Κοινή διαπίστωση αποτελεί το γεγονός ότι οι πολίτες γυρίζουν την πλάτη στην πολιτική και αδιαφορούν γι’ αυτή. Θα εθελοτυφλούσε κάποιος αν περίμενε τις αυτοδιοικητικές εκλογές του Νοεμβρίου για να δει τα ποσοστά αποχής από τις κάλπες που ενδεχομένως θα σημειωθούν και θα είναι μεγάλα, ώστε να αποδείξει πως ένα σημαντικό κομμάτι του κόσμου απομακρύνθηκε και δεν συμμετέχει σε διαδικασίες που μέχρι τώρα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έπαιρνε μέρος.Του Κ. Ζαγάρα από την εφημερίδα "Αυγή".Βέβαια όταν λέμε ότι οι μάζες αδιαφορούν για την πολιτική κινδυνεύουμε να περιπλέξουμε διαφορετικά φαινόμενα. Από τη μια πλευρά, έχουμε να κάνουμε με διαδικασίες και θεσμούς πολιτικού αποκλεισμού (π.χ. νέους, μετανάστες, γυναίκες κ.λπ.) και από την άλλη μεριά με διαδικασίες απομάκρυνσης ανθρώπων που συμμετείχαν ενεργά στο παρελθόν και τώρα αδιαφορούν γι’ αυτή. Στην τελευταία περίπτωση θα λέγαμε ότι δεν "έκαναν πέρα" γενικά και αόριστα οι πολίτες κάθε φύσεως, αριστεροί και δεξιοί. Εκείνοι που παίρνουν αποστάσεις «ασφαλείας» είναι κυρίως αυτοί που άσκησαν πολιτική τις προηγούμενες δεκαετίες και δεν είναι άλλοι, παρά οι αριστεροί. Η μετατόπιση των αριστερών σε πρακτικές και συμπεριφορές που προσιδιάζουν στη δεξιά δεν μπορεί να συμπυκνωθεί απλώς στην αιτιολογία ότι η ευτέλεια της ασκούμενης από τα κόμματα πολιτικής έκανε τον κόσμο να αηδιάσει μαζί της. Θα ήταν μέγιστο σφάλμα να σταθεί κανείς σε μια μονάχα αιτία για να ερμηνεύσει την απομάκρυνση των αριστερών από την πολιτική. Αντίθετα οι λόγοι που εξηγούν τη μη συμμετοχή τους, είναι σύνθετοι και πολύπλοκοι.
Δίπλα όμως στις ερμηνείες και τις αναλύσεις κοινωνιολόγων, επιστημολόγων και αναλυτών, επαρκείς ή ανεπαρκείς, για την απομάκρυνση των αριστερών από την πολιτική, θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε αρκετές ακόμη. Ένα στοιχείο όμως που πρέπει ανάμεσα στα άλλα να παρατηρήσουμε είναι η στείρα και απωθητική πρακτική που διαπερνά στο σύνολό της την αριστερά στη χώρα μας, μια πρακτική που οφείλουμε να εγκαταλείψουμε. Μία καθημερινή συμπεριφορά μακιγιαρισμένη πολλές φορές, με το επικάλυμμα της δημοκρατίας και της ελεύθερης άποψης, αλλά βαθύτατα αντιδημοκρατική και ανελεύθερη. Αυτό που κάποτε ονομαζόταν «σταλινισμός», είτε φανερά είτε βουβά, συνεχίζει να αποτελεί συστατικό στοιχείο της αριστεράς, τόσο αυτής που έχει ως σημαία της τον σταλινισμό, όσο και της αριστεράς που τον έχει αποκηρύξει.
Στον πρόλογο των «Αντιδογματικών» του ο Τ. Μπενάς, ιστορικό στέλεχος της ανανεωτικής κομμουνιστικής αριστεράς, γράφει πως «το δόγμα συνεχίζει να επιζεί και να ενεδρεύει, όχι μόνο στα παρασκήνια αλλά κυρίως στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής και της πληγωμένης μας καθημερινότητας». Είναι άραγε έτσι;
Το να μιλάει κάποιος για δογματισμό ή σταλινισμό σήμερα, φαντάζει σαν να πατάει επί πτωμάτων, σαν να προσπαθεί να λύσει τις διαφορές του με τα στοιχειά της ιστορίας. Αν μάλιστα αυτός είναι μεταξύ των 20 και των 30 ετών, φαίνεται να αναζητεί σκιάχτρα και σκελετούς στα σκονισμένα χρονοντούλαπα, ξεκομμένος από τη σύγχρονη πραγματικότητα.
Κάποτε ο όρος «σταλινικός» αποτελούσε φόρο τιμής για τους κομμουνιστές του τόπου μας κι όχι μόνο. Σήμερα συνεχίζει να αποτελεί σημείο αναφοράς και περιουσία του Περισσού, που αναπολεί, κλεισμένος στα αδιαπέραστα τείχη του, τις ένδοξες στιγμές της κομμουνιστικής ιστορίας. Αντίθετα για μας, της «αντίπερα όχθης» αριστερούς, η έννοια αποτελεί «ύβρις», φαινόμενο μιας άλλης εποχής που στον βαθμό που υπάρχει είναι συνταγμένη κυρίως με το ΚΚΕ. Συνεπώς μπορεί ο καθένας μας με ασφάλεια να δηλώνει "αντισταλινικός" ή "αντιδογματικός" αλλά παράλληλα να συντηρεί συνήθειες ακραία δογματικές που είτε έχει αποκτήσει από την κομματική του διαδρομή είτε ως νεώτερος κληρονόμησε.
Δεν λείπουν όμως και οι περιπτώσεις εκείνες που οδηγούν στο αντίθετο άκρο. Τέτοιες είναι οι συμπεριφορές που θέλουν το αριστερό πρόταγμα να εξαντλείται σε έναν στείρο και ρηχό κινηματισμό, σε μια λατρεία «των δικαιωμάτων» σε έναν ελευθεριακό φετιχισμό, σε έναν αδιέξοδο μεταμοντερνισμό. Τέτοιες επίσης είναι και οι λογικές που επιδιώκουν να πράττουμε καθετί αντίθετο από το σταλινικό «αρχέτυπο», έχοντας την εντύπωση ότι έτσι ξεμπερδεύουμε μαζί του. Αποτέλεσμα αυτού είναι να φτάνουμε στο σημείο να αφαιρούμε από τη σκέψη μας την πάλη των τάξεων με την αιτιολογία ότι θυμίζει τον κοντόφθαλμο και αρτηριοσκληρωτικό σταλινισμό. Με την αντίληψη αυτή, η θεωρητική και πρακτική κληρονομιά του μαρξιστικού κινήματος πετιέται στον κάδο των αχρήστων, καθώς με τη χρήση του ο σταλινισμός της φόρτωσε διάφορα «κουσούρια».
Συνεπώς, δίπλα σε σωρεία αναλύσεων και κριτικών για το σταλινικό φαινόμενο, συχνά μας διαφεύγει μια άλλη πτυχή του, εξίσου σημαντική. Μία πτυχή που συνεχίζει αθόρυβα να διαιωνίζεται και να γίνεται πια αναπόσπαστο στοιχείο του DNA μας. Ένας σταλινισμός που ανθεί σε πρακτικές, συλλογικές και ατομικές, πολιτικές και οργανωτικές, ηθικολογικές και εθνολογικές. Ένας σταλινισμός που επιβιώνει στα “μικρά”, που μετατρέπει το λόγο σε ρητορεία, τη σκέψη σε ενοχή, την κομματική ζωή σε ρουτίνα, τη δράση σε αδράνεια και την πολιτικοποίηση σε απολιτικότητα, τη σύμπτωση απόψεων σε φραξιονισμό, τον φραξιονισμό σε παράσημο, τη συλλογικότητα σε ατομισμό, την κριτική σε αντικομματικότητα, τη δημοκρατία σε μονοληθικότητα. Στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας άλλοι απογοητευμένοι σπρώχνονται στη ζεστασιά του καναπέ τους, κάποιοι επιλέγουν να παραμένουν μέλη υπό τον φόβο του κομματικά άστεγου και του κομματικού τους πατριωτισμού, άλλοι, υπερασπιστές της γραμμής, δίνουν μάχες κατά των εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών και άλλοι συνεχίζουν να παλεύουν για την αλλαγή των συσχετισμών.
Αίτημα βασικό λοιπόν των καιρών, για την αριστερά και όχι μόνο, η πολιτικοποίηση της πολιτικής και η αποενεχοποίησή της. Η αποτίναξη του δογματισμού, δικού τους και δικού μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου