίμα, Ναγκασάκι, Σιβηρία,
Κροστάνδη και πάει λέγοντας. Ωστόσο, μπορεί να αναγνωρίσει τον εαυτό του στα
χιλιάδες μέρη όπου ακόμη ριζώνει. Κυρίως, όμως, βρίσκεται μέσα στους ίδιους
τους ανθρώπους που εξακολουθούν να τον επιθυμούν και να τον επικαλούνται,
προκειμένου να διατηρήσουν την πιθανότητα εφαρμογής μιας χειραφετητικής και
απελευθερωτικής δυνατότητας για την ανθρωπότητα.
Ο αναρχισμός είναι το ελευθεριακό πνεύμα και ο διάλογος που αναπτύσσει με
την πραγματικότητα και τις δυσκολίες της σε κάθε ιστορική συγκυρία. Εννοείται
ως συνείδηση του λαού, που μπορεί και πρέπει να εφευρεθεί εκ νέου μέσα στους
αγώνες των φτωχών, ώστε να συγκροτήσει μια μορφή και μια δομή, προσδίνοντάς της
ξανά ένα περιεχόμενο απελευθερωτικό.
Αυτή είναι, κυρίως, η μήτρα της σκέψης του ελευθεριακού κινήματος, την
οποία θα προσπαθήσουμε να αναπτύξουμε ενισχύοντας το οπλοστάσιο της απελευθέρωσης.
Εδώ, ίσως χρειαστεί να προβούμε σε ορισμένες διευθετήσεις. Το σύγχρονο,
αναρχικό, κοινωνικό κίνημα δεν μπορεί να οριστεί εξ ολοκλήρου με βάση τις
παλιές του ενδύσεις. Η πρώτη, αφορά στην οριστική αποχώρηση της δεύτερης
δεξαμενής δράσης και σκέψης μιας τάσης του αναρχισμού, τον μηδενισμό.
Αναγνωρίζουμε ότι υπάρχει «η σκοτεινή πλευρά της σελήνης» του αναρχισμού -πάντα
υπήρχε- και σε αυτό το σημείο θα πρέπει να την ορίσουμε ως ολότελα ξένη προς τη
δική μας. Η αντίληψη του κοινωνικού αναρχισμού συνοδοιπορεί με τη διαλεκτική
του πάθους για την ατομική και την κοινωνική ελευθερία.
Δεν μπορούμε, λόγω χώρου, να υπεισέλθουμε στις δυναμικές συγκρούσεις που
οριοθετούν τη σκέψη μας μακριά από το ρεύμα του μηδενισμού. Σε αυτό το σημείο,
σημασία έχει η καταγραφή αυτής της πρώτης διαχωριστικής στάσης, έως ότου
επανέλθουμε σε κάποιο επόμενο άρθρο.
Το επίθετο «κοινωνικός» μπροστά από τον «αναρχισμό», δυστυχώς σήμερα
φαντάζει ως μια αναγκαία, διευκρινιστική επισήμανση. Όλες οι «κρίσιμες
αντιλήψεις» επανακαθορίζονται για να αποφύγουν τα φαντάσματα των εγκλημάτων που
διαπράχθηκαν στο όνομά τους. Ο κομμουνισμός ψάχνει ξανά το ανθρώπινο πρόσωπό
του, ως θεωρία της πανανθρώπινης ελευθερίας και ως διαδικασία υπέρβασης της
αέναης αναμέτρησης των ανθρώπων με τη φτώχεια, τη δυστυχία και την εξάρτηση,
στην οποία τους καταδικάζουν άλλοι άνθρωποι. Προκειμένου να πετύχει, θα πρέπει
να σκοτώσει τα φαντάσματα των δικών του δήμιων, τους γενικούς του γραμματείς
και τα κονκλάβιά του. Τότε μόνο θα μπορεί να ελπίζει να γίνει αυτό που
προοριζόταν κι όχι αυτό στο οποίο κατέληξε.
Ακόμα και η αστική δημοκρατία, παρόλο που αποπνέει τον αέρα της νίκης,
αισθάνεται την ανάγκη για επαναπροσδιορισμούς. Αφενός, αντιλαμβάνεται ότι δεν
είναι αθώα για το αίμα των τόσων εκατομμυρίων ανθρώπων που χύθηκε στη γη,
προκειμένου να επιτραπεί στο δυτικό όνειρο να κομπάζει. Αφετέρου, οι πολιτικές των
ελίτ την οδηγούν σε μια τέτοια ολοκληρωτική εκδοχή της, που θα πρέπει από τώρα
να δικαιολογηθεί. Η αποκατάσταση του ναζισμού, του οποίου το όνομα ασφαλώς δεν
ομολογεί, θα αποτελέσει το διαλεκτικό της συμπλήρωμα, μιας και η χρησιμότητά
του για τον καπιταλισμό υφίσταται άπαξ.
Τουλάχιστον,
ο κοινωνικός αναρχισμός δεν προσδιορίζεται εκ νέου για να βουτήξει στην
κολυμβήθρα του Σιλωάμ, ώστε να αποκαθαρθεί από τα μαζικά εγκλήματα που
διέπραξε. Επαναπροσδιορίζεται για να είναι υπεύθυνος μονάχα για τις πράξεις που
αντιστοιχούν στο φιλοσοφικό του ειρμό, τον ελευθεριακό του προσανατολισμό και
το ανθρώπινο της φύσης του, καθώς απεχθάνεται τα κλειστά σχήματα, τους
ολοκληρωτικούς αφορισμούς και τις συναινετικές αγιοποιήσεις.
Η δεξαμενή, λοιπόν, του κοινωνικού αναρχισμού, εμπεριέχει τόσο τον
αναρχοκομμουνιστικό τρόπο θέασης όσο και τον αναρχοσυνδικαλιστικό. Εφόσον
υπερβούμε τα όρια που καλύπτονται απ’ τους μαυροκόκκινους χρωματισμούς, θα
αναγνωρίσουμε πτυχές της ελευθεριακής σκέψης στα εργατικά συμβούλια, στη θλιμμένη
θυσία των Σπαρτακιστών, σε διάφορα επαναστατικά κινήματα σε όλη τη γη˙ κυρίως
στους Ζαπατίστας, στους αυτόνομους της Ιταλίας και της Γερμανίας, στην πολιτική
σκέψη που επηρεάστηκε από τη θεματολογία του Γαλλικού Μάη αλλά και στον ίδιο
τον Μαρξ (του οποίου η συνεισφορά στην απελευθερωτική κατεύθυνση της
ανθρωπότητας δεν μπορεί να αποσιωπηθεί στο όνομα ενός αντι-δημιουργικού
ανταγωνισμού). Ειδικά για τον Μαρξ, θα πρέπει να επανέλθουμε με μεγαλύτερη
διεισδυτικότητα στις τομές και τις συνέχειες που μοιράζεται το έργο του με το
αναρχικό κίνημα. Σύμμαχό μας σε αυτή την προσπάθεια, μπορούμε να έχουμε τις
θετικές πρωτοβουλίες διαφόρων ομάδων, οι οποίες προσπαθούν τα τελευταία χρόνια
να ανοίξουν ρωγμές στο τοίχος της ιδεοληπτικής ανάγνωσης των ιδεών και της ιστορίας
τους. Συγχρόνως, προκειμένου να προσεγγίσουμε ξανά το σύνολο της επαναστατικής
σκέψης, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε κριτικά τις παρεκβάσεις των επαναστατικών
ρευμάτων. Ως προς τον Μαρξ και το έργο του, η υπέρβαση, για παράδειγμα, του
λενινισμού, ως γέφυρα επικοινωνίας με τη μαρξική σκέψη, μάλλον θα βοηθούσε τη
διαδικασία επαναφοράς μιας καλοακονισμένης, επαναστατικής αιχμής στο οπλοστάσιο
της ριζοσπαστικής σκέψης.
Ο συγκερασμός των ποιοτικών στοιχείων σκέψης αυτών των ρευμάτων, πρέπει
σήμερα να θεωρηθεί απαραίτητος για την ανασυγκρότηση του κοινωνικού δυναμικού
της επαναστατικής διεκδίκησης. Πρέπει να αποσαφηνιστεί το κοινό νήμα που μπορεί
να ενώσει τις επί μέρους λογικές, κατονομάζοντας τα εποπτικά όργανα αυτής της
διαδικασίας, έτσι ώστε να στοχεύουμε, πράγματι, σε μια επιτυχημένη γονιμοποίηση
σκέψεων κι όχι σε ένα ξιπασμένο παζάρι ιδεών.
Ένα χρήσιμο, «σταθερό σημείο αναφοράς» για εμάς, θα πρέπει να είναι το
ελευθεριακό πνεύμα που σχηματοποιείται σε πολιτική και φιλοσοφική βάση,
εκκινώντας από την αναρχική κριτική στην πολιτική δομή του μαρξικού οράματος. Η
εν λόγω κριτική, μετατρέπει τις έννοιες «άμεση δημοκρατία», «αυτοδιεύθυνση» και
«αντί- ιεραρχία» από απλούς «διαλεκτικούς διαξιφισμούς», όπως θα τους ήθελε ο
Ένγκελς, σε ποιότητες που ξεκλειδώνουν τα μεγάλα «γιατί» της διαχωρισμένης
εξουσίας, πριν καν αυτή πάρει τη θέση της στο ιστορικό προσκήνιο ως το τέρας
της «επαναστατικής» γραφειοκρατίας. Επίσης, σταθερό σημείο και εργαλείο σκέψης,
ανάλυσης και πράξης πρέπει να θεωρείται αναπόδραστα, η ίδια η κοινωνική ανάγκη.
Όλες οι άλλες πυξίδες δείχνουν την ιδεολογία ως στρεβλή πραγματικότητα, ως
εξαναγκασμένη υπηρέτρια ωφελιμιστικών εξορμήσεων. Η ρήση «ό,τι είναι καλό για
εμάς, είναι καλό και για τους φτωχούς», πρέπει να ανατραπεί και να παραμείνει
οριστικά, ως οφείλει να είναι: «Ό,τι είναι καλό για τους φτωχούς, είναι καλό
και για εμάς».
Τέλος, μέσω μιας τελευταίας αντιστροφής, θίγουμε την πολιτική συγκρότηση
και αναφερόμαστε στις πλέον κλασικές απολήξεις του αναρχικού κινήματος.
Πρόκειται για την αντιστροφή της ρήσης «δημιουργούμε καταστρέφοντας»,
προβάλλοντας ξανά την πιο μεστή εξύψωση της κοινωνικής αναρχικής αισθητικής,
που προκύπτει από τη διαλεκτική της άρνησης ως καταφατικής θέσης και
αποτυπώνεται στην απόφαση: «καταστρέφουμε δημιουργώντας».
Μέσω αυτών των προσλήψεων
θέασης της κοινωνίας μπορούμε να ανασυγκροτήσουμε τον αναρχισμό ως καθημερινή
διαλεκτική της ζωής, ως διακύβευμα και μαγιά ζύμωσης της επανάστασης με την
πραγματικότητα.
Ορίζοντας τους
εκμεταλλευόμενους από το κράτος και το κεφάλαιο ως υποκείμενα δράσης,
δοκιμάζουμε να ισορροπήσουμε την ώσμωση του χρήσιμου παρελθόντος με την
κρισιμότητα του σύγχρονου παρόντος, σε μια αλληλουχία διαμόρφωσης ενός άλλου
μέλλοντος.
|Μια πολιτική |
Το ως άνω πλαίσιο σκέψης θα αποτελέσει μια απλή, θεωρητική συμβολή σε έναν
αόριστο διάλογο, εφόσον δεν μπορέσει να αποκρυσταλλωθεί ως πολιτική δυναμική˙
ήτοι, ως κουλτούρα διαμόρφωσης νέων συνόλων, που φέρουν μια νέα, ενιαία
αντίληψη και έχουν καλλιεργηθεί με τα υλικά της απελευθέρωσης στο γόνιμο έδαφος
των κοινωνικών πειραματισμών.
Πιο συγκεκριμένα, εάν υπάρχουν σήμερα κάποιες κοινωνικές δυναμικές, οι
οποίες υπερβαίνουν, κατά πολύ, σε όγκο την ίδια την αναρχική θεώρηση, μολονότι
έχουν οργανική σχέση με τη φιλοσοφία της, αυτές συνίστανται στην αυτοοργάνωση
των μαζών και την αυτοδιαχείρισή τους, καθώς επίσης και στην άρνηση, ως
έμπρακτη αμφισβήτηση του υπάρχοντος. Θα πρέπει, λοιπόν, να ονομάσουμε αυτές τις
διαδικασίες ως δυναμικές του κοινωνικού αναρχισμού˙ το έδαφος πάνω στο οποίο
μπορεί ανθίσει η λογική της ριζοσπαστικής σκέψης και της επαναστατικής δράσης.
Ακόμα κι αν δεν υπήρχαν κάποια ρεύματα σκέψης, όπως ο αναρχισμός, τα οποία
έχουν βασίσει την συγκρότησή τους σε αυτές τις διαδικασίες, είναι πιθανό να
εμφανίζονταν και πάλι οι έννοιες της αυτοοργάνωσης και της αυτοδιαχείρισης. Σε
αυτό ακριβώς έγκειται και η δυναμική τους. Ωστόσο, εντός της καπιταλιστικής
σχέσης, η ταξική διάρθρωση, η βία του κράτους, η καταστολή, τα διαχωρισμένα
συμφερόντα, η ανεργία και η φτώχεια δεν αφήνουν περιθώριο για να αφήσουμε τα
πράγματα να εξελιχθούν με τους δικούς τους ιδιαίτερους ρυθμούς.
Κατανοώντας την κοινωνική παρέμβαση ως το πρωταρχικό πεδίο συμμετοχής των
ιδεών μας στο δημόσιο χώρο, πρέπει να προσπαθήσουμε να συγκροτήσουμε αυτή τη
δυναμική και πολιτικά. Το πρώτο βήμα σε αυτό τον πόλεμο θέσεων ενάντια στον
καπιταλισμό και την εξουσία, οφείλει να είναι η υπεράσπιση των δομών
αυτοοργάνωσης και αυτοδιαχείρισης, με απώτερο στόχο τη συνειδητοποίηση της
διαλεκτικής τους σχέσης με την κοινωνία. Οι τελευταίες, ως ενιαία θέση κοινωνικής
ριζοσπαστικότητας υπό τη θέαση της γενικευμένης Αυτοδιεύθυνσης, αποτελούν το
σχήμα που θα πρέπει να αντικαταστήσει εξ ολοκλήρου το σημερινό σύστημα
εξουσίας, ανατρέποντάς το. Θα πρέπει να έχουμε πάντα στο μυαλό μας μια
επανάσταση με όρους που αφορούν στους απλούς ανθρώπους, μια επανάσταση με όρους
πλειοψηφίας. Άλλωστε, ένα κλειστό σχήμα που αφορά λίγους δεν πρόκειται να
προκύψει, κι αν αυτό συμβεί θα έχει αμφίβολα αποτελέσματα.
Δεν μπορούμε σε καμιά περίπτωση να μην αντιλαμβανόμαστε, υποπίπτοντας σε
άσκοπους παρωπιδισμούς, ότι η μάχη που καλούμαστε να δώσουμε είναι πολυεπίπεδη
και ότι οφείλουμε να ανταποκριθούμε σε όλα της τα επίπεδα. Μέσω μιας
διαδικασίας σύγκρουσης με το υπάρχον, θα πρέπει να τοποθετούμε διαρκώς και
προσεκτικά έννοιες, σχήματα, πολιτικά και φιλοσοφικά εργαλεία, ακόμη και την
ίδια την ιστορία, σε ορισμένες βάσεις, επεξηγηματικές της αντίληψή μας.
Πρέπει να επαναδιαπραγματευτούμε σημαντικά θέματα, όπως το τι σημαίνει
σήμερα για εμάς η ταξική πάλη ανάμεσα στη νομοτέλεια των de facto επαναστατικών υποκειμένων και τη φενάκη του σχετικισμού
του μετα-χυλού˙ τι σημαίνει εξουσία ενώπιον της κτηνώδους βίας και του
αποκλεισμού που βιώνουμε και την αντίληψη που δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη
απόφασης, αρνούμενη ουσιαστικά την ίδια την επανάσταση; Τι είναι ο
αντικαπιταλισμός για τη στείρα, αριστερή κριτική που δεν ακουμπά τον πυρήνα της
εξουσίας και τι για τις «αντιαυταρχικές» πολιτικές που θίγουν τα πάντα εκτός
από τον πυρήνα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής; Ποια είναι η σύγχρονη θέαση
της σχέσης με τη φύση, όταν η τεχνολογία στρέφεται ενάντια στην ίδια τη ζωή
προς όφελος της «προόδου» και ο παράδοξος νεο-βιταλισμός δεν αντιλαμβάνεται τις
πραγματικές συνθήκες και τη μήτρα της ταξικής ανισότητας;
Είναι, επίσης, σημαντικό να επανακαθορίσουμε τον συνδικαλισμό ως εργαλείο
καθημερινής, επαναστατικής τριβής˙ τη δυναμική του αντιφασισμού, διαμέσου της
σύγκρουσης με τις εφεδρείες, ως γενική πρόβα ρήξης των καταπιεσμένων με το
τέρας της εξουσίας του κράτους και του κεφαλαίου, και όχι ως αποσπασματική θεματική˙
τις δυναμικές της εξουσίας, διαμέσου των εκλογών, της «αριστερής
διακυβέρνησης»˙ τον πολιτικό «ρεαλισμό» που οδηγεί είτε στο ρεφορμισμό είτε στο
φασισμό˙ τέλος, την τελική αντιμετώπιση όλων των πτυχών της ενσωμάτωσης και της
καταστολής στο δρόμο. Τα θέματα αυτά πρέπει να διερευνηθούν, προκειμένου να
συγκροτηθεί μια αυτοτελής, δυναμική πτέρυγα της κοινωνικής, αναρχικής
ριζοσπαστικής σκέψης.
Ήδη, το κίνημα με τη δυναμική που έχει αναπτύξει το ένστικτο της αντίστασης
στην εξουσιαστική βαρβαρότητα, έχει αναδείξει το πού μπορεί να βασιστεί μια
ομπρέλα κοινής επαναστατικής συμπόρευσης. Ποια θα είναι, λοιπόν, τα υγιή
κύτταρα που μπορούν να αποτελέσουν τις ομάδες βάσης, οι οποίες θα καλύπτουν τις
κοινωνικές ανάγκες και θα τροφοδοτούν την πολιτική σκέψη της επανάστασης, μέσω
του διαρκούς πολέμου θέσεων με το καπιταλιστικό τέρας μέχρι την οριστική του
ανατροπή;
Τα νέα σωματεία βάσης με τα αμεσοδημοκρατικά, ταξικά και μαχητικά
χαρακτηριστικά τους, καθώς επίσης και ο αναγκαίος συντονισμός τους,
πραγματώνουν τον επανακαθορισμό του συνδικαλισμού στη βάση της ρήξης -και όχι
της συναίνεσης και της ενσωμάτωσης-, δημιουργώντας νέα, καθημερινά σημεία
τριβής με την καπιταλιστική εξουσία.
Τα κοινωνικά ιατρεία αλληλεγγύης και η αναβίωση των αστικών και αγροτικών
συνεταιρισμών σε μια καινούργια βάση οριζόντιας δόμησης και ανεξάρτητης
λειτουργίας ως προς τον πυρήνα του κράτους. Τα εργατικά, αυτοδιαχειριζόμενα
εγχειρήματα με τα προωθημένα πλαίσια. Όλα, αποτελούν τις δομές που δείχνουν πώς
και με τι μπορούν να αντικατασταθούν οι υπάρχουσες δομές σήμερα, το πνεύμα που
θα τις διέπει και τον τρόπο λειτουργίας τους. Τούτες, θα καλύπτουν ανάγκες, θα
επανακαθορίζουν τις αξίες και τη λογική, δίνοντας μια διαρκή μάχη με το υπάρχον
στο πλευρό του ευρύτερου ριζοσπαστικού κινήματος.
Το αίτημα και η δράση για την εργατική αυτοδιαχείριση και την κατάληψη των
παραγωγικών δομών ανατρέπει τη φύση των αιτιάσεων της εργατικής τάξης,
μετατρέποντας το χυδαίο παζάρεμα, που διψάει για καθοδήγηση των εργατοπατέρων,
σε ζωντανή μάχη που χρειάζεται αλληλέγγυους συντρόφους και αγωνιστές.
Μέρα τη μέρα, οι δεκάδες συνελεύσεις γειτονιών αλλάζουν τον τρόπο
λειτουργίας και σκέψης των από-τα-κάτω, παρέχοντας την πρώτη, βασική δομή
συγκρότησης του κοινωνικού ιστού και αποτελώντας τον πρώτο φραγμό αυτοάμυνας
απέναντι στην εξουσιαστική ασυδοσία, που καθημερινά παίρνει μεγαλύτερες
διαστάσεις. Συγχρόνως, μετατρέπουν τις ανούσιες, φιλολογικές συζητήσεις περί
εφαρμογής ή μη της άμεσης δημοκρατίας σε ζωντανό παράδειγμα παραγωγής πολιτικής
διαδικασίας, εντός ενός πλαισίου σχέσης που ευθύνεται για το φορτίο της
απόφασης κι όχι απλά της αναζήτησης.
Οι λαϊκές πολιτοφυλακές που συγκροτούνται ταχύτατα από τα πιο προωθημένα
κομμάτια του ριζοσπαστικού, επαναστατικού και αναρχικού κινήματος, κυρίως στις
μητροπόλεις, θα πρέπει να ενσωματώσουν χιλιάδες οργανωμένα μέλη σε όλες τις
περιφέρειες της χώρας ευθύς αμέσως. Λόγω της απειλής που απορρέει από τη
συγκροτημένη και οργανωμένη δράση τους,
αποτελούν για το καθεστώς ίσως το πιο δύσκολο εγχείρημα και, ως εκ
τούτου, το πιο αναγκαίο και ελπιδοφόρο. Η συγκρότησή τους αναβαθμίζει τον
αντιφασιστικό αγώνα και συνάμα τον αντικαθεστωτικό, για τον οποίο πρέπει να
προετοιμαστεί το σύνολο των καταπιεσμένων. Οι λαϊκές πολιτοφυλακές διασπούν τον
πυρήνα της έννοιας και της πρακτικής της ανάθεσης στους άλλους, είτε πρόκειται
για την αστυνομία είτε για την κυβέρνηση, ή ακόμα για τις ναζιστικές συμμορίες
και την εκκολαπτόμενη, «καλή κυβέρνηση». Αυτές, αποτελούν την αναβίωση των πιο
ένδοξων στιγμών και κληροδοτημάτων του οργανωμένου, κοινωνικού, αναρχικού
κινήματος.
Η συσπείρωση όλων αυτών των δομών, των διαδικασιών και λειτουργιών σε ένα
κοινό συντονισμό, θα αναιρούσε αυτόματα την αδυναμία του ριζοσπαστικού
κινήματος βάσης να εκφράσει την πολιτική του συγκρότηση. Την ίδια στιγμή, θα προχωρούσε το περιεχόμενο και τη σκέψη της
επανάστασης, ως κοινωνική καθημερινή διαδικασία, ένα βήμα παραπέρα,
διαμορφώνοντας όρους και δομές που μπορούν να διεκδικήσουν την δυαδική
δυνατότητα απόφασης, στο πλαίσιο σύγκρουσης της εξουσίας με τις δυνάμεις της
αντι-εξουσίας.
Απαραίτητα σημεία αναφοράς πρέπει να παραμείνουν η οργάνωση της κοινωνικής
δυναμικής από τα κάτω αλλά και ενάντια, καθώς και η συγκρότηση ενός πολιτικού
προγράμματος. Το τελευταίο, θα αποτελέσει την αποκωδικοποίηση του καταστατικού
χάρτη των σύγχρονων, κοινωνικών αναγκών των φτωχών και καταπιεσμένων,
κατανοώντας την πολιτική ως την τέχνη του εφικτού και την επανάσταση ως την
εφικτή, καθημερινή πράξη ενασχόλησης και πάλης.
Ο
κοινωνικός αναρχισμός, θα πρέπει να μεταφέρει την εμπειρία της οργάνωσης του
κοινωνικού πεδίου μέσα στις διαδικασίες και τη νοοτροπία του «χώρου»,
αντικαθιστώντας το διάχυτο δίκτυο ατομικοτήτων και διάσπαρτων ομαδοποιήσεων που
τον συγκροτούν, με μια ενιαία, ειδική, πολιτική οργάνωση υπό τη μορφή της
Συνομοσπονδίας.
Ωστόσο, προκειμένου να μην αναπαραχθούν αντικοινωνικά ή ελιτίστικα σχήματα
εντός μιας προωθημένης μορφής οργάνωσης, γεγονός που εάν συμβεί θα πλήξει
καίρια την αξιοπιστία της οργάνωσης και του κινήματος που εκπροσωπεί, θα πρέπει
οι κοινωνικοί αναρχικοί να εμφορούνται από βαθιά ελευθεριακή κουλτούρα. Τούτη,
θα επιτρέπει στο κίνημα και τους ανθρώπους του να αντιλαμβάνονται τις
διαφορετικές ταχύτητες συνείδησης των καταπιεσμένων, καθώς επίσης και τη
σταθερή κατεύθυνση προς όλα τα διαφορετικά και κρίσιμα πεδία κοινωνικής
παρέμβασης. Τέλος, οι κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες πρέπει να συγκλίνουν,
όχι όμως στη βάση του προηγούμενου υλικού που, καθώς αντιστοιχούσε σε πιο
«προσωπικές» δομές συλλογικής ζωής και αγώνα, κατέληγε ιδεοληπτικό. Διερευνώντας
τις διαφορετικές προσεγγίσεις, όχι με ύφος και ήθος πολεμικό, αλλά στο πλαίσιο
της ανεκτικότητας του διαφορετικού που δημιουργεί η ανάγκη της μεγαλύτερης
απεύθυνσης -όπως άλλωστε αναδεικνύει η κληρονομιά της ελευθεριακής παιδείας και
κατά την προσπάθεια να τίθενται οι διαχωρισμοί σε πολιτική και κοινωνική βάση-
θα πρέπει η προσεκτική συγκρότηση των ιδεολογικών αναφορών, των τρόπων πάλης
και των εργαλείων ανάλυσης να ερείδεται στον κοινωνικό περίγυρο, λαμβάνοντας
σταθερά υπ’ όψιν της την κρισιμότητα της οργανωμένης δράσης, της ταξικής
αντιπαράθεσης και της κοινωνικής ανάγκης. Μόνο έτσι μπορεί να στοχεύει σταθερά
στην ολική ανατροπή με επαναστατικό τρόπο.
Το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση μπορεί να είναι ένα σταθερό πλαίσιο
διαλόγου μεταξύ των ομάδων που εμφορούνται από το φιλοσοφικό και
πολιτικό-ιδεολογικό πρόταγμα του Κοινωνικού Αναρχισμού, οι οποίες συνεχώς
αυξάνονται στον ελλαδικό χώρο. Ο συντονισμός και η προκήρυξη του πανελλαδικού
συνεδρίου μπορεί και πρέπει να αποτελέσει ένα στόχο εφικτό, που αναδιαμορφώνει
και αναβαθμίζει το αναρχικό, κοινωνικό, επαναστατικό κίνημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου