ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΒΗΜΑ
του Κώστα Βεργόπουλου, από τα "Επίκαιρα"
Eίναι γεγονός ότι, με την πάροδο του χρόνου, επικρατούν ψυχραιμότερες εκτιμήσεις όσον αφορά τα πραγματικά αίτια της σημερινής κρίσης, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς. Όμως, είναι επίσης γεγονός ότι, με την πάροδο του χρόνου, επικρατούν πονηρότερες και παραπλανητικότερες εκτιμήσεις, που μεταθέτουν τη φύση και τα αίτια της κρίσης κατά το εκάστοτε δοκούν και οπωσδήποτε πάντοτε εις βάρος των κοινωνικά ασθενέστερων.
Οι παραδοχές και τα αίτια της κρίσης
Με μεγάλη καθυστέρηση, ο Πόουλ Τόμσεν, εκπρόσωπος του ΔΝΤ, απεκάλυψε ότι το ελληνικό πρόβλημα δεν είναι το ύψος του δημόσιου χρέους ούτε εκείνο των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, αλλά κυρίως το έλλειμμα ανταγωνιστικότητος της ελληνικής οικονομίας. Υποτίθεται ότι αυτή η επισήμανση δικαιολογεί την ανάγκη να διέλθει η χώρα μας από μακρά περίοδο ύφεσης και αποπληθωρισμού, προκειμένου να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της. Αυτό όμως είχε ήδη εξαρχής ομολογηθεί από τον πρόεδρο του ΔΝΤ Ντομινίκ Στρος-Καν, αλλά ουδείς είχε αποδώσει τη δέουσα σημασία. Πρόσφατα, ο ίδιος επανέρχεται και επισημαίνει ότι, για την ομάδα των δυτικών χωρών, 90% των δημόσιων ελλειμμάτων δεν προέρχεται από δήθεν παθογένειες του Δημοσίου, αλλά από αδυναμίες του ιδιωτικού τομέα, που προέκυψαν μετά το 2007, ως άμεσες συνέπειες από την επέκταση και εμβάθυνση της διεθνούς οικονομικής κρίσης. Εν ολίγοις, τα δημόσια ελλείμματα δεν προέκυψαν τόσο από το υποτιθέμενο σπάταλο και διεφθαρμένο κράτος, όσο κυρίως από μετατόπιση προς το Δημόσιο των ελλειμμάτων των ιδιωτικών τομέων της οικονομίας.
Πρώτος μηχανισμός μεταφοράς ελλειμμάτων από τον ιδιωτικό τομέα προς τον δημόσιο ήταν ασφαλώς η ραγδαία πτώση των δημόσιων εσόδων, λόγω επιβράδυνσης των συναλλαγών. Τα δημόσια έσοδα είτε από το ΦΠΑ είτε από τη λοιπή φορολογία, άμεση και έμμεση, κατέρρευσαν πρωτίστως λόγω της κρίσης που εισέβαλε από το 2007. Στη χώρα μας, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, το πρωτογενές δημόσιο έλλειμμα δεν συνιστά χρόνιο διαρθρωτικό πρόβλημα, όπως διατείνονται σήμερα οι υποστηρικτές του Μνημονίου, αλλά εμφανίστηκε κυρίως το 2007, με ύψος -1,8% του ΑΕΠ και εκτινάχθηκε σε -7,1% του ΑΕΠ το 2009. Η επέκταση του ελλείμματος μεταξύ 2007 και 2009 κατά 5,3 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ οφείλεται κατά 50% σε αιφνίδια πτώση των δημόσιων εσόδων και κατά 50% σε αύξηση δημόσιων δαπανών προς αντιμετώπιση της ύφεσης, που άρχιζε να εισβάλλει στην ελληνική οικονομία. Όσον αφορά το δημόσιο χρέος, κατά την τριετία 2005-2007, μειώθηκε, ενώ εκτινάχθηκε κατά το 2008 και το 2009.
Στο σημείο αυτό, η χρόνια ελληνική παθογένεια δεν έχει συμβάλει, καθόσον ακριβώς παρεμφερείς ήσαν οι εξελίξεις σε όλες τις δυτικές οικονομίες και μάλιστα σε εκείνες της Ευρωζώνης. Κατά το κρίσιμο έτος 2009, οι δημόσιες δαπάνες του υποτιθέμενου «σπάταλου και διεφθαρμένου» ελληνικού κράτους είχαν φτάσει στο 50,4% του ΑΕΠ, δηλαδή κάτω από το σχετικό μέσο όρο της Ευρωζώνης των 16 χωρών (50,8%) και κάτω από τις αντίστοιχες επιδόσεις τουλάχιστον άλλων 8 χωρών-μελών της αυτής ζώνης και άλλων δύο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μη μελών της νομισματικής ένωσης. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, οι εταίροι της Ευρωζώνης με υψηλότερες δημόσιες δαπάνες από την Ελλάδα είναι οι εξής: Βέλγιο (54,4%), Αυστρία (51,7%), Δανία (58,5%), Φινλανδία (55,5%), Γαλλία (55,7%), Ιταλία (51,9%), Ολλανδία (51,6%), Πορτογαλία (51%). Παράλληλα, οι δύο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με υψηλότερες δημόσιες δαπάνες από ό,τι η Ελλάδα, είναι η Βρετανία (51,4%) και η Σουηδία (55,9%). Συνεπώς, το ελληνικό πρόβλημα των δημόσιων δαπανών δεν είναι τόσο μοναδικό και δραματικό όσο εμφανίζεται, προκειμένου να αιτιολογηθούν οι πρόσφατες δραστικές περικοπές, ακόμη και σε δημόσιες επενδύσεις, μισθούς και συντάξεις.
Τα προβλήματα στην Ευρωζώνη
Από την άλλη πλευρά, ασύγκριτα μεγαλύτερο και αιχμηρότερο πρόβλημα είναι εκείνο των δημόσιων εσόδων, που έχουν καταρρεύσει όχι λόγω χρόνιας παθογένειας, αλλά απλώς κατά την πρόσφατη τριετία, ακολουθώντας την πορεία της ελληνικής οικονομίας προς την ύφεση. Ενώ στο μέσο όρο της Ευρωζώνης, τα δημόσια έσοδα ανέρχονται σε 45% του ΑΕΠ, στην Ελλάδα έχουν κατολισθήσει σε μόλις 36% και η χώρα μας τοποθετείται στη 14η θέση επί 16 χωρών-μελών της ζώνης με κριτήριο το ύψος των δημόσιων εσόδων επί του ΑΕΠ. Πεποίθηση των ξένων είναι ότι στην Ελλάδα δεν πληρώνονται οι προγραμματισμένοι φόροι. Όμως οι προγραμματισμένες φοροαπαλλαγές επί των υψηλών εισοδημάτων υπερβαίνουν κάθε φαντασία κατά την πρόσφατη τριετία, ακόμη και σήμερα υπό την επίβλεψη και έγκριση του Μνημονίου. Δεν πρόκειται μόνο για αδυναμία του κρατικού μηχανισμού να συλλάβει τις νόμιμες φορολογικές οφειλές, αλλά κυρίως για μεγάλης εκτάσεως φοροαπαλλαγές, που αιτιολογούνται με ιδεολογική και ταξική φιλοσοφία και των οποίων το κόστος καλούνται πάντα να καλύπτουν οι μισθωτοί. Άραγε το ότι παρόμοια παραμένει η κατάσταση στη γειτονική Ισπανία θα πρέπει να μας παρηγορεί ή μήπως να μας ανησυχεί ακόμη περισσότερο; Τα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας παραμένουν οπωσδήποτε σοβαρά και επείγοντα, όμως αυτή τη στιγμή υπεισέρχεται ένα ακόμη πρόσθετο πρόβλημα, περισσότερο πιεστικό και επείγον, που προκαλεί άμεσα κλείσιμο επιχειρήσεων και δραματική αύξηση της ανεργίας. Εάν δεν διακρίνουμε το κάθε πρόβλημα από τα υπόλοιπα και δεν τα ιεραρχούμε, η σύγχυση θα επικρατεί και κάθε εκ του πονηρού πρόταση θα βρίσκει υποστηρικτές, ακόμη και από την πλευρά αυτών στους οποίους επιρρίπτεται το τελικό κόστος της. Εξάλλου, οι απαιτούμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αποβαίνουν ευκολότερες και πιο ανώδυνες, ενόσω η οικονομία παραμένει σε αυξητικούς ρυθμούς, παρά ενόσω καταρρέει λόγω των σημερινών δραστικών περικοπών των δημόσιων επενδύσεων, των μισθών και των συντάξεων.
kvergo@gmail.com
του Κώστα Βεργόπουλου, από τα "Επίκαιρα"
Eίναι γεγονός ότι, με την πάροδο του χρόνου, επικρατούν ψυχραιμότερες εκτιμήσεις όσον αφορά τα πραγματικά αίτια της σημερινής κρίσης, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς. Όμως, είναι επίσης γεγονός ότι, με την πάροδο του χρόνου, επικρατούν πονηρότερες και παραπλανητικότερες εκτιμήσεις, που μεταθέτουν τη φύση και τα αίτια της κρίσης κατά το εκάστοτε δοκούν και οπωσδήποτε πάντοτε εις βάρος των κοινωνικά ασθενέστερων.
Οι παραδοχές και τα αίτια της κρίσης
Με μεγάλη καθυστέρηση, ο Πόουλ Τόμσεν, εκπρόσωπος του ΔΝΤ, απεκάλυψε ότι το ελληνικό πρόβλημα δεν είναι το ύψος του δημόσιου χρέους ούτε εκείνο των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, αλλά κυρίως το έλλειμμα ανταγωνιστικότητος της ελληνικής οικονομίας. Υποτίθεται ότι αυτή η επισήμανση δικαιολογεί την ανάγκη να διέλθει η χώρα μας από μακρά περίοδο ύφεσης και αποπληθωρισμού, προκειμένου να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της. Αυτό όμως είχε ήδη εξαρχής ομολογηθεί από τον πρόεδρο του ΔΝΤ Ντομινίκ Στρος-Καν, αλλά ουδείς είχε αποδώσει τη δέουσα σημασία. Πρόσφατα, ο ίδιος επανέρχεται και επισημαίνει ότι, για την ομάδα των δυτικών χωρών, 90% των δημόσιων ελλειμμάτων δεν προέρχεται από δήθεν παθογένειες του Δημοσίου, αλλά από αδυναμίες του ιδιωτικού τομέα, που προέκυψαν μετά το 2007, ως άμεσες συνέπειες από την επέκταση και εμβάθυνση της διεθνούς οικονομικής κρίσης. Εν ολίγοις, τα δημόσια ελλείμματα δεν προέκυψαν τόσο από το υποτιθέμενο σπάταλο και διεφθαρμένο κράτος, όσο κυρίως από μετατόπιση προς το Δημόσιο των ελλειμμάτων των ιδιωτικών τομέων της οικονομίας.
Πρώτος μηχανισμός μεταφοράς ελλειμμάτων από τον ιδιωτικό τομέα προς τον δημόσιο ήταν ασφαλώς η ραγδαία πτώση των δημόσιων εσόδων, λόγω επιβράδυνσης των συναλλαγών. Τα δημόσια έσοδα είτε από το ΦΠΑ είτε από τη λοιπή φορολογία, άμεση και έμμεση, κατέρρευσαν πρωτίστως λόγω της κρίσης που εισέβαλε από το 2007. Στη χώρα μας, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, το πρωτογενές δημόσιο έλλειμμα δεν συνιστά χρόνιο διαρθρωτικό πρόβλημα, όπως διατείνονται σήμερα οι υποστηρικτές του Μνημονίου, αλλά εμφανίστηκε κυρίως το 2007, με ύψος -1,8% του ΑΕΠ και εκτινάχθηκε σε -7,1% του ΑΕΠ το 2009. Η επέκταση του ελλείμματος μεταξύ 2007 και 2009 κατά 5,3 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ οφείλεται κατά 50% σε αιφνίδια πτώση των δημόσιων εσόδων και κατά 50% σε αύξηση δημόσιων δαπανών προς αντιμετώπιση της ύφεσης, που άρχιζε να εισβάλλει στην ελληνική οικονομία. Όσον αφορά το δημόσιο χρέος, κατά την τριετία 2005-2007, μειώθηκε, ενώ εκτινάχθηκε κατά το 2008 και το 2009.
Στο σημείο αυτό, η χρόνια ελληνική παθογένεια δεν έχει συμβάλει, καθόσον ακριβώς παρεμφερείς ήσαν οι εξελίξεις σε όλες τις δυτικές οικονομίες και μάλιστα σε εκείνες της Ευρωζώνης. Κατά το κρίσιμο έτος 2009, οι δημόσιες δαπάνες του υποτιθέμενου «σπάταλου και διεφθαρμένου» ελληνικού κράτους είχαν φτάσει στο 50,4% του ΑΕΠ, δηλαδή κάτω από το σχετικό μέσο όρο της Ευρωζώνης των 16 χωρών (50,8%) και κάτω από τις αντίστοιχες επιδόσεις τουλάχιστον άλλων 8 χωρών-μελών της αυτής ζώνης και άλλων δύο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μη μελών της νομισματικής ένωσης. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, οι εταίροι της Ευρωζώνης με υψηλότερες δημόσιες δαπάνες από την Ελλάδα είναι οι εξής: Βέλγιο (54,4%), Αυστρία (51,7%), Δανία (58,5%), Φινλανδία (55,5%), Γαλλία (55,7%), Ιταλία (51,9%), Ολλανδία (51,6%), Πορτογαλία (51%). Παράλληλα, οι δύο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με υψηλότερες δημόσιες δαπάνες από ό,τι η Ελλάδα, είναι η Βρετανία (51,4%) και η Σουηδία (55,9%). Συνεπώς, το ελληνικό πρόβλημα των δημόσιων δαπανών δεν είναι τόσο μοναδικό και δραματικό όσο εμφανίζεται, προκειμένου να αιτιολογηθούν οι πρόσφατες δραστικές περικοπές, ακόμη και σε δημόσιες επενδύσεις, μισθούς και συντάξεις.
Τα προβλήματα στην Ευρωζώνη
Από την άλλη πλευρά, ασύγκριτα μεγαλύτερο και αιχμηρότερο πρόβλημα είναι εκείνο των δημόσιων εσόδων, που έχουν καταρρεύσει όχι λόγω χρόνιας παθογένειας, αλλά απλώς κατά την πρόσφατη τριετία, ακολουθώντας την πορεία της ελληνικής οικονομίας προς την ύφεση. Ενώ στο μέσο όρο της Ευρωζώνης, τα δημόσια έσοδα ανέρχονται σε 45% του ΑΕΠ, στην Ελλάδα έχουν κατολισθήσει σε μόλις 36% και η χώρα μας τοποθετείται στη 14η θέση επί 16 χωρών-μελών της ζώνης με κριτήριο το ύψος των δημόσιων εσόδων επί του ΑΕΠ. Πεποίθηση των ξένων είναι ότι στην Ελλάδα δεν πληρώνονται οι προγραμματισμένοι φόροι. Όμως οι προγραμματισμένες φοροαπαλλαγές επί των υψηλών εισοδημάτων υπερβαίνουν κάθε φαντασία κατά την πρόσφατη τριετία, ακόμη και σήμερα υπό την επίβλεψη και έγκριση του Μνημονίου. Δεν πρόκειται μόνο για αδυναμία του κρατικού μηχανισμού να συλλάβει τις νόμιμες φορολογικές οφειλές, αλλά κυρίως για μεγάλης εκτάσεως φοροαπαλλαγές, που αιτιολογούνται με ιδεολογική και ταξική φιλοσοφία και των οποίων το κόστος καλούνται πάντα να καλύπτουν οι μισθωτοί. Άραγε το ότι παρόμοια παραμένει η κατάσταση στη γειτονική Ισπανία θα πρέπει να μας παρηγορεί ή μήπως να μας ανησυχεί ακόμη περισσότερο; Τα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας παραμένουν οπωσδήποτε σοβαρά και επείγοντα, όμως αυτή τη στιγμή υπεισέρχεται ένα ακόμη πρόσθετο πρόβλημα, περισσότερο πιεστικό και επείγον, που προκαλεί άμεσα κλείσιμο επιχειρήσεων και δραματική αύξηση της ανεργίας. Εάν δεν διακρίνουμε το κάθε πρόβλημα από τα υπόλοιπα και δεν τα ιεραρχούμε, η σύγχυση θα επικρατεί και κάθε εκ του πονηρού πρόταση θα βρίσκει υποστηρικτές, ακόμη και από την πλευρά αυτών στους οποίους επιρρίπτεται το τελικό κόστος της. Εξάλλου, οι απαιτούμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αποβαίνουν ευκολότερες και πιο ανώδυνες, ενόσω η οικονομία παραμένει σε αυξητικούς ρυθμούς, παρά ενόσω καταρρέει λόγω των σημερινών δραστικών περικοπών των δημόσιων επενδύσεων, των μισθών και των συντάξεων.
kvergo@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου