Υπάρχει άραγε κάτι θετικό ανάμεσα σε όλα όσα μας συμβαίνουν; Και δεν εννοώ την «παιδαγωγική» τιμωρία που θέλει να επιβάλει η Άνγκελα Μέρκελ στις «σπάταλες» και «αντιπαραγωγικές» κοινωνίες της Ευρώπης. Ούτε τις ευκαιρίες για «μεταρρυθμίσεις» και μεγάλες «αλλαγές» που βλέπει η κυβέρνηση στον τυφλοσούρτη του μνημονίου. Εννοώ αν σε όλα όσα πριν από ένα χρόνο μάς φαίνονταν αδιανόητα υπάρχει κάτι που μας βοηθάει να αποκτήσουμε μια πιο καθαρή ματιά για τον κόσμο μας, τις βασικές ροπές και αντιθέσεις του. Αν η εφαρμογή του «δόγματος του σοκ» στην ανυποψίαστη μέχρι πρότινος ελληνική κοινωνία τη βοηθάει να απαλλαγεί από φτιασίδια και ψιμύθια, από ψευδαισθήσεις και αυταπάτες. Και τελικά, ναι, νομίζω πως τελικά υπάρχει κάτι θετικό σε όλα αυτά. Κάτι που βοηθά να αποκαλυφθεί το παλιό, κρυμμένο από τις προσχώσεις της ιστορίας, σύνορο του κόσμου μας.
Για πολλές δεκαετίες, από τον πόλεμο και μετά, οι δυτικές κοινωνίες πίστευαν ότι έχουν επιβιβαστεί στο τρένο της μεγάλης φυγής προς τα μπρος. Ότι όλα εξελίσσονται στον μονόδρομο της προόδου, στο πλαίσιο της οποίας άρχουσες και υποτελείς τάξεις μόνο μια διαρκώς αύξουσα ευημερία μπορούσαν να περιμένουν, έστω και με μικρά διαλείμματα ανασφάλειας, έστω και τρομακτικά άνισα κατανεμημένη. Όσο η πίτα του πλούτου αυξανόταν, υπήρχε μερίδιο για όλους, αν και η μοιρασιά ήταν λεόντεια. Σ’ αυτή τη σιωπηρή συμφωνία «κοινωνικής ειρήνης», που διακοπτόταν μόνο από μεμονωμένα περιστατικά, βασίστηκε η μαγική εξαφάνιση της «πάλης των τάξεων», η ανάδυση νέων «καλοταϊσμένων» στρωμάτων εργαζομένων που δεν είχαν καμιά διάθεση να αμφισβητήσουν αυτή τη «Γιάλτα» της διανομής του πλούτου, γιατί οι μερίδες τους ήταν χορταστικές. Σ’ αυτή τη σιωπηρή συμφωνία βασίστηκαν και η κοινωνία των «δύο τρίτων» και η ανατροπή του ισοζυγίου ευημερίας και στέρησης υπέρ της πρώτης με τρόπο που η ικανοποιημένη πλειοψηφία να αδιαφορεί επιδεικτικά για τη στερημένη μειοψηφία. Σ’ αυτή τη «συμφωνία» στηρίχτηκε επίσης η μετατροπή του homo faber (= εργαζόμενος άνθρωπος) σε homo consumericus (= άνθρωπος καταναλωτής). Σ’ αυτή τη «συμφωνία» στηρίχθηκε η ανοχή των κοινωνιών της Δύσης απέναντι στα εγκλήματα που συντελούνταν εις βάρος των κοινωνιών της Ανατολής ή του Νότου. Και αυτή η «συμφωνία» συγκάλυψε για δεκαετίες τις κλασικές ταξικές αντιθέσεις του καπιταλιστικού κόσμου. Εν ολίγοις, εκατομμύρια άνθρωποι -και εμείς οι νεοέλληνες του καθυστερημένου ευρωπαϊσμού και του ακόμη πιο καθυστερημένου αστικού εκσυγχρονισμού ανάμεσά τους- έχασαν από τα μάτια τους τα κοινωνικά σύνορα του κόσμου, ξέχασαν (ή δεν έμαθαν ποτέ) πού ανήκουν.
Ο προλετάριος ξέχασε ότι είναι προλετάριος, ο αγρότης έθαψε στο χωράφι την ταξική του ταυτότητα μαζί με την παραγωγική του γνώση, εκατομμύρια εργαζόμενοι βρέθηκαν σε απόλυτη ταξική σύγχυση είτε γιατί μπήκαν στον Δημόσιο και στις ΔΕΚΟ με αισθητά καλύτερους μισθούς, είτε γιατί θαμπώθηκαν από τις καταναλωτικές τους δυνατότητες και την ευκολία με την οποία απόκτησαν και σπίτια και εξοχικά και πρώτα και δεύτερα αυτοκίνητα. Ο κόσμος της εργασίας χάθηκε μέσα σε έναν κοινωνικό πολτό επίπλαστης ευημερίας, που τα ανέμελα χαχανητά της έπνιγαν τις ασθενικές κραυγές της πάσχουσας μειοψηφίας. Κι όλα έγιναν σε μιαν ατμόσφαιρα συνενοχής, λες και τους χάριζαν αυτές τις μικρές ή μεσαίες μερίδες ευμάρειας – πάντως δεδουλευμένης χάρη σε μια διόλου ευκαταφρόνητη αύξηση της παραγωγικότητας, ακόμη και στην «παρασιτική» ελληνική οικονομία.
Αυτές οι αλλαγές και οι στρεβλώσεις στην κοινωνική αυτογνωσία (που εξελίχθηκε σιγά σιγά σε ταξική άγνοια, αν όχι απόγνωση) αποτέλεσαν την ευχάριστη όψη (αν υπάρχει τέτοια) της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας που σταδιακά κυριάρχησε στις αντιλήψεις όλων των κυρίαρχων τάξεων και των πολιτικών ελίτ, ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Και σ’ αυτή τη θεμελιώδη ταξική άγνοια βασίστηκε η αδυναμία των ανθρώπων και των κοινωνικών στρωμάτων να αντιληφθούν έγκαιρα την άνοδο του «καταστροφικού καπιταλισμού» που δεν εγγυάται τίποτα: ούτε την ευημερία, ούτε την ασφάλεια, ούτε καν τη δημοκρατία. Έτσι, ελάχιστοι αντιλήφθηκαν εγκαίρως, για παράδειγμα, ότι η παραγωγική στρέβλωση της ελληνικής οικονομίας, η δραματική συρρίκνωση της βιομηχανικής της βάσης, το big bang του τραπεζικού της συστήματος, η έκρηξη του τομέα των υπηρεσιών, η προϊούσα εξαφάνιση της γεωργίας και η δημιουργία ενός αρκετά ευρέος στρώματος «ραντιέρηδων», ανθρώπων που ζουν από κερδοσκοπικές προσόδους χωρίς να «εργάζονται» με οποιοδήποτε τρόπο (ούτε καν ως εργοδότες), όλα αυτά, συνοδεύτηκαν από μια σιωπηρή επέκταση της ζώνης της ανασφάλειας: το «πρεκαριάτο», οι νέοι της επισφαλούς και αρρύθμιστης εργασίας, αυξάνονταν γεωμετρικά, οι συνθήκες εργασιακής «ζούγκλας» διευρύνονταν κάτω από τη μύτη των συνδικάτων και των «ελεγκτικών Αρχών» και η «πάσχουσα» επιχειρηματικότητα κατέστησε παραγωγικό σαβουάρ βιβρ την καταστρατήγηση δικαιωμάτων. Έτσι, η τρόικα και οι πειθήνιοι υπάλληλοί της ουσιαστικά βρήκαν τις πόρτες μισάνοιχτες για να ολοκληρώσουν την «άλωση».
Αλλά η «άλωση» αυτή έχει κι ένα θετικό στοιχείο. Καθώς σαρώνει όλα τα φτιασίδια, όλες τις περιφερειακές και δευτερεύουσες αντιθέσεις της ελληνικής κοινωνίας, καθώς φτάνει στον ταξικό πυρήνα των αλλαγών που θέλει να επιβάλει η τρόικα στις συνθήκες εκμετάλλευσης της εργασίας και απόσπασης της υπεραξίας, αποκαλύπτει ότι το παλιό, ταξικό σύνορο του καπιταλιστικού κόσμου είναι ακόμη εδώ: για την παγκόσμια κρίση του χρέους, για την ελληνική δημοσιονομική εκτροπή, για τις στρεβλώσεις του εγχώριου καπιταλισμού, για την υπερτροφική παραοικονομία, για τις σχέσεις διαπλοκής και διαφθοράς πολιτικής και επιχειρηματικής τάξης, για όλα όσα ορίζονται ως «ελληνικό πρόβλημα» φταίει το κόστος εργασίας που οδηγείται σε μια πρωτοφανή, βίαιη συρρίκνωση. Συρρίκνωση που παρασύρει και όλα τα δικαιώματα πάνω στα οποία στηρίχθηκε η μεταπολεμική, σιωπηρή «κοινωνική ειρήνη». Και για την οποία θα χρειαστούν και άλλα ακόμη νομοθετήματα, πολλές εξευτελιστικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες επικύρωσης των τετελεσμένων, πολλές καταλύσεις παραγωγικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων, πολλές προσλήψεις αστυνομικών και πολλοί τόνοι δακρυγόνα και ασφυξιογόνα. Με λίγα λόγια, κατά κάποιο τρόπο η Ελλάδα γίνεται ξαφνικά το κέντρο του καπιταλιστικού κόσμου, ένα πειραματικό του εργαστήριο και ένα ταμπλό βιβάν, πάνω στο οποίο ο κόσμος αυτός ξαναοργανώνεται γύρω από τη βασική του αντίθεση, τον κινητήρα της ιστορίας του: την αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας. Αυτή που σχεδόν είχαμε ξεχάσει ότι υπάρχει, αλλά οφείλουμε στην τρόικα το ότι μας τη θύμισε. Με οδυνηρό και κυνικό τρόπο.
Φυσικά, η λύση αυτής της αντίθεσης δεν είναι υπόθεση μηνών ή λίγων ετών. Αλλά, καθώς ο καπιταλισμός της καταστροφής και οι εκφραστές του στην Ευρώπη (κοιτίδα του κοινωνικού συμβολαίου που έχει καταντήσει ορμητήριο του νεοφιλελευθερισμού) οδηγούνται στα άκρα, η τελική διευθέτηση αυτής της αντίθεσης είναι ανοικτή προς κάθε κατεύθυνση: από τη μετατροπή της Ευρώπης σε συνονθύλευμα χωρών - στρατοπέδων καταναγκαστικής (και εξευτελιστικά φθηνής) εργασίας, μέχρι την έκρηξη της κοινωνικής αντίδρασης υπέρ μιας δημοκρατικής, χειραφετικής διευθέτησης της κρίσης. Αν επικρατήσει η πρώτη εκδοχή «λύσης», θα έρθει η στιγμή που οι σημερινές πολιτικές ελίτ, τόσο αβασάνιστα παραδομένες στο νεοφιλελεύθερο δόγμα του σοκ, θα εύχονται να νικήσει η σπασμωδική και άνευρη μέχρι στιγμής αντίδραση του κόσμου της εργασίας. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και όσα προηγήθηκαν δεν είναι τόσο μακρινή μνήμη όσο τώρα μας φαίνεται.
Για πολλές δεκαετίες, από τον πόλεμο και μετά, οι δυτικές κοινωνίες πίστευαν ότι έχουν επιβιβαστεί στο τρένο της μεγάλης φυγής προς τα μπρος. Ότι όλα εξελίσσονται στον μονόδρομο της προόδου, στο πλαίσιο της οποίας άρχουσες και υποτελείς τάξεις μόνο μια διαρκώς αύξουσα ευημερία μπορούσαν να περιμένουν, έστω και με μικρά διαλείμματα ανασφάλειας, έστω και τρομακτικά άνισα κατανεμημένη. Όσο η πίτα του πλούτου αυξανόταν, υπήρχε μερίδιο για όλους, αν και η μοιρασιά ήταν λεόντεια. Σ’ αυτή τη σιωπηρή συμφωνία «κοινωνικής ειρήνης», που διακοπτόταν μόνο από μεμονωμένα περιστατικά, βασίστηκε η μαγική εξαφάνιση της «πάλης των τάξεων», η ανάδυση νέων «καλοταϊσμένων» στρωμάτων εργαζομένων που δεν είχαν καμιά διάθεση να αμφισβητήσουν αυτή τη «Γιάλτα» της διανομής του πλούτου, γιατί οι μερίδες τους ήταν χορταστικές. Σ’ αυτή τη σιωπηρή συμφωνία βασίστηκαν και η κοινωνία των «δύο τρίτων» και η ανατροπή του ισοζυγίου ευημερίας και στέρησης υπέρ της πρώτης με τρόπο που η ικανοποιημένη πλειοψηφία να αδιαφορεί επιδεικτικά για τη στερημένη μειοψηφία. Σ’ αυτή τη «συμφωνία» στηρίχτηκε επίσης η μετατροπή του homo faber (= εργαζόμενος άνθρωπος) σε homo consumericus (= άνθρωπος καταναλωτής). Σ’ αυτή τη «συμφωνία» στηρίχθηκε η ανοχή των κοινωνιών της Δύσης απέναντι στα εγκλήματα που συντελούνταν εις βάρος των κοινωνιών της Ανατολής ή του Νότου. Και αυτή η «συμφωνία» συγκάλυψε για δεκαετίες τις κλασικές ταξικές αντιθέσεις του καπιταλιστικού κόσμου. Εν ολίγοις, εκατομμύρια άνθρωποι -και εμείς οι νεοέλληνες του καθυστερημένου ευρωπαϊσμού και του ακόμη πιο καθυστερημένου αστικού εκσυγχρονισμού ανάμεσά τους- έχασαν από τα μάτια τους τα κοινωνικά σύνορα του κόσμου, ξέχασαν (ή δεν έμαθαν ποτέ) πού ανήκουν.
Ο προλετάριος ξέχασε ότι είναι προλετάριος, ο αγρότης έθαψε στο χωράφι την ταξική του ταυτότητα μαζί με την παραγωγική του γνώση, εκατομμύρια εργαζόμενοι βρέθηκαν σε απόλυτη ταξική σύγχυση είτε γιατί μπήκαν στον Δημόσιο και στις ΔΕΚΟ με αισθητά καλύτερους μισθούς, είτε γιατί θαμπώθηκαν από τις καταναλωτικές τους δυνατότητες και την ευκολία με την οποία απόκτησαν και σπίτια και εξοχικά και πρώτα και δεύτερα αυτοκίνητα. Ο κόσμος της εργασίας χάθηκε μέσα σε έναν κοινωνικό πολτό επίπλαστης ευημερίας, που τα ανέμελα χαχανητά της έπνιγαν τις ασθενικές κραυγές της πάσχουσας μειοψηφίας. Κι όλα έγιναν σε μιαν ατμόσφαιρα συνενοχής, λες και τους χάριζαν αυτές τις μικρές ή μεσαίες μερίδες ευμάρειας – πάντως δεδουλευμένης χάρη σε μια διόλου ευκαταφρόνητη αύξηση της παραγωγικότητας, ακόμη και στην «παρασιτική» ελληνική οικονομία.
Αυτές οι αλλαγές και οι στρεβλώσεις στην κοινωνική αυτογνωσία (που εξελίχθηκε σιγά σιγά σε ταξική άγνοια, αν όχι απόγνωση) αποτέλεσαν την ευχάριστη όψη (αν υπάρχει τέτοια) της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας που σταδιακά κυριάρχησε στις αντιλήψεις όλων των κυρίαρχων τάξεων και των πολιτικών ελίτ, ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Και σ’ αυτή τη θεμελιώδη ταξική άγνοια βασίστηκε η αδυναμία των ανθρώπων και των κοινωνικών στρωμάτων να αντιληφθούν έγκαιρα την άνοδο του «καταστροφικού καπιταλισμού» που δεν εγγυάται τίποτα: ούτε την ευημερία, ούτε την ασφάλεια, ούτε καν τη δημοκρατία. Έτσι, ελάχιστοι αντιλήφθηκαν εγκαίρως, για παράδειγμα, ότι η παραγωγική στρέβλωση της ελληνικής οικονομίας, η δραματική συρρίκνωση της βιομηχανικής της βάσης, το big bang του τραπεζικού της συστήματος, η έκρηξη του τομέα των υπηρεσιών, η προϊούσα εξαφάνιση της γεωργίας και η δημιουργία ενός αρκετά ευρέος στρώματος «ραντιέρηδων», ανθρώπων που ζουν από κερδοσκοπικές προσόδους χωρίς να «εργάζονται» με οποιοδήποτε τρόπο (ούτε καν ως εργοδότες), όλα αυτά, συνοδεύτηκαν από μια σιωπηρή επέκταση της ζώνης της ανασφάλειας: το «πρεκαριάτο», οι νέοι της επισφαλούς και αρρύθμιστης εργασίας, αυξάνονταν γεωμετρικά, οι συνθήκες εργασιακής «ζούγκλας» διευρύνονταν κάτω από τη μύτη των συνδικάτων και των «ελεγκτικών Αρχών» και η «πάσχουσα» επιχειρηματικότητα κατέστησε παραγωγικό σαβουάρ βιβρ την καταστρατήγηση δικαιωμάτων. Έτσι, η τρόικα και οι πειθήνιοι υπάλληλοί της ουσιαστικά βρήκαν τις πόρτες μισάνοιχτες για να ολοκληρώσουν την «άλωση».
Αλλά η «άλωση» αυτή έχει κι ένα θετικό στοιχείο. Καθώς σαρώνει όλα τα φτιασίδια, όλες τις περιφερειακές και δευτερεύουσες αντιθέσεις της ελληνικής κοινωνίας, καθώς φτάνει στον ταξικό πυρήνα των αλλαγών που θέλει να επιβάλει η τρόικα στις συνθήκες εκμετάλλευσης της εργασίας και απόσπασης της υπεραξίας, αποκαλύπτει ότι το παλιό, ταξικό σύνορο του καπιταλιστικού κόσμου είναι ακόμη εδώ: για την παγκόσμια κρίση του χρέους, για την ελληνική δημοσιονομική εκτροπή, για τις στρεβλώσεις του εγχώριου καπιταλισμού, για την υπερτροφική παραοικονομία, για τις σχέσεις διαπλοκής και διαφθοράς πολιτικής και επιχειρηματικής τάξης, για όλα όσα ορίζονται ως «ελληνικό πρόβλημα» φταίει το κόστος εργασίας που οδηγείται σε μια πρωτοφανή, βίαιη συρρίκνωση. Συρρίκνωση που παρασύρει και όλα τα δικαιώματα πάνω στα οποία στηρίχθηκε η μεταπολεμική, σιωπηρή «κοινωνική ειρήνη». Και για την οποία θα χρειαστούν και άλλα ακόμη νομοθετήματα, πολλές εξευτελιστικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες επικύρωσης των τετελεσμένων, πολλές καταλύσεις παραγωγικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων, πολλές προσλήψεις αστυνομικών και πολλοί τόνοι δακρυγόνα και ασφυξιογόνα. Με λίγα λόγια, κατά κάποιο τρόπο η Ελλάδα γίνεται ξαφνικά το κέντρο του καπιταλιστικού κόσμου, ένα πειραματικό του εργαστήριο και ένα ταμπλό βιβάν, πάνω στο οποίο ο κόσμος αυτός ξαναοργανώνεται γύρω από τη βασική του αντίθεση, τον κινητήρα της ιστορίας του: την αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας. Αυτή που σχεδόν είχαμε ξεχάσει ότι υπάρχει, αλλά οφείλουμε στην τρόικα το ότι μας τη θύμισε. Με οδυνηρό και κυνικό τρόπο.
Φυσικά, η λύση αυτής της αντίθεσης δεν είναι υπόθεση μηνών ή λίγων ετών. Αλλά, καθώς ο καπιταλισμός της καταστροφής και οι εκφραστές του στην Ευρώπη (κοιτίδα του κοινωνικού συμβολαίου που έχει καταντήσει ορμητήριο του νεοφιλελευθερισμού) οδηγούνται στα άκρα, η τελική διευθέτηση αυτής της αντίθεσης είναι ανοικτή προς κάθε κατεύθυνση: από τη μετατροπή της Ευρώπης σε συνονθύλευμα χωρών - στρατοπέδων καταναγκαστικής (και εξευτελιστικά φθηνής) εργασίας, μέχρι την έκρηξη της κοινωνικής αντίδρασης υπέρ μιας δημοκρατικής, χειραφετικής διευθέτησης της κρίσης. Αν επικρατήσει η πρώτη εκδοχή «λύσης», θα έρθει η στιγμή που οι σημερινές πολιτικές ελίτ, τόσο αβασάνιστα παραδομένες στο νεοφιλελεύθερο δόγμα του σοκ, θα εύχονται να νικήσει η σπασμωδική και άνευρη μέχρι στιγμής αντίδραση του κόσμου της εργασίας. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και όσα προηγήθηκαν δεν είναι τόσο μακρινή μνήμη όσο τώρα μας φαίνεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου