Σελίδες

Πέμπτη 25 Απριλίου 2013

ΔΕΤΣΙΚΑΣ ΚΩΣΤΑΣ Αντισταθείτε!! Δεν ξέρω τι μπορεί να κερδίσουμε.

Αναδημοσίευση από το περιοδικό ''Σκουλήκι''.


Είναι αδύνατον να πληρώσει μια κυβέρνηση το χρέος και την ίδια στιγμή να παρασχεθεί στον λαό η κατάλληλη διοίκηση και οι εγγυημένες συνθήκες για την ηθική, κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη.
Η κυβέρνηση είναι αδύνατον να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τους δανειστές και προς τον λαό της.
Οι πόροι της χώρας είναι ανεπαρκείς να εκπληρώσουν και τις δυο υποχρεώσεις ταυτόχρονα.
ΌΠΟΙΑ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ κι αν ήταν στη θέση της, θα έκανε το ίδιο»
Τούτη η απόκριση, κόλαφος για τους σημερινούς εθελόδουλους «σοσιαλιστές», βγαίνει από το στόμα, όχι ενός δημοκρατικού (τρομάρα μας), αλλά του νομικού συμβούλου της φασιστικής κυβέρνησης του Μεταξά, Ιωάννη Γούπη, όταν εκείνος, απευθυνόμενος στο Δικαστήριο της Κοινωνίας των Εθνών, εξηγούσε τους λόγους που δεν πλήρωσε η κυβέρνηση τους δανειστές Βέλγους.
Προφανώς όποια κυβέρνηση κι αν ήτανε θα έκαμε το ίδιο, εκτός από τούτη που μας έχει κάτσει στον σβέρκο.
Με δαύτη, η ωμή πολιτική πραγματικότητα πλάθει το ξέθωρο θεωρώντας το αναγκαίο.
Με δαύτη, ο προθάλαμος του νεκροτομείου φαντάζει κοινωνικό δικαίωμα απαιτητό.
Οι κυβερνώντες τούτοι, οι υποκριτές κι ανίκανοι, τάχα με τη στόχευση την μακροπρόθεσμη, τη βγαλμένη όχι από τα λειψά μυαλά τους, αλλά από τα στελέχη των εταιριών, που αφορά την πλήρη ιδιωτικοποίηση του κόσμου ολάκερου, είναι εχθροί της ελλαδικής κοινωνίας.
Υποβαθμίζουν ότι το ανεκτίμητο στις ανθρώπινες και κοινωνικές σχέσεις κι αναβαθμίζουν το αγοραίο, κάνοντάς το σύμβολο εθνικό.
Κι εμείς; Όλοι εμείς οι πολίτες τούτης της περήφανης χώρας, πρέπει να γίνουμε ακολουθητές τους; Αυτής, της ξέθωρης πολιτικής, της εκφρασμένης στη λαιμαριά του σκλάβου και το λιώσιμο της ψυχής;
Της πολιτικής του ολετήρα, όλων αυτών των «εγχώριων» και βαφτισμένων σωτήρων που θέλουνε να καταστήσουνε «το πολιτικώς αδύνατον, πολιτικώς αναγκαίο»;
Των φωστήρων της νεοφιλελεύθερης μονεταριστικής τακτικής, που αντικαθιστούν την ιστορική κουλτούρα του ελληνισμού με τους διασωληνωμένους «γιάπηδες» του αδηφάγου καπιταλισμού;
Αυτών, που η μόνη κοινωνική τους αναφορά στον λαό, βρίσκεται στην απαξίωση και τη παρακμή του;
Η ξέθωρη τούτη κοινοβουλευτική χούντα (μνημόνιο συνταγματικά ανεπικύρωτο από τα 3/5 των βουλευτών που απαιτείται, λοιπές επικαιροποιήσεις που συνιστούν αλλοίωση του πολιτεύματος, υπέρβαση της εκτελεστικής εξουσίας σε βάρος της νομοθετικής, συμπεριφορά μελών κυβέρνησης που συνιστά έγκλημα (άρθρο Π.Κ. 134), απιστία σε βάρος του Δημοσίου (άρθρα 390, 256), προσβολή εθνικής κυριαρχίας) πρέπει να φύγει.
Η κοινωνία πρέπει να πάρει στα χέρια της τη κατάσταση.
Οφείλει να επεξεργαστεί τους θεσμικούς ρόλους και τα δικαιώματα, να αναιρέσει τις αντιπροσωπευτικές τάχα αρχές των εξουσιαστών, να καταργήσει ασυλίες κι αποκτημένα τσιφλίκια των βαλτών (βάλτων) στα πολιτικά πεπραγμένα.
Κι η αριστερά να μην «τραβηχτεί από των χιονιών το θάμα», αλλά να σταθεί ενωμένη, σαν η μόνη δύναμη που έχει και τα αντικειμενικά και τα υποκειμενικά κριτήρια να σταματήσει τις κοινωνίες - καζίνο που θέλουνε να εφαρμόσουνε οι ψεύτες των εταιριών.


Είναι ψεύτες!!
Ενοποιούν το άψυχο και το αλλοτριωμένο, ονομάζοντας το βγαλμένο υβρίδιο «σωτηρία». Τα δάνειά τους (αρχινίσανε το 1824 φέρνοντας τον εμφύλιο στην μεγαλύτερη επανάσταση της ανθρωπότητας) εξυπηρετούν τα δικά τους συμφέροντα τα αποικιοκρατικά.
Μην τους πιστεύετε!! Οι Έλληνες και παράγουν (3η χώρα παγκοσμίως στο λάδι, 7η στο βαμβάκι, 1η στη ναυτιλία, 16η στο τυρί) και εξάγουν (μαγνησίτη, αλουμίνιο, βωξίτη, νικέλιο κ.α.) και εργάζονται περισσότερο από πολλούς λαούς.
Αντισταθείτε!! Δεν ξέρω τι μπορεί να κερδίσουμε.
Στο κάτω-κάτω «είναι προτιμότερο το αβέβαιο κάτι από το βέβαιο μηδέν».

Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

ελληνικός ιμπεριαλισμός

 

Η συγκρότηση του καπιταλιστικού συστήματος στον ελλαδικό χώρο παρουσίασε σημαντικές διαφοροποιήσεις συγκριτικά με το δυτικό-ευρωπαϊκό μοντέλο εγκαθίδρυσης του καπιταλισμού:

α) Σε αντίθεση με την αριστερή ιστοριογραφία, που παρουσίαζε την επανάσταση του 1821 σαν αποτέλεσμα εσωτερικής σύγκρουσης ανάμεσα σε φεουδάρχες –που υπονόμευσαν/ματαίωσαν τον αστικό χαρακτήρα της– και δουλοπάροικους (για να υποστηρίξει τον «ανολοκλήρωτο» χαρακτήρα της) 5, η μετάβαση δεν έγινε από τη φεουδαρχία σε έναν «μισο-καπιταλισμό». Έγινε από έναν τρόπο παραγωγής διαφορετικό από τον φεουδαρχικό10 –ο Μαρξ είχε γράψει για τον «ασιατικό τρόπο παραγωγής»11– στον πρώτο καπιταλισμό που εμφανίστηκε στην περιοχή της ανατολικής μεσογείου. Το 1821 ήταν μια αστική επανάσταση, με πρωτοπορία τα τμήματα εκείνα της ελληνικής αστικής τάξης –όπως το εμπορικό κεφάλαιο– τα οποία, όπως σημείωνε και ο Ένγκελς, δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν βασικούς όρους καπιταλιστικής συσσώρευσης μέσα στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας12.

β) Η ελληνική αστική τάξη –η πρώτη που εμφανίστηκε ιστορικά στα Βαλκάνια– είχε, από τη δημιουργία της, εξαιρετικά «διεθνοποιημένα» χαρακτηριστικά13, τα οποία παραμένουν και μετά την απελευθέρωση, αφού η ολοκλήρωση του αστικού εθνικού κράτους θα πραγματοποιηθεί σχεδόν έναν αιώνα αργότερα από την ίδρυσή του. Αυτός ο «διεθνικός» χαρακτήρας της ελληνικής αστικής τάξης θα έχει σημαντικές συνέπειες για την εξέλιξη του ελληνικού καπιταλισμού, αφού θα τροφοδοτήσει τον επεκτατισμό («Μεγάλη Ιδέα»), ενώ ταυτόχρονα θα οδηγήσει σε αργούς ρυθμούς καπιταλιστικής ανάπτυξης στην εσωτερική αγορά μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Δεν είναι τυχαίο ότι καθοριστικό ρόλο στην καπιταλιστική ανάπτυξη της πρώτης περιόδου παίζουν δανειακά κεφάλαια από το εξωτερικό (τόσο από ξένους κεφαλαιούχους όσο και από παροικιακά κεφάλαια).

γ) Η άμεση σύνδεση του ελληνικού καπιταλισμού με τις διεθνείς συγκρούσεις, λόγω της γεωπολιτικής του θέσης και της ιστορικής εποχής στην οποία εμφανίστηκε14. Το αποτέλεσμα θα είναι ο ελληνικός καπιταλισμός να βρίσκεται, από τη γέννησή του, στο κέντρο των αστικών ανταγωνισμών στην ανατολική μεσόγειο, γεγονός που του δίνει μεγάλες δυνατότητες για αξιοποίηση αυτών των ανταγωνισμών (λόγω και της ιστορικής υπεροχής του στα Βαλκάνια) αλλά και τον συνδέει, υποχρεωτικά, με τις άμεσες παρεμβάσεις των ισχυρότερων καπιταλιστικών κρατών, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, λόγω της υποδεέστερης θέσης του15.

Ο συνδυασμός αστικής επανάστασης, αστικής τάξης που σε μεγάλο βαθμό δραστηριοποιείται εκτός των συνόρων του πρώτου ελληνικού κράτους και ιστορικής θέσης και σημασίας του ελληνικού καπιταλισμού στην ανατολική μεσόγειο, θα οδηγήσει στο ιδιαίτερο στοιχείο της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα: της «πρόωρης γήρανσης»16. Η εξέλιξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στην Ελλάδα θα ενσωματώσει, από τα τέλη του 19ου αιώνα και κυρίως από το 1909 και μετά, χαρακτηριστικά και του σταδίου του ελεύθερου ανταγωνισμού και του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Όταν η ελληνική αστική τάξη εξαγγέλλει τη δική της «μεγάλη αφήγηση» το 1875-1909, ο καπιταλισμός βρίσκεται ήδη σε διαδικασία μετάβασης στο ιμπεριαλιστικό στάδιο, στην εποχή της «αντίδρασης σε όλη τη γραμμή». Η απουσία «προοδευτικής» περιόδου του ελληνικού καπιταλισμού θα γίνει από τότε δομικό, μη αντιστρέψιμο στοιχείο της ιστορικής του ανάπτυξης.

Έτσι το πρόγραμμα των φιλελεύθερων (του πιο ριζοσπαστικού αστικού κόμματος στην ανατολική Ευρώπη στις αρχές του 20ου αιώνα) θα εμφανιστεί ταυτόχρονα με την άγρια καταστολή του εργατικού κινήματος και τις ιμπεριαλιστικές εκστρατείες· η βιομηχανία με το τραπεζικό σύστημα· οι πρώτες μορφές απόσπασης απόλυτης υπεραξίας με το εργατικό δίκαιο· η εθνική ενοποίηση με την άμεση επέμβαση των «συμμάχων»· οι καπιταλιστικές σχέσεις στη γεωργία με την καθυστέρηση της αγροτικής μεταρρύθμισης· και τέλος, οι μονοπωλιακοί όμιλοι με την προβιομηχανική λειτουργία μεγάλου μέρους των μικρών καπιταλιστικών επιχειρήσεων.

Τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση, η ανάγκη για εσωτερική καπιταλιστική συσσώρευση αλλά και η ανάγκη δημιουργίας των αναγκαίων όρων για την προστασία και τον επαναπατρισμό του ελληνικού «κοσμοπολίτικου κεφαλαίου», (που αντιμετωπίζει πια τους αναδυόμενους εθνικισμούς στα Βαλκάνια) θα οδηγήσει στην περίοδο Τρικούπη. Αυτή η περίοδος θα είναι η αρχή μιας διαδικασίας (1875-1909) που θα σηματοδοτήσει την οριστική επικράτηση των καπιταλιστικών σχέσεων στην Ελλάδα και τη νίκη της αστικής τάξης, τόσο στο πεδίο μεταβολής των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων, όσο και στην αναμέτρηση με τις παλιές ολιγαρχικές κάστες17. Είναι η περίοδος που ο ελληνικός καπιταλισμός αρχίζει να αποκτά την πρώτη βιομηχανική βάση ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσεται και ο χρηματοπιστωτικός τομέας18. Παράλληλα αρχίζει να ενισχύεται και η εργατική τάξη και εκδηλώνονται οι πρώτες πολιτικοσυνδικαλιστικές δραστηριότητές της19. Το 1909 θα είναι η αφετηρία όχι μόνο μιας νέας περιόδου ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων αλλά και της δημιουργίας αντίστοιχων δομών ενός αστικού κράτους20.

Οι βαλκανικοί πόλεμοι και ο παγκόσμιος πόλεμος που ακολούθησε θα διευρύνουν την εσωτερική αγορά και θα επιταχύνουν τον επαναπατρισμό των κεφαλαίων. Η μικρασιατική καταστροφή θα προμηθεύσει την εσωτερική αγορά με άφθονα και φτηνά εργατικά χέρια και θα οδηγήσει στην ολοκλήρωση της αγροτικής μεταρρύθμισης21 αλλά και στην άνοδο του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Μετά την μικρασιατική καταστροφή, οι καπιταλιστικές σχέσεις θα αναπτυχθούν με έμφαση στη βιομηχανία αλλά και με διατήρηση του μεγάλου ποσοστού των μικρών καπιταλιστικών επιχειρήσεων και της αγροτικής παραγωγής (ενταγμένης όμως στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής).

Η κρίση του 1929 θα έχει σαν αποτέλεσμα τη στροφή προς την εσωτερική αγορά, την ενίσχυση του προστατευτισμού στη βιομηχανία και τη γεωργία αλλά και την ανάληψη παραγωγικών δραστηριοτήτων από το κράτος και την ίδρυση κρατικών οργανισμών. Η δεκαετία του 1920-1930, η περίοδος στην οποία η εκβιομηχάνιση αυξάνεται με ποσοστό 7% κάθε χρόνο και δημιουργούνται μονοπωλιακές δομές στην οικονομία22, είναι η δεκαετία της εδραίωσης του μονοπωλιακού καπιταλισμού στην Ελλάδα, του ελληνικού ιμπεριαλισμού. Από τότε ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας του ελληνικού καπιταλισμού θα έχει δύο όψεις, που θα τον ακολουθούν σε όλη την ιστορική του πορεία: την υπεροχή του στα Βαλκάνια (μαζί με τον τουρκικό ιμπεριαλισμό) σε σχέση με τους άλλους καπιταλισμούς αλλά και την απόσταση από τους ιστορικά πιο ανεπτυγμένους (με κριτήριο την επικράτηση και ανάπτυξη των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων και δυνάμεων) καπιταλισμούς της δυτικής Ευρώπης.

Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος αποδιοργάνωσε την παραγωγική υποδομή αλλά κυρίως τις θεμελιακές κοινωνικές σχέσεις αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος στην Ελλάδα. Η πρώτη μεταπολεμική φάση (1944-53) ήταν το διάστημα του εμφυλίου πολέμου και της προσπάθειας ανασυγκρότησης των καπιταλιστικών σχέσεων. Ο ξένος παράγοντας συμμετείχε όχι μόνο στην πολιτικοστρατιωτική αλλά επίσης στην οικονομική ανασυγκρότηση των εγχώριων καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έπαιξαν ρόλο και τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης23. Εξάλλου η μεταπολεμική περίοδος, με την ενεργή και σχεδιασμένη παρέμβαση του αστικού κράτους (με ατμομηχανή τη συντριβή του εργατικού κινήματος και την αντικομμουνιστική τρομοκρατία) ήταν αυτή που προετοίμασε την ανάπτυξη που ακολούθησε.

Η επόμενη περίοδος, ιδιαίτερα μετά το 1960, θα είναι η «χρυσή εποχή» του ελληνικού καπιταλισμού. Το διάστημα 1965-1973 οι μέσοι ετήσιοι ρυθμοί παραγωγικότητας της εργασίας είναι οι μεγαλύτεροι σε όλη την Ευρώπη. Μεταξύ 1950 και 1970 το ποσοστό της βιομηχανίας στην κλαδική διάρθρωση του ΑΕΠ θα γίνει 31% από 20% και της γεωργίας 18% από 28%. Συνολικά το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 5,7 % στο διάστημα 1950-1960 και 7,1% στο διάστημα 1961-1970-24. Οι ρυθμοί ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού βρίσκονταν στην κορυφή της κατάταξης των χωρών του ΟΟΣΑ. Οι επιδόσεις αυτές προσέλκυσαν σημαντικές μάζες ξένων κεφαλαίων, που –αντίθετα με τους ισχυρισμούς των θεωριών της εξάρτησης– συνέβαλαν στην εγχώρια καπιταλιστική συσσώρευση και ανάπτυξη.

Η πετρελαϊκή κρίση του 1973 και η εξάντληση των πολιτικών τόνωσης της ζήτησης που είχε ακολουθήσει η δικτατορία οδήγησαν στην καθίζηση όλων των βασικών δεικτών. Μετά την πτώση της δικτατορίας, η ελληνική αστική τάξη, που αναζητούσε και τη μεταπολιτευτική σταθερότητα, απάντησε στην κρίση με τις εκτεταμένες κρατικοποιήσεις του «προγράμματος Καραμανλή» (Ολυμπιακή, συγκοινωνίες κλπ.), ενώ λόγω των ελληνοτουρκικών (Κύπρος) τροφοδοτήθηκε και η αμυντική βιομηχανία. Την ίδια περίοδο ξεκίνησε, όπως και σε πολλές χώρες του ΟΟΣΑ, η αντίστροφη πορεία για το μερίδιο της βιομηχανίας στο ΑΕΠ 25 και ο ελληνικός καπιταλισμός ακολούθησε την πορεία της γενικότερης κρίσης στην οποία βρίσκονταν οι ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Στη μεταπολίτευση θα εδραιωθεί και το «κοινωνικό συμβόλαιο» με το οποίο η ελληνική αστική τάξη θα αναγκαστεί να παραχωρήσει ορισμένες πολιτικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες, για να εξασφαλίσει την πολιτική σταθερότητα για τις επόμενες δεκαετίες. Το εγχείρημα θα έχει επιτυχία, ιδιαίτερα σε κρίσιμες ιστορικές καμπές (1974,1981,1989).

Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 η ελληνική αστική τάξη θα πετύχει την ένταξη στην ΕΟΚ. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ που θα έρθει στην εξουσία το 1981, μετά από μια σύντομη και αποτυχημένη απόπειρα να εφαρμόσει ορισμένα μέτρα «κεϋνσιανικού» τύπου σε συνθήκες διεθνούς ύφεσης, (ΑΤΑ, κρατικοποιήσεις κλπ.) θα ξεκινήσει, κάτω από το βάρος των ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους, την περίοδο λιτότητας (1985) που ουσιαστικά διαρκεί μέχρι σήμερα. Οι ρυθμοί ανάπτυξης του ελληνικού ιμπεριαλισμού θα μείνουν χαμηλοί σε όλη τη δεκαετία του ’80. Η παραγωγικότητα της εργασίας θα βρίσκεται σε όλη τη δεκαετία σε διακυμάνσεις, ενώ η πολιτική της «σκληρής δραχμής» μετά το 1985 θα οδηγήσει τελικά σε συνολική ανατίμηση της δραχμής κατά 27% την περίοδο 1988-1996, με αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί ακόμα περισσότερο –μετά και την ένταξη στην ΕΕ– η ανταγωνιστικότητα του ελληνικού καπιταλισμού.

Μετά το 1990, ο ελληνικός καπιταλισμός, λόγω της ένταξής του στην ΕΟΚ και των πλεονεκτημάτων της ιστορικής του εξέλιξης στα Βαλκάνια, θα προχωρήσει στην κλιμάκωση των αντεργατικών πολιτικών με τις κυβερνήσεις ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, σε συνθήκες επέλασης του καπιταλισμού σε όλη την Ευρώπη (Μάαστριχτ) και στην επέκτασή του στο βαλκανικό «Ελντοράντο» των χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ. Την περίοδο εκείνη θα εμφανιστεί για άλλη μια φορά το στοιχείο της «πρόωρης γήρανσης» που αναφέρθηκε πριν: ενώ οι δυτικές καπιταλιστικές χώρες θα προχωρήσουν μέσα από «μονεταριστικά» μέτρα (κλειστός φιλελευθερισμός) και μετά μέσα από νεοφιλελεύθερα μέτρα δεύτερης γενιάς (προσανατολισμένα προς την καπιταλιστική διεθνοποίηση), στην Ελλάδα, λόγω της χρονικής υστέρησης, η αστική τάξη θα προχωρήσει κατευθείαν στα δεύτερα, μετά και την εμπειρία της κυβέρνησης Μητσοτάκη (που είχε ένα πρόγραμμα θατσερικού τύπου).

Η δεκαετία του 1990-2000 είναι η δεκαετία που επιστρέφουν σχετικά υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης που ξεπερνούν το 3,5%. Η παρατεταμένη λιτότητα δεν θα οδηγήσει σε ύφεση, λόγω της διεύρυνσης των δυνατοτήτων εξωτερικού δανεισμού εξαιτίας της απελευθέρωσης των κεφαλαίων, της υποχώρησης των επιτοκίων και της «διαρθρωτικής» βοήθειας της ΕΕ, που αυτήν τη δεκαετία ξεπερνάει και το σχέδιο Μάρσαλ. Όπως και με εκείνο το σχέδιο, η «βοήθεια» αυτή θα προσανατολιστεί προς εγχώριες επενδύσεις που έχουν σημασία τόσο για το ευρωπαϊκό όσο και για το ελληνικό κεφάλαιο. Αυτή τη φορά, η μορφή θα είναι κυρίως η χρηματοδότηση μεγάλων έργων, που θα διευκολύνουν τη διακίνηση κεφαλαίων και εμπορευμάτων και θα αποτελέσουν και τα ίδια πεδίο κερδοφορίας για τα ευρωπαϊκά και ελληνικά μονοπώλια26.

Η συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως ενιαίας αγοράς με ένα ενιαίο νόμισμα (ευρώ) και η συμμετοχή της Ελλάδας έθεσε το θεσμικό-οικονομικό πλαίσιο για τη διεύρυνση του χώρου κερδοφορίας του εθνικού-ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Φυσικά, ταξική προϋπόθεση του εγχειρήματος ήταν η πλήρης κυριαρχία του κεφαλαίου επί της εργασίας – εκφραζόμενη τις τελευταίες δεκαετίες ως ηγεμονία των νεοφιλελεύθερων πολιτικών27. Η ενιαία αγορά και το ενιαίο νόμισμα ενίσχυσαν εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και ιδίως εντός της Οικονομικής Νομισματικής Ένωσης) τις τάσεις συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, οι οποίες έπονται των παραγωγικών αναδιαρθρώσεων που πολλαπλασιάζουν την ένταση της εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο. Ταυτόχρονα όμως η αναβαθμισμένη διεθνοποίηση των ευρωπαϊκών καπιταλισμών, υπό την ηγεμονία των μεγαλύτερων χωρών (και ιδιαίτερα της Γερμανίας), όξυνε, ήδη από τη δεκαετία του 1980, την ανισόμετρη ανάπτυξη, με αποτέλεσμα τα δομικά προβλήματα «ανταγωνιστικότητας» του ευρωπαϊκού νότου και της Ελλάδας ειδικότερα.

Τη δεκαετία του 2000 και μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης, ο ελληνικός καπιταλισμός γνώρισε, όπως και άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Ισπανία, Ιρλανδία κ.ά.), πολύ υψηλούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ. Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό αυτήν την περίοδο στην άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας, δηλαδή στην εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης: «Η αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ στα έτη 1995-2008 οφειλόταν κυρίως στις επενδύσεις και τη μεγάλη άνοδο της απασχόλησης και της παραγωγικότητας, και όχι στην κρατική κατανάλωση»28. Τα υψηλά ποσοστά κέρδους δημιούργησαν ελκυστικές συνθήκες για τα καπιταλιστικά κεφάλαια με αποτέλεσμα την επέκταση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών. Την ίδια περίοδο, η πτωτική τάση των επιτοκίων στην Ευρωζώνη (όπως και στη διεθνή αγορά) εκτόξευσαν τον ιδιωτικό και δημόσιο εγχώριο δανεισμό και ενίσχυσαν την εσωτερική ζήτηση.

Το ξέσπασμα της κρίσης του 2008 έδωσε τέλος σε αυτήν την περίοδο ευφορίας. Από τη μία πλευρά η κρίση υπερσυσσώρευσης και από την άλλη τα δομικά προβλήματα ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού, τα διαρθρωτικά προβλήματα των «δίδυμων ελλειμμάτων» (δημόσιο έλλειμμα και εξωτερικό χρέος)29, αποτέλεσμα της ανισόμετρης ανάπτυξης και της ένταξης στην ΕΕ, ήρθαν με εκρηκτικό τρόπο στην επιφάνεια. Η κρίση, λόγω των συνθηκών που επικράτησαν στην Ευρώπη αλλά και παγκόσμια (παρέμβαση αστικών κρατών για να στηριχθούν τα ιδιωτικά κεφάλαια) γρήγορα μετατράπηκε σε δημοσιονομική κρίση, σε κρίση των οικονομικών του αστικού κράτους.

Σε συνθήκες απαγόρευσης του εσωτερικού δανεισμού λόγω ΟΝΕ και απόστασης στην ανταγωνιστικότητα από τα άλλα ευρωπαϊκά κεφάλαια, τα ελλείμματα και το χρέος εκτινάχθηκαν στα ύψη. Η ελληνική αστική τάξη απέρριψε, χωρίς καμία ταλάντευση, τη σύγκρουση με τους Ευρωπαίους συμμάχους, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα διακινδύνευε τη θέση της στο ιμπεριαλιστικό πλέγμα, αφού σε συνθήκες οικονομικής ύφεσης-κρίσης δεν υπάρχει άλλος δρόμος για τους αστούς από την αναβάθμιση της ένταξης στο πλαίσιο της καπιταλιστικής διεθνοποίησης.

Η κανιβαλική «εσωτερική υποτίμηση», δηλαδή η συντριβή των εργατικών δικαιωμάτων έγινε μονόδρομος. Η ελληνική αστική τάξη επέλεξε έτσι «τη φυγή προς τα εμπρός», μέσα από τους αναγκαίους συμβιβασμούς και παραχωρήσεις προς τους ισχυρότερους ιμπεριαλισμούς (και κυρίως τον γερμανικό), διαλύοντας ακόμα και τις κοινωνικές συμμαχίες με τα μικροαστικά στρώματα που είχε συγκροτήσει τις προηγούμενες δεκαετίες (γύρω από το «δημόσιο»). Προσανατολισμένη, όπως και τις δεκαετίες του ’30 και του ’40, προς τον «εσωτερικό εχθρό», δηλαδή την εργατική τάξη, αξιοποίησε την κρίση για να επιταχύνει όλες τις αντεργατικές τομές που είχε εξαγγείλει τα προηγούμενα χρόνια και να διαμορφώσει συνθήκες κερδοφορίας. Τα «μνημόνια» δεν ήταν τίποτα άλλο από τις συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις επιδιώξεις του αστικού πολιτικού κόσμου και των οργανικών του διανοούμενων με άλλο όνομα. Φυσικά, οι όροι στη λεία καθορίστηκαν και καθορίζονται από τον συσχετισμό δυνάμεων στο ιμπεριαλιστικό πλέγμα.

Όμως, παρά το γεγονός ότι η ελληνική αστική τάξη κατάφερε συντριπτικές νίκες απέναντι στο εργατικό κίνημα και προώθησε αντεργατικές τομές που και οι πιο ακραίοι νεοφιλελεύθεροι αναλυτές δεν έβλεπαν ούτε στα πιο τρελά όνειρά τους, δεν θα μπορέσει να λύσει τα δομικά προβλήματα του ελληνικού καπιταλισμού. Γιατί σε συνθήκες ύφεσης, ο μονόδρομος της ένταξης στο ιμπεριαλιστικό πλέγμα έχει σαν αποτέλεσμα τη διαρκή ένταση της ανισόμετρης ανάπτυξης, που οδηγεί σε έναν λαβύρινθο χωρίς διέξοδο.

Το αποτέλεσμα θα είναι η διαρκής «λατινοαμερικανοποίηση»30 της Ελλάδας και του ευρωπαϊκού νότου, δηλαδή μια καπιταλιστική ανάπτυξη που θα βασίζεται στην ισοπέδωση της αξίας της εργασιακής δύναμης και της καταστολής κάθε αντίστασης, σε μια σισύφεια προσπάθεια να αντιστραφούν ή να μετριαστούν οι δομικοί όροι καπιταλιστικής ανάπτυξης. Την ίδια στιγμή, η αστική τάξη αναζητά καλύτερες συνθήκες ανταγωνισμού για την εγχώρια καπιταλιστική συσσώρευση και την προστασία και των δικών της συμφερόντων, αφού η κρίση και η απώλεια των όρων που είχαν συμβάλει στην ανάπτυξη της προηγούμενης περιόδου (Βαλκάνια, χρηματοπιστωτικός τομέας) σε συνθήκες κρίσης περιορίζει το πεδίο δράσης και ανάπτυξης των ελληνικών κεφαλαίων σε σχέση με τα ευρωπαϊκά.

Είναι φανερό ότι αυτή η στρατηγική έχει σοβαρές συνέπειες για τον ίδιο τον ρόλο του αστικού κράτους. Για να εξασφαλιστούν οι όροι της εξουσίας της αστικής τάξης και της αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος στην Ελλάδα σε αυτές τις συνθήκες, το αστικό κράτος αναβαθμίζει τον ρόλο της καταστολής, η οποία συμπληρώνεται από την άνοδο του φασισμού, ενώ το κοινοβουλευτικό σύστημα μετατρέπεται απροκάλυπτα σε πρόσοψη επικύρωσης διεθνών και εγχώριων συμφωνιών μέσα από την απόσπαση αριθμητικών πλειοψηφιών.

Ο ελληνικός ιμπεριαλισμός γίνεται πιο επιθετικός, πρώτα από όλα απέναντι στον «εσωτερικό εχθρό», τόσο μέσα όσο και έξω από τη χώρα, με την προσπάθειά του να αντιστρέψει τις συνέπειες της κρίσης μέσα και από την εμπλοκή του στους ανταγωνισμούς στην ανατολική μεσόγειο. Παρά την κρίση, παραμένει, μαζί με τον τουρκικό, ο πιο ισχυρός στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, χωρίς να αμφισβητείται η θέση του στη μεσαία βαθμίδα του ιμπεριαλιστικού συστήματος, λόγω και της ιστορικής ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στην Ελλάδα, της ένταξής του στην ΕΕ και γενικότερα στους διεθνείς ανταγωνισμούς και τη γεωστρατηγική του θέση. Έτσι η καπιταλιστική κρίση μπορεί να αποκαλύπτει τον αντιδραστικό του ρόλο, ταυτόχρονα όμως τον κάνει πολύ πιο επικίνδυνο για τα εργατικά συμφέροντα.

Δεν υπάρχει, κατά συνέπεια, δυνατότητα εναλλακτικής αστικής στρατηγικής στην Ελλάδα, σαν αυτή που προσπαθεί να αναστήσει η αριστερά. Οι κοινωνικοοικονομικές προϋποθέσεις του «αντιμνημονιακού κεϋνσιανισμού» δεν υφίστανται. Η στρατηγική αυτή είναι προορισμένη να εκφυλιστεί σε ένα εγχείρημα ενσωμάτωσης των λαϊκών αντιδράσεων, κατοχύρωσης των μέχρι τώρα αντεργατικών τομών και ενδεχόμενο διαπραγματευτικό χαρτί στην όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Αυτός είναι και ο λόγος που η έξοδος από την ΕΕ-ΟΝΕ με όρους ανατροπής της αστικής πολιτικής εξουσίας και των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής αποτελεί τη μόνη έξοδο στην κρίση από την πλευρά των εργαζομένων.

Κυριακή 21 Απριλίου 2013

Μιλώντας για επανάσταση



Ο John Holloway (γεν. 1947) είναι δικηγόρος, κοινωνιολόγος και φιλόσοφος, του οποίου το έργο συνδέεται στενά με το κίνημα των Ζαπατίστας στο Μεξικό, το σπίτι του από το 1991. Συχνά αναφέρεται και ως «ο φιλόσοφος των Ζαπατίστας». Θεωρείται ως ο πιο μαχητικός αντι-καπιταλιστής στοχαστής του κόσμου. Σήμερα είναι καθηγητής κοινωνιολογίας στο Ινστιτούτο Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών του Αυτόνομου Πανεπιστημίου της Πουέμπλα.

"Υπάρχει μια αυξανόμενη αίσθηση σε όλο τον κόσμο ότι ο καπιταλισμός δεν λειτουργεί και ότι οι ρωγμές που δημιουργούμε σε αυτόν μπορεί πραγματικά να είναι ο μόνος δρόμος προς τα εμπρός. Αυτές οι ρωγμές μπορεί να συμβούν σε διαφορετικές διαστάσεις στο χώρο, στο χρόνο, σε διάφορα επίπεδα και οι προοπτικές τους να διαφέρουν στη δραστικότητα ή/και στους πόρους".

Για τον Holloway, όλα ξεκινούν με μια κραυγή: με έναν ηχηρό βρυχηθμό, ένα "ΟΧΙ! Ya Basta! Φτάνει πια!" Θεωρεί ότι δεν πρέπει να συνεχίσουμε να υποβάλλουμε τη λογική μας στη βαναυσότητα της καπιταλιστικής κυριαρχίας.

Πιο συγκεκριμένα, ο Holloway πιστεύει ότι "μια επανάσταση με βάση τον παραδοσιακό μαρξιστικό στόχο για λήψη κρατικής εξουσίας, είναι μια μάταιη προσπάθεια". Μας υπενθυμίζει ότι "το σύγχρονο κράτος ουσιαστικά έχει εξελιχθεί στο να συμβιώνει με το κεφάλαιο, αφήνοντας το θεσμικό DNA του, αποτυπωμένο με τις ίδιες εσωτερικές αντιφάσεις που ταλανίζουν το καπιταλιστικό σύστημα καθαυτό".

"Η κατάληψη της κρατικής εξουσίας με στόχο την ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή, στη συνέχεια, είναι μια κίνηση που υποχρεώνει να αναπαραχθεί η ίδια λογική της συσσώρευσης κεφαλαίου που η επανάσταση είχε αρχικά ως στόχο να ανατρέψει. Αναπόφευκτα, αν καταλάβουμε την εξουσία, θα πέσουμε μέσα στα πρότυπα της άσκησης της εξουσίας, του αποκλεισμού των ανθρώπων, θα αναπαράγουμε όλα αυτά που καταπολεμάμε. Το έχουμε δει αυτό ότι συμβαίνει ξανά και ξανά. Σίγουρα, ο καλύτερος τρόπος για την επίτευξη του σκοπού μας, δεν είναι να κάνουμε τα πράγματα με τον τρόπο που εμείς απορρίπτουμε".

"Τα κράτη δεν έχουν και πολύ νόημα", λέει ο Holloway. "Αντί να συμμετέχουμε στην αναπαραγωγή της κεφαλαιακής σχέσης, με άλλα λόγια, ο στόχος μας πρέπει να είναι η υπονόμευση των κεφαλαίων από τις ρίζες τους: αρνούμενοι να συνεχίσουμε την αναπαραγωγή τους, μέσα από τη δική μας εργασία και καθιστώντας το καπιταλιστικό κράτος περιττό μέσω της κατασκευής εναλλακτικών μορφών αυτο-οργάνωσης από τη βάση επάνω. Με αυτή την έννοια, είμαστε η κρίση του κεφαλαίου - και είμαστε υπερήφανοι γι 'αυτό!"

"Μια ανίερη συμμαχία αμερικανικών συμφερόντων, μια επιχειρηματική δραστηριότητα σε συνδυασμό με κρατική χορήγηση βίας, έχουν αφήσει τον μέσο πολίτη να λυγίζει κάτω από ένα κύμα δολοφονικού οργανωμένου εγκλήματος και επιπέδων ανισότητας".

Είναι αλήθεια ότι πριν από λίγο καιρό, ο Holloway δεν δίστασε να αναφερθεί στις ταραχές στην Αθήνα και να τις χαρακτηρίσει ως μια "πολύ παραγωγική και εποικοδομητική ανάπτυξη".

Με την πρώτη κιόλας επαφή και επικοινωνία μαζί του, κατά κάποιο τρόπο, μπορεί κανείς να πει ότι ο προσωπικός χαρακτήρας του Holloway και ο ψυχικός βιόκοσμος του, ήδη φαίνονται να είναι έτη φωτός πέρα ​​από τον καπιταλισμό. Δεν διακρίνεται να υπάρχει καθηγητική υπερηφάνεια, καμία ακαδημαϊκή αλαζονεία, κανένα καύχημα πνευματικής πρωτοπορία ή υπεροχής. Απλά μια αίσθηση ταπεινότητας σε συνδυασμό με μια πραγματική επιθυμία να αλλάξει τον κόσμο - χωρίς την κατάληψη της εξουσίας. Για αυτή του την άποψη, που είχε διατυπώσει το 2002 και μέχρι σήμερα φαίνεται να είναι επίκαιρη, ο Holloway είναι πιο γνωστός (αδυναμία να επέλθει επαναστατική κοινωνική αλλαγή με κρατική εξουσία). Με άλλα λόγια "αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία".

Η απόφαση του Holloway το 2010 να γράψει ένα βιβλίο για τις πολλές δημιουργικές μορφές της αντι-καπιταλιστικής αμφισβήτησης για άλλη μια φορά αποδείχθηκε πράγμα εξαιρετικά επίκαιρο. Παρακολουθώντας τα χνάρια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007 - '08, προανήγγειλε ακριβώς το είδος των κοινωνικών αγώνων που θα διαφαινόταν κατά τα προσεχή έτη. Μέχρι το 2011, οι μαζικές κινητοποιήσεις των αγανακτισμένων στην Ισπανία, οι τεράστιες διαδηλώσεις αντι-λιτότητας στην Ελλάδα, και η παγκόσμια απήχηση του κινήματος Occupy, είχε καταστήσει αδιαμφισβήτητο ότι αυτόνομες μορφές οριζόντιας αυτοοργάνωσης και μοντέλα άμεσης δημοκρατικής λήψης αποφάσεων είχαν αντικατασταθεί σε μεγάλο βαθμό από την παραδοσιακή Αριστερά ως την κύρια πηγή αντίστασης στην καπιταλιστική επίθεση κατά της ανθρώπινης αξιοπρέπειας - και, μάλιστα, για την ίδια τη ζωή.

Όταν πριν από μια δεκαετία, ένα βιβλίο βασιζόμενο στη θεωρία 'αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία' θα μπορούσε ακόμη να θεωρηθεί «αμφιλεγόμενο», σήμερα οι βασικές ιδέες της ρωγμής του καπιταλισμού βασίζονται πάνω σε αυτή τη θεωρία, η οποία θεωρείται δεδομένη από τη νέα γενιά ακτιβιστών και πολιτών που ασχολούνται με την πολιτική και που συμμετέχουν σε αντι-καπιταλιστικούς αγώνες σε όλο τον κόσμο.

"Ένα γεγονός πολύ εντυπωσιακό", σχολιάζει ο Holloway, "είναι ότι το κράτος δεν ανταποκρίνεται στις διαμαρτυρίες και στις διαδηλώσεις. Υποθέτω ότι μπορούμε να το δούμε αυτό στην Ελλάδα και την Ισπανία, με τις μαζικές διαμαρτυρίες, τόσο από την πιο παραδοσιακή Αριστερά όσο και από την πιο δημιουργική Αριστερά, αν θέλετε. Το κράτος απλά δεν ακούει: προχωράει ούτως ή άλλως. Έτσι υποθέτω ότι ένα πράγμα που έχει γίνει σαφές από την κρίση σε όλο και περισσότερους ανθρώπους είναι η απόσταση που παίρνει το κράτος από την κοινωνία, καθώς και ο βαθμός στον οποίο το κράτος έχει ενσωματωθεί προς το άλλο μονοπάτι του χρήματος, έτσι ώστε το κράτος να χάνει ακόμα και την εμφάνιση της ύπαρξης του ιδίως από τη μια κατεύθυνση και να κατευθύνεται ιδίως προς την άλλη. Γίνεται όλο και πιο σαφές ότι η πολιτεία είναι υποχρεωμένη να κάνει ό, τι είναι δυνατόν για να ικανοποιήσει τις αγορές, το κεφάλαιο, το χρήμα και με αυτή την έννοια να εξασφαλιστεί η συσσώρευση του κεφαλαίου. Νομίζω ότι αυτό έχει γίνει πολύ πιο σαφές τα τελευταία τέσσερα ή πέντε χρόνια. Και αν αυτό σημαίνει την απόλυτη άρνηση να ακούσει τις διαμαρτυρίες, αν αυτό σημαίνει να αφήσει τους ταραξίες να καίνε τις πόλεις, τότε ας είναι. Το πιο σημαντικό για το κράτος είναι πραγματικά οι αγορές χρήματος".

"Και νομίζω ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι αναγκάζονται να αναθεωρήσουν εκ νέου την πολιτική τους άποψη ή να ανακαλύψουν εκ νέου τις ιδέες τους για την πολιτική, τόσο από την άποψη των διαμαρτυριών, όσο και από την άποψη της δημιουργίας εναλλακτικών λύσεων. Εάν το σύστημα δεν έχει χώρο για μας, αν το σύστημα αφήνει απλά το 50% των νέων ανέργους, αν γίνονται περικοπές σε κρατικές παροχές, αν το κράτος αρνείται κατηγορηματικά να διαπραγματευτεί, αν η αστυνομία γίνει πιο καταπιεστική, τότε πιστεύω ότι οι άνθρωπο δεν είναι υποχρεωμένοι να συμβιβαστούν. Αρκεί να σκεφθούν δημιουργικές μορφές διαμαρτυρίας, αλλά και τρόπους για το πώς μπορούν πραγματικά να επιβιώσουν και πώς θα δημιουργήσουν πραγματικά εναλλακτικούς τρόπους διαβίωσης. Και το βλέπουμε αυτό, στην Ισπανία και στην Ελλάδα, όπου τα πράγματα πάνε πολύ προς αυτή την κατεύθυνση. Νομίζω ότι αυτό που η κρίση μας λέει, επίσης, είναι ότι αυτός είναι ο τρόπος που πρέπει τα πράγματα να πάνε, αλλά ακόμα δεν έχουμε προχωρήσει αρκετά. Δεν είμαστε ακόμη σε μια κατάσταση όπου μπορούμε να πούμε ακριβώς στο κεφάλαιο να πάει στην κόλαση και να επιβιώσουμε χωρίς αυτό. Αυτό είναι πραγματικά το πρόβλημα".

"Νομίζω ότι υπάρχει μια συσσώρευση εμπειρίας, καθώς επίσης και συσσώρευση αυξανόμενης ευαισθητοποίησης που εξαπλώνεται από τη μία χώρα στην άλλη, ότι ο καπιταλισμός δεν λειτουργεί και ότι έχει σοβαρά προβλήματα. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι στην Ελλάδα αναγνωρίζουν τη σημασία των εμπειριών της Αργεντινής πριν από 10 χρόνια. Και νομίζω ότι οι άνθρωποι στην Αργεντινή - ακόμα και αν τα πράγματα έχουν βελτιωθεί οικονομικά για αυτούς - κοιτάνε στην Ελλάδα και βλέπουν την αστάθεια του καπιταλισμού. Η αποτυχία του καπιταλισμού γίνεται γνωστή πάλι σε άλλο τόπο. Νομίζω ότι υπάρχει μια αυξανόμενη αίσθηση σε όλο τον κόσμο ότι ο καπιταλισμός δεν λειτουργεί. Υπάρχει μια αυξανόμενη εμπιστοσύνη ότι ίσως οι ρωγμές που δημιουργούμε από χώρα σε χώρα την κάθε διαφορετική χρονική στιγμή, μπορεί πραγματικά να είναι η βάση για ένα νέο κόσμο και για μια νέα κοινωνία, και μπορεί πραγματικά να είναι ο μόνος δρόμος προς τα εμπρός".

"Υπάρχει σήμερα πλέον κάτι σαν μια κοινωνική ροή εξέγερσης, κάτι που κινείται σε όλο τον κόσμο, με εκρήξεις σε ένα μέρος και στη συνέχεια σε ένα άλλο. Αλλά υπάρχουν συνέχειες κάτω από τις ασυνέχειες. Πρέπει να σκεφτόμαστε με όρους διαταραχής, ανάδευσης κινήσεων αντί να σκεφτόμαστε ότι όλα εξαρτώνται από το αν μπορούμε να διαιωνίσουμε την κίνηση απλά σε ένα μέρος. Αν σκεφτούμε από την άποψη της διαιώνισης σε ένα μέρος, νομίζω ότι μπορεί να μας οδηγήσει είτε σε κάποια θεσμοθέτηση, το οποίο νομίζω ότι δεν είναι μεγάλη βοήθεια, ή μπορεί να μας οδηγήσει σε μια αίσθηση ήττας, ίσως. Πρέπει να υπάρχει ένας τρόπος συνδεδεμένων κινήσεων στην καταστροφική πλήξη της πολιτικής του κράτους. Μπορεί να είναι χρήσιμο να υπάρχουν χώροι συνάντησης και μπορεί να είναι χρήσιμο σίγουρα να δημιουργηθούν δεσμοί μεταξύ των κινημάτων σε διάφορα μέρη του κόσμου. Και νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό να ξεπεραστεί, σε πρακτικό επίπεδο, ο εθνικός προσανατολισμός των κινήσεων".sierra maestra

Σάββατο 20 Απριλίου 2013

Ο Αριστοτέλης, ο Μαρξ και ο σ. Χριστόφιας και η κυπρος

Ο Αριστοτέλης, ο Μαρξ και ο σ. Χριστόφιας




Δημοσιεύουμε κείμενο που λάβαμε απο τον συγγραφέα. Τον ευχαριστούμε για την αποστολή.














Σε ανύποπτο χρόνο και άσχετα με την σημερινή χρηματοπιστωτική κρίση της Κύπρου, είχα γράψει: "... το ευτύχημα για τα εκατομμύρια των εργατών, και η μεγαλύτερη αγωνία των κεφαλαιοκρατών σήμερα με την παγκοσμιοποίηση των αντιφάσεων του κεφαλαίου, είναι ότι αυτά τα δις, τρις εκατομμύρια (της απαλλοτριωμένης υπεραξίας) είναι εδώ, σ αυτήν την υδρόγειο, σ' αυτόν τον πλανήτη, και δεν μπορούνε να τα πάνε, να τα φυγαδέψουν πουθενά..!"

Εδώ είμαστε. Στις μέρες μας υπάρχουν τεράστια, αδρανή, λιμνάζοντα κεφάλαια (απαλλοτριωμένη υπεραξία), που δεν μπορούν, να φυγαδευτούν από τούτον τον πλανήτη, κι αυτό ανησυχεί τους ιδιοκτήτες τους. Στην αρχή μην μπορώντας τι άλλο να κάνουν, προσπαθούν να τα κρύψουν σε φορολογικούς παραδείσους! Αργότερα αρχίζουν να τα μετακινούν εντός της Υδρογείου, πότε εδώ και πότε εκεί. Ολόκληρα βουνά από χρήματα. Γνωστή η παροιμία που λέει ότι "όταν δεν μπορεί το βουνό να πάει στον Μωάμεθ, πηγαίνει ο Μωάμεθ στο βουνό". Εδώ συμβαίνει το αντίστροφο. Στην εποχή μας, αυτά τα βουνά μετακινούνται με αστραπιαία ταχύτητα, για να ανταμώσουν τον δικό τους Μωάμεθ, που στην περίπτωσή μας δεν είναι άλλος από κάποια Τράπεζα. Ο προφήτης-τράπεζα λοιπόν τους υπόσχεται, ότι με κάποιον μαγικό τρόπο θα μεγαλώσουν, θα γίνουν περισσότερα, θα αυξηθούν.

Μερικά φρέσκα παραδείγματα κατά χρονολογική σειρά! Ας πάρουμε πρώτα τους προφήτες της Ισλανδίας. Αυτοί λέγανε ότι αν επενδύσουνε στην αγορά παραγώγων, ως εκ θαύματος θα αυξηθούν τα κεφάλαια των αποταμιευτών τους. Το ίδιο λέγανε λίγο αργότερα και οι της Ιρλανδίας, ότι αν παίξουμε στις αγορές παραγώγων, τα αρχικά κεφάλαια θα αποδώσουν τόσο τοις εκατό. Τους παραπάνω προφήτες, τους ξεπέρασαν οι δικοί μας, της Κύπρου που άκουσον-άκουσον υποσχέθηκαν ότι παίζοντας λέει "σε μεγάλες τοποθετήσεις σε Ελληνικά Κρατικά ομόλογα και σε δάνεια προς Ελληνικές Επιχειρήσεις", θα θησαυρίσουν. Και να πεις δεν ξέρανε την γλώσσα; Και να πεις δεν ξέρανε την οικτρή κατάσταση της Ελληνικής Οικονομίας; Το ξέρανε αλλά και αυτοί ελπίζανε σε κάποιο άλλο θαύμα, σε κάποιο Θεό της Ελλάδας και σε κάτι παρόμοια ανατριχιαστικά που είχαμε να ακούσουμε, από τον καιρό της χούντας (ίσως γιατί τα χρήματα που παίζονταν δεν ήταν και δικά τους). Αποτέλεσμα: Οι ισλανδικές τράπεζες χρεοκόπησαν μετά την κατάρρευση το 2008 της Lehman Brothers, οι ιρλανδικές το 2008-9, όταν έσκασε η τεράστια φούσκα ακινήτων, και οι κυπριακές με την ελληνική κρίση, κυρίως μετά το τραγικό PSI και τα κουρέματα του 2012.

Εδώ ο αναγνώστης θα ρωτήσει: -Και γιατί να καταρρεύσει η Lehman Brothers, γιατί να σκάσει η φούσκα των ακινήτων, γιατί να μην αποδώσουν τα Ελληνικά ομόλογα; Τι συμβαίνει με αυτά τα κεφάλαια και δεν αποδίδουν, σε καμία από τις παραπάνω τράπεζες; Ποια κατάρα τα δέρνει; Μήπως έπρέπε να τα πάνε στην τράπεζα του Βατικανού; Γιατί το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα σειέται συθέμελα και είναι έτοιμο να καταρρεύσει; Μήπως έχουμε να κάνουμε με κάποια παγκόσμια συνομωσία;

Η απάντηση είναι: -ΟΧΙ

Είναι η φυσική, η νομοτελειακή εξέλιξη ενός συστήματος που χρόνια τώρα αρνιόταν και εξακολουθεί να αρνείται, δύο αιώνιες αλήθειες: Την πρώτη την διατύπωσε ο Αριστοτέλης πριν 2300 χρόνια όταν έλεγε ότι «το νόμισμα ου τίκτει νόμισμα» και τη δεύτερη αλήθεια, την διατύπωσε με εκπληκτική καθαρότητα και σαφήνεια πριν κάτι δεκάδες χρόνια, ο Μαρξ, στο νόμο της υπεραξίας όταν έλεγε ότι υπεραξία (αύξηση κοινωνικού πλούτου δηλαδή), μόνο στην σφαίρα της παραγωγικής διαδικασίας μπορεί να παραχθεί, πουθενά αλλού, σε καμία άλλη σφαίρα και ότι μόνο ο άνθρωπος, μόνο ο εργάτης μπορεί να παράξει υπεραξία, κανένας άλλος, ούτε ο ίδιος ο Θεός.

Αυτές τις δύο πολύτιμες αλήθειες δεν έλαβαν υπ' όψιν τους οι διάφοροι προφήτες, και έχασαν και θα χάσουν, με μαθηματική ακρίβεια και στο προσεχές μέλλον, ακόμη περισσότερα. Ανίκανοι να καταλάβουν ότι όπως με την χαρτοπαιξία δεν αυξάνει ούτε κατά ελάχιστον το συνολικό κέρδος των παιχτών, αλλά απλώς ξαναμοιράζεται, έτσι και σ' αυτού του είδους τις επενδύσεις κεφαλαίων, συνολικά δεν αυξάνει ούτε κατά ένα γραμμάριο ο κοινωνικός πλούτος, απλώς αναδιανέμεται.

Σ' αυτήν την παρτίδα της Κύπρου έχασαν κυρίως οι Ρώσοι, αύριο κάπου αλλού ίσως θα χάσουν άλλοι. Τά έχει αυτά η τράπουλα. Και το' φερε η τύχη, ειδικά στην περίπτωση της Κύπρου, να το πληρώσουν και εκείνοι που διδάχτηκαν την Μαρξιστική Οικονομία στα πανεπιστήμια της πρώην ΕΣΣΔ. Εννοώ τους Ρώσους μεγιστάνες που είχαν τοποθετήσει τα χρήματά τους στην Κύπρο, σ ένα ανεξάρτητο κράτος που ο μέχρι χθες πρόεδρός του, δεύτερη σύμπτωση, ο σ. Χριστόφιας έχει σπουδάσει επίσης στην ΕΣΣΔ. (Αν ξυπνούσε από καμιά μεριά ο Μαρξ θα τους έπιανε από το αυτί και θα τους έβαζε ξανά στο θρανίο). Το ότι αυτά τα κεφάλαια βρέθηκαν στην Κύπρο μέσα από κάποιες «σκιώδεις πράξεις», δεν έχει καμία σημασία από επιστημονική άποψη! Και πεντακάθαρα να ήταν την ίδια τύχη θα είχαν. Οι καταθέσεις των μικρών που επίσης χάθηκαν πεντακάθαρες ήταν.

Δεν έχει καμιά σημασία επίσης αυτό που λένε κάτι απίθανοι, ότι στην Κύπρο, φταίει το γεγονός ότι η αναλογία των περιουσιακών στοιχείων που διαχειρίζονταν οι τράπεζες σε σχέση με το ΑΕΠ, ήταν 7 προς 1. Αν τα κεφάλαια αυτά μπορούσαν, όπως σε άλλες εποχές, να είχαν επενδυθεί στην παραγωγή, και να είχαν κέρδη, η αναλογία αυτή δεν θα πείραζε κι ας ήταν ακόμη, 100 προς 1. Αντιλαμβάνεται κανείς τι θα συμβεί όταν διαπιστωθεί ότι και τα κεφάλαια που είναι σε κάτι άλλες τράπεζες δεν αποδίδουν κέρδη. Στις μέρες μας, στο Λουξεμβούργο για παράδειγμα, τα περιουσιακά στοιχεία στις τράπεζες του, ξεπερνούν το ΑΕΠ κατά 20 φορές, στη Μεγάλη Βρετανία 5, και στη Γερμανία ο συντελεστής αυτός βρίσκεται στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, δηλαδή περίπου 3 φορές. Ούτε εδώ προβλέπονται κέρδη.

Παραμένουν μερικά ακόμη ερωτήματα. Γιατί, δεν επένδυσαν στους τομείς εκείνους της Οικονομίας, πιο συγκεκριμένα στην παραγωγή προϊόντων, αγαθών. Η απάντηση τώρα είναι εύκολη και μονολεκτική: ΥΠΕΡΠΑΡΑΓΩΓΗ. Αυτήν την βασική έννοια όλοι οι αστοί οικονομολόγοι και πολιτικοί την αποφεύγουν ακόμη και στην σημερινή κρίση. Είναι η λέξη που γειώνει την οικονομική κρίση με τον τόπο και τον χρόνο της παραγωγικής διαδικασίας, είναι η λέξη-κλειδί για την ερμηνεία των αλυσιδωτών πτωχεύσεων όχι μόνο των προαναφερθέντων τραπεζών αλλά και πολλών άλλων που θα ακολουθήσουν στο προσεχές μέλλον. Τη λέξη ΥΠΕΡΠΑΡΑΓΩΓΗ την αποφεύγουν επιμελώς γιατί τότε λογικά τίθεται το ζήτημα της ανακαταδιανομής των παραχθέντων. Αυτό όμως τρομάζει μερικούς. Δυστυχώς τρομάζει και τα εκατομμύρια των πεινασμένων. Η υπερπαραγωγή (το' χουμε ξαναγράψει) σε τελική ανάλυση σημαίνει ότι εκατομμύρια άνθρωποι δουλέψανε πολύ περισσότερες ώρες από το ότι θα έπρεπε (αν δουλεύανε λιγότερο δεν θα είχαμε υπερπαραγωγή). Σημαίνει επίσης ότι εκατομμύρια άνθρωποι ανταμείφθηκαν πολύ λιγότερο απ ότι θα έπρεπε (αν ανταμείβονταν καλύτερα θα μπορούσαν να αγοράσουν τουλάχιστον τα αγαθά που οι ίδιοι παρήγαγαν).

Μας έμεινε μόνο ένα ακόμη ερώτημα: Γιατί να υπάρχει ΥΠΕΡΠΑΡΑΓΩΓΗ;

Απάντηση: Είναι αποτέλεσμα της λεγόμενης ελεύθερης οικονομίας, που οποιοσδήποτε παράγει, όποτε θέλει, όπου θέλει και ότι θέλει και το χειρότερο, όσο θέλει. Έτσι σήμερα υπάρχει μεγάλο, τεράστιο στοκ στις αναπτυγμένες χώρες, στοκ που θα διαρκέσει κάτι χρόνια ακόμη, δεν έχει κανένα νόημα επομένως να παράξουν τα ίδια προϊόντα.

Καιρός να περάσουμε σ' ένα νέο οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο. Το πρώτο βήμα είναι ο προσδιορισμός της Άγνωστης παραμέτρου της Οικονομίας (βλέπε http://www.vostiniotismos.blogspot.gr/2011/03/blog-post_22.html#more). Όλα τα άλλα θα έρθουν φυσιολογικά μόνα τους.

Αλλά ας επιστρέψουμε στο αρχικό μας θέμα! Τα αδρανή, λιμνάζοντα κεφάλαια, όταν περιφέρονται ανεξέλεγκτα και υπεροπτικά ανά την υφήλιο, χαλάνε την πιάτσα. Εδώ λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι έχουμε μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο ομάδες κεφαλαίων που ανταγωνίζονται μεταξύ τους ποιός θα επιβληθεί στο καρέ. Η πρώτη είναι της Δύσης, της Βόρειας Ευρώπης, η "θεσμική", ας το πούμε έτσι. Η άλλη είναι η λιγότερο "θεσμική". Τα αδρανή αυτά κεφάλαια ανήκουν στην δεύτερη ομάδα! Τα αδρανή κεφάλαια, εισέρχονται στο "ζωτικό χώρο" των "θεσμικών" και τους χαλάνε την πιάτσα. 

'Οταν παράδειγμα προσφέρονται για την αγορά ομολόγων, κρατών που βγήκαν για δανεικά. Η πρώτη ομάδα, η "θεσμική", θέλει να είναι μόνη της στην αγορά ή πιο σωστά στις αγορές, για να μπορεί να... εκβιάζει. Ένα παράδειγμα: Τα λιμνάζοντα κεφάλαια που ήταν αραγμένα στην μεγαλόνησο, χρησιμοποιήθηκαν για την αγορά ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου και αυτό δεν άρεσε σε μερικούς. Όχι ότι σώθηκε η Ελλάδα από αυτό, αλλά η Κύπρος έπρεπε να τιμωρηθεί. Και επενέβη το Eurogroup παίζοντας ακριβώς το ίδιο παιχνίδι που έπαιξε ο Σόρος με την υποτίμηση της Αγγλικής λίρας. Στην Αγγλία είχαμε την υποτίμηση της Αγγλικής λίρας κατά 14%. Στην Κύπρο, θα έχουμε, εκτός από το κούρεμα-κατάσχεση των καταθέσεων, και μια τρομακτική υποτίμηση του βιοτικού επιπέδου. Η κρίση της Κύπρου είναι τεχνητή, κανείς δεν κινδύνευε, θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη, αν δεν επενέβαιναν τα κοράκια της Δύσης απειλώντας την με πτώχευση (όπως θα μπορούσε να περάσει και η υπερτίμηση της Αγγλικής λίρας αν δεν επενέβαινε ο Σόρος). Μια πράξη γκαγκστερική, που απέβλεπε κυρίως στην εξουδετέρωση των ανταγωνιστών, με απρόβλεπτες συνέπειες στους κανόνες του παιχνιδιού. Χαρακτηριστική ήταν η φράση του Πούτιν όταν κατηγόρησε τους Δυτικούς για "αντιπαικτική συμπεριφορά" στην Κύπρο. Δεν ξέρουμε ποιά θα είναι η απάντηση της άλλης ομάδας. Δεν βλέπουμε, είναι αλήθεια σήμερα, και όλη την σκακιέρα. Μπορούμε όμως με βεβαιότητα να πούμε ότι έχει πολύ παιχνίδι ακόμη.

Μερικοί γράφουν ότι οι Γερμανοί θέλουν να αναγκάσουν τους καταθέτες να πάνε τα κεφάλαια τους στις τράπεζες του Βορά. Λάθος. Θέλουν να καταστρέψουν κεφάλαια (μεταξύ αυτών και των μικρών). Υπάρχει πάρα πολύ χρήμα στην αγορά. Με την σύγχρονη τεχνολογία δεν χρειάζεται παρά ελάχιστη μάζα χρήματος.

Ίσως το πάνε για νέα μορφή χρήματος. Ίσως κατάλαβαν ότι "το νόμισμα ου τίκτει νόμισμα". Ίσως κατάλαβαν ότι υπεραξία μόνο στην σφαίρα της παραγωγής μπορεί να βγει! Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.
http://wwwpraxisred.blogspot.gr/2013/04/blog-post_16.html
Βοστινιώτης Παναγιώτης

Τετάρτη 17 Απριλίου 2013

Τσε Ερνέστο Γκεβάρα

El Poderoso”: Ο μέσα απ’ το βλέμμα του φίλου του, Αλμπέρτο Γκρανάδο




Αλμπέρτο και Ερνέστο στο Μπουένος Άϊρες, 1950-1951.

Στη μνήμη του Αλμπέρτο Γκρανάδο (1922-2011) που έφυγε απ’ τη ζωή δύο χρόνια πριν, στις 6 Μάρτη 2011.

Για τους πολλούς ο Ερνέστο Γκεβάρα ήταν και είναι ο “Κομαντάντε”, ο Επαναστάτης, ο αργεντίνος κομμουνιστής με το ιδεαλιστικό πνεύμα και την αγέρωχη όψη. Για τον Αλμπέρτο Γκρανάδο υπήρξε ο αμίγκο (φίλος), ο σύντροφος των νεανικών του χρόνων, ο κολλητός, η παρέα του μεγάλου ταξιδιού στις χώρες της νότιας Αμερικής. Μαζί επιχείρησαν το 1952 να κάνουν το γύρο της λατινικής Αμερικής πάνω σε μια μοτοσυκλέτα, την περίφημη “Ποδερόσα ΙΙ”, σε ένα ταξίδι που έμελλε να μείνει στην ιστορία και να σημαδέψει για πάντα τον Τσε.

Περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες μετά τη δολοφονία του φίλου του στη Βολιβία ο γηραιός πλέον Αλμπέρτο έφερνε στη μνήμη του τα χρόνια εκείνα της αθωότητας. “Δεν με ξέχασε ποτέ και ούτε εγώ τον ξεχνώ” θυμόταν ο Γκρανάδο διηγούμενος την πρώτη του γνωριμία με το ασθματικό παιδί απ’ το Ροσάριο. «Ο Τσε με εντυπωσίασε από την πρώτη στιγμή που μιλήσαμε. Ήταν ένα νεαρό, ασθματικό, λεπτό παιδί. Παρατήρησα πως είχε μια σημαντική ικανότητα να αλλάζει άμεσα τις αρνητικές καταστάσεις σε θετικές, μέσω της προσωπικότητας και της εξυπνάδας του… Είχε κι’ αλλες αρετές, οι οποίες στα είκοσι μου χρόνια μου φαινόντουσαν αρνητικά στοιχεία, όπως το ότι δε μπορούσε να πει ψέματα»[1].

Τι ήταν αυτό που έφερε κοντά τους δύο νεαρούς φοιτητές ιατρικής; Μάλλον κάποια κοινή αίσθηση εκτίμησης για την ποίηση, το διάβασμα και ασφαλώς την ακόρεστη διάθεση να ταξιδέψουν, να γνωρίσουν μακρυνά μέρη. «Δεν είχαμε πολιτική κατεύθυνση, μόνο το πνεύμα της περιπέτειας και θέληση για γνώση» εξηγούσε ο ίδιος ο Αλμπέρτο για την κινητήρια δύναμη που τους ώθησε να ταξιδέψουν. Στις πρώτες τους συζητήσεις υπήρχε η σκέψη για ταξίδια τόσο μακρυνά, στην άλλη άκρη του ωκεανού, σε μέρη και χώρες με ιστορία αιώνων. «Στην αρχή είχαμε σκεφτεί την Ευρώπη, την κοιτίδα του πολιτισμού του οποίου ως Αργεντίνοι, είμαστε προϊόντα. Ελλάδα, Ιταλία, Γαλλία – η χώρα της Επανάστασης, που ο Ερνέστο μίλαγε και τη γλώσσα της. Ακόμη η Ισπανία, η κατά μια έννοια μητέρα-πατρίδα μας. Ή ακόμη, η Αίγυπτος των Φαραώ και των πυραμίδων. Δεν μπορούσαμε να αποφασίσουμε, ολόκληρες βδομάδες. Όμως στο βάθος, ο Ερνέστο έλκονταν πιο πολύ απ’ την ήπειρο μας. Να φύγουμε αναζητώντας τις λατινοαμερικάνικες ρίζες μας, ν’ανακαλύψουμε τους προκολομβιανούς πολιτισμούς, ν’ανέβουμε το Μάτσου Πίτσου, να προσπαθήσουμε να εξιχνιάδουμε τα μυστικά, να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε πως ζούσαν οι Ίνκας… Η Ευρώπη, η Αίγυπτος, όλος ο υπόλοιπος κόσμος, θα μένανε γι’ αργότερα» [2] διηγούνταν ο “Μιάλ”, όπως ήταν το παρατσούκλι του Γκρανάδο στα νιάτα του.

Το ταξίδι στις χώρες της νότιας Αμερικής – στις κρύες εκείνες νύχτες στην Χιλή, στα μεταλλεία της Τσουκικαμάτα, στις κορυφές του Περού, στο λεπροκομείο του Σαν Πάμπλο – “έδεσε” ακόμη περισσότερο τη φιλία του “Μιάλ” με τον “Φουσέρ”, μια φιλία που σύμφωνα με τον Γκρανάδο την “τοποθετούσαν πάνω απ’ όλα”. «Δεν ήταν εύκολο να είσαι φίλος του Ερνέστο, γιατί πάντα υπάρχει μια τάση να συγχωρείς περισσότερα σε ένα φίλο. Συχνά λένε για κάποιο φίλο ότι είναι μεθύστακας, γυναικάς, ότι δεν σέβεται τις γυναίκες. Όμως ο φίλος είναι φίλος και τον υπερασπίζεσαι. Όχι ότι ο Τσε τα έκανε αυτά. Ο φίλος ήταν πάντα φίλος, εφόσον ενεργούσε με τον ίδιο τρόπο που βοήθησε να γίνουμε φίλοι την πρώτη φορά – έντιμος, καλός φίλος και πάντα έτοιμος να δώσει σε όσους δεν είχαν τίποτε» εξηγούσε ο Αλμπέρτο και προσέθετε: «Ήταν πάντα έντιμος και έθετε τον εαυτό του υψηλές απαιτήσεις, κάτι που διαφαινόταν απο μικρή ηλικία. Αν δεν άντεχες την κριτική, αν σου άρεσε η κολακεία, αν με άλλα λόγια είχες αυταπάτες, δεν υπήρχαν πολλές πιθανότητες να γίνεις φίλος του Τσε. Ήταν πάντα έτοιμος να σου επιτεθεί και, αργά ή γρήγορα, θα σε έκανε να θυμώσεις» [3].

Πέραν όμως των απαιτήσεων που είχε ο νεαρός Γκεβάρα, προτίστως από τον εαυτό του και δευτερευόντως από τους φίλους του, δεν έπαυε να είναι ένας νέος της εποχής του. Ένα παιδί όπως όλοι οι υπόλοιποι. Διηγούνταν ο Γκρανάδο ένα περιστατικό, στις αρχές της φιλίας του με τον “Φουσέρ”: «Το 1950 δούλευα σε μια αποικία λεπρών στο Σαν Φρανσίσκο ντε Τσανιάρ και ο Τσε, που τότε σπούδαζε ιατρική, έκανε ταξίδια στην Αργεντινή με ένα μοτοποδήλατο. Επισκέφθηκε και τις 14 επαρχίες της χώρας, ένα ταξίδι κάπου 3000 μιλίων, και σταμάτησε στην αποικία λεπρών να περάσουμε λίγο καιρό μαζί. Επισκευάσαμε το μοτοποδήλατο για να συνεχίσει το ταξίδι και τη μέρα της αναχώρησης οργανώσαμε ένα πάρτι. Κάποιες φίλες μου ήρθαν στο πάρτι και περνούσαμε πολύ ωραία. Όταν σηκωθήκαμε να φτιάξουμε ενα ποτό, θυμήθηκα ότι δεν έπινε, μόνο κάποιες φορές ένα αναψυκτικό με πάγο.

Έτσι, χωρίς να του πω που πηγαίναμε, ανεβήκαμε σε ένα μοτοποδήλατο και πήγαμε κάπου 3 μίλια για να βρούμε αναψυκτικό. Πήγα στο σπίτι του γερουσιαστή της επαρχίας, που ήξερα ότι είχε ψυγείο που δούλευε με βενζίνη! Είπα: “Με συγχωρείτε, κυρία. Ένας φίλος που έχει έρθει από το Μπουένος Άιρες είναι πολύ άρρωστος. Έχει πονοκέφαλο, μήπως θα μπορούσατε να μου δώσετε λίγο πάγο; Η αλήθεια βέβαια ήταν ότι με τον πάγο θα του έφτιαχνα ένα κοκτέιλ. Μόλις είχαμε αρχίσει να πίνουμε, εμφανίστηκε η γυναίκα του γερουσιαστή. Ο Ερνέστο έπεσε στο πάτωμα και έκανε ότι του πονούσε το κεφάλι. Ωστόσο η γυναίκα κατάλαβε ότι το έκανε ψέμματα. Σταμάτησε λοιπόν (ο Τσε) και άρχισε να γελά. Αυτός ήταν… απλώς ένας απο τα παιδιά, από εμάς. Αυτό είναι που οι άνθρωποι θέλουν να ξεχάσουν, καθώς αργότερα έγινε ένα ξεχωριστό άτομο. Αλλά, αν ξεχάσουμε τέτοιες στιγμές, ο Τσε γίνεται μια απόμακρη μορφή και τότε πως μπορούμε να ακολουθήσουμε το παράδειγμα του; Με άλλα, λόγια, τον θεοποιούμε» [4].

Ερνέστο και Αλμπέρτο, Φουσέρ και Μιάλ, μοιράστηκαν πολλές στιγμές πραγματικής φιλίας, που έφτανε απο συζητήσεις για την πολιτική επικαιρότητα μέχρι τους πιο απλούς, νεανικούς αστεϊσμούς μεταξύ τους. Χαρακτηριστικός ο διάλογος που θυμόταν ο Αλμπέρτο από το μακρυνό 1950: «Είχαμε συμφωνήσει να τον πάω με το μοτοποδήλατο μου κάποια απόσταση. Τότε μου λέει: “Κοντέ, έχω να σου πω κάτι πριν φύγω. Είναι φανερό ότι σου αρέσει η λέπρα: η δουλειά σου είναι να είσαι η τοπική προσωπικότητα, να πηδάς ότι κινείται και να κατεβάζεις όσο κρασί μπορείς”. Και γω του λέω: “Δεν πας να γαμηθείς;”. Αυτές οι αναμνήσεις δείχνουν τι ήταν ο Τσε, το χιούμορ του και πως ήταν να είσαι φίλος του».

Ο Αλμπέρτο έζησε, εργαζόμενος ως γιατρός και ερευνητής, για ένα διάστημα στη Βενεζουέλα και την Ιταλία, ενώ ο Ερνέστο πραγματοποίησε και άλλο ταξίδι, αυτή τη φορά στην κεντρική Αμερική. Βρέθηκε στη Γουατεμάλα όπου ήρθε σε επαφή με κουβανούς εξόριστους και στο Μεξικό πήρε τη μεγάλη απόφαση να αφοσιωθεί στον σκοπό της κουβανικής επανάστασης. Ο Γκρανάδο θυμόταν ότι, ο Τσε, από τα πρώτα στάδια της πολιτικής του ενηλικίωσης, έδειχνε να στρέφεται προς τον επαναστατικό σοσιαλισμό, στην ανάγκη ένοπλης καταπολέμησης του φρικτού ιμπεριαλισμού, των ντόπιων και ξένων καπιταλιστικών “χταποδιών” όπως τα αποκαλούσε.

“Ο Ερνέστο είχε την πεποίθηση ότι η αντιδραστική ισχύς και βία έπρεπε να αντιμετωπιστεί με επαναστατική βία” θυμόταν σε μια απ’ τις συνεντεύξεις του ο αργεντίνος γιατρός. Χαρακτηριστικός είναι άλλωστε και ο διάλογος τους, το 1952, στις ιστορικές κορυφές του Μάτσου Πίτσου, στο Περού, σε μια στιγμή που είχαν κάτσει να ξαποστάσουν: Ο Μιάλ ξεκινά με ένα παραλλήρημα, από αυτά που συνήθιζε, αναμειγνύοντας ποίηση (συνήθως του Πάμπλο Νερούδα και του Γκαρσία Μάρκες) με πολιτικούς στοχασμούς. «Θα παντρευτώ τη Μαρία Μαγδαλένα απ’ το Κούσκο, και καθώς είμαι απόγονος του Μάνκο Καπάκ ΙΙ, θα γίνω με τη σειρά μου ο Μάνκο Καπάκ ΙΙΙ. Οργανώνω το κόμμα μου, βάζω το λαό μου να ψηφίσει και ξαναγεννιέται έτσι η επανάσταση του Τουπάκ Αμάρου, δηλαδή η πραγματική ινδοαμερικάνικη Επανάσταση» λέει ο Μιάλ, για να λάβει την απάντηση απ’ τον Φούσερ που τον παρακολουθούσε κουνώντας το κεφάλι: «Επανάσταση χωρίς να πέσει τουφεκιά; Είσαι τρελός, Πετίσο!» .

Κάποια στιγμή οι δρόμοι των δύο στενών φίλων χώρισαν. Τον Ιούλη του 1952 το ταξίδι τους στη νότια Αμερική λαμβάνει τέλος. Στο αεροδρόμιο Μαϊκετία της Βενεζουέλας θα αποχαιρετιστούν. Ο Τσε όμως δεν θα ξεχάσει ποτέ τον φίλο του. Το 1960 ο Γκρανάδο θα επισκεπτεί στην Κούβα τον παλιόφιλο του, σημαίνων πλέον στέλεχος της επαναστατικής κυβέρνησης του Φιντέλ Κάστρο και ένα χρόνο αργότερα, το 1961, θα εγκατασταθεί και ο ίδιος στο νησί. Έκτοτε ο Αλμπέρτο Γκρανάδο δεν εγκατέλεψε ποτέ την Κούβα μέχρι και το θάνατο του. Ίδρυσε στην Κούβα την Σχολή Ιατρικής του Σαντιάγκο και δίδαξε βιοχημεία στο Πανεπιστήμιο της Αβάνας. Συχνά, όταν βρισκόταν στην Αβάνα επισκέπτονταν τον Τσε και μαζί έπιναν το αγαπημένο τους τσαϊ ματέ, το ζεστό ποτό που τους κρατούσε συντροφιά τα κρύα βράδια του 1952 κατά τη διάρκεια του νεανικού τους ταξιδιού.

“Με αναζητούσε συχνά, αλλά, καθώς ήταν υπουργός, πίστευα ότι δεν έπρεπε να σπαταλά τον πολύτιμο χρόνο του μαζί μου. Αυτό είναι το μόνο που μετανιώνω. Έπρεπε να τον βλέπω περισσότερο. Όποτε πήγαινε στο Σαντιάγκο ντε Κούβα με επισκέπτονταν. Όποτε πήγαινα στην Αβάνα, του τηλεφωνούσα” θυμόταν σε μια απ’ τις συνεντεύξεις του ο Γκρανάδο.

Συναντήθηκαν για τελευταία φορά πριν την αναχώρηση του Τσε για το Κονγκό, τον Απρίλη του 1965. Αυτήν την συνάντηση θυμόταν ο Αλμπέρτο: «Πριν φύγει για το Κονγκό νομίζω ότι ήθελε να με αποχαιρετήσει με τον δικό του τρόπο, με ελάχιστα λόγια και μάλλον δεν ήθελε να είναι πολύ συναισθηματικός, ή τουλάχιστο να μην το δείχνει. Πριν φύγει μου έδωσε τρείς τόμους του βασικού ιστορικού βιβλίου της Κούβας, του El Ingenio (. Σε έναν απ’ τους τόμους ο Τσε είχε γράψει κάτι για τον παλιό του φίλο, ως περιπεκτική αφιέρωση, μα και ως αποχαιρετιστήριο μήνυμα: «Όταν κατακάτσει η μυρωδιά της μπαρούτης, θα σε περιμένω, γύφτε που δεν περιπλανιέσαι πια». «Νομίζω», έλεγε ο Γκρανάδο, «ότι τα λόγια που μου έγραψε ήταν ένα κάλεσμα να τον συναντήσω μόλις τα κανόνια ηχήσουν τον χαιρετισμό τους. Με άλλα λόγια, μόλις έρθει η νίκη, κάτι για το οποίο ήταν πάντα σίγουρος». Ήταν η τελευταία φορά που είδε ο ένας τον άλλο.

Στις 6 Μάρτη 2011, σαρανταέξι χρόνια μετά τον τελευταίο αποχαιρετισμό, ο Αλμπέρτο Γκρανάδο – ο Μιάλ, ο Πετίσο – έφυγε απ’ τη ζωή πλήρης ημερών, σε ηλικία 88 χρόνων. Τα “ημερολόγια μοτοσυκλέτας” εκδόθηκαν σε βιβλία και προβλήθηκαν στη μεγάλη οθόνη, έγιναν ανάμνηση μιας μακρυνής εποχής, μια ιστορία δύο νεαρών που αποφάσισαν να γνωρίσουν τον κόσμο γύρω τους.

Το ταξίδι, όμως, συνεχίζεται. Μέχρι τα κανόνια να ηχήσουν τον χαιρετισμό τους. Hasta la victoria.
Σημειώσεις:

[1] Συνέντευξη στην Helen Yaffe, 24 Φλεβάρη 2005, Αβάνα, Κούβα.

[2] & [5] Ζαν Κορμιέ, Αλμπέρτο Γκρανάδο, Ίλντα Γκεβάρα Γκαδέα, “ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ” (Βιογραφία), Εκδ. Καστανιώτη, 1995.

[3] & [4] & [6] Hilda Barrio, Gareth Jenkins, “Che Handbook”, MQ Publications Ltd, 2006.

Επιμέλεια: Ν. Μόττας
Πηγή: guevaristas

Κυριακή 14 Απριλίου 2013

εργατική αριστοκρατία

Για την εργατική αριστοκρατία







Όπως ξέρουμε, παλαιότερα, ο συνδικαλισμός πέρασε από πολλές κρίσεις. Στο τέλος του περασμένου ( σημ. Ε.Κ.: προπερασμένου) και αρχές του αιώνα μας, τρεις ιδεολογίες σε πολλές χώρες της Ευρώπης και Αμερικής επηρέαζαν την εργατική τάξη: Ο αναρχισμός, ο σοσιαλισμός και ο ρεφορμισμός. Από τις παραμονές του Β΄ παγκοσμίου πολέμου ο αναρχισμός –εξόν από την Ισπανία- έπαψε να επηρεάζει μεγάλα στρώματα της εργατικής τάξης. Αντίθετα, ο σοσιαλισμός και ο ρεφορμισμός εξακολουθούν και σήμερα να έχουν ισχυρά στηρίγματα μέσα στα εργατικά σωματεία. Όμως επειδή στο τέλος του Α΄ παγκόσμιου πολέμου οι σοσιαλιστές χωρίστηκαν σε δυο κυρίως παρατάξεις, τους κομμουνιστές και σοσιαλιστές, έγιναν νέες ανακατατάξεις στον πολιτικό τομέα που επηρέασαν άμεσα το διεθνές συνδικαλιστικό κίνημα.



0ι σοσιαλιστές ουσιαστικά ενώθηκαν με τους ρεφορμιστές. Με την επέμβαση του Κράτους, αλλού φανερά και αλλού έμμεσα, σε πολλές χώρες τα περισσότερα Συνδικάτα πέρασαν στα χέρια των σοσιαλιστών-ρεφορμιστών. Στις χώρες πάλι που το πολιτικό κίνημα τού προλεταριάτου επηρεάζεται σε σημαντικό βαθμό από την άκρα αριστερά, όπως στη Γαλλία και Ιταλία, οι ρεφορμιστές και σοσιαλιστές διασπάσανε το συνδικαλιστικό κίνημα. Όπως ξέρουμε στις μεγάλες βιομηχανικές χώρες, όπως είναι η Β. 'Αμερική και η Αγγλία, ενώ υπάρχουν ισχυρές εργατικές οργανώσεις, ωστόσο η πολιτική διαπαιδαγώγηση των προλεταρίων καθυστερεί πολύ.


Γι' αυτό σε όσους παρακολουθούν το παγκόσμιο εργατικό κίνημα σ' όλες τις εκδηλώσεις του, γεννιούνται πολλά ερωτήματα και απορίες. Οι βασικές αρχές του επιστημονικού σοσιαλισμού, ερωτούν, δεν έχουν επιβεβαίωση απ' τη σύγχρονη ιστορική πραγματικότητα; Η απάντηση είναι αρνητική. Η νομοτέλεια των κοινωνικών φαινομένων υπάρχει και επιβεβαιώνει τις απόψεις των Μαρξ-Ένγκελς, αρκεί να μπορεί κανείς να κατέχει τις απαραίτητες γνώσεις για να καταλάβει στο βάθος και πλάτος τους τα σημερινά προβλήματα του διεθνούς συνδικαλισμού. […] Κι' επειδή στη χώρα μας το συνδικαλιστικό κίνημα από χρόνια τώρα έχει παραστρατήσει, τα νέα ηγετικά στελέχη που θα βάλουν ως σκοπό τους vα ξαναφέρουν τον ελληνικό συνδικαλισμό στο σωστό δρόμο, πρέπει να μορφωθούν, δηλαδή να εξοπλιστούν με τις απαραίτητες ιστορικές γνώσεις τις σχετικές με τις διάφορες φάσεις του διεθνούς συνδικαλισμού. Δεν πρέπει να το κρύβουμε πως ο ελληνικός συνδικαλισμός στην επίσημη εμφάνιση και εκπροσώπησή του δεν εκτελεί τον ιστορικό του ρόλο και προορισμό.


'Οπως και αλλού, έτσι και σε μας, για πολύ γνωστούς λόγους αναπτύχθηκε και επεβλήθηκε ο εργατοπατερισμός. Γι’ αυτό τα πιο πολλά Σωματεία έχουν γίνει υποχείρια των καπιταλιστών. Η εργατική αριστοκρατία και γραφειοκρατία, όπως και αλλού έτσι και σε μας, κυβερνούν τα συνδικάτα σύμφωνα με τα συμφέροντά τους, βάζοντας φρένο στις ταξικές αντιθέσεις. Η εργατική αριστοκρατία και γραφειοκρατία παίζει το ρόλο του ουραγού της κεφαλαιοκρατίας και γι' αυτό όχι μόνο λυμαίνεται το εργατικό κίνημα αλλά και γίνεται τροχοπέδη στις κρίσιμες στιγμές του αγώνα, όταν δηλαδή οι μάζες αγωνίζονται απ’ τη μια μεριά να κρατήσουν τα αποκτημένα δικαιώματά τους, και από την άλλη να πραγματοποιήσουν νέες κατακτήσεις.


Η εργατική γραφειοκρατία και αριστοκρατία από την κοινωνική της θέση, έχει εγκαταλείψει τούς αγώνες τού πεζοδρομίου και μάχεται μόνο για να πάρουν οι εργάτες μερικά ψιχουλα από το πλούσιο τραπέζι του καπιταλισμού. Συνέπεια τής γραφειοκρατοποίησης των Συνδικάτων είναι η έλλειψη δημοκρατίας μέσα στα Σωματεία και η συνεργασία της γραφειοκρατίας με το Κράτος. Τα αποτελέσματα του εργατοπατερισμού έφεραν το Συνδικαλισμό στο σημερινό κατάντημα. Θα χρειαστούν αγώνες για να αποχτήσουν τα εργατικά Σωματεία την ανεξαρτησία τους, για ν' αποτινάξουν από πάνω τους την κηδεμονία και «προστασία» των κάθελογίς εργατοπατέρων.


Για να πετύχουν όμως οι αγώνες αυτοί, πρέπει, εκείνοι πού θα μπουν επικεφαλής να είναι γερά μορφωμένοι. Να ξέρουν καλά την ιστορία του διεθνούς συνδικαλισμού και επιστημονικού σοσιαλισμού.


ΓΙΑΝΗΣ ΚΟΡΔΑΤΟΣ


(Διατηρήθηκε η ορθογραφία του συγγραφέα)http://wwwpraxisred.blogspot.gr