Οι επενδυτές του εξωπλανήτη (9/10/2010)
Στα τέλη του 21ου αιώνα συνέβη αυτό που οι επιστήμονες ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα μπορούσαν να φανταστούν. Οι εξωγήινοι του εξωπλανήτη Gliese 581 G άρχισαν τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων με τη Γη. Το πρώτο που απαιτούσαν οι εξωγήινοι από τους υποψήφιους συμμάχους στη Γη ήταν να απαγορευτεί η χρήση του ονόματος Gliese 581 G για τον εξωπλανήτη τους. «Το να αποκαλούμαστε “γκλιεζιανοί” είναι καθαρός ρατσισμός και γήινη αλαζονεία. Έχουμε το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού. Θα μας αποκαλείτε Γκρνχπρους, όπως είναι τ’ όνομά μας. Η πατρίδα μας, η Γκρνχπρ, για την οποία είμαστε τόσο υπερήφανοι όσο εσείς για τις δικές σας, έχει μια ιστορία 20.000 χρόνων. Η γκρνχπρότητα έχει έναν τεχνολογικό πολιτισμό ανώτερο από τον δικό σας. Άλλωστε, μην ξεχνάτε ότι εμείς ανακαλύψαμε εσάς, όχι εσείς εμάς».
Οι Γήινοι δεν είχαν πολλά περιθώρια διαπραγμάτευσης. Πέρα από τη δυσκολία που αντιμετώπιζαν ακόμη και να προφέρουν το όνομα της Γκρνχπρ, η γλώσσα της οποίας δεν είχε καθόλου φωνήεντα, έπρεπε να περάσουν και τη δοκιμασία της οπτικής επαφής. Οι Γκρνχπροι δεν έμοιαζαν καν με το πιο δύσμορφο γήινο θηλαστικό. Δεν είχαν μάτια, μύτη, πόδια, χέρια, αλλά αρκετές ντουζίνες πλοκάμια γύρω από ένα περίπου σφαιρικό σώμα, που θα μπορούσε να το πεις και κεφάλι, και τα οποία ήταν ταυτόχρονα αισθητήρες για κάθε αίσθηση (αφή, όραση, ακοή, γεύση, οσμή και άλλες, αδιανόητες για ανθρώπους), αλλά και πόδια, χέρια, ή όπως αλλιώς μπορεί να χαρακτηρίσει κάποιος μέλη ενός σώματος που του εξασφαλίζουν αυτονομία κινήσεων και δυνατότητα «χειρωνακτικής» δραστηριότητας. Όσο για την ομιλία, την τροφή, την αναπνοή, μια μικρή οπή στην κορυφή του σώματος - κεφαλής έκανε τη δουλειά.
Οι διπλωματικές σχέσεις με τους Γκρχνπρους ήταν η κατάληξη μιας μακράς περιόδου ψυχρού πολέμου ανάμεσα στους δύο πλανήτες, με μερικά θερμά επεισόδια κατά τα οποία οι Γήινοι αντιλήφθηκαν ότι ακόμη κι αν εξαπέλυαν όλο το πυρηνικό τους οπλοστάσιο εναντίον των εξωγήινων αυτοί δεν θα έπαιρναν πρέφα. Το γενετικό τους υλικό ήταν εξαιρετικά ανθεκτικό. Οι Γκρνχπροι, από την άλλη, συμπεριφέρονταν με μια στέρεη αυτοπεποίθηση ότι αργά ή γρήγορα οι Γήινοι θα έπεφταν στην ανάγκη τους. Παρατηρώντας τον ανθρώπινο πολιτισμό εδώ και περίπου 300 γήινα έτη, είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ιλιγγιώδης πολιτισμική τους πρόοδος θα έπιανε οροφή και πάτο ταυτόχρονα. Πράγματι, από τα μέσα του 21ου αιώνα, έπειτα από τρεις καταστροφικούς νομισματικούς πολέμους, πέντε κύκλους μακράς ύφεσης, έξι χρηματοπιστωτικά κραχ, ένα τέταρτο κύμα παγκοσμιοποίησης, δύο μεγάλες κρίσεις παγκόσμιου χρέους και έναν κανονικό παγκόσμιο πόλεμο (ευτυχώς, όχι θερμοπυρηνικό) με επίκεντρο την Αρκτική, η γεωπολιτική κατάσταση στη Γη είχε διαμορφωθεί, σε αδρές γραμμές, ως εξής: η αδιάκοπη διαδικασία εθνογένεσης είχε σταματήσει, ή για την ακρίβεια είχε αντιστραφεί, με αποτέλεσμα την απορρόφηση των δεκάδων μικρών εθνών-κρατών σε τρεις μεγάλες ομοσπονδίες, με κριτήρια οικονομο-φυλετικά. Η Τσαϊναμέρικα ήταν η ομοσπονδία των κρατών του Ειρηνικού, απλωμένη σε τρεις ηπείρους, με νόμισμα το γουενλάριο. Η Ευρασία, από Ατλαντικό μέχρι Βόρειο Ειρηνικό, με νόμισμα το ευρούβλι, ήταν κατά βάση μια νομισματική ένωση που κατάφερε να στραγγίξει μέσα σε τρεις δεκαετίες τα τελευταία ορυκτά καύσιμα του υπεδάφους της. Η Αφροαμέρικα ήταν μια χαλαρή διακρατική ένωση λατινοαμερικάνικων και αφρικανικών εθνών, με νόμισμα το αφροπέσο. Υπήρχαν, φυσικά, μερικές μικρότερες ομοσπονδίες, με πρώτη το Χαλιφάτο της Τεχεράνης, με νόμισμα το κοράν και με τεράστια ενεργειακά αποθέματα για δεκαετίες, που όμως στο τέλος του 21ου αιώνα έφταναν κι αυτά στο τέλος τους.
Ο ανελέητος ανταγωνισμός ανάμεσα στις ομοσπονδίες της Γης είχε ποικίλα αποτελέσματα. Οι κοινωνίες ήταν χωρισμένες σε τρεις τάξεις. Στην κορυφή της ήταν η πλουτονομία, περίπου το 1% των ανθρώπων που ήλεγχαν το 90% του παγκόσμιου πλούτου. Τα μέλη της πλουτονομίας κατοικούσαν σε φιλελευθεροκομμουνιστικά χωριά της εύκρατης ζώνης, περιτοιχισμένα και καλά προστατευμένα. Στο μέσο της κοινωνικής πυραμίδας είχε αναπτυχθεί το καλά αμειβόμενο στρώμα των «φρουρών», επιφορτισμένο με καθήκοντα προστασίας της πλουτονομίας και καταστολής τω εξεγέρσεων του πρεκαριάτου, που αποτελούσε την τεράστια πλειοψηφία του πληθυσμού. Τουλάχιστον πέντε μεγάλα κύματα τέτοιων εξεγέρσεων είχαν πνιγεί στο αίμα στις μεταδημοκρατίες της Γης. Και λέμε μεταδημοκρατίες, διότι το πολιτικό σύστημα που επικρατούσε στις μεγάλες ομοσπονδίες ήταν η διακυβέρνηση από τεχνοκράτες οι οποίοι επιλέγονταν μέσα από διαδικασία ανοικτών διαγωνισμών βάσει προσόντων και επιδόσεων, με κριτές εκλεκτορικά σώματα αναδειγμένα από επιχειρηματικά λόμπι.
Η κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει οι μεταδημοκρατίες της Γης -έπειτα από δεκαετίες ανταγωνισμών, νομισματικών πολέμων και πληβειοποίησης των κοινωνιών- ήταν η εξής: οι οικονομίες είχαν περιέλθει σε μόνιμη ύφεση, τα αποθέματα ενεργειακών καυσίμων είχαν εξαντληθεί (είχε επέλθει, δηλαδή, η μεταπετρελαϊκή εποχή), η ευρεία χρήση της πυρηνικής ενέργειας είχε απονεκρώσει μεγάλες περιοχές του πλανήτη, η στροφή στην πράσινη ενέργεια είχε δεσμεύσει τεράστιες καλλιεργητικές εκτάσεις, ενώ από όσες έμεναν ελεύθερες οι περισσότερες ήταν δεσμευμένες από τους νεοφεουδάρχες που τις χρησιμοποιούσαν για βιοκαύσιμα ή για μονοκαλλιέργειες σόγιας και άλλων μεταλλαγμένων φυτών, προορισμένων να καλύψουν στοιχειωδώς τις ανάγκες του υποσιτιζόμενου πρεκαριάτου και, κυρίως, για να συγκρατήσουν τις απελπισμένες τους εξεγέρσεις. (Εννοείται ότι στα φιλελευθεροκομμουνιστικά χωριά της πλουτονομίας υπήρχαν φάρμες βιολογικής καλλιέργειας, αλλά προορισμένες αποκλειστικά για τις ανάγκες της). Εν ολίγοις, το πρόβλημα της ανθρωπότητας είχε συμπυκνωθεί στην απλούστερη ανάγκη: την ικανοποίηση της πείνας.
Οι Γκρνχπροι παρακολουθούσαν για δεκαετίες τις ανεπιτυχείς προσπάθειες των Γήινων να φτάσουν σ’ έναν κατοικήσιμο εξωπλανήτη σαν τον δικό τους, αλλά επενέβησαν μόνο τη στιγμή που θεώρησαν κατάλληλη. Ήρθαν στη Γη ειρηνικά, αλλά ταυτοχρόνως ηγεμονικά, χάρη στην άφθονη ρευστότητα ενέργειας και τροφής που διέθετε ο εξελιγμένος τεχνολογικός τους πολιτισμός και εμφανίστηκαν πρόθυμοι να επενδύσουν, αλλά με τους δικούς τους όρους, που συμπυκνώθηκαν στα εξής:
Πρώτον. Αν οι Γήινοι ήθελαν ν’ ανεβάσουν την ανταγωνιστικότητά τους στη διαπλανητική οικονομία, έπρεπε να κατεβάσουν το κόστος εργασίας. Τα τρία ευρούβλια -που ήταν το μέσο ημερομίσθιο στη Γη- μπορεί να φαίνονταν ελάχιστα, αλλά ήταν πολλά μπροστά στο κόστος ενός Γκρνχπρου, που ήταν μηδενικό. Οι Γκρνχπροι δούλευαν απλώς για την ημερήσια δόση τροφής τους.
Δεύτερον. Υψηλό και μη ανταγωνιστικό ήταν και το κόστος του κοινωνικού κράτους στη Γη, όσου είχε απομείνει τουλάχιστον. Για ποιο λόγο οι άνθρωποι έπρεπε να συντηρούν σπίτια, να έχουν νοσοκομεία και σχολεία ή να παίρνουν συντάξεις στα 85 τους; Οι Γκρνχπροι διέθεταν δέρμα που ρύθμιζε τη θερμοκρασία του σώματος σε κάθε καιρική συνθήκη, είτε διέμεναν στην ηλιόλουστη είτε στη σκοτεινή, πολική πλευρά του εξωπλανήτη τους με 60 υπό το μηδέν. Τις γνώσεις και τις δεξιότητές τους τις αποκτούσαν αυτομάτως με εμφύτευση ειδικού τσιπ, ενώ σε περίπτωση ασθενείας και γήρατος, δηλαδή όταν έπαυαν να είναι παραγωγικοί, απλώς αποσύρονταν για ανακύκλωση (η έννοια του θανάτου δεν υπήρχε στην Γκρνχπρ).
Τρίτον. Τους ήταν ακατάληπτο γιατί υπήρχαν ανώτατα όρια στον χρόνο εργασίας. Τι θα πει εργάσιμη μέρα 12 ωρών; Αυτοί το είχαν λύσει στον εξωπλανήτη τους με απλούστατο τρόπο, κατανέμοντας το εργατικό ανάμεσα στο φωτεινό και το σκοτεινό ημισφαίριο. Για το ένα υπήρχε η εργάσιμη μέρα και για το άλλο η εργάσιμη νύχτα.
Τέταρτον. Οι πρεσβευτές του Γκρνχπρ απαιτούσαν τολμηρές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Γιατί χρειάζονταν τόσες κυβερνήσεις τεχνοκρατών; Αυτοί μπορούσαν να αναλάβουν την παγκόσμια διακυβέρνηση με το κατάλληλο πρόγραμμα και μόλις τρεις θέσεις εργασίας. Θα καταργούσαν, μάλιστα, και τη δαπανηρή δημοκρατία των επιχειρηματικών λόμπι.
Πέμπτον. Πρόγραμμα ενέργειας και τροφής, 2 σε 1. Επειδή η Γκρνχπροι τρέφονταν αποκλειστικά με την υψηλής θερμιδικής αξίας και ενεργειακής απόδοσης άλγη του πλανήτη τους (την οποία και έτρωγαν και χρησιμοποιούσαν ως καύσιμο), θα εφάρμοζαν την εντατική της καλλιέργεια και στη Γη. Αυτό θα απαιτούσε, όμως, ένα κολοσσιαίο πρόγραμμα προσαρμογής του πεπτικού σωλήνα των ανθρώπων στο άγνωστο για τον μεταβολισμό τους τρόφιμο. Η δαπάνη θα επιβάρυνε τους ανθρώπους, αλλά σε είδος, αφού οι Γκρνχπροι είχαν μια αχρηματική οικονομία.
Έκτον. Σε αντάλλαγμα των επενδύσεών τους οι Γκρνχπροι είχαν απόλυτο δικαίωμα επιλογής κάθε κινητού και ακίνητου περιουσιακού στοιχείου επί Γης (ιδιωτικού, αφού δεν υπήρχε πια τίποτα δημόσιο). Το πρώτο που επέλεξαν ήταν τα φιλελευθεροκομμουνιστικά χωριά της πλουτονομίας και οι βιολογικές τους φάρμες (όσα μέλη της πλουτονομίας δεν έμειναν στη Γη ως υπάλληλοι των Γκρνχπρων μεταφέρθηκαν ως ανδράποδα στον εξωπλανήτη τους). Έπειτα, σε μια κίνηση υψηλής αισθητικής που εξέπληξε τους Γήινους, κατέθεσαν short list μνημείων του ανθρώπινου πολιτισμού που θα μετέτρεπαν σε θέρετρα για την αριστοκρατία της Γκρνχπρ. Στη λίστα περιλαμβάνονταν φυσικά το Μάτσου Πίτσου, ο Παρθενώνας, οι πυραμίδες, η Νοτρ Νταμ, το Σούνιο, το Άγιο Όρος (αλλά και η Βιστωνίδα), το Στόουνχετζ, το Μπάκιγχαμ, το Τατζ Μαχάλ, η Περσέπολη, το Βατικανό, η Απαγορευμένη Πόλη, το Κρεμλίνο κ.ά.
Την τελετή υπογραφής του μνημονίου επενδυτικής συνεργασίας Γκρνχπρ και Γης ακολούθησε εθιμοτυπικό γεύμα. Από όλα τα γήινα εδέσματα που προσφέρθηκαν στους εκπροσώπους του εξωπλανήτη, ένα τούς εντυπωσίασε. «Τι είναι; Πώς το λέτε;», ρώτησαν τους σερβιτόρους. «Σου - βλά - κι», είπε καθαρά και συλλαβιστά ένας σερβιτόρος. «Μμμμ! Σβλκ», έφτυσε χωρίς φωνήεντα ο ύπατος Γκρχνπρος. «Μρς» (σ.σ. μ’ αρέσει). «Στρχδμς», απάντησε ευγενικά ο σερβιτόρος, αφήνοντας να εννοηθεί ότι το τελευταίο ήταν κάτι σαν «ευχαριστώ».
Οι Γήινοι δεν είχαν πολλά περιθώρια διαπραγμάτευσης. Πέρα από τη δυσκολία που αντιμετώπιζαν ακόμη και να προφέρουν το όνομα της Γκρνχπρ, η γλώσσα της οποίας δεν είχε καθόλου φωνήεντα, έπρεπε να περάσουν και τη δοκιμασία της οπτικής επαφής. Οι Γκρνχπροι δεν έμοιαζαν καν με το πιο δύσμορφο γήινο θηλαστικό. Δεν είχαν μάτια, μύτη, πόδια, χέρια, αλλά αρκετές ντουζίνες πλοκάμια γύρω από ένα περίπου σφαιρικό σώμα, που θα μπορούσε να το πεις και κεφάλι, και τα οποία ήταν ταυτόχρονα αισθητήρες για κάθε αίσθηση (αφή, όραση, ακοή, γεύση, οσμή και άλλες, αδιανόητες για ανθρώπους), αλλά και πόδια, χέρια, ή όπως αλλιώς μπορεί να χαρακτηρίσει κάποιος μέλη ενός σώματος που του εξασφαλίζουν αυτονομία κινήσεων και δυνατότητα «χειρωνακτικής» δραστηριότητας. Όσο για την ομιλία, την τροφή, την αναπνοή, μια μικρή οπή στην κορυφή του σώματος - κεφαλής έκανε τη δουλειά.
Οι διπλωματικές σχέσεις με τους Γκρχνπρους ήταν η κατάληξη μιας μακράς περιόδου ψυχρού πολέμου ανάμεσα στους δύο πλανήτες, με μερικά θερμά επεισόδια κατά τα οποία οι Γήινοι αντιλήφθηκαν ότι ακόμη κι αν εξαπέλυαν όλο το πυρηνικό τους οπλοστάσιο εναντίον των εξωγήινων αυτοί δεν θα έπαιρναν πρέφα. Το γενετικό τους υλικό ήταν εξαιρετικά ανθεκτικό. Οι Γκρνχπροι, από την άλλη, συμπεριφέρονταν με μια στέρεη αυτοπεποίθηση ότι αργά ή γρήγορα οι Γήινοι θα έπεφταν στην ανάγκη τους. Παρατηρώντας τον ανθρώπινο πολιτισμό εδώ και περίπου 300 γήινα έτη, είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ιλιγγιώδης πολιτισμική τους πρόοδος θα έπιανε οροφή και πάτο ταυτόχρονα. Πράγματι, από τα μέσα του 21ου αιώνα, έπειτα από τρεις καταστροφικούς νομισματικούς πολέμους, πέντε κύκλους μακράς ύφεσης, έξι χρηματοπιστωτικά κραχ, ένα τέταρτο κύμα παγκοσμιοποίησης, δύο μεγάλες κρίσεις παγκόσμιου χρέους και έναν κανονικό παγκόσμιο πόλεμο (ευτυχώς, όχι θερμοπυρηνικό) με επίκεντρο την Αρκτική, η γεωπολιτική κατάσταση στη Γη είχε διαμορφωθεί, σε αδρές γραμμές, ως εξής: η αδιάκοπη διαδικασία εθνογένεσης είχε σταματήσει, ή για την ακρίβεια είχε αντιστραφεί, με αποτέλεσμα την απορρόφηση των δεκάδων μικρών εθνών-κρατών σε τρεις μεγάλες ομοσπονδίες, με κριτήρια οικονομο-φυλετικά. Η Τσαϊναμέρικα ήταν η ομοσπονδία των κρατών του Ειρηνικού, απλωμένη σε τρεις ηπείρους, με νόμισμα το γουενλάριο. Η Ευρασία, από Ατλαντικό μέχρι Βόρειο Ειρηνικό, με νόμισμα το ευρούβλι, ήταν κατά βάση μια νομισματική ένωση που κατάφερε να στραγγίξει μέσα σε τρεις δεκαετίες τα τελευταία ορυκτά καύσιμα του υπεδάφους της. Η Αφροαμέρικα ήταν μια χαλαρή διακρατική ένωση λατινοαμερικάνικων και αφρικανικών εθνών, με νόμισμα το αφροπέσο. Υπήρχαν, φυσικά, μερικές μικρότερες ομοσπονδίες, με πρώτη το Χαλιφάτο της Τεχεράνης, με νόμισμα το κοράν και με τεράστια ενεργειακά αποθέματα για δεκαετίες, που όμως στο τέλος του 21ου αιώνα έφταναν κι αυτά στο τέλος τους.
Ο ανελέητος ανταγωνισμός ανάμεσα στις ομοσπονδίες της Γης είχε ποικίλα αποτελέσματα. Οι κοινωνίες ήταν χωρισμένες σε τρεις τάξεις. Στην κορυφή της ήταν η πλουτονομία, περίπου το 1% των ανθρώπων που ήλεγχαν το 90% του παγκόσμιου πλούτου. Τα μέλη της πλουτονομίας κατοικούσαν σε φιλελευθεροκομμουνιστικά χωριά της εύκρατης ζώνης, περιτοιχισμένα και καλά προστατευμένα. Στο μέσο της κοινωνικής πυραμίδας είχε αναπτυχθεί το καλά αμειβόμενο στρώμα των «φρουρών», επιφορτισμένο με καθήκοντα προστασίας της πλουτονομίας και καταστολής τω εξεγέρσεων του πρεκαριάτου, που αποτελούσε την τεράστια πλειοψηφία του πληθυσμού. Τουλάχιστον πέντε μεγάλα κύματα τέτοιων εξεγέρσεων είχαν πνιγεί στο αίμα στις μεταδημοκρατίες της Γης. Και λέμε μεταδημοκρατίες, διότι το πολιτικό σύστημα που επικρατούσε στις μεγάλες ομοσπονδίες ήταν η διακυβέρνηση από τεχνοκράτες οι οποίοι επιλέγονταν μέσα από διαδικασία ανοικτών διαγωνισμών βάσει προσόντων και επιδόσεων, με κριτές εκλεκτορικά σώματα αναδειγμένα από επιχειρηματικά λόμπι.
Η κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει οι μεταδημοκρατίες της Γης -έπειτα από δεκαετίες ανταγωνισμών, νομισματικών πολέμων και πληβειοποίησης των κοινωνιών- ήταν η εξής: οι οικονομίες είχαν περιέλθει σε μόνιμη ύφεση, τα αποθέματα ενεργειακών καυσίμων είχαν εξαντληθεί (είχε επέλθει, δηλαδή, η μεταπετρελαϊκή εποχή), η ευρεία χρήση της πυρηνικής ενέργειας είχε απονεκρώσει μεγάλες περιοχές του πλανήτη, η στροφή στην πράσινη ενέργεια είχε δεσμεύσει τεράστιες καλλιεργητικές εκτάσεις, ενώ από όσες έμεναν ελεύθερες οι περισσότερες ήταν δεσμευμένες από τους νεοφεουδάρχες που τις χρησιμοποιούσαν για βιοκαύσιμα ή για μονοκαλλιέργειες σόγιας και άλλων μεταλλαγμένων φυτών, προορισμένων να καλύψουν στοιχειωδώς τις ανάγκες του υποσιτιζόμενου πρεκαριάτου και, κυρίως, για να συγκρατήσουν τις απελπισμένες τους εξεγέρσεις. (Εννοείται ότι στα φιλελευθεροκομμουνιστικά χωριά της πλουτονομίας υπήρχαν φάρμες βιολογικής καλλιέργειας, αλλά προορισμένες αποκλειστικά για τις ανάγκες της). Εν ολίγοις, το πρόβλημα της ανθρωπότητας είχε συμπυκνωθεί στην απλούστερη ανάγκη: την ικανοποίηση της πείνας.
Οι Γκρνχπροι παρακολουθούσαν για δεκαετίες τις ανεπιτυχείς προσπάθειες των Γήινων να φτάσουν σ’ έναν κατοικήσιμο εξωπλανήτη σαν τον δικό τους, αλλά επενέβησαν μόνο τη στιγμή που θεώρησαν κατάλληλη. Ήρθαν στη Γη ειρηνικά, αλλά ταυτοχρόνως ηγεμονικά, χάρη στην άφθονη ρευστότητα ενέργειας και τροφής που διέθετε ο εξελιγμένος τεχνολογικός τους πολιτισμός και εμφανίστηκαν πρόθυμοι να επενδύσουν, αλλά με τους δικούς τους όρους, που συμπυκνώθηκαν στα εξής:
Πρώτον. Αν οι Γήινοι ήθελαν ν’ ανεβάσουν την ανταγωνιστικότητά τους στη διαπλανητική οικονομία, έπρεπε να κατεβάσουν το κόστος εργασίας. Τα τρία ευρούβλια -που ήταν το μέσο ημερομίσθιο στη Γη- μπορεί να φαίνονταν ελάχιστα, αλλά ήταν πολλά μπροστά στο κόστος ενός Γκρνχπρου, που ήταν μηδενικό. Οι Γκρνχπροι δούλευαν απλώς για την ημερήσια δόση τροφής τους.
Δεύτερον. Υψηλό και μη ανταγωνιστικό ήταν και το κόστος του κοινωνικού κράτους στη Γη, όσου είχε απομείνει τουλάχιστον. Για ποιο λόγο οι άνθρωποι έπρεπε να συντηρούν σπίτια, να έχουν νοσοκομεία και σχολεία ή να παίρνουν συντάξεις στα 85 τους; Οι Γκρνχπροι διέθεταν δέρμα που ρύθμιζε τη θερμοκρασία του σώματος σε κάθε καιρική συνθήκη, είτε διέμεναν στην ηλιόλουστη είτε στη σκοτεινή, πολική πλευρά του εξωπλανήτη τους με 60 υπό το μηδέν. Τις γνώσεις και τις δεξιότητές τους τις αποκτούσαν αυτομάτως με εμφύτευση ειδικού τσιπ, ενώ σε περίπτωση ασθενείας και γήρατος, δηλαδή όταν έπαυαν να είναι παραγωγικοί, απλώς αποσύρονταν για ανακύκλωση (η έννοια του θανάτου δεν υπήρχε στην Γκρνχπρ).
Τρίτον. Τους ήταν ακατάληπτο γιατί υπήρχαν ανώτατα όρια στον χρόνο εργασίας. Τι θα πει εργάσιμη μέρα 12 ωρών; Αυτοί το είχαν λύσει στον εξωπλανήτη τους με απλούστατο τρόπο, κατανέμοντας το εργατικό ανάμεσα στο φωτεινό και το σκοτεινό ημισφαίριο. Για το ένα υπήρχε η εργάσιμη μέρα και για το άλλο η εργάσιμη νύχτα.
Τέταρτον. Οι πρεσβευτές του Γκρνχπρ απαιτούσαν τολμηρές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Γιατί χρειάζονταν τόσες κυβερνήσεις τεχνοκρατών; Αυτοί μπορούσαν να αναλάβουν την παγκόσμια διακυβέρνηση με το κατάλληλο πρόγραμμα και μόλις τρεις θέσεις εργασίας. Θα καταργούσαν, μάλιστα, και τη δαπανηρή δημοκρατία των επιχειρηματικών λόμπι.
Πέμπτον. Πρόγραμμα ενέργειας και τροφής, 2 σε 1. Επειδή η Γκρνχπροι τρέφονταν αποκλειστικά με την υψηλής θερμιδικής αξίας και ενεργειακής απόδοσης άλγη του πλανήτη τους (την οποία και έτρωγαν και χρησιμοποιούσαν ως καύσιμο), θα εφάρμοζαν την εντατική της καλλιέργεια και στη Γη. Αυτό θα απαιτούσε, όμως, ένα κολοσσιαίο πρόγραμμα προσαρμογής του πεπτικού σωλήνα των ανθρώπων στο άγνωστο για τον μεταβολισμό τους τρόφιμο. Η δαπάνη θα επιβάρυνε τους ανθρώπους, αλλά σε είδος, αφού οι Γκρνχπροι είχαν μια αχρηματική οικονομία.
Έκτον. Σε αντάλλαγμα των επενδύσεών τους οι Γκρνχπροι είχαν απόλυτο δικαίωμα επιλογής κάθε κινητού και ακίνητου περιουσιακού στοιχείου επί Γης (ιδιωτικού, αφού δεν υπήρχε πια τίποτα δημόσιο). Το πρώτο που επέλεξαν ήταν τα φιλελευθεροκομμουνιστικά χωριά της πλουτονομίας και οι βιολογικές τους φάρμες (όσα μέλη της πλουτονομίας δεν έμειναν στη Γη ως υπάλληλοι των Γκρνχπρων μεταφέρθηκαν ως ανδράποδα στον εξωπλανήτη τους). Έπειτα, σε μια κίνηση υψηλής αισθητικής που εξέπληξε τους Γήινους, κατέθεσαν short list μνημείων του ανθρώπινου πολιτισμού που θα μετέτρεπαν σε θέρετρα για την αριστοκρατία της Γκρνχπρ. Στη λίστα περιλαμβάνονταν φυσικά το Μάτσου Πίτσου, ο Παρθενώνας, οι πυραμίδες, η Νοτρ Νταμ, το Σούνιο, το Άγιο Όρος (αλλά και η Βιστωνίδα), το Στόουνχετζ, το Μπάκιγχαμ, το Τατζ Μαχάλ, η Περσέπολη, το Βατικανό, η Απαγορευμένη Πόλη, το Κρεμλίνο κ.ά.
Την τελετή υπογραφής του μνημονίου επενδυτικής συνεργασίας Γκρνχπρ και Γης ακολούθησε εθιμοτυπικό γεύμα. Από όλα τα γήινα εδέσματα που προσφέρθηκαν στους εκπροσώπους του εξωπλανήτη, ένα τούς εντυπωσίασε. «Τι είναι; Πώς το λέτε;», ρώτησαν τους σερβιτόρους. «Σου - βλά - κι», είπε καθαρά και συλλαβιστά ένας σερβιτόρος. «Μμμμ! Σβλκ», έφτυσε χωρίς φωνήεντα ο ύπατος Γκρχνπρος. «Μρς» (σ.σ. μ’ αρέσει). «Στρχδμς», απάντησε ευγενικά ο σερβιτόρος, αφήνοντας να εννοηθεί ότι το τελευταίο ήταν κάτι σαν «ευχαριστώ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου