«Αστέρι καλεί τρόικα μάγων. Αστέρι καλεί τρόικα μάγων, over», ακούστηκε στον ασύρματο που ήταν κρυμμένος κάτω από τη μπέρτα του Μπαλτάσαρ. «Σσσσς, θα μας ακούσουν, θα χαθεί ο αιφνιδιασμός. Τι φωνάζεις;», ψιθύρισε ο Μπαλτάσαρ προσπαθώντας να βγάλει από τη μπέρτα τον ασύρματο. Οι μάγοι μόλις είχαν βγει από το Γενικό Λογιστήριο και κατέβαιναν την Κοραή. Στη γωνία, μια ομάδα αστέγων που ετοιμάζονταν να κοιμηθούν κάτω από κουβέρτες και χαρτόκουτα τούς έριχνε ματιές απορίας και καχυποψίας. «Ρε συ, νόμιζα ότι έχουμε Χριστούγεννα, ήρθαν κιόλας οι απόκριες;», είπε ο ένας άστεγος βλέποντας τις περίεργες κελεμπίες από βαριά μπροκάρ υφάσματα, τις μπέρτες από βελούδο, τα σαρίκια και τα μακριά γένια των μάγων. «Παραλλαγή θα ’ναι…», παρατήρησε ο δεύτερος άστεγος, «για πρόσεξε τον έναν, τον ψηλό… Δεν σου θυμίζει κάτι;». «Δίκιο έχεις», είπε ο τρίτος άστεγος που είχε πιάσει το καλό στασίδι, ακριβώς δίπλα στο ΑΤΜ της τράπεζας. «Φιλαράκο», φώναξε στον ένα μάγο, τον ψηλότερο «μήπως σε λένε Τόμσεν; Κι εσένα δίπλα, μπας και σε λένε Ντερούζ;».
Οι μάγοι επιτάχυναν ανήσυχοι το βήμα, ένιωσαν κάποιου είδους απειλή στις ερωτήσεις των αστέγων, αλλά και στα απορημένα βλέμματα των περαστικών της νύχτας και των οδηγών που διέσχιζαν γρήγορα τη λεωφόρο. Για κακή τους τύχη ξανακούστηκε η φωνή από τον ασύρματο, πιο δυνατή αυτή τη φορά: «Αστέρι καλεί τρόικα μάγων, over!». Όσοι περαστικοί το άκουγαν, κάρφωναν άγρια βλέμματα πάνω στην παράξενη τριάδα που περδίκλωνε τον ταχύ βηματισμό της στα μακριά ρούχα. Και ταυτόχρονα, πρόσεξαν στον ουρανό αυτό το παράξενο φωτεινό αντικείμενο που έκανε κύκλους με έναν διόλου διακριτικό θόρυβο, σαν ελικόπτερο. «Κι αυτό υποτίθεται ότι είναι το άστρο των Χριστουγέννων, ε;», ειρωνεύτηκε ένα πρεζόνι, δείχνοντας με το δάχτυλο το φωτεινό αντικείμενο. Και τα πράγματα χειροτέρεψαν για τη μασκαρεμένη τρόικα όταν αναγκάστηκε να περάσει ανάμεσα από μεγάλες παρέες που μόλις εγκατέλειπαν τα σινεμά της Σταδίου ή κατευθύνονταν στα πέριξ ξενυχτάδικα. «Αγαπούλα, είσαι να κάνουμε μαζί μια επιχειρησιακή σύμβαση;», πείραξε τον Γασπάρ η τολμηρή νεαρή μιας παρέας που οσμίστηκε χριστουγεννιάτικη συνωμοσία κάτω από το παράξενο μασκάρεμα. «Μωρό μου», την έπεσε μια άλλη στον Μελχιόρ, «θέλεις να κάνουμε επίδειξη ευελιξίας στο κρεβάτι; Θέλεις να σου σηκώσω την ανταγωνιστικότητά σου και να μου μειώσεις το έλλειμμά μου;». Η τρόικα των μάγων το έβαλε κυριολεκτικά στα πόδια τρομαγμένη, ο Μπαλτάσαρ έριχνε απελπισμένες ματιές στο άστρο που έκοβε βόλτες στον ουρανό, ο Μελχιόρ έσφιξε κάτω από τη μασχάλη του τους χοντρούς φακέλους που είχε πάρει από το Γενικό Λογιστήριο, ο Γασπάρ προσπαθούσε απεγνωσμένα να κλείσει τον ασύρματο, που εξακολουθούσε να ουρλιάζει «αστέρι καλεί τρόικα μάγων».
Το σχέδιο κινδύνευε να καταρρεύσει. Αποστολή της μεταμφιεσμένης σε μάγους τρόικας ήταν να αιφνιδιάσει τους Έλληνες τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων, να τους πιάσει στα πράσα να τρώνε γαλοπούλες γεμιστές και χοιρινές μπριζόλες, να πίνουν ακατάσχετα και γενικώς να το έχουν ρίξει στην κραιπάλη, σημάδι ακλόνητο ότι έχουν ακόμη λίπος να κάψουν, ότι δεν αρκούν το κόψιμο του δώρου, των επιδομάτων, των δαπανών, των συντάξεων, των μισθών, οι δωρεάν απολύσεις, οι ατομικές συμβάσεις. Ήθελαν, όμως, ταυτόχρονα να μη διαταράξουν το πνεύμα των Χριστουγέννων με μια ξερή ανακοίνωση του επόμενου κύματος μέτρων που περιλάμβανε καθιέρωση συσσιτίων, κατάργηση των επιδομάτων ανεργίας, επέκταση του ωραρίου εργασίας στις 60 ώρες και στις 6 μέρες την εβδομάδα, μετατροπή των ΚΑΠΗ σε φασονάδικα, καθιέρωση «πράσινων μεροκάματων» υπέρ χρέους μια φορά την εβδομάδα για τους μαθητές, τους φοιτητές, τους συνταξιούχους, εισαγωγή της θεραπευτικής απασχόλησης των ασθενών στα νοσοκομεία και άλλα ευφάνταστα. Όλα αυτά, σε χριστουγεννιάτικη συσκευασία δώρου, εξ ου και τα κοστούμια των μάγων με τις μπροκάρ κελεμπίες και τα σαρίκια, το ελικόπτερο-αστέρι που περιφερόταν πάνω από την Αθήνα, αφενός για να δημιουργεί μαγική ατμόσφαιρα κι αφετέρου για να εντοπίζει θύλακες Αθηναίων σε καταναλωτικό οργασμό.
Η μικρή απόσταση από το Γενικό Λογιστήριο μέχρι το Μαξίμου, που ήταν ο τελικός τους προορισμός, από νωχελικός περίπατος των μάγων υπό το φως του άστρου της παραμονής, εξελισσόταν σε μαρτυρικό δρόμο προς τον Γολγοθά. Η καζούρα πήγαινε σύννεφο από τις ομάδες των περαστικών που οσμίζονταν την ανόητη μασκαράτα, αλλά τα χειρότερα έποντο. Διότι πέρα από την καζούρα, οι πιο θερμόαιμοι Αθηναίοι που έβλεπαν τους βιαστικούς Μάγους είχαν επιθετικές διαθέσεις. Μοντέλο Χατζηδάκη. Την κατάσταση έσωζαν οι ψυχραιμότεροι. Την έκαναν, όμως, ακόμη χειρότερη κάποιες παράξενες και οδυνηρές, όπως αποδείχτηκε, συναντήσεις.
«Πού τρέχετε, λεβέντες; Σας κυνηγάνε ή μού φαίνεται;», ακούστηκε μια κοριτσίστικη φωνή στη γωνία Σταδίου και Εδουάρδου Λω. «Ποια είσαι εσύ;», αποκρίθηκε αλαφιασμένος ο Μελχιόρ. «Ήμουν κάποτε το κοριτσάκι με τα σπίρτα, αλλά τώρα είμαι η γυναίκα με τις μολότοφ», απάντησε η φωνή, και πριν οι μάγοι προλάβουν να αντιδράσουν, ένα μπουκάλι εκσφενδονίστηκε κι έσκασε στα πόδια τους, απελευθερώνοντας έναν πίδακα φωτιάς. «Δεν ευθυνόμαστε εμείς για τον θάνατό σου», φώναξαν οι μάγοι χοροπηδώντας πάνω από τις φλόγες. «Όχι εσείς, αλλά κάποιοι σαν εσάς», απάντησε το κοριτσάκι με τις μολότοφ, εκτοξεύοντας άλλη μία στους μάγους που έτρεχαν πια σε ρυθμούς σπριντ.
Στη γωνία Σταδίου και Ομήρου, έκοψε την ορμή τους μια παράξενη ομάδα ηλικιωμένων, ντυμένων σε στυλ βικτοριανό, με ρεντιγκότες και ημίψηλα. Ο επικεφαλής τους κουνούσε απειλητικά στον αέρα το μπαστούνι του, ενώ στο άλλο του χέρι πρότασσε σαν δόρυ έτοιμο να τους χτυπήσει. «Εσύ, ποιος είσαι πάλι;», ρώτησε ο Γασπάρ. «Ο Σκρουτζ», απάντησε ξερά ο γέρος. «Μα, εσύ θα έπρεπε να είσαι με μας», απόρησε ο μάγος. «Αυτό έχει αλλάξει εδώ και ενάμιση αιώνα, ανόητε. Εκτός από τον Φρίντμαν, υπάρχει και ο Ντίκενς, ξεστραβωθείτε!», είπε οργισμένα ο Σκρουτζ κι έκανε ένα νεύμα επίθεσης στους ηλικιωμένους συντρόφους τους που σήκωσαν μπαστούνια κι ομπρέλες στον αέρα. Μπουχός οι μάγοι.
Γωνία Σταδίου και Αμερικής, κι άλλη δυσάρεστη έκπληξη από τον απρόβλεπτο κόσμο των παραμυθιών έκοψε τον αγωνιώδη αγώνα δρόμου τους. Μια ομάδα κουκουλοφόρων καλικάντζαρων που μόλις είχαν ανέβει από τον Κάτω Κόσμο περικύκλωσε τους μάγους, που δεν είχαν πια οδό διαφυγής. Ο αρχηγός τους συστήθηκε ως Κωλοβελόνης και πρότεινε τα εξής: «Θα κάνουμε την εξής συναλλαγή: Θα μας δώσετε τα χαρτιά και τους φακέλους σας, εμείς θα αναλάβουμε να τρέξουμε το μνημόνιο επί γης κι εσείς, ανήμερα τα Φώτα, θα κατέβετε στον τόπο μας, ξέρετε, στον Κάτω Κόσμο, και θα συνεχίσετε το δικό μας έργο. Θα κόψετε το Δένδρο της Ζωής. Εμείς, αιώνες τώρα το ίδιο βιολί, έχουμε αποτύχει. Εσείς, όπως σας έχω κόψει, θα τα καταφέρετε στο πι και φι. Θέλετε να υπογράψουμε μνημόνιο συνεργασίας. Α, επί τη ευκαιρία. Η δουλειά στον Κάτω Κόσμο είναι δωρεάν. Μην περιμένετε bonus και τα τοιαύτα». Οι μάγοι ξέφυγαν κατατρομαγμένοι από τον κλοιό των αποκρουστικών πλασμάτων, που ξεφώνιζαν και γελούσαν εφιαλτικά.
Πέρασαν τη Βουκουρεστίου, όπου τους περίμενε ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας, με ένα σμάρι από χελιδόνια που έπεσαν πάνω στους μάγους και τους τρυπούσαν με τα ράμφη τους- «Θέλω όλο μου το χρυσάφι πίσω, εγώ το έδωσα στους φτωχούς κι εσείς το φάγατε με τους τραπεζίτες», τους φώναξε ο Πρίγκιπας, «το χρυσάφι μας, το χρυσάφι μας», ούρλιαζαν και τα χελιδόνια. Στην αρχή της Φιλελλήνων, τους όρμησε μια ομάδα ποιμένων, αμόλησαν καταπάνω τους και κάτι αγριεμένα τσοπανόσκυλα που έκαναν τις κελεμπίες κρόσσια. Και γενικώς, κάθε πέντε-δέκα μέτρα πετάγονταν μπροστά τους αλλόκοτα ζόμπι των παραμυθιών και των μύθων, έτοιμα να ρίξουν ένα μπερντάκι, μέχρι που έφτασαν στο Σύνταγμα, ανέβηκαν στο πλάτωμα του Άγνωστου Στρατιώτη, έβγαλαν τον ασύρματο κι άρχισαν να ουρλιάζουν «τρόικα μάγων καλεί αστέρι, τρόικα μάγων καλεί αστέρι, over», κοιτάζοντας με απόγνωση τον κατασκότεινο ουρανό. Άφαντο το αστέρι- ελικόπτερο, ενώ νέες ομάδες αλλόκοτων πλασμάτων - καλικάντζαρων, μισθωτών, ζητιάνων, ανέργων- τους πλησίαζαν επικίνδυνα. «Ω, Θεέ μου!», ψιθύρισε απελπισμένος ο Μελχιόρ. «Πστ, φίλε, δεν υπάρχει Θεός πια, δεν σ’ το ’πανε; Καταργήθηκε λόγω υπερχρέωσης», ακούστηκε μια φωνή πίσω τους. «Ποιος… τι είσαι εσύ;», ψέλλισαν οι μάγοι. «Το Θείον Βρέφος. Άρτι γεννηθείς και εκ γενετής χρεοκοπημένος. Χάρη σε σας, βεβαίως… Είστε για μια αναδιάρθρωση ή θέλετε να το σκεφτείτε λίγο; Δεν νομίζω ότι σας παίρνει, ε;».
Οι μάγοι επιτάχυναν ανήσυχοι το βήμα, ένιωσαν κάποιου είδους απειλή στις ερωτήσεις των αστέγων, αλλά και στα απορημένα βλέμματα των περαστικών της νύχτας και των οδηγών που διέσχιζαν γρήγορα τη λεωφόρο. Για κακή τους τύχη ξανακούστηκε η φωνή από τον ασύρματο, πιο δυνατή αυτή τη φορά: «Αστέρι καλεί τρόικα μάγων, over!». Όσοι περαστικοί το άκουγαν, κάρφωναν άγρια βλέμματα πάνω στην παράξενη τριάδα που περδίκλωνε τον ταχύ βηματισμό της στα μακριά ρούχα. Και ταυτόχρονα, πρόσεξαν στον ουρανό αυτό το παράξενο φωτεινό αντικείμενο που έκανε κύκλους με έναν διόλου διακριτικό θόρυβο, σαν ελικόπτερο. «Κι αυτό υποτίθεται ότι είναι το άστρο των Χριστουγέννων, ε;», ειρωνεύτηκε ένα πρεζόνι, δείχνοντας με το δάχτυλο το φωτεινό αντικείμενο. Και τα πράγματα χειροτέρεψαν για τη μασκαρεμένη τρόικα όταν αναγκάστηκε να περάσει ανάμεσα από μεγάλες παρέες που μόλις εγκατέλειπαν τα σινεμά της Σταδίου ή κατευθύνονταν στα πέριξ ξενυχτάδικα. «Αγαπούλα, είσαι να κάνουμε μαζί μια επιχειρησιακή σύμβαση;», πείραξε τον Γασπάρ η τολμηρή νεαρή μιας παρέας που οσμίστηκε χριστουγεννιάτικη συνωμοσία κάτω από το παράξενο μασκάρεμα. «Μωρό μου», την έπεσε μια άλλη στον Μελχιόρ, «θέλεις να κάνουμε επίδειξη ευελιξίας στο κρεβάτι; Θέλεις να σου σηκώσω την ανταγωνιστικότητά σου και να μου μειώσεις το έλλειμμά μου;». Η τρόικα των μάγων το έβαλε κυριολεκτικά στα πόδια τρομαγμένη, ο Μπαλτάσαρ έριχνε απελπισμένες ματιές στο άστρο που έκοβε βόλτες στον ουρανό, ο Μελχιόρ έσφιξε κάτω από τη μασχάλη του τους χοντρούς φακέλους που είχε πάρει από το Γενικό Λογιστήριο, ο Γασπάρ προσπαθούσε απεγνωσμένα να κλείσει τον ασύρματο, που εξακολουθούσε να ουρλιάζει «αστέρι καλεί τρόικα μάγων».
Το σχέδιο κινδύνευε να καταρρεύσει. Αποστολή της μεταμφιεσμένης σε μάγους τρόικας ήταν να αιφνιδιάσει τους Έλληνες τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων, να τους πιάσει στα πράσα να τρώνε γαλοπούλες γεμιστές και χοιρινές μπριζόλες, να πίνουν ακατάσχετα και γενικώς να το έχουν ρίξει στην κραιπάλη, σημάδι ακλόνητο ότι έχουν ακόμη λίπος να κάψουν, ότι δεν αρκούν το κόψιμο του δώρου, των επιδομάτων, των δαπανών, των συντάξεων, των μισθών, οι δωρεάν απολύσεις, οι ατομικές συμβάσεις. Ήθελαν, όμως, ταυτόχρονα να μη διαταράξουν το πνεύμα των Χριστουγέννων με μια ξερή ανακοίνωση του επόμενου κύματος μέτρων που περιλάμβανε καθιέρωση συσσιτίων, κατάργηση των επιδομάτων ανεργίας, επέκταση του ωραρίου εργασίας στις 60 ώρες και στις 6 μέρες την εβδομάδα, μετατροπή των ΚΑΠΗ σε φασονάδικα, καθιέρωση «πράσινων μεροκάματων» υπέρ χρέους μια φορά την εβδομάδα για τους μαθητές, τους φοιτητές, τους συνταξιούχους, εισαγωγή της θεραπευτικής απασχόλησης των ασθενών στα νοσοκομεία και άλλα ευφάνταστα. Όλα αυτά, σε χριστουγεννιάτικη συσκευασία δώρου, εξ ου και τα κοστούμια των μάγων με τις μπροκάρ κελεμπίες και τα σαρίκια, το ελικόπτερο-αστέρι που περιφερόταν πάνω από την Αθήνα, αφενός για να δημιουργεί μαγική ατμόσφαιρα κι αφετέρου για να εντοπίζει θύλακες Αθηναίων σε καταναλωτικό οργασμό.
Η μικρή απόσταση από το Γενικό Λογιστήριο μέχρι το Μαξίμου, που ήταν ο τελικός τους προορισμός, από νωχελικός περίπατος των μάγων υπό το φως του άστρου της παραμονής, εξελισσόταν σε μαρτυρικό δρόμο προς τον Γολγοθά. Η καζούρα πήγαινε σύννεφο από τις ομάδες των περαστικών που οσμίζονταν την ανόητη μασκαράτα, αλλά τα χειρότερα έποντο. Διότι πέρα από την καζούρα, οι πιο θερμόαιμοι Αθηναίοι που έβλεπαν τους βιαστικούς Μάγους είχαν επιθετικές διαθέσεις. Μοντέλο Χατζηδάκη. Την κατάσταση έσωζαν οι ψυχραιμότεροι. Την έκαναν, όμως, ακόμη χειρότερη κάποιες παράξενες και οδυνηρές, όπως αποδείχτηκε, συναντήσεις.
«Πού τρέχετε, λεβέντες; Σας κυνηγάνε ή μού φαίνεται;», ακούστηκε μια κοριτσίστικη φωνή στη γωνία Σταδίου και Εδουάρδου Λω. «Ποια είσαι εσύ;», αποκρίθηκε αλαφιασμένος ο Μελχιόρ. «Ήμουν κάποτε το κοριτσάκι με τα σπίρτα, αλλά τώρα είμαι η γυναίκα με τις μολότοφ», απάντησε η φωνή, και πριν οι μάγοι προλάβουν να αντιδράσουν, ένα μπουκάλι εκσφενδονίστηκε κι έσκασε στα πόδια τους, απελευθερώνοντας έναν πίδακα φωτιάς. «Δεν ευθυνόμαστε εμείς για τον θάνατό σου», φώναξαν οι μάγοι χοροπηδώντας πάνω από τις φλόγες. «Όχι εσείς, αλλά κάποιοι σαν εσάς», απάντησε το κοριτσάκι με τις μολότοφ, εκτοξεύοντας άλλη μία στους μάγους που έτρεχαν πια σε ρυθμούς σπριντ.
Στη γωνία Σταδίου και Ομήρου, έκοψε την ορμή τους μια παράξενη ομάδα ηλικιωμένων, ντυμένων σε στυλ βικτοριανό, με ρεντιγκότες και ημίψηλα. Ο επικεφαλής τους κουνούσε απειλητικά στον αέρα το μπαστούνι του, ενώ στο άλλο του χέρι πρότασσε σαν δόρυ έτοιμο να τους χτυπήσει. «Εσύ, ποιος είσαι πάλι;», ρώτησε ο Γασπάρ. «Ο Σκρουτζ», απάντησε ξερά ο γέρος. «Μα, εσύ θα έπρεπε να είσαι με μας», απόρησε ο μάγος. «Αυτό έχει αλλάξει εδώ και ενάμιση αιώνα, ανόητε. Εκτός από τον Φρίντμαν, υπάρχει και ο Ντίκενς, ξεστραβωθείτε!», είπε οργισμένα ο Σκρουτζ κι έκανε ένα νεύμα επίθεσης στους ηλικιωμένους συντρόφους τους που σήκωσαν μπαστούνια κι ομπρέλες στον αέρα. Μπουχός οι μάγοι.
Γωνία Σταδίου και Αμερικής, κι άλλη δυσάρεστη έκπληξη από τον απρόβλεπτο κόσμο των παραμυθιών έκοψε τον αγωνιώδη αγώνα δρόμου τους. Μια ομάδα κουκουλοφόρων καλικάντζαρων που μόλις είχαν ανέβει από τον Κάτω Κόσμο περικύκλωσε τους μάγους, που δεν είχαν πια οδό διαφυγής. Ο αρχηγός τους συστήθηκε ως Κωλοβελόνης και πρότεινε τα εξής: «Θα κάνουμε την εξής συναλλαγή: Θα μας δώσετε τα χαρτιά και τους φακέλους σας, εμείς θα αναλάβουμε να τρέξουμε το μνημόνιο επί γης κι εσείς, ανήμερα τα Φώτα, θα κατέβετε στον τόπο μας, ξέρετε, στον Κάτω Κόσμο, και θα συνεχίσετε το δικό μας έργο. Θα κόψετε το Δένδρο της Ζωής. Εμείς, αιώνες τώρα το ίδιο βιολί, έχουμε αποτύχει. Εσείς, όπως σας έχω κόψει, θα τα καταφέρετε στο πι και φι. Θέλετε να υπογράψουμε μνημόνιο συνεργασίας. Α, επί τη ευκαιρία. Η δουλειά στον Κάτω Κόσμο είναι δωρεάν. Μην περιμένετε bonus και τα τοιαύτα». Οι μάγοι ξέφυγαν κατατρομαγμένοι από τον κλοιό των αποκρουστικών πλασμάτων, που ξεφώνιζαν και γελούσαν εφιαλτικά.
Πέρασαν τη Βουκουρεστίου, όπου τους περίμενε ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας, με ένα σμάρι από χελιδόνια που έπεσαν πάνω στους μάγους και τους τρυπούσαν με τα ράμφη τους- «Θέλω όλο μου το χρυσάφι πίσω, εγώ το έδωσα στους φτωχούς κι εσείς το φάγατε με τους τραπεζίτες», τους φώναξε ο Πρίγκιπας, «το χρυσάφι μας, το χρυσάφι μας», ούρλιαζαν και τα χελιδόνια. Στην αρχή της Φιλελλήνων, τους όρμησε μια ομάδα ποιμένων, αμόλησαν καταπάνω τους και κάτι αγριεμένα τσοπανόσκυλα που έκαναν τις κελεμπίες κρόσσια. Και γενικώς, κάθε πέντε-δέκα μέτρα πετάγονταν μπροστά τους αλλόκοτα ζόμπι των παραμυθιών και των μύθων, έτοιμα να ρίξουν ένα μπερντάκι, μέχρι που έφτασαν στο Σύνταγμα, ανέβηκαν στο πλάτωμα του Άγνωστου Στρατιώτη, έβγαλαν τον ασύρματο κι άρχισαν να ουρλιάζουν «τρόικα μάγων καλεί αστέρι, τρόικα μάγων καλεί αστέρι, over», κοιτάζοντας με απόγνωση τον κατασκότεινο ουρανό. Άφαντο το αστέρι- ελικόπτερο, ενώ νέες ομάδες αλλόκοτων πλασμάτων - καλικάντζαρων, μισθωτών, ζητιάνων, ανέργων- τους πλησίαζαν επικίνδυνα. «Ω, Θεέ μου!», ψιθύρισε απελπισμένος ο Μελχιόρ. «Πστ, φίλε, δεν υπάρχει Θεός πια, δεν σ’ το ’πανε; Καταργήθηκε λόγω υπερχρέωσης», ακούστηκε μια φωνή πίσω τους. «Ποιος… τι είσαι εσύ;», ψέλλισαν οι μάγοι. «Το Θείον Βρέφος. Άρτι γεννηθείς και εκ γενετής χρεοκοπημένος. Χάρη σε σας, βεβαίως… Είστε για μια αναδιάρθρωση ή θέλετε να το σκεφτείτε λίγο; Δεν νομίζω ότι σας παίρνει, ε;».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου