Σελίδες

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

Να περνάς καλά!

  (αναδημοσίευση)












Αν η γενιά μου αφιερώθηκε σε κάτι, αυτό είναι η λατρεία του φτηνού κυνισμού. Το πέρασμα απ’ την καταπιεστική υποχόντρια φαμίλια, που άνδρωσε την γενιά του εβδομήντα, στον ελευθεριακό ψυχαναγκασμό της ευτυχίας. Αυτό που νιώσαμε στην εφηβεία μας ήταν μια φονική βουβή περιφρόνηση προς τις ψόφιες αξίες. Το Πατρίς Θρησκεία Οικογένεια, η αγία τριάδα της νοικοκυροσύνης και του ευφρόσυνου συντηρητισμού ήταν ήδη χεσμένη πατόκορφα. Η δεκαετία του ογδόντα υπήρξε μιαν ακραία κιτς δεκαετία. Ντελικάτοι κοντόχοντροι κομματάρχες αλώνιζαν τα χωριά και τις πόλεις. Ένας νέος τύπος ανθρώπου ερχόταν στα πράματα. Οι περισσότεροι, δεξιοί που αυτομόλησαν την προηγούμενη δεκαετία προς το κέντρο, μοίραζαν αφειδώς διορισμούς και υποσχέσεις. Το βόλεμα και η ευκολία έγιναν καθεστώς, ανοίγοντας το δρόμο για τα μεγάλα κόλπα. Ο αυριανισμός ξεχείλωνε τις συνειδήσεις και το πολιτικό προσωπικό καβαλούσε το ακέφαλο άλογο των αγορών. Δάνεια και χωματερές. 



Συμφωνίες για θάψιμο της παραγωγής. Ένας εισαγόμενος πολιτισμός ερχόταν να χωνέψει τον πεινασμένο νεοέλληνα. Τα παιδιά της αντιπαροχής μεγάλωσαν με χαβαλέ και Στάθη Ψάλτη. Ο διασκεδαστής αντί να μας διασκεδάσει ερχόταν κι αμολούσε μια γερή κλανιά ακριβώς στη μούρη μας. Κι αυτό ήταν τέχνη και διασκέδαση. Κάθε χαζοχαρούμενη συνθήκη του τύπου να περνάς καλά και γράψτους όλους στ’ αρχίδια σου, έγινε ο μόνιμος καταναγκασμός των άβουλων τέκνων της γενιάς μου. Μια γενιά ζαλισμένη απ’ τα ξεθυμασμένα kόπια της προηγούμενης. Μια γενιά που δεν είχε το θάρρος και το θράσος να ξεκάνει την πατρική σαβούρα και να προχωρήσει μπροστά



Μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα περάσαμε στην ψηφιακή πάχυνση και την πόζα. Στην γκρίνια και την ανασφάλεια. Στις κάρτες στα δάνεια στα πτυχία. Σε μια ακραία θεολογία του χρήματος και σε έναν ξεδιάντροπο φτηνό κυνισμό. Ο θάνατος, ο πόνος, η εξαθλίωση των άλλων, έγιναν σκηνές στο ηλεκτρισμένο κάδρο της τηλεόρασης. Τρώγοντας θα δεις σφαγμένους, ξεκοιλιασμένους, άστεγους, διάσημους ναρκομανείς και άσημα πρεζάκια. Τρώγοντας και πίνοντας με τον ψυχρό συναισθηματισμό του χειρούργου η κοινωνία του θεάματος καταναλώνει αμάσητες τις ανθρώπινες τραγωδίες. Ένας καταιγισμός από εικόνες και μια βροχή από σφαλιάρες πάνω στο σβέρκο του παντοδύναμου καταναλωτή. Ο καταναλωτής που έρχεται να προδώσει τις ίδιες του τις ανάγκες λειτουργώντας ως Ιούδας του ίδιου του εαυτού του. Είναι έτοιμος να χάσει την ψυχή του, δηλαδή την ουσία της ύπαρξής του, εκπληρώνοντας το θείο σχέδιο του καπιταλιστή. Είναι έτοιμος κάθε στιγμή να πουλήσει τα παιδιά του, στον έμπορο και στον τεχνοκράτη. Είναι σαν έτοιμος από καιρό να βγει ξανά στις αγορές και να το παίξει γκόμενος και καμάκι, να φέρει ξένους, τουρίστες, επενδυτές. Να φέρει λάδι απ’ την Τουρκία, κρασιά απ’ τη Γαλλία, λαστέξ απ’ το Πακιστάν και τάπερ απ’ την Κίνα. 



Η γενιά μου είναι δικτυωμένη. Κυβερνά τον κόσμο απ’ το ιντερνέτ. Η γενιά μου θα βάλει τα rooms to let και την τσαχπινιά και οι ξένοι θα βάλουν τα φράγκα. Η γενιά μου ετοιμάζεται να κάνει το τελειωτικό ξεπούλημα. Η γενιά μου ετοιμάζεται για την προδοσία. Το έσχατο τεκμήριο αγάπης προς τις μέλλουσες γενιές.

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

Τι είναι εν τέλει η πολιτική βία;

Περικλής Κοροβέσης – Τι είναι εν τέλει η πολιτική βία;

Τι είναι εν τέλει η πολιτική βία;
(μια εισαγωγή)
Υπάρχει δικαιολογημένη επαναστατική βία ή η πολιτική βία είναι πάντοτε φασιστική;
Στο παρόν βιβλίο έχουμε είκοσι δύο διαφορετικές προσεγγίσεις από αντίστοιχους μελετητές του φαινομένου, όχι απαραίτητα πανεπιστημιακούς, αλλά ακτιβιστές με πλούσια κοινωνική δράση. Κάποιοι έχουν και σημαντικό πνευματικό έργο. Όλοι τους υπήρξαν παρόντες στους κοινωνικούς αγώνες και ο χρόνος θητείας τους είναι διαφορετικός, ανάλογα με την ηλικία τους. Οι περισσότεροι είναι νέοι. Κι αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να καταλάβουμε πώς σκέφτεται η νέα γενιά. Ή με μια πιο ακριβή διατύπωση: τι σκέψη έχει παράξει αυτή η γενιά, άσχετα αν τα κείμενα αυτά αποτελούν δείγμα έργου μιας μειοψηφίας της.
Η βία έχει πολλές μορφές, που όλες αποσκοπούν στην εξόντωση της ζωής. Βία είναι ο πόλεμος, αλλά βία είναι –και σε καιρό ειρήνης– ο θάνατος εκατομμυρίων ανθρώπων από την πείνα, κι όχι μόνο στον λεγόμενο τρίτο κόσμο. Η βία συχνά δεν εμφανίζεται με το όνομά της, αλλά σαν κάποιο φυσικό φαινόμενο που πρέπει να το δεχτούμε γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Η ανεργία, η έλλειψη κατοικίας, ο αναλφαβητισμός, ανεπαρκής ή καθόλου ιατροφαρμακευτική φροντίδα, η ανυπαρξία πόσιμου νερού, η αδυνατότητα μετακίνησης (η μετανάστευση, που έχει δώσει μέχρι σήμερα περίπου 14.000 νεκρούς μόνο στην Ευρώπη) είναι μερικές από τις μορφές βίας που κατά κανόνα μετονομάζεται σε κάτι άλλο.
Αλλά ακόμη κι εκεί όπου υπάρχει ένοπλη βία, πόλεμοι μεταξύ κρατών ή εμφύλιοι ή ακόμα και θρησκευτικοί πόλεμοι, η βία πάντα ανήκει στην άλλη πλευρά. Η δικιά μας πάντα υπηρετεί κάποιο υψηλό ιδανικό, και ως εκ τούτου δεν είναι βία. Όλες, δε, οι εθνοκαθάρσεις και οι γενοκτονίες ποτέ δεν ήταν σφαγές, αλλά υπεράσπιση της καθαρότητας της φυλής ή του έθνους. Κι οι αιματηρές καταστολές των κινημάτων των δύο προηγούμενων αιώνων ήταν απλώς μια αποκατάσταση της τάξης.
Θα μπορούσαμε να λέγαμε πως η βία είναι συστατικό στοιχείο των κοινωνιών όπου ζούμε και απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβίωσή τους;
Αν πάρουμε σαν δεδομένο πως σχεδόν κάθε χώρα του πλανήτη μας κυβερνιέται από μια μικρή μειοψηφία που έχει συσσωρεύσει αμύθητο πλούτο, αφήνοντας τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού στην ένδεια και την εξαθλίωση, είναι λογικό να διαθέτει όλες τις απαραίτητες δυνάμεις καταστολής (στρατό, αστυνομία, σεκιουριτάδες, παρακρατικούς) για να προστατέψουν την περιουσία της (ωραίο όνομα για τα προϊόντα κλοπής που προστατεύονται από το κάθε σύνταγμα). Οι άρχοντες της γης ξέρουν πως οι ανισότητες δεν δημιουργούν ισορροπίες, αλλά ανισορροπίες. Και αυτό αποτελεί μια διαρκή απειλή για αυτούς. Για αυτό αποθηκεύουν τεράστιες δυνάμεις βίας, που είναι έτοιμες να χρησιμοποιηθούν ανά πάσα στιγμή.
Αλλά η καταστολή διαρκεί για μια μάλλον σύντομη περίοδο, δεδομένου του άνισου συσχετισμού δυνάμεων. Τι γίνεται όμως όταν δεν υπάρχει καταστολή;
Η κυρίαρχη ιδεολογία μεταγγίζεται στις μεγάλες μάζες, που πείθονται πως αυτή είναι η πραγματική τάξη του κόσμου και οι ίδιες δεν μπορούν να καταφέρουν τίποτε.
Η χριστιανική θρησκεία, από τη στιγμή που γίνεται κρατική θρησκεία, γίνεται και ιδεολογία του κράτους. Και από εδώ και μπρος δεν έχεις να τα βάλεις με το μονάρχη, αλλά με τον ίδιο το θεό, μια και ο μονάρχης βρίσκεται στη θέση του «ελέω θεού». Δηλαδή, ο μονάρχης είχε το θεό «μπάρμπα στη Κορώνη» και τον διόρισε. Και ως εκ τούτου, ο πιστός στο θεό πρέπει να είναι πιστός και στο μονάρχη.
Σήμερα, παρά την τεράστια δύναμη που έχει η εκκλησία, δεν μπορεί να παίξει τον ίδιο ρόλο που έπαιζε πριν από τις αστικές επαναστάσεις. Έχει όμως διαμορφωθεί μια νέα θρησκεία που έχει καλύτερα αποτελέσματα. Η τηλεόραση, που προπαγανδίζει έναν καταναλωτικό παράδεισο και μετατρέπει τον πολίτη σε καταναλωτή. Ο καταναλωτής θεωρεί τον εαυτό του έναν εν δυνάμει καπιταλιστή. Θέλει να αγοράσει ένα σπίτι σαν κι αυτά που βλέπει στα περιοδικά. Ένα αυτοκίνητο πρωτοκλασάτο. Πιστεύει πως θα πλουτίσει εύκολα αν παίξει τις οικονομίες του στο Χρηματιστήριο. Και όλες αυτές οι ψευδαισθήσεις θα χαθούν όταν χάσει τα λεφτά του στον τζόγο, του πάρουν πίσω το σπίτι και το αυτοκίνητο και βρεθεί υπερχρεωμένος στο δρόμο. Αλλά μέχρι αυτή τη στιγμή υπηρέτησε πιστά το σύστημα.

Βία και κράτος
Η βία είναι επινόηση του κράτους και της εξουσίας. Δεν πρέπει να τη συγχέουμε με τη βία της φύσης. Η βία της φύσης είναι μια διατροφική αλυσίδα. Και η διαφορά που έχουμε με τα ζώα είναι πως εμείς τρώμε το κρέας μαγειρεμένο κι αυτά το τρώνε ωμό. Επιπλέον, τα ζώα τρώνε αυτό που τους χρειάζεται για να ζήσουν, ενώ εμείς καταναλώνουμε και αυτά που δεν μας χρειάζονται για να ζήσουμε. Άρα, οποιαδήποτε αναφορά στη βία σαν ένα φυσικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου, μια που και εμείς είμαστε μέρος της φύσης, είναι παραλογισμός. Σίγουρα ο άνθρωπος έχει μέσα του και τον Χριστό και τον Χίτλερ. Μπορεί να αγιάσει και μπορεί να κάνει μαζικά εγκλήματα, ακόμα και αν η τύχη του πολέμου έχει κριθεί (Χιροσίμα, Ναγκασάκι). Αν ο Κρο-Μανιόν επικράτησε του Νεάντερταλ, ήταν γιατί χρησιμοποίησε τη γλώσσα και τα σύμβολα. Δηλαδή, βρήκε έναν τρόπο επικοινωνίας που έχει μέσα της το επιχείρημα και τη συνδιαλλαγή. Ηβία είναι ακριβώς το αντίθετο. Επιβάλλεται χωρίς επιχείρημα. Και αυτή είναι η λειτουργία της εξουσίας.
Εξουσία-κράτος-βία είναι μια ίδια ενότητα. Πώς ανατρέπεται αυτό;
Μέχρι τώρα, όπως προκύπτει από την ιστορία, έχουμε δύο δρόμους. Ο ένας είναι με βίαιη επανάσταση και ο άλλος είναι με διάβρωση. Όπου ανατράπηκε βίαια το κράτος, η εξουσία και η βία δεν έφυγαν, απλώς άλλαξαν διαχειριστή. Και όπου ο φορέας της επανάστασης είχε ένα κυρίαρχο κόμμα, τότε είχαμε νίκη του ολοκληρωτισμού, που στο όνομα της επανάστασης και της υπεράσπισής της έφερνε ένα δεσποτισμό χειρότερο από τον προηγούμενο. Η διάβρωση είναι να χτίζεις τη νέα κοινωνία μέσα στην παλιά. Ένα καλό παράδειγμα είναι οι σοσιαλδημοκράτες της Σουηδίας, που έχτισαν όλη την υποδομή του κοινωνικού κράτους, όπως και δίκτυα λαϊκής παιδείας και υγείας, πολύ πριν αναλάβουν την εξουσία. Οι σοσιαλδημοκράτες δούλευαν περίπου εβδομήντα χρόνια στην κοινωνία, χτίζοντας τις λαϊκές υποδομές, και δημιούργησαν τεράστια κινήματα αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας. Και όταν ανέλαβαν την εξουσία, «κρατικοποίησαν» αυτό το κίνημα και αποκεί άρχισε η παρακμή του. Το κράτος πάντα είναι σημάδι ταξικής εξουσίας. Και το ερώτημα αν πρέπει να υπάρχει, υπαρκτό.
Κάποιος θα μπορούσε να απορρίψει αυτές τις σκέψεις ως ρεφορμιστικές και καθόλου επαναστατικές. Ας θυμηθούμε: Η Καμπότζη και το Βιετνάμ είναι οι δύο μοναδικές χώρες που νίκησαν ένοπλα τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ. Οι αρχές του Πολ Ποτ είχαν ένα επαναστατικό όραμα: απόλυτη ισότητα, κατάργηση του κέρδους και του χρήματος, επιστροφή της παραγωγής στον πρωτογενή τομέα και άλλα τέτοια ωραία πράγματα. Αλλά για να τα κάνει να συμβούν όλα αυτά, σφαγίασε περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού της Καμπότζης κι έριξε τη χώρα στην απόλυτη φτώχεια (οι αξιωματούχοι του καθεστώτος δικάζονται ακόμα για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας).
Μια τέτοια επανάσταση είναι το ίδιο μισητή όσο και μια φασιστική δικτατορία. Ο Παπαδόπουλος έλεγε το πραξικόπημά του επανάσταση. Οι αλλαγές στην κοινωνία γίνονται πρωτίστως στις συνειδήσεις. Κι από τη στιγμή που αρχίζουμε να βλέπουμε τα πράγματα διαφορετικά –και με τη δικιά μας ελεύθερη βούληση– στρατευόμαστε σε έναν κοινωνικό ακτιβισμό που θα δώσει καρπούς όταν οι συνθήκες ωριμάσουν.
Βεβαίως, η Ιστορία δεν προχωράει με μέτρο τη ζωή ενός ανθρώπου. Και είναι ευθέως ανάλογη με τις συνειδήσεις της συντριπτικής πλειοψηφίας ενός λαού. Και όσο κυριαρχεί η τηλεοπτική συνείδηση, η επανάσταση μεταφέρεται στο μέλλον. Και δυστυχώς, η Ιστορία δεν είναι αυτοκίνητο για να παίρνει επιτάχυνση. Κινείται με τους ρυθμούς που της επιβάλλουν οι μάζες. Και όσο αυτές παραμένουν σε αδράνεια, βρίσκεται κι αυτή σε αδράνεια.
Παρόλα αυτά τα στοιχειώδη για κάποιον πολιτικά σκεπτόμενο άνθρωπο, βρέθηκαν ομάδες που θέλησαν να επιταχύνουν την Ιστορία. Ο Χορστ Μάλερ ήταν ένας από αυτούς. Αυτό το επιφανές μέλος της «Φράξιας Κόκκινος Στρατός»-RAF θεωρούσε την εργατική τάξη της Δυτικής Γερμανίας τελείως παθητική και διεφθαρμένη, και ως εκ τούτου ήταν αδύνατο να απελευθερωθεί από μόνη της. Οι εργάτες ήταν κατατρομαγμένα γουρούνια, μαζί με το σύνολο της Αριστεράς. Και μαζί με τους συντρόφους του, πίστεψαν πως με κάποιες δολοφονίες και κάποιους δυναμίτες θα την απελευθέρωναν. Αντίστοιχες αντιλήψεις και δράσεις υπήρχαν και σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Το ενδιαφέρον με τον Μάλερ ήταν πως, μόλις βγήκε από τη φυλακή, άλλαξε το μπολσεβίκικο κοστούμι του και φόρεσε το ναζιστικό. Σήμερα είναι ηγετικό στέλεχος των νεοναζί.
Άλλαξε ο Μάλερ πολιτικές αντιλήψεις, όπως τον κατηγόρησαν, ή απλώς παρέμεινε συνεπής στις απόψεις του και ήταν πάντα ναζί; Κατά την άποψή μου, μια ναζιστική ή φασιστική αντίληψη δεν είναι απαραίτητο να έχει την αντίστοιχη ιδεολογική αναφορά. Μπορεί να εκφράζεται μέσα από ένα θρησκευτικό κίνημα. Ακόμα μπορεί να εκφραστεί και από το οποιοδήποτε πολιτικό κίνημα, δεξιό, κεντρώο, αριστερό, αλλά ακόμα και αναρχικό. Σ’ αυτήν την αντίληψη υπάρχουν μερικά σταθερά χαρακτηριστικά που μπορούμε να τα κατονομάσουμε:
– Οι μάζες βρίσκονται σε λήθαργο και παρακμή και από μόνες τους δεν μπορούν να κάνουν τίποτε. Είναι πρόβατα και χρειάζονται έναν τσοπάνη (χριστιανική προσέγγιση, ποίμνιο και ποιμένας). Έχουν ανάγκη από έναν μεσσία-αρχηγό που θα τους οδηγήσει στην απελευθέρωσή τους, αφού πρώτα υποταγούν τυφλά στον αρχηγό (Χίτλερ, Μουσολίνι και, από την άλλη πλευρά του καθρέπτη, Στάλιν, Μάο και όχι μόνο). Το ρόλο του μεσσία μπορούν να παίξουν και οι λεγόμενες πρωτοποριακές ομάδες, που θεωρούν τον εαυτό τους εκπρόσωπο του λαού, άσχετα αν δεν έχουν καμιά σχέση μαζί του.
– Στο σημείο, λοιπόν, που όλοι αυτοί είναι ανώτεροι από τους άλλους, είτε σαν φυλή ή πρωτοπορία είτε σαν ποιμένες-αρχηγοί και φίρερ, αναγκαστικά δεν μπορεί να υπάρξει ισότητα. Οι άλλοι είναι υποδεέστεροι. Άρα, το μόνο που έχουν να κάνουν οι «κατώτεροι» είναι ή να ακολουθήσουν τυφλά τους αρχηγούς ή να θεωρηθούν εχθροί, στο σημείο που δεν υποτάσσονται στην ανώτερη αλήθεια.
– Όταν κάποιος από μας πατάει μια κατσαρίδα, ποτέ δεν σκέφτεται ότι σκοτώνει μια ζωή. Και όταν οι άνθρωποι, στα μάτια των ανωτέρων, έχουν τα ίδια δικαιώματα με τις κατσαρίδες, η ανθρώπινη ζωή δεν έχει καμία σημασία. Για αυτό είναι εύκολη η βία. Άνθρωποι είναι μόνο όσοι είναι δικοί μας. Οι υπόλοιποι βαπτίζονται εχθροί. Και η βία, από εργαλείο, γίνεται αξία και δημιουργεί τον σίριαλ κίλερ, είτε με πολιτική αναφορά είτε όχι.
– Υπάρχει πάντα μια αναφορά που δεν μπαίνει ποτέ σε αμφισβήτηση. Και αυτή μπορεί να είναι θρησκευτική-μεταφυσική, μπορεί να είναι εθνική ιδέα, μπορεί να είναι φυλετική, και ακόμα μπορεί να είναι επαναστατική-φαντασιακή. Ένα είδος θεατρικού έργου που, για να παιχτεί, απαιτεί ανθρώπινες ζωές.
Όλα τα κινήματα που είχαν αυτά τα χαρακτηριστικά, άσχετα αν κάποτε πήραν την εξουσία ή δεν μπόρεσαν ποτέ να την πλησιάσουν κι έμειναν μικρές περιθωριακές ομάδες κι εξοντώθηκαν, έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Δεν είναι κινήματα μαζών, ακόμα και όταν είναι μαζικά, αλλά ένα κρατικό μόρφωμα που χτίζεται μέσα στο κράτος με σκοπό να το αντικαταστήσει. Με άλλα λόγια, ο παράγοντας άνθρωπος είναι απών. Για αυτό και η βία για αυτούς είναι απαραίτητη. Γιατί σκέφτονται σαν κράτος και εξουσία.
Αν ζούσε σήμερα ο Τσε, δεν θα έκανε κανένα αντάρτικο. Θα είχε καταλάβει πως τα ένοπλα κινήματα είναι αδιέξοδα. Δηλαδή, αυτό που κατάλαβαν όλα τα ένοπλα κινήματα στη Λατινική Αμερική, που δεν είχαν καμιά σχέση με τις καρικατούρες των ένοπλων κινημάτων στην Ευρώπη.
Οι Σαντινίστας, που πήραν την εξουσία με τα όπλα το 1979, κατάλαβαν στη συνέχεια πως δεν μπορούσαν να την κρατήσουν με τα όπλα. Και το 1990 κάνουν εκλογές, τις οποίες και χάνουν και αποχωρούν από την εξουσία.
Ο υποδιοικητής Μάρκος των Ζαπατίστας στο Μεξικό ποτέ δεν δήλωσε πως πρέπει να πάρουν την εξουσία με τα όπλα, αλλά πως πρέπει να παλέψουν σε ένα πολιτικό πλαίσιο που θα δημιουργούσε μια αυθεντική δημοκρατία στο Μεξικό, που θα χωρούσε και τα δικαιώματα των ιθαγενών λαών του.
Το μόνο ένοπλο κίνημα που έχει απομείνει στη Λατινική Αμερική είναι το παραδοσιακό αντάρτικο του FARC, που δεν έχει πραγματικό πρόγραμμα εξουσίας. Αυτοσυντηρείται συχνά με συμμαχίες με τις μαφίες των ναρκωτικών, δημιουργώντας έτσι ένα ανταρτοληστρικό κίνημα που δεν έχει σχέση με τη πολιτική, αλλά με την επιβίωση.
Υποδειγματικές πράξεις και η Ακροδεξιά των ΗΠΑ
Μετά τον γαλλικό Μάη του ’68 και το φοιτητικό κίνημα που ξέσπασε σε Ευρώπη και ΗΠΑ περίπου την ίδια περίοδο με εντυπωσιακή ορμή, είχαμε στην ουσία μια πρώτη ουσιαστική ρήξη με τον σοβιετικό κομμουνισμό. Μετά την επικράτηση του μπολσεβίκικου πραξικοπήματος τον Οκτώβρη του 1917, το πολύβουο και πολύχρωμο επαναστατικό κίνημα του 19ου αιώνα πέρασε μέσα από τους αποστακτήρες των μπολσεβίκων, που δημιούργησαν υποκαταστήματα και αντιπροσωπείες σχεδόν σε όλο τον κόσμο, με εργαλείο την Γ΄ Διεθνή. Κυριάρχησαν ιδεολογικά και πολιτικά, εγκαθιστώντας το παγκόσμιο μονοπώλιο της επανάστασης. Η ρήξη με την Κίνα, μετά το θάνατο του Στάλιν, μπορεί να δημιούργησε ένα μαοϊκό κίνημα ανά τον κόσμο, αλλά δεν είχε καλύτερη τύχη από αυτό του τροτσκισμού. Το ένδοξο αναρχικό κίνημα του 19ου αιώνα είχε μια τελευταία αναλαμπή στην Ισπανία, πριν και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Και στη μόνη μορφή που είχε επιζήσει ήταν είτε με τη μορφή του συνδικαλισμού είτε σαν σημαντικές προσφορές διανοουμένων. Και εδώ εμφανίζεται αυτό που αποκαλούμε συμβολικά «γαλλικός Μάης». Γιατί στην ουσία ήταν ένα διεθνές κίνημα, που σ’ αυτό μπορούμε να εντάξουμε επίσης και το δικό μας Πολυτεχνείο. Και αυτό το κίνημα φέρνει τα πάνω κάτω.
Κι ανοίγονται πολλές συζητήσεις. Σύμφωνοι όλοι στην απόρριψη του σοβιετικού κομμουνισμού. Αλλά αποκεί και πέρα, τι; Να θυμίσουμε λίγο την εποχή. Αντάρτικα στον Τρίτο κόσμο. Πολιτιστική επανάσταση στην Κίνα. Βιετνάμ και Καμπότζη που προχωρούσαν νικηφόρα με τη δύναμη των όπλων. Κι ανοίγει μια μεγάλη συζήτηση: Ξαναπαίρνουμε τα όπλα στον αναπτυγμένο κόσμο και γινόμαστε η ένοπλη πρωτοπορία ή εντασσόμαστε στο μαζικό κίνημα και δίνουμε όλη μας την ενέργεια σε αυτήν τη δύναμη; Κάποιοι επέλεξαν την ένοπλη βία σαν υποδειγματική πράξη. Και έτσι είχαμε τη Φράξια Κόκκινος Στρατός στη Δυτική Γερμανία, την Άμεση Δράση στη Γαλλία, τις Ερυθρές Ταξιαρχίες στην Ιταλία και στην Ελλάδα τη 17 Νοέμβρη. Εκτός από την Ιταλία, όπου οι Ερυθρές Ταξιαρχίες και η Αυτονομία του Νέγκρι είχαν χιλιάδες μέλη και υποστηρικτές, όλες οι υπόλοιπες ομάδες της ένοπλης υποδειγματικής δράσης ήταν ολιγάριθμες.
Η τακτική που επιλέχτηκε ήταν οι δολοφονίες και η νιτρογλυκερίνη, που αναβίωσαν τις χειρότερες στιγμές του αναρχικού κινήματος στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού. Ο αναρχισμός, από κίνημα ισότητας και δικαιοσύνης, ταυτίζεται με δολοφονικές ενέργειες από τους πολέμιούς του και μέχρι σήμερα δεν έχει μπορέσει να ξεφύγει από αυτήν τη ρετσινιά. Σε αυτό δεν είναι άμοιροι ευθυνών και οι ίδιοι οι αναρχικοί. Δομικά, αυτά τα κινήματα δεν ήταν διαφορετικά από τα ένοπλα ακροδεξιά κινήματα των ΗΠΑ, και ιδιαίτερα από την Κου Κλουξ Κλαν, που χρησιμοποίησε τις ίδιες μεθόδους. Αυτό που άλλαζε ήταν ο στόχος. Στη περίπτωση της Ακροδεξιάς των ΗΠΑ, στόχος ήταν οι μαύροι. Στην περίπτωση των ένοπλων επαναστατικών ομάδων ήταν στελέχη του κατεστημένου, άσχετα αν ήταν ένοχοι ή αθώοι. Και εδώ επικράτησε η φασιστική αντίληψη της συλλογικής ευθύνης. Ξεπέρασαν έτσι και τους ίδιους τους νόμους του κάθε ολοκληρωτικού κράτους. Εκεί κάποια δίκη ή κάποιο στρατοδικείο στηνόταν, έστω και για τα μάτια. Σ’ αυτές τις ομάδες δεν χρειαζόταν τίποτα. Αποφάσιζαν ποιος ήταν ο εχθρός και τον εκτελούσαν, ξεπερνώντας και την ίδια τη μαφία στην οποία ποτέ δεν ίσχυσε η συλλογική ευθύνη. Το θύμα πάντοτε ήταν συγκεκριμένο. Στους «δικούς μας επαναστάτες» ισχύει η συλλογική ευθύνη. Και κατά τα πρότυπα των ναζί δημιουργούν «Καλάβρυτα» στο μέτρο του δυνατού. Και εφαρμόζουν την αρχή του «συλλογικού υποσυνείδητου», που σημαίνει πως όλοι είναι ένοχοι.

Μέσα και σκοπός
Αυτό που λέγεται, ότι «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», στην ουσία σημαίνει πως επιδιώκεις έναν αθέμιτο σκοπό με αθέμιτα μέσα. Και για να δικαιολογήσεις τα αθέμιτά σου μέσα, βαφτίζεις το σκοπό σου θεμιτό, του δίνεις ένα ωραίο όνομα και το ονομάζεις «υψηλό ιδανικό». Κι αποκεί και πέρα, παίρνεις συγχωροχάρτι προκαταβολικά και μπορεί να κάνεις ό,τι θέλεις. Όπου η εξουσία κατακτήθηκε με τα όπλα, κρατήθηκε με τα όπλα, εκτός σπανίων περιπτώσεων, που αυτήν τη φορά στράφηκαν εναντίον των μαζών που έκαναν την επανάσταση. Γιατί, ποτέ και πουθενά, καμία πρωτοπορία δεν έκανε καμιά επανάσταση. Η επανάσταση είναι υπόθεση των μαζών, όταν συνειδητοποιήσουν πως έχουν τη δύναμη να επαναστατήσουν, ανεξάρτητα αν αυτή τους η δύναμη καταλήξει στα χέρια αδίστακτων γραφειοκρατών, που με τη βία της καταστολής αφαιρούν τη δύναμη των μαζών.
Η Hannah Arendt στο βιβλίο της «Περί Βίας» (εκδόσεις Αλεξάνδρεια) κάνει μια σημαντική διάκριση μεταξύ βίας και δύναμης, που σαν έννοιες δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Αν και είναι πολλοί που ταυτίζουν αυτές τις δύο έννοιες, στην ουσία είναι αντίθετες μεταξύ τους. Η βία είναι εργαλείο. Και η Arendt στη μελέτη της μένει έκπληκτη από το γεγονός για το πόσο σπάνια το θέμα της βίας αποτέλεσε αντικείμενο ιδιαίτερης ανάλυσης.
Η βία δεν δημιουργεί δύναμη, αλλά αδυναμία. Και όταν τα μέσα επικρατούν του σκοπού και αυτά είναι βίαια, το προϊόν της βίας έχει ακόμη περισσότερη βία (τσαρισμός-μπολσεβικισμός).
Η δύναμη είναι η άτυπη εξουσία των μαζών, που είτε τη χρησιμοποιούν για τα συμφέροντα των πολλών είτε την παραχωρούν (ή υφαρπάζεται με διάφορα μέσα) σε μια εξουσιαστική ελίτ, από μοναρχία έως εκλεγμένη κοινοβουλευτική κυβέρνηση.
Άρα, η υπόθεση της επανάστασης είναι να γυρίσει η δύναμη εκεί που ανήκει. Κι αυτό αποτελεί το μεγάλο διακύβευμα, όταν οι πολλοί πιστεύουν ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Και ιδού λοιπόν πεδίο δόξης λαμπρό για τους επαναστάτες. Αγώνας για να γυρίσει η δύναμη εκεί που ανήκει.
Γι’ αυτό χρειάζονται πολλές παρεμβάσεις, σε πολλά επίπεδα, τόσο στο ατομικό, όσο και στο κοινωνικό. Για μένα, αυτός που θέλει έναν κουβά νερό για να πλύνει τα δόντια του, δεν μπορεί να είναι επαναστάτης, ακόμα και αν διδάσκει οικολογία σε πανεπιστήμιο. Χωρίς προσωπική ηθική, είμαστε όλοι εν δυνάμει εξουσιαστές και γραφειοκράτες, όσο κι αν διακηρύσσουμε το αντίθετο.
Τελικά, για ποιον παράδεισο αγωνιζόμαστε; Για ποια ουτοπία; Για τίποτα από όλα αυτά. Κανείς δεν ήρθε από τον παράδεισο για να μας πει πώς είναι. Και οι ουτοπίες που πήγαν να χτιστούν γίναν δυστοπίες. Δεν μπορούμε να φανταστούμε καμία μελλοντική κοινωνία αν δεν αρχίσουμε να τη χτίζουμε από τώρα μέσα σ’ αυτήν τη κοινωνία. Μπορούμε να δούμε μερικά χαρακτηριστικά: ισότητα, δικαιοσύνη, η παραγωγή του πλούτου να πηγαίνει στην κοινωνία κι όχι στους κερδοσκόπους. Μαζί με πολλά άλλα χαρακτηριστικά, που έχουν διατυπωθεί ανά τους αιώνες από τους μεγάλους στοχαστές που είχαν στόχο τον άνθρωπο και την ευτυχία του.
Προς το παρόν, παλεύουμε για ανθρώπινα δικαιώματα στην κόλαση. Κι αυτό δεν είναι εύκολη δουλειά.
Περικλής Κοροβέσης – Ιούλης 2010

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Εξημέρωσέ με!


Εξημέρωσέ με!
Την ιστορία μας στέλνει το Πράσινο Ανθρωπάκι
«Τότε είναι που παρουσιάστηκε η αλεπού.
«Καλημέρα», είπε η αλεπού.
«Καλημέρα», απάντησε ευγενικά ο μικρός πρίγκιπας, που στράφηκε μα δεν είδε τίποτα. «Εδώ είμαι», είπε η φωνή «κάτω από τη μηλιά…».
«Ποια είσαι;» είπε ο μικρός πρίγκιπας.
«Είσαι πολύ όμορφη…».
«Είμαι μια αλεπού», είπε η αλεπού.
«Έλα να παίξεις μαζί μου», της πρότεινε ο μικρός πρίγκιπας.
«Είμαι τόσο λυπημένος…».
«Δεν μπορώ να παίξω μαζί σου», είπε η αλεπού.
«Δεν είμαι εξημερωμένη».
«Α! συγγνώμη» έκανε ο μικρός πρίγκιπας . Αλλά μετά από σκέψη πρόσθεσε:
«Τι σημαίνει εξημερώνω;»…
«Είναι κάτι πολύ ξεχασμένο», είπε η αλεπού.
«Σημαίνει δημιουργώ δεσμούς».
«Δημιουργώ δεσμούς;» «
Βέβαια» είπε η αλεπού.
«Για μένα ακόμα δεν είσαι παρά ένα αγοράκι εντελώς όμοιο με εκατό χιλιάδες άλλα αγοράκια. Και δεν σ’ έχω ανάγκη. Και δεν μ’ έχεις ανάγκη ούτε κι εσύ. Για σένα, δεν είμαι παρά μια αλεπού όμοια με εκατό χιλιάδες αλεπούδες. Όμως αν μ’ εξημερώσεις θα έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλο. Θα’ σαι για μένα μοναδικός στον κόσμο, θα’ μαι για σένα μοναδική στον κόσμο…».
«Αρχίζω να καταλαβαίνω είπε ο μικρός πρίγκιπας».

Η Αλεπού κοίταξε το Μικρό Πρίγκιπα, για πολύ ώρα.
“Σε παρακαλώ εξημέρωσέ με!” είπε.

“Το θέλω πάρα πολύ” απάντησε ο Μικρός Πρίγκιπας. “Αλλά δεν έχω πολύ χρόνο. Ψάχνω για φίλους και θέλω να γνωρίσω πολλά πράγματα.”
“Γνωρίζουμε μόνο τα πράγματα που εξημερώνουμε”, είπε η Αλεπού. “Οι άνθρωποι δεν έχουν χρόνο να γνωρίσουν το οτιδήποτε. Αγοράζουν τα έτοιμα πράγματα από τα καταστήματα. Αλλά δεν υπάρχει κανένα κατάστημα στο κόσμο από το οποίο να μπορούν να αγοράζουν φίλους και έτσι οι άνθρωποι δεν έχουν πια κανένα φίλο. Εάν θες ένα φίλο, εξημέρωσέ με…”

“Τι πρέπει να κάνω για να σε εξημερώσω;” ρώτησε ο Μικρός Πρίγκιπας.
“Πρέπει να είσαι πολύ υπομονετικός” απάντησε η Αλεπού. “Πρώτα θα καθίσεις στο γρασίδι κάπως μακριά μου, όπως τώρα. Θα σε βλέπω με την άκρη του ματιού μου και δεν θα λες τίποτα. Οι λέξεις είναι αιτία παρεξηγήσεων. Μέρα με τη μέρα θα έρχεσαι πιο κοντά μου…”

Την επόμενη ημέρα ο Μικρός Πρίγκιπας επέστρεψε.
“Θα ήταν καλύτερα να έρχεσαι πάντα την ίδια ώρα” είπε η Αλεπού. “Για παράδειγμα, αν έρχεσαι στις τέσσερις η ώρα το απόγευμα, τότε γύρω στις τρεις η ώρα θα αρχίσω να νιώθω ευτυχισμένη. Όσο περνάει η ώρα θα νιώθω όλο και πιο ευτυχισμένη. Στις τέσσερις η ώρα, θα είμαι ανήσυχη και σχεδόν θα χοροπηδώ από ευτυχία. Θα σου δείχνω πόσο ευτυχισμένη είμαι. Αλλά αν δεν έρχεσαι συγκεκριμένη ώρα, δεν θα ξέρω πότε θα πρέπει να φορέσει η καρδιά μου τα καλά της για να σε υποδεχθεί… Πρέπει να τηρούμε τις ιεροτελεστίες…”
“Τι θα πει ιεροτελεστία;” ρώτησε ο Μικρός Πρίγκιπας.
“Και οι ιεροτελεστίες είναι πράξεις που οι άνθρωποι παραμελούν συχνά” είπε η Αλεπού. “Είναι αυτό που κάνει τη μια ημέρα να διαφέρει από τις άλλες ημέρες, την μια ώρα από τις άλλες ώρες. Για παράδειγμα, οι κυνηγοί έχουν μια ιεροτελεστία. Κάθε Πέμπτη χορεύουν με τα κορίτσια του χωριού. Έτσι η Πέμπτη είναι μια θαυμάσια ημέρα για μένα! Μπορώ να κάνω ένα περίπατο στους αμπελώνες. Αλλά αν οι κυνηγοί χόρευαν οποτεδήποτε, κάθε ημέρα θα ήταν όπως κάθε άλλη ημέρα, και δεν θα μπορούσα ποτέ να έχω καθόλου διακοπές.”
Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Ένα λεπτό, περιπτερά…


Η ιστορία είναι πλέον γνωστή. Οι ΜΑΤατζήδες φαίνονται σε σχετικό βίντεο αφενός να κάνουν πλιάτσικο σe περίπτερο, αφετέρου να χτυπούν με κλομπ εργαζόμενους σε αυτό.

Ε και; Ποιο είναι το πρόβλημα;
Ο εκπρόσωπος των αστυνομικών είπε: «Έπρεπε να είχε συλληφθεί ο περιπτεράς».
Συγκεκριμένα, μιλώντας στον ΑΝΤ1 το πρωί της Τετάρτης, ο αντιπρόεδρος δημοσίων σχέσεων της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Αθηνών Στ.Μπαλάσκας, τόνισε: «Κατάκοποι οι συνάδελφοι, έδωσαν το 20ευρω για τα νερά και τότε άρχισαν τα λάθη».

Ποια λέτε να ήταν τα λάθη;
Ο κ. Μπαλάσκας εντόπισε τα λάθη αφ” ενός στον περιπτερά που δεν ήθελε να πουλήσει στους αστυνομικούς νερό, αφ” ετέρου στους αστυνομικούς που δεν τον συνέλαβαν, αν και αυτό προβλέπει ο νόμος.
Με λίγα λόγια, όχι μόνο το δίκιο είναι με το μέρος των αστυνομικών που έκαναν πλιάτσικο, αλλά, αν φταίνε σε κάτι, είναι που δεν κατάφεραν, με ξύλο (που δόθηκε) και σύλληψη (που, ατυχώς, δεν έγινε), να κάνουν τον περιπτερά να ομολογήσει.
Συνηγορεί κάποιος έγκριτος και αξιόπιστος επί αυτής της νέας μορφής και τύπου δικαιοσύνης και ‘’κράτους δικαίου’’;
Βεβαίως, συνηγορεί προθύμως και αγογγύστως ο γνωστός Τηλεοπτικός Μαϊντανός και Τηλε-βιβλιοπώλης που χρησιμοποιεί το όνομα Άδωνις ενώ φορά κατά καιρούς τα άμφια Υπουργού ή κοινοβουλευτικού εκπροσώπου της Νέας Δημοκρατίας. Στην ίδια εκπομπή, σχολιάζοντας το επιχείρημα των αστυνομικών ότι εκείνοι έδωσαν χρήματα, αλλά ο περιπτεράς δεν ήθελε να τους δώσει τα νερά, είπε: «Ο περιπτεράς πήγε να πουλήσει τσαμπουκά».
Τώρα, ο περιπτεράς μάλλον είναι μπερδεμένος. Δεν θυμάται να ήταν μπροστά στο επεισόδιο ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας. Άρα πως μπορεί και αποφαίνεται, τη στιγμή μάλιστα που το βίντεο δείχνει άλλα;
Απλά, υπάρχει ένας αυτοματισμός στη σκέψη του επαγγελματία προπαγανδιστή της κυβέρνησης: Εγώ είμαι με τον μπάτσο, άρα ο μπάτσος έχει δίκιο και συνηγορώ οπωσδήποτε υπέρ του. Αλλά δε φτάνει αυτό. Δεν ταιριάζουν τα μισά λόγια στην εποχή μας: Η απόφαση δεν είναι απλά ότι ο μπάτσος είναι αθώος, αλλά ότι ο περιπτεράς είναι ένοχος. Ο Άδωνις έχει δίκιο περιπτερά μου.

Φυσικά μέσα στο πλαίσιο της παράλογης λογικής του σημερινού κράτους, της πολιτικής και του συστήματος που στηρίζει: »Όποιος δεν είναι μαζί μου, είναι εναντίον μου και θα συντριβεί χωρίς προσχήματα».
Τα είχε πει και ο Μπους όταν ξεκίναγε τη μαζική ανθρωποκτονία στη Μέση Ανατολή.

Περιθώρια, για συμβιβασμούς, δεν δίνει σε κανένα ο σύγχρονος κοινωνικός κανιβαλισμός των κυρίαρχων. Μα αν είναι έτσι, δεν αρκεί το βύθισμα στη λιτότητα, την ανεργία, την απόλυτη εργασιακή ανασφάλεια και βαρβαρότητα, την πλήρη διάλυση κάθε είδους κοινωνικών πολιτικών. Πρέπει, επιπλέον, η κοινωνία να δεθεί, να μπει στο γύψο.
Το είχε πει εύστοχα και προφητικά και ο δικτάτορας Παπαδόπουλος παλιότερα και είχε παρεξηγηθεί: ‘’ο ασθενής δεν μπορεί να χειρουργηθεί μόνος του’’. Τον δένουμε και τον χειρουργούμε εμείς…
Αυτό θέλησε να κάνει και ο μπάτσος, περιπτερά μου.
Δεν είναι ούτε η αρχή ούτε το τέλος του προβλήματος. Κοίτα από πίσω του τον Άδωνη, παρα-πίσω την κυβέρνηση, στα άδυτα ψάξε να βρεις τους εφοπλιστές και τους βιομηχάνους που περιμένουν φρέσκο τζάμπα πράμα δουλεμπορικό και αν μπορείς εντόπισε και την πολιτισμένη ΕΕ στο ρόλο του συντονιστή και του μαέστρου.
Και μην ξεχάσεις να ξεχωρίσεις (και να φτύσεις) τους γλοιώδεις ‘’διανοούμενους’’ που δε χάνουν την ευκαιρία να καταδικάζουν τη ‘’βία απ’ όπου και αν προέρχεται’’, την ίδια στιγμή που με επιμέλεια παίζουν το ρόλο του σφουγκοκωλάριου σε αυτούς που τους πληρώνουν.





ΥΓ: ούτε στο περίπτερο ήμουνα, ούτε τον μπάτσο ούτε τον περιπτερά είδα καταπρόσωπο. Μόνο ότι δείχνει το βίντεο. Επειδή όμως κυκλοφορεί μια δοξασία ότι οι περιπτεράδες είναι φραγκοφονιάδες και σκοτώνουν ‘’για μια δεκάρα’’, αν στην περίπτωσή μας πράγματι οι εργαζόμενοι στο περίπτερο περιφρόνησαν περήφανα τη βία και τη ‘’νομιμότητα’’ που περπατούσε με στολή και όντως αρνήθηκαν το εικοσάρικο που πετάχτηκε κάτω, χίλιες φορές μπράβο…Πάλι νικητές είναι.

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Ο ανθρωπάκος και η φιλοσοφία της ελευθερίας


Max Horkheimer: Λυκόφως (αποσπάσματα)

Μετάφραση από τα γερμανικά: Γιώργος Στεφανίδης,
μέσω του ιστολογίου: Κριτική Θεωρία

Ο ανθρωπάκος και η φιλοσοφία της ελευθερίας
Η ελευθερία πρέπει να πραγματωθεί στον σοσιαλισμό. Όσο το παρόν σύστημα φέρει το όνομα «ελευθερία» και εκλαμβάνεται ως φιλελεύθερο, τόσο περισσότερο ασαφείς είναι συνήθως οι παραστάσεις σχετικά με την ελευθερία.
Κατά συνέπεια, ο καθένας που έχει τα μάτια του ανοικτά και λιγοστά χρήματα στο πορτοφόλι του εξοικειώνεται συχνά με αυτήν τη φιλοσοφική έννοια. Π.χ. ζητά από κάποιον γνωστό του να προσληφθεί στην επιχείρησή του. Αυτό δεν έχει απολύτως καμία σχέση με τη φιλοσοφία. Όμως, ο γνωστός συνοφρυώνεται και παραπέμπει στην αντικειμενική αδυνατότητα· η επιχείρηση πηγαίνει χάλια, πρέπει μάλιστα να απολύσει πολλούς εργαζόμενους. Ο αιτών δεν πρέπει να του κρατάει κακία, διότι δεν είναι στο χέρι του, η ελευθερία του δεν φθάνει τόσο μακριά.
Ο επιχειρηματίας εξαρτάται από νόμους, οι οποίοι δεν έχουν σχεδιασθεί με γνώση και βούληση ούτε από τον ίδιο ούτε από κάποιον άλλο, ούτε από μια δύναμη στην οποία οι άνθρωποι έχουν αναθέσει αυτή την εντολή· αφενός, οι μεγάλοι καπιταλιστές και πιθανώς αυτός ο ίδιος χρησιμοποιούν με επιδεξιότητα αυτούς τους νόμους, αφετέρου, η ύπαρξή τους γίνεται δεκτή ως γεγονός. Η οικονομική άνθηση ή ύφεση, ο πληθωρισμός, οι πόλεμοι, όπως επίσης οι απαραίτητες για τη δεδομένη κοινωνική κατάσταση ιδιότητες των ανθρώπων και των πραγμάτων, καθορίζονται διαμέσου τέτοιων νόμων, διαμέσου της ανώνυμης κοινωνικής πραγματικότητας, όπως η περιστροφή της γης [καθορίζεται] διαμέσου των νόμων της νεκρής φύσης. Κανένα μεμονωμένο άτομο δεν μπορεί να προκαλέσει κάποια αλλαγή.
Ο αστικός τρόπος σκέψης δέχεται αυτή την πραγματικότητα ως υπεράνθρωπη· φετιχοποιεί την κοινωνική διαδικασία. Μιλά για τη μοίρα και είτε την ονομάζει τυφλή είτε προσπαθεί να την ερμηνεύσει μυστικιστικά· παραπονιέται για την απουσία νοήματος του όλου ή παραδίδεται στις άγνωστες βουλές του Κυρίου. Στην πραγματικότητα, όμως, όλα τα φαινόμενα που γίνονται αντιληπτά ως τυχαία ή ερμηνεύονται μυστικιστικά εξαρτώνται από τους ανθρώπους και τη ρύθμιση της κοινωνικής τους ζωής. Ως εκ τούτου, αυτά μπορούν να αλλάξουν. Αν οι άνθρωποι συνειδητά έπαιρναν την κοινωνική διαδικασία της ζωής τους στα χέρια τους και αντικαθιστούσαν τον αγώνα των καπιταλιστικών επιχειρηματικών ομίλων με μια αταξική οικονομία που λειτουργεί βάσει σχεδίου, τότε, επίσης, οι επιδράσεις της παραγωγικής διαδικασίας πάνω στους ανθρώπους και τις σχέσεις τους θα μπορούσαν να εποπτευθούν και να ρυθμισθούν. Ό,τι σήμερα στις ιδιωτικές και επιχειρηματικές συναλλαγές των ατόμων φαίνεται ως φυσικό γεγονός αφορά τις αδιαφανείς επιπτώσεις της κοινωνικής συμβίωσης συνολικά, συνεπώς τα ανθρώπινα και όχι τα θεϊκά προϊόντα.
Καθόσον αυτές οι επιδράσεις της κοινωνικής ζωής υπάρχουν ανεξέλεγκτα, άβουλα, ασυνείδητα, ως συνισταμένη πολλών ατομικών βουλήσεων που έχουν ασαφή εξάρτηση και δύναμη, ακόμα και η ελευθερία του ατόμου ελαττώνεται σε εξωφρενικά μεγαλύτερο βαθμό συγκριτικά με ό,τι θα ήταν αναγκαίο σύμφωνα με την κατάσταση των διαθέσιμων δυνάμεων. Όταν ο επιχειρηματίας που δέχθηκε την αίτηση για την πρόσληψη του γνωστού του απορρίπτει αυτή την επιθυμία, παραπέμποντας στις περιστάσεις που καθιστούν αδύνατη την εκπλήρωσή της, με αυτό τον τρόπο νομίζει ότι παραπέμπει σε κάτι εντελώς αντικειμενικό, τελείως ανεξάρτητο από αυτόν, στην πραγματικότητα όπως αυτή είναι καθ’ εαυτήν. Αφού όλοι οι άλλοι, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου που ζητά να προσληφθεί, βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, αφού όλοι αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα, που οι ίδιοι δημιούργησαν στην κοινωνική τους δραστηριότητα, ως ξένη, σύμφωνα προς την οποία πρέπει να ευθυγραμμισθούν, υπάρχουν μεν πολλοί αυτουργοί αλλά κανένα συνειδητό και, επομένως, ελεύθερο υποκείμενο των κοινωνικών σχέσεων· οι άνθρωποι πρέπει να υποταχθούν στις καταστάσεις, τις οποίες οι ίδιοι διαρκώς δημιουργούν ως ένα ξένο, πανίσχυρο πράγμα.
Βεβαίως, οι γνωστικές ενέργειες δεν επαρκούν προκειμένου να αλλάξει αυτή η κατάσταση. Το λάθος δεν συνίσταται σε καμία περίπτωση στο γεγονός ότι οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν το υποκείμενο, αλλά στο γεγονός ότι αυτό δεν υπάρχει. Είναι σημαντικό να συνδράμουμε ώστε να δημιουργηθεί αυτό το υποκείμενο που διαμορφώνει συνειδητά την κοινωνική ζωή· αυτό το ίδιο δεν είναι τίποτα άλλο παρά η σοσιαλιστική κοινωνία που ρυθμίζει το Είναι της και οργανώνεται ορθολογικά. Στην παρούσα κοινωνία υπάρχουν μεν μεμονωμένα υποκείμενα, των οποίων η ελευθερία περικόπτεται κατά πολύ διαμέσου του ασύνειδου χαρακτήρα της δράσης τους, αλλά δεν υπάρχει καμία ουσία που δημιουργεί την πραγματικότητα, καμία συνεκτική αιτία. Καθώς η θρησκεία και η μεταφυσική υποστηρίζουν ότι υπάρχει μία τέτοια αιτία, προσπαθούν να εμποδίσουν τους ανθρώπους να τον δημιουργήσουν με τις δικές τους δυνάμεις.
Όπως είναι αυτονόητο, η παρούσα έλλειψη ελευθερίας δεν ισχύει για όλους με τον ίδιο τρόπο. Η συμφωνία του παραγόμενου [προϊόντος] με το συμφέρον του παραγωγού είναι μια στιγμή ελευθερίας. Όλοι οι εργαζόμενοι άνθρωποι, ακόμα και οι μη εργαζόμενοι, συμμετέχουν μεν στην παραγωγή της υπάρχουσας πραγματικότητας, αλλά ο βαθμός της προαναφερθείσας συμφωνίας είναι πάρα πολύ διαφορετικός. Εκείνοι στους οποίους υπάρχει η συμφωνία σε υψηλό βαθμό εμφανίζονται με ορισμένο τρόπο υπεύθυνοι για αυτήν· έχουν δίκιο, όταν μιλούν για τη «δική μας» πραγματικότητα σε πληθυντικό μεγαλοπρέπειας. Μολονότι δεν έχουν δημιουργήσει οι ίδιοι τον κόσμο, εντούτοις, δεν αποτινάσσεται η υποψία ότι θα είχαν διαμορφώσει τον κόσμο έτσι ακριβώς. Γι’ αυτούς, είναι απολύτως ορθό ότι η δημιουργία και η διατήρηση της πραγματικότητας στην παρούσα κοινωνική μορφή συντελείται τυφλά· έχουν κάθε λόγο να καταφάσκουν το προϊόν αυτής της τυφλής διαδικασίας. Συνεπώς, ενισχύουν τους μύθους γύρω από την καταγωγή της. Όμως, για εκείνον τον ανθρωπάκο, ο οποίος ζητούσε να προσληφθεί και απορρίφθηκε διαμέσου της παραπομπής στις αντικειμενικές συνθήκες, είναι, αντιθέτως, εξαιρετικά σημαντικό να έρθει στο φως η καταγωγή αυτών των αντικειμενικών συνθηκών, έτσι ώστε να μην παραμείνουν τόσο δυσμενείς για τον ίδιο. Όχι μόνον η δική του ανελευθερία αλλά και η ανελευθερία των άλλων μετατρέπεται στη συμφορά του. Το δικό του συμφέρον ωθεί τον ανθρωπάκο στη μαρξιστική διασάφηση της έννοιας της ελευθερίας.
Συζήτηση για την επανάσταση
Ο γνήσιος αστός έχει την ικανότητα να παρατηρεί τα πάντα αντικειμενικά, στη μεταπολεμική Γερμανία μάλιστα, ακόμη και την επανάσταση. Μόλις ο αστός εισάγει αντικειμενικά την επανάσταση ή την πολιτική της προετοιμασία στη σφαίρα των σκέψεών του, η επανάσταση εμφανίζεται όπως οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα εντός της δεδομένης κοινωνικής πραγματικότητας και αξιολογείται αντιστοίχως. Καθόσον ο επιχειρηματίας στην καπιταλιστική παραγωγή δεν αναλογίζεται τόσο τη χρηστική αξία των προϊόντων του όσο τις αποτελεσματικές μεθόδους παραγωγής και πώλησης, κατά την αντικειμενική αξιολόγηση μιας κοινωνικής δραστηριότητας δεν ενδιαφέρεται τόσο για το περιεχόμενο όσο για την εκτέλεση. Ως εκ τούτου, στη Γερμανία το επαναστατικό κόμμα κατηγορείται περισσότερο για την κακή διεκπεραίωση παρά για τον στόχο, ο οποίος μετά το τέλος του πολέμου συγκεντρώνει αρκετές πιθανότητες επιτυχίας· στιγματίζεται η ανικανότητα της ηγετών.
Βέβαια, αυτή η κατάσταση δεν καθορίζεται μόνον από τα προαναφερθέντα τυπικά στοιχεία της αστικής σκέψης αλλά επίσης από πολύ περισσότερο χειροπιαστές αιτίες. Όχι μόνο στον αριστερό αστικό χώρο αλλά στην ψυχή ευρύτερων αντεπαναστατικών στρωμάτων, τα οποία μετά την αποτυχημένη προλεταριακή δράση αποδοκιμάζουν την ηγεσία, ο ψυχολόγος θα διακρίνει το κρυφό αίσθημα της ενοχής, [δηλαδή] ότι κάποιος δεν συμμετείχε αυτός ο ίδιος, και τον ασυνείδητο θυμό, [δηλαδή] ότι δεν έγινε τίποτα. Επίσης, παίζει ρόλο η ανίερη, βαθιά ριζωμένη στην ευρωπαϊκή ζωή πίστη στην επιτυχία ως θεϊκή κρίση. Η επανάσταση είναι κακή, για όσο χρόνο δεν έχει νικήσει.
Τα ελαττώματα της επαναστατικής ηγεσίας μπορεί στην πραγματικότητα να είναι μια ατυχία. Μολονότι ο πολιτικός αγώνας ενάντια στην απανθρωπιά της παρούσας κατάστασης διεξάγεται με τον χειρότερο δυνατό τρόπο, [εντούτοις] αυτός είναι η μορφή που λαμβάνει η βούληση για μια καλύτερη τάξη πραγμάτων στην παρούσα ιστορική στιγμή, ενώ με αυτό τον τρόπο τον συλλαμβάνουν πολλές χιλιάδες καταπιεσμένων και βασανισμένων σε ολόκληρη τη γη. Οποιαδήποτε ανεπάρκεια των ηγετών δεν αναιρεί το γεγονός ότι αυτοί αποτελούν την κεφαλή αυτού του αγώνα. Όποιος συνδέεται άμεσα με ένα μαχητικό κόμμα μπορεί ενδεχομένως να επηρεάσει την πορεία του· επίσης, αυτός που αναμφισβήτητα έχει θεωρητική και αγωνιστική συγγένεια με αυτό το κόμμα μπορεί ενδεχομένως για κάποιο χρονικό διάστημα να ασκήσει γόνιμη κριτική στην ηγεσία από τα έξω.
Όμως, ένα προλεταριακό κόμμα δεν μπορεί να μετατραπεί σε αντικείμενο θεωρητικής κριτικής, διότι κάθε λάθος του είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι το κόμμα δεν αποτράπηκε από τη διάπραξη λαθών διαμέσου της αποτελεσματικής συμμετοχής καλύτερων δυνάμεων. Αν ο θεωρητικός κριτικός μπορούσε να έχει ενισχύσει αυτές τις δυνάμεις διαμέσου της δικής του δραστηριότητας στο κόμμα, αυτό δεν μπορεί να κριθεί από τις εκ των υστέρων δηλώσεις του σχετικά με τις ενέργειες του κόμματος, διότι μένει αιωνίως αβέβαιο, αν η άποψη του πάνω στη δεδομένη κατάσταση θα είχε διαφωτίσει τις μάζες, αν οι αναγκαίες οργανωτικές ικανότητες είχαν συνδεθεί με τη θεωρητική υπεροχή του, εν συντομία, αν η πολιτική του εν γένει ήταν ή δεν ήταν δυνατή. Η πρόχειρη αντίρρηση είναι ότι οι ηγέτες έχουν στην κατοχή τους τα εξουσιαστικά μέσα του κόμματος, ότι ο μηχανισμός του κόμματος καταπνίγει τα μεμονωμένα άτομα και, κατά συνέπεια, κάθε απόπειρα των συνετών στερείται εκ των προτέρων προοπτικής. Μήπως η πολιτική βούληση σε κάθε στιγμή της ιστορίας δεν συνάντησε αντίστοιχα εμπόδια προκειμένου να επικρατήσει! Σήμερα τα εμπόδια μπορεί να στοιβάζονται ακριβώς μπροστά στον διανοούμενο όμως, ποιος θα μπορούσε να αποδείξει με διαφορετικό τρόπο, συγκριτικά με αυτούς που ξεπερνούν πρακτικά τις υπάρχουσες ελλείψεις, ότι αυτά τα εμπόδια, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις συσχετίσεις τους, δεν είναι αμελητέα; Η αστική κριτική στον προλεταριακό αγώνα είναι μια λογική αδυνατότητα.
Ο αστικός τρόπος σκέψης αρμόζει στο οικονομικό σύστημα, από το οποίο έχει γεννηθεί. Η ισχύς των κυρίαρχων μοτίβων σκέψης ακυρώνεται στο πολιτικό κίνημα, το οποίο πασχίζει να αντικαταστήσει την παρούσα κοινωνική μορφή με μια καλύτερη, διότι αυτή [η ισχύς] δεν υπόκειται στην εξουσία των οικονομικών νόμων του καπιταλισμού παρά μόνο με πολλαπλώς μεσολαβημένο και συγκεχυμένο τρόπο. Στον καπιταλισμό κάθε πρωτοβουλία που διεκπεραιώνεται ανεπαρκώς ρυθμίζεται αυτόματα. Η διαπίστωση ότι η [οικονομική] διεύθυνση είναι ανίκανη επαληθεύεται, καθώς η επιχείρηση χρεοκοπεί και η οικονομική λειτουργία της εκτελείται στο μέλλον από κάποια καλύτερη διεύθυνση. Συνεπώς, υπάρχει ένα αντικειμενικό μέτρο για την εκτέλεση των κοινωνικών δραστηριοτήτων, το οποίο δεν εξαρτάται από την κριτική. Το μέτρο στηρίζεται στην ακόλουθη διαπίστωση: όπου χρησιμοποιείται εργασία στο καπιταλιστικό σύστημα, βρίσκονται άνθρωποι που η εργασία τους ανταποκρίνεται στον βαθμό ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Όπου παρατηρείται μια δυσλειτουργία, αποκαθίσταται αμέσως. Αυτή η αποκατάσταση, όμως, δεν ισχύει σε καμία περίπτωση για την προλεταριακή ηγεσία. Όσοι σκοτώνονται ή σακατεύονται αναπληρώνονται κακήν κακώς από τις σειρές των αγωνιζόμενων, διότι ο εχθρός ξέρει να πετυχαίνει όσους είναι επικίνδυνοι για αυτόν. Ο κόσμος στον οποίο μεγαλώνει η προλεταριακή ελίτ δεν είναι ακαδημίες αλλά αγώνες στις φάμπρικες και τα συνδικάτα, πειθαρχικές ποινές, βρώμικες αντιπαραθέσεις εντός και εκτός κομμάτων, φυλακίσεις και παρανομία. Γι’ αυτό δεν συνωστίζονται οι φοιτητές όπως στις αίθουσες παραδόσεων και τα εργαστήρια της αστικής τάξης. Η επαναστατική καριέρα δεν διέρχεται μέσα από συμπόσια και τίτλους τιμής, ενδιαφέρουσες έρευνες και μισθούς καθηγητών αλλά μέσα από την αθλιότητα, τη ντροπή, την αχαριστία, τη φυλακή· οδηγείται στο άγνωστο που φωτίζεται μόνον από μια σχεδόν υπεράνθρωπη πίστη. Ως εκ τούτου, όσοι άνθρωποι είναι απλώς ταλαντούχοι ακολουθούν σπάνια την επαναστατική καριέρα.
Σημείωση:
Είναι πιθανόν ότι σε στιγμές όπως οι παρούσες η επαναστατική πίστη συνδυάζεται δύσκολα με τη μεγαλύτερη διορατικότητα για την πραγματικότητα· βέβαια, οι αναγκαίες ιδιότητες μιας ηγεσίας του προλεταριακού κόμματος θα μπορούσαν να βρεθούν τώρα ακριβώς σε ανθρώπους, οι οποίοι ακριβώς σύμφωνα με τον χαρακτήρα τους δεν είναι οι βέλτιστοι. Το «υψηλότερο επίπεδο» της αστικής κριτικής, το λεπτότερο ηθικό της συναίσθημα δεν κατάγονται από την απομάκρυνσή της από τον ενεργό πολιτικό αγώνα; Ειλημμένη ως γενικό αξίωμα, αυτή η απομάκρυνση δεν θα ήταν η θανατική καταδίκη της ελευθερίας; Δικαιολογούνται οι άνθρωποι με «υψηλότερο επίπεδο» να καταδικάζουν τους ανθρώπους που αγωνίζονται ενεργά;
Ενδείξεις
Ο ηθικός χαρακτήρας των ανθρώπων μπορεί να γίνει γνωστός με βεβαιότητα διαμέσου απαντήσεων σε καθορισμένα ερωτήματα. Αυτά τα ερωτήματα είναι διαφορετικά για κάθε εποχή και κυρίως, επίσης, για κάθε κοινωνικό στρώμα. Σε καμία περίπτωση δεν αναφέρονται πάντα σε αντικείμενα της ίδιας τάξης μεγέθους. Στις πρώτες εκατονταετίες του δικού μας ημερολογίου το ερώτημα για τον χριστιανισμό μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων σε ορισμένα τμήματα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν σαφώς ένα τέτοιο κλειδί, ενώ στη Γερμανία του 1917 το ερώτημα για την ποιότητα του ψωμιού από πατάτα. Εν έτει 1930 η στάση απέναντι στη Ρωσία ρίχνει φως στη νοοτροπία των ανθρώπων. Η κατάσταση που επικρατεί εκεί είναι εξόχως προβληματική. Δεν έχω την πεποίθηση ότι γνωρίζω προς τα πού κατευθύνεται η χώρα· αναμφίβολα υπάρχει πολλή αθλιότητα. Όμως, όποιος μεταξύ των μορφωμένων δεν αντιλαμβάνεται τίποτα από την προσπάθεια [που γίνεται] στη Ρωσία και κομπάζει με ελαφριά καρδιά, όποιος σε αυτό το σημείο αποφεύγει να σκεφθεί την
αναγκαιότητα, είναι ένας μίζερος σύντροφος, του οποίου η συναναστροφή δεν αποφέρει κανένα κέρδος. Όποιος έχει μάτια να βλέπει τη μάταιη αδικία του ιμπεριαλιστικού κόσμου, η οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να εξηγηθεί διαμέσου της τεχνικής αδυναμίας, θα αντιληφθεί τα γεγονότα στη Ρωσία ως τη συνεχιζόμενη επώδυνη προσπάθεια να ξεπερασθεί αυτή η φοβερή κοινωνική αδικία ή, τουλάχιστον, θα ρωτήσει καρδιοχτυπώντας αν διαρκεί ακόμη αυτή η προσπάθεια. Αν τα φαινόμενα διέψευδαν την προσπάθεια, θα γαντζωνόταν στην ελπίδα, όπως ένας καρκινοπαθής στην αμφίβολη είδηση ότι τα μέσα για την καταπολέμηση της ασθένειάς του έχουν βρεθεί.

Όταν ο Καντ έλαβε τις πρώτες ειδήσεις για τη Γαλλική Επανάσταση, έπρεπε να αλλάξει εφεξής τον συνηθισμένο του περίπατο. Επίσης, οι φιλόσοφοι του παρόντος διαισθάνονται την έλευση μιας καινούργιας εποχής, όχι όμως για την ανθρωπότητα αλλά για το απαίσιο βασίλειο φαντασμάτων της μεταφυσικής τους.
Σοσιαλισμός και μνησικακία
Η αποδοκιμασία των κινήτρων που ωθούν στην πραγμάτωση της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, όπως η σύγχυση και η αποθάρρυνση των ανθρώπων που καθορίζονται από αυτά τα κίνητρα, έχει τρομερή επιτυχία!
Στις συζητήσεις για τη δυνατότητα του σοσιαλισμού μπορεί κάποιος να ακούσει συχνά τον ενημερωμένο αντίπαλο να λέει ότι ο ενθουσιασμένος με τον σοσιαλισμό συνομιλητής του πρέπει πρώτα να μελετήσει την πραγματικότητα. Θα αντιληφθεί τότε ότι στον σοσιαλισμό ακόμη και για τον εργάτη τα πράγματα δεν θα ήταν καλύτερα από σήμερα. Προφανώς, για τον πολιτισμένο εργάτη – τουλάχιστον αυτής της γενιάς – τα πράγματα θα γίνουν κατά πολύ χειρότερα από σήμερα, μπορεί καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του να τρώει φασόλια. Ο υπεροπτικός αντίπαλος ίσως διασαφηνίσει τη γνώμη του διαμέσου του αισχρού αστείου του βαρόνου Rothschild, ο οποίος χάρισε σε έναν σοσιαλιστή ένα τάλαρο και εξήγησε: «Να είστε ικανοποιημένος τώρα, αυτό είναι πολύ περισσότερο από ό,τι σας αναλογεί κατά κεφαλήν στη συνολική ανακατανομή».
Αν ο νεαρός συνομιλητής έχει μαθητεύσει στον μαρξισμό, θα εξηγήσει ότι οι σοσιαλιστές δεν πασχίζουν για την ανακατανομή αλλά για την κοινωνικοποίηση και την αναδιάρθρωση της οικονομίας. Ενδεχομένως, θα δώσει μια θεωρητική διάλεξη. Όμως, μπορεί να ισχυρισθεί ότι με την ανακατανομή κυριαρχεί τουλάχιστον δικαιοσύνη. Σε αυτή την περίπτωση είναι χαμένος· διότι τώρα έχει αποκαλύψει το χυδαίο του φρόνημα, τη γεμάτη με μνησικακία σκέψη του. Σύμφωνα με αυτόν, στην πρώτη γραμμή δεν βρίσκεται καθόλου η υλική βελτίωση· όσοι σήμερα ζουν υποφερτά πρέπει απλώς να μην έχουν περισσότερα από τον ίδιο. Πίσω από τα επιχειρήματά του κρύβεται απλώς το μίσος. Κάποιος μπορεί να τρώει ευχαρίστως φασόλια σε όλη του τη ζωή, αρκεί μόνον ο άλλος να μην τρώει μπριζόλα! Ο νεαρός σοσιαλιστής θα σιωπήσει αμήχανα μπροστά σε αυτήν τη μομφή και ίσως υπερασπίσει τον εαυτό του απέναντι σε αυτήν. Βρίσκεται σε σύγχυση. Δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την καθολική αποδοκιμασία της βούλησης για ελευθερία και δικαιοσύνη, στην οποία αποδίδεται ο τίτλος της μνησικακίας.
Όμως, η ακίνδυνη μπριζόλα, την οποία φθονεί αυτό το απαγορευμένο φρόνημα, είναι το σύμβολο της εξουσίας πάνω στους ανθρώπους, της αυτοτέλειας που στηρίζεται στην πλάτη της αθλιότητας. Ο κίνδυνος, τα βάσανα, ο καταναγκασμός, οι ελλείψεις, η αβεβαιότητα, η συγκέντρωση αυτών των αρνητικών στιγμών της ζωής στην εκμεταλλευόμενη τάξη καθορίζονται σήμερα διαμέσου της συγκέντρωσης των θετικών στιγμών στον εξωφρενικά μικρό αριθμό των ελεύθερων. Στα σχολικά βιβλία η αστική τάξη διηγείται τον ιδεαλισμό των ηρώων, οι οποίοι προτιμούν να πεθάνουν παρά να υποδουλωθούν· απέναντι στον σοσιαλισμό, όμως, η αστική τάξη είναι αρκούντως υλιστική ώστε να αντικρούσει την ορμή για την αποτίναξη του ζυγού, για την κατάλυση της ανισότητας, παραπέμποντας στη φαινομενική αναλήθεια των υλικών βελτιώσεων. Η αγάπη για την ελευθερία καλλιεργείται μόνο στην ψευδή μορφή του εθνικιστικού σωβινισμού. Η συνθήκη των Βερσαλλιών προκαλεί πραγματικά περιττή αθλιότητα· όμως, στη Γερμανία κατηγορείται με σφοδρότητα από αυτούς που διατηρούν αμείλικτα την καπιταλιστική ιδιοκτησιακή τάξη πραγμάτων, η οποία καθιστά δυνατή τη συνθήκη των Βερσαλλιών. Αυτή η τάξη πραγμάτων, στην οποία καταδικάζονται τα παιδιά του προλεταριάτου σε λιμό και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου των ανώνυμων εταιρειών σε λουκούλλεια γεύματα, γεννά στην πράξη τη μνησικακία.
Πρόοδος
Ο κατασκευαστής πυρομαχικών, ο πολιτικός του και ο στρατηγός του εξηγούν: «Όσο υφίσταται ο κόσμος, θα υπάρχουν πάντα πόλεμοι· δεν υπάρχει καμία πρόοδος». Ως εκ τούτου, κατά πρώτον, η ευχή είναι ο πατέρας της σκέψης· κατά τα άλλα, αυτή η πεποίθηση πρέπει επίσης να αφομοιωθεί από τις μάζες. Αυτό είναι πολύ κατανοητό – τρόπον τινά, φανερή, ειλικρινής αποβλάκωση. Οι λογοτεχνικοί υπηρέτες των κυρίαρχων έχουν επιπρόσθετα την ξεδιαντροπιά να θέτουν – με ύφος αμερόληπτων ανθρώπων που γνωρίζουν όλες τις θεωρητικές δυσκολίες – το ερώτημα: «Τι σημαίνει πρόοδος; Το μέγεθος της προόδου μπορεί μόνον να προσεγγίζει την πραγμάτωση κάποιας μεμονωμένης και σχετικά τυχαίας αξίας. Εφόσον εξετάζουμε τη συνολική ιστορία υπό μια τέτοια οπτική γωνία, απολυτοποιούμε κάτι σχετικό, υποστασιοποιούμε κάτι υποκειμενικό, εν συντομία, εισάγουμε τον περιορισμό και τη μονομέρεια στην επιστήμη». Εξαιτίας της οργής τους απέναντι στον σοσιαλιστικό αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο, ο οποίος αντλεί την ελπίδα του από τα αποτελέσματα των προηγούμενων αγώνων, πρωτίστως από τις επαναστάσεις των τελευταίων αιώνων, δημιουργούν την αποκαλούμενη φιλοσοφία της ιστορίας τους. Σάμπως δεν θα ήταν σαφές ποια πρόοδος εννοείται από τους σοσιαλιστές και καταπολεμείται θεωρητικά και πρακτικά από την αντίδραση: η βελτίωση της υλικής ύπαρξης διαμέσου μιας περισσότερο σκόπιμης διαμόρφωσης των ανθρώπινων σχέσεων!
Για την πλειονότητα των ανθρώπων, είτε γνωρίζουν είτε δεν γνωρίζουν τα παραπάνω, αυτή η βελτίωση σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει απλώς την πραγμάτωση μιας σχετικά τυχαίας αξίας αλλά το σπουδαιότερο στον κόσμο. Μπορεί η ιστορία υπό αυτή την άποψη να ακινητοποιείται ή να οπισθοδρομεί για μεγάλα διαστήματα, μπορεί η συγκάλυψη αυτού του γεγονότος τα τελευταία εκατό χρόνια να χρησιμοποιήθηκε συχνά ως μέσο εξαπάτησης των μαζών, εντούτοις ο λόγος περί της προόδου είναι ξεκάθαρος και δικαιολογημένος. Η πεποίθηση ότι η πρόοδος ολοκληρώνεται υπό την κυριαρχία των κυρίαρχων ήταν για πολύ καιρό ένα ψέμα στο στόμα των τελευταίων, από το οποίο απομακρύνονται σήμερα οι ίδιοι οι λογοτέχνες τους· ως εκ τούτου, είναι φανερό ότι αυτοί θα μπορούσαν να εγκαταλείψουν την έννοια της προόδου προκειμένου να διατηρήσουν την κυριαρχία, διότι όπως ακριβώς οι άλλες αστικές ψευδαισθήσεις, όπως η ελευθερία και η ισότητα, αυτή δεν ενεργεί σήμερα, δυνάμει της ιστορικής διαλεκτικής, ως ιδεολογική υπεράσπιση αλλά ως κριτική στις υπάρχουσες καταστάσεις και ως προτροπή για την αλλαγή τους.
Εξάλλου, αυτή η πρόοδος υπό υλιστική έννοια, συνεπώς μια σοσιαλιστική αναδιοργάνωση της κοινωνίας, δεν καθορίζει στην παρούσα στιγμή μόνον τον επόμενο και άμεσα επιδιωκόμενο σκοπό μιας καλύτερης τροφοδοσίας της ανθρωπότητας με τα αναγκαία, αλλά επίσης την πραγμάτωση όλων των αποκαλούμενων πολιτιστικών ή ιδεατών αξιών. Στην πραγματικότητα είναι ορθό ότι η κοινωνική πρόοδος δεν πρέπει [είναι αναγκαίο] να λάβει χώρα· ότι αυτή δεν μπορεί να λάβει χώρα είναι ένα χοντροκομμένο ψέμα· όμως, ότι θα ήταν μονόπλευρο να μετρήσουμε την ιστορία της ανθρωπότητας με την ακόλουθη κλίμακα, σε ποιο βαθμό η ανθρωπότητα εξασφαλίζει μια υποφερτή ύπαρξη στα μέλη της, είναι πραγματικά απλώς φιλοσοφική κενολογία.
Σημείωση:
Η κοινωνική πρόοδος είναι κάθε φορά ένα ιστορικό καθήκον, αλλά δεν είναι μια μυστική αναγκαιότητα. Ότι ο μαρξισμός εξηγεί τη θεωρία της κοινωνίας ως τη θεωρία της πραγματικότητας είναι πολύ κατανοητό. Οι μάζες, οι οποίες υποφέρουν κάτω από την απαρχαιωμένη μορφή της κοινωνίας και περιμένουν τα πάντα από την ορθολογική τους οργάνωση, δεν αντιλαμβάνονται πλήρως ότι η εξαχρείωσή τους, από την οπτική γωνία της αιωνιότητας, είναι ένα γεγονός μεταξύ πολλών άλλων και ότι η θεώρηση του κόσμου από αυτή την οπτική γωνία είναι ακριβώς μόνον μία οπτική γωνία. Όπως ο μεμονωμένος άνθρωπος θεωρεί ότι ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από αυτόν, ότι ο θάνατός του συμπίπτει με την κατάρρευση του κόσμου, έτσι οι μάζες θεωρούν ότι η εκμετάλλευση και η εξαχρείωσή τους είναι η κατ’ εξοχήν εξαχρείωση και ότι η ιστορία περιστρέφεται γύρω από τη βελτίωση της ύπαρξής τους. Όμως, η ιστορία δεν πρέπει [είναι αναγκαίο] να πάρει αυτή την κατεύθυνση, εκτός αν εξαναγκασθεί.
Ο ιδεαλισμός του επαναστάτη
Η άποψη ότι ο μαρξισμός προπαγανδίζει απλώς την ικανοποίηση της πείνας, της δίψας και των σεξουαλικών ορμών του ατόμου δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αντικρουστεί διαμέσου του ισχυρισμού ότι ο μαρξισμός είναι πολύ περισσότερο λεπτός, ευγενής, βαθύς και εσωτερικός. Διότι η εξέγερση, η αλληλεγγύη, η αυταπάρνηση είναι εξίσου «υλιστικές» όπως η πείνα· ο αγώνας για τη βελτίωση της μοίρας της ανθρωπότητας εμπεριέχει εγωισμό και αλτρουισμό, πείνα και αγάπη ως φυσικά μέλη αιτιακών αλυσίδων. Φυσικά, η υλιστική θεωρία δεν έχει κανέναν λογικό αποδεικτικό λόγο για την αυταπάρνηση της ζωής. Δεν επιβάλλει τον ηρωισμό ούτε με τη Βίβλο ούτε με τον βούρδουλα, δεν αντικαθιστά την αλληλεγγύη και τη γνώση της αναγκαιότητας της επανάστασης με καμία «πρακτική φιλοσοφία», με καμία θεμελίωση της θυσίας.
Πολύ περισσότερο, αυτή είναι το αντίθετο κάθε τέτοιας «ιδεαλιστικής» ηθικότητας. Απελευθερώνει από ψευδαισθήσεις, αποκαλύπτει την πραγματικότητα και εξηγεί τα συμβάντα. Δεν διαθέτει λογικούς αποδεικτικούς λόγους για «υψηλότερες» αξίες· επίσης, όμως, δεν διαθέτει σίγουρα κανέναν αντίλογο απέναντι στην παραδοχή ότι κάποιος συνδράμει με κίνδυνο της ζωής του ώστε να πραγματωθούν οι «κατώτερες» αξίες, τουτέστιν μια υλικά υποφερτή ύπαρξη για όλους. Ο «ιδεαλισμός» εκκινεί από το σημείο στο οποίο αυτή η συμπεριφορά δεν ικανοποιείται με μια φυσιολογική εξήγηση του εαυτού της, αλλά αρπάζεται από το δεκανίκι «αντικειμενικών» αξιών, «απόλυτων» καθηκόντων ή οποιασδήποτε ιδεατής εξασφάλισης και «καθαγιασμού»· συνεπώς, εκκινεί από το σημείο στο οποίο η ανατροπή της κοινωνίας εξαρτάται από τη μεταφυσική – αντί από τους ανθρώπους.
Μεταστροφή της σκέψης
Μεταξύ των μαρξιστών θεωρητικών, η ομολογία των ηθικών κινήτρων – προπαντός του συμπάσχειν, το οποίο μάλιστα ενεργεί ως μυστικό ελατήριο της σκέψης και της δράσης τους – αποδοκιμάζεται, όχι μόνον εξαιτίας της ντροπής [που προκαλεί], αλλά επίσης διότι έχουν αποκομίσει την εμπειρία ότι αυτή η διακήρυξη αντικαθιστά συνήθως την πράξη. Συνειδητά ή μη υποθέτουν ότι η ηθική παρόρμηση επιδρά είτε στην πραγματική δράση είτε στα λόγια. Γι’ αυτό είναι τόσο δύσπιστοι απέναντι στα τελευταία.
Έτσι, όμως, οδηγούνται σε έναν παρόμοιο κίνδυνο όπως κατά τη διαπίστωσή τους ότι η πραγματικότητα περιστρέφεται αποκλειστικά γύρω από τα υλικά αγαθά. Απέναντι στην εμφατική παρατήρηση ότι υπάρχουν επίσης άλλες ανάγκες και άλλες ποιότητες πέρα από την πείνα και την εξουσία, στρέφουν την προσοχή στην πεζή πραγματικότητα, στην οποία όλα περιστρέφονται γύρω από την ικανοποίηση των πιο πρωτόγονων αναγκών· τείνουν να μετατρέψουν την πικρία αυτής της διαπίστωσης σε μια απολογία. Ο ισχυρισμός ότι στην παρούσα πραγματικότητα το ιδεατό είναι μόνο μια ιδεολογική συγκάλυψη μιας κακής υλικής πράξης μεταστρέφεται εύκολα στη σύμφωνη με την πραγματικότητα ορθοφροσύνη ορισμένων δημοσιογράφων και ρεπόρτερ: «Αφήστε μας ήσυχους με την κουλτούρα, ξέρουμε ότι είναι μια απάτη». Είναι πλήρως ικανοποιημένοι και συμφιλιωμένοι με αυτή την κατάσταση.
Σκεπτικισμός και ηθική
Από τους οικονομικούς νόμους που αποκάλυψε ο Μαρξ δεν «ακολουθεί» ο σοσιαλισμός. Βέβαια, υπάρχουν αρκετές επιστημονικές προβλέψεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται από ύψιστη αληθοφάνεια, π.χ. ότι αύριο θα ανατείλει ο ήλιος. Αυτές είναι το αποτέλεσμα ενός τεράστιου εμπειρικού υλικού. Όμως, ποιος θα πιστέψει ότι έτσι έχουν τα πράγματα αναφορικά με την πρόβλεψη του σοσιαλισμού;
Ο σοσιαλισμός είναι μια καλύτερη, περισσότερο σκόπιμη κοινωνική μορφή, της οποίας τα στοιχεία υπάρχουν με ορισμένο τρόπο στον καπιταλισμό. Στον καπιταλισμό υπάρχουν «τάσεις», οι οποίες συντελούν στην αλλαγή του συστήματος. Το εμπειρικό υλικό, πάνω στο οποίο στηριζόμαστε για να υποθέσουμε ότι οι τάσεις θα επικρατήσουν πραγματικά, είναι πολύ πενιχρό. Διατρέχουμε ύψιστο κίνδυνο, καθώς ριψοκινδυνεύουμε να διασχίσουμε την άβυσσο πάνω σε γέφυρες, των οποίων οι αρχές κατασκευής δεν θα μπορούσαν να θεμελιωθούν σε ακριβέστερες εμπειρίες παρά στην [ίδια την] έλευση του σοσιαλισμού. –
Παρά την ορθότητά της, αυτή η συνολική εξέταση προσβλέπει ασφαλώς τόσο στην επιδοκιμασία όλων των ευμενών αστών φίλων του σοσιαλισμού όσο και στην ανοχή των εχθρών του. Κάποιος μπορεί να πρεσβεύει τον Μαρξ, όταν διακρίνεται από τον αναγκαίο βαθμό σκεπτικισμού. Όμως, η ευμένεια και η ανοχή εξαφανίζονται αμέσως, όταν συμπληρώσουμε την εικόνα της γέφυρας. Αν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της αδικίας, της ατροφίας των ανθρώπινων ταλέντων, της ψευδολογίας, της άσκοπης ταπείνωσης, εν συντομία, των περιττών υλικών και πνευματικών οδυνών πρόκειται να εξαφανισθούν ή όχι· με άλλα λόγια, αν κάποιος πρέπει να παλέψει για τον σοσιαλισμό· όλα εξαρτώνται από την παράτολμη ενέργεια να φθάσουμε στο άλλο άκρο της γέφυρας. Η σκεπτικιστικά περιοριστική αναγνώριση της μαρξικής θεωρίας, η ευσεβής κατάταξή της στην ιστορία της φιλοσοφίας αντιμετωπίζεται με ευχαρίστηση από την αστική τάξη· το συμπλήρωμα αυτής της θεωρητικής πραγμάτευσης είναι ο πρακτικός προσανατολισμός μέσα στο υπάρχον. Η διαπίστωση ότι από την μαρξιστική θεωρία του σοσιαλισμού δεν «ακολουθεί» τίποτα, μολονότι αυτός καθ’ εαυτόν θα έπρεπε να είναι επιθυμητός, παράγει, χωρίς περαιτέρω προσθήκη, την επιστημονική και ηθική θεμελίωση του καπιταλισμού. Αυτή [η διαπίστωση] εμφανίζεται ως έκφραση του κοινωνικού σκεπτικισμού.
Στην πραγματικότητα, όμως, από τη διασάφηση ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς δεν έχουν «αποδείξει» τον σοσιαλισμό δεν ακολουθεί καμία απαισιοδοξία αλλά η ομολογία της πράξης, την οποία χρειάζεται η θεωρία. Ο Μαρξ έχει αποκαλύψει τον νόμο της κυρίαρχης απάνθρωπης τάξης πραγμάτων και έχει δείξει τον μοχλό, τον οποίο πρέπει να θέσουμε σε κίνηση προκειμένου να δημιουργηθεί μια περισσότερο ανθρώπινη τάξη πραγμάτων.
Ό,τι για τον αστό διανοούμενο είναι μια μετάβαση από το ένα μέρος του συστήματος σε κάποιο άλλο, ένα «πρόβλημα» ανάμεσα στα άλλα, ένα θέμα αναφορικά προς το οποίο αυτά τα προβλήματα στην καλύτερη περίπτωση «διορθώνονται» διαμέσου μερικών επεξηγηματικών σελίδων σε ένα διδακτικό εγχειρίδιο – ήτοι η απάντηση στην ερώτηση, αν η ταξική κοινωνία διαιωνίζεται ή αν καταλήγει να αντικατασταθεί από τον σοσιαλισμό, έχει αποφασιστική σημασία για την πρόοδο της ανθρωπότητας ή την πτώση της στη βαρβαρότητα. Ο τρόπος που διάκειται κάποιος απέναντι στην προηγούμενη ερώτηση δεν προσδιορίζει απλώς τη σχέση της ζωής του προς τη ζωή της ανθρωπότητας αλλά επίσης τον βαθμό της ηθικότητάς του. Ένα φιλοσοφικό σύστημα, μια ηθική, μια διδασκαλία περί ηθικότητας, η οποία [απλώς και μόνο] «τακτοποιεί» τις απαρχαιωμένες σχέσεις ιδιοκτησίας που εμποδίζουν την πρόοδο, την ύπαρξη της ταξικής κοινωνίας και το καθήκον της υπέρβασής της, αντί η ίδια να ταυτίζεται με αυτό το καθήκον είναι το αντίθετο της ηθικότητας, διότι η μορφή που [η ηθικότητα] έχει προσλάβει στο παρόν είναι η πραγμάτωση του σοσιαλισμού. Διαμέσου της σκεπτικιστικής πραγμάτευσης του σοσιαλισμού οι διανοούμενοι χρησιμοποιούν την κυρίαρχη κοινωνική τάξη πραγμάτων. Οι καθηγητές και οι συγγραφείς, οι οποίοι στον κατεστημένο κόσμο απολαμβάνουν υποστήριξη, αναγνώριση και τιμές, συμφωνούν σίγουρα με την «ηθική» αποδοκιμασία μιας εγκληματικής κλοπής. Παρατηρούν ατάραχοι τη νόμιμη κλοπή που υφίστανται αναρίθμητα παιδιά, γυναίκες και άνδρες στα καπιταλιστικά κράτη και ακόμη περισσότερο στις αποικίες, ενώ καρπώνονται το μερίδιό τους από τη λεία. Υποστηρίζουν το σύστημα, καθώς πραγματεύονται με «επιστημονική» γλώσσα τη διδασκαλία της σοσιαλιστικής κοινωνίας δίπλα στα διάφορα προβλήματα των πολιτισμένων βιβλίων και περιοδικών και, αφού χρησιμοποιήσουν μια σκεπτικιστική φράση, επανέρχονται στην ημερήσια διάταξη.
Είναι γνωστό ότι η αστική τάξη μπορεί να «συζητήσει» για τα πάντα. Αυτή η δυνατότητα ανήκει στη δύναμή της. Γενικά, [η αστική τάξη] παρέχει ελευθερία της σκέψης. Μόνον όπου η σκέψη λαμβάνει μια μορφή που ωθεί άμεσα στην πράξη, όπου η σκέψη γίνεται «μη επιστημονική» στην ακαδημαϊκή σφαίρα, εκεί σταματά η βολή. Ο καθαρός σκεπτικισμός είναι ουσιαστικά μια έκφραση του γεγονότος ότι διατηρούνται τα όρια της θεωρίας. Το αντίθετο αυτού του σκεπτικισμού δεν είναι ούτε η αισιοδοξία ούτε το δόγμα αλλά η προλεταριακή πράξη. Αν ο σοσιαλισμός φαίνεται να στερείται αλήθειας, χρειάζεται μια περισσότερο απεγνωσμένη αποφασιστικότητα για να επαληθευθεί. Ό,τι αντιπαρατίθεται στον σοσιαλισμό δεν είναι oι τεχνικές δυσκολίες της διεκπεραίωσης αλλά ο εξουσιαστικός μηχανισμός των κυρίαρχων.
Όμως, αν ο σκεπτικισμός είναι φαύλος, η βεβαιότητα δεν είναι καλύτερη. Η ψευδαίσθηση της φυσικής αναγκαίας έλευσης της σοσιαλιστικής τάξης πραγμάτων δεν θέτει την ορθή δράση σε μικρότερο κίνδυνο από τη σκεπτικιστική δυσπιστία. Αν ο Μαρξ δεν έχει αποδείξει τον σοσιαλισμό, [εντούτοις] έχει καταδείξει ότι στον καπιταλισμό υπάρχουν εξελικτικές τάσεις, οι οποίες καθιστούν τον σοσιαλισμό δυνατό. Όσοι ενδιαφέρονται για τον σοσιαλισμό ξέρουν πού πρέπει να επιτεθούν. Η σοσιαλιστική κοινωνική τάξη πραγμάτων δεν παρεμποδίζεται από την παγκόσμια ιστορία, είναι ιστορικά δυνατή· όμως, δεν πραγματώνεται από μια εμμενή στην ιστορία λογική αλλά από ανθρώπους που είναι εκπαιδευμένοι στη θεωρία και αποφασισμένοι να βελτιώσουν τα πράγματα· διαφορετικά, δεν θα πραγματωθεί καθόλου.

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

Μνήμες της Βαϊμάρης

Πότσνταμερ Πλατς, δεκαετία του 1920
Tου Eric Hobsbawm, LondonReview of Books 2008, Αυγή 07.10.12, ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Ο Έρικ Χομπσμπάουμ θυμάται τα εφηβικά  του χρόνια, στο  ταραγμένο και συναρπαστικό Βερολίνο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Μας περιγράφει τη βερολινέζικη κουλτούρα του Μεσοπολέμου, το πολιτικό κλίμα,  την  άνοδο του Χίτλερ.

μετάφραση: Αλέξανδρος Κεσσόπουλος

Έζησα την περίοδο που επηρέασε περισσότερο  τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς  μου, τα χρόνια 1931-33, ως  γυμνασιόπαις και εκκολαπτόμενος ενεργός κομμουνιστής, στη  θνήσκουσα Δημοκρατία της Βαϊμάρης.  Το φθινόπωρο  του 2007 μου ζήτησαν να θυμηθώ εκείνη την εποχή σε μια διαδικτυακή γερμανική συνέντευξη, με τίτλο «Ich bin ein Reisefuehrer in die Geschichte» («Είμαι ένας ξεναγός στην Ιστορία»). Μερικές βδομάδες αργότερα μίλησα στο ετήσιο δείπνο των αποφοίτων –όσων ζουν ακόμα–  του σχολείου όπου φοίτησα όταν ήρθα στη Βρετανία, του St Marylebone Grammar School, το οποίο δεν υπάρχει πια· στην ομιλία μου,  προσπάθησα να εξηγήσω τις αντιδράσεις ενός δεκαπεντάχρονου που τον κουβάλησαν ξαφνικά σε τούτη τη χώρα, το 1933. «Φανταστείτε», είπα στα υπόλοιπα μέλη των Old Philologians, του συλλόγου των αποφοίτων του σχολείου,  «ότι είστε  ανταποκριτής μιας εφημερίδας με έδρα στο Μανχάταν, κι ο εκδότης  σας ξαποστέλνει στην Ομάχα της Νεμπράσκα! Έτσι ένιωσα όταν πρωτοέφτασα στην Αγγλία, αφού είχα ζήσει  δύο  περίπου χρόνια στο απίστευτα συναρπαστικό, το φίνο Βερολίνο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, με το διανοητικά και πολιτικά εκρηκτικό κλίμα. Η Αγγλία ήταν μια τρομακτική απογοήτευση για μένα».


Άρθουρ Κάουφμαν, «Τρία κορίτσια στο παράθυρο», 1927

Το εξώφυλλο του εξαιρετικού, και θαυμάσια εικονογραφημένου,  βιβλίου του Έριχ Βάιτς Η Γερμανία της Βαϊμάρης: υπόσχεση και τραγωδία ανακαλεί πολλές μνήμες. Απεικονίζει την παλιά Πότσνταμερ Πλατζ  πολύ προτού καταλήξει  ένας σωρός ερειπίων στα χέρια του Χίτλερ ή σε  δείγμα της «ντίσνεϋλαντ αρχιτεκτονικής»,   στην επανενωμένη Γερμανία. Βέβαια, τα café της πλατείας,  γεμάτα με  άντρες που φορούσαν ρεπούμπλικες, όπως ο θείος μου, δεν ήταν το στέκι των Βερολινέζων εφήβων.  Ο λογισμός μας έτρεχε  μάλλον σε  βάρκες στη λίμνη Βάνζεε, η οποία, τότε ακόμα, δεν παρέπεμπε στην έννοια της σχεδιασμένης γενοκτονίας.



Το διεθνές ενδιαφέρον για τη Βαϊμάρη και την κατάλυσή της από τον Χίτλερ

 Είναι δύσκολο να θυμηθεί κανείς (παρότι αυτό υπήρξε κεντρικό μοτίβο της ρητορικής του Χίτλερ, κατά τη διάρκεια της πληθώρας των εκλογικών αναμετρήσεων, οι οποίες –οποία ειρωνεία!–   έλαβαν  χώρα κατά το τελευταίο της έτος), ότι η Δημοκρατία διήρκεσε μόλις δεκατέσσερα χρόνια, από τα οποία μονάχα τα έξι, συμπιεσμένα ανάμεσα στα ματωμένα χρόνια της γέννησής της και την τελική καταστροφή του Μεγάλου Κραχ, διέθεταν μια επίφαση κανονικότητας. Το τεράστιο διεθνές ενδιαφέρον για τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης είναι, εν πολλοίς, μεταθανάτιο και σχετίζεται με την κατάλυσή της από τον Χίτλερ. Γιατί αυτό ακριβώς  το γεγονός πυροδότησε τα ερωτήματα για  την άνοδο του Χίτλερ  στην εξουσία, καθώς και το αν αυτή θα μπορούσε να αποφευχθεί, ερωτήματα τα οποία συζητιούνται ακόμα έντονα στους κόλπους των ιστορικών.  Ο Βάιτς καταλήγει, όπως και πολλοί άλλοι, ότι «η εξέλιξη αυτή δεν ήταν, σε καμιά περίπτωση, αναπόφευκτη. Το Τρίτο Ράιχ δεν δημιουργήθηκε λόγω κάποιας νομοτέλειας», αλλά το ίδιο του το επιχείρημά αφαιρεί σχεδόν κάθε νόημα από αυτή την πρόταση.  Εν πάση περιπτώσει, για όσους ζούσαμε το 1932 ήταν  φανερό ότι η Δημοκρατία της Βαϊμάρης βρισκόταν στη νεκρική της κλίνη. Το μόνο πολιτικό κόμμα που την υπεράσπιζε με  συνέπεια  είχε συρρικνωθεί στο 1,2%, ενώ οι εφημερίδες που διαβάζαμε σπίτι διερωτώνταν κατά πόσον υπήρχε πολιτικός  χώρος  για τους  υποστηρικτές της.

Ο Χίτλερ, επίσης, ήταν αυτός δημιούργησε την κοινότητα των προσφύγων, οι οποίοι διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο στις χώρες που τους υποδέχθηκαν –ρόλο δυσανάλογα μεγάλο με τον αριθμό τους–  και στους οποίους η μνήμη της Βαϊμάρης οφείλει τόσα. Σίγουρα, η επίδρασή τους ήταν πολύ πιο σημαντική –αν εξαιρέσουμε τον κόσμο του μπαλέτου–  σε σχέση με τους πρόσφυγες που εγκατέλειψαν τη Ρωσία μετά το 1917, παρότι εκείνοι ήταν πολύ περισσότεροι. Τα καθιερωμένα παλαιόθεν επαγγέλματα –η ιατρική και η δικηγορία–  έμειναν μάλλον ανεπηρέαστα, ωστόσο  σε πεδία λιγότερο περίκλειστα  και, εν τέλει, στη δημόσια ζωή, η επίδραση των προσφύγων ήταν βαρύνουσα. Στη Βρετανία οι εμιγκρέδες μεταμόρφωσαν την ιστορία της τέχνης και τον πολιτισμό της εικόνας, όπως και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μέσω των καινοτομιών που εισήγαγαν οι εκδότες, οι  δημοσιογράφοι, οι φωτογράφοι  και σκιτσογράφοι που ήρθαν από την ηπειρωτική Ευρώπη.

Η πολιτισμική ακτινοβολία της Βαϊμάρης

Φραντς Μαρκ, «Τα μεγάλα γαλάζια άλογα», 1911

 Τα βασικά επιτεύγματα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και οι λόγοι για τους οποίους οι μη Γερμανοί επιδεικνύουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον γι’ αυτήν δεν είναι πολιτικοί, αλλά διανοητικοί και πολιτισμικοί. Ο κόσμος σήμερα θυμάται το κίνημα του Μπαουχάους, τον Τζωρτζ Γκρος, τον Μαξ Μπέκμαν, τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, τον σπουδαίο φωτογράφο Άουγκουστ Ζάντερ, καθώς και μια σειρά αξιόλογες κινηματογραφικές ταινίες. Ο Βάιτς διαλέγει έξι ονόματα: τον Τόμας Μαν, τον Μπρεχτ, τον Κουρτ Βάιλ, τον Χάιντεγκερ, τον λιγότερο γνωστό θεωρητικό Ζήγκφριντ Κρακάουερ και την καλλιτέχνιδα Χάνα Χεχ. Θα μπορούσε κανείς να προσθέσει και άλλα ονόματα, όπως, λ.χ.,  τον Καρλ Σμιτ στον χώρο της (τόσο σπάνιας) διανοούμενης Δεξιάς, τον Ερνστ Μπλοχ στην άκρα Αριστερά και τον μέγα Μαξ Βέμπερ στο Κέντρο.

Το 1933, μόνο ο Τόμας Μαν και μερικές κινηματογραφικές ταινίες είχαν καταφέρει να συγκινήσουν αληθινά ένα ευρύτερο κοινό εκτός της Κεντρικής Ευρώπης· κι ίσως εδώ πρέπει να προσθέσουμε  μια  περιορισμένη ομοφυλοφιλική υποκουλτούρα,  η οποία ανακάλυψε τα θέλγητρα του Βερολίνου κατά τα τελευταία χρόνια της Βαϊμάρης. Ο Μαν, φυσικά, ήταν αναγνωρισμένος καλλιτέχνης πολύ πριν το 1914. Κέρδισε το βραβείο Νόμπελ το 1929, όχι όμως για το αριστούργημά του,Το μαγικό βουνό, το οποίο έγραψε  την εποχή της Βαϊμάρης, αλλά για το παλαιότερο έργο του Οι Μπούντενμπροκ.  Ποιος  όμως είχε ακουστά, στην Αγγλία,  τον Φραντς Μαρκ, τα γαλάζια άλογα του οποίου στόλιζαν τον διάδρομο του γυμνασίου μου,  μέχρι που  το νέο καθεστώς τα απομάκρυνε μαζί με τον  διευθυντή μας,  υποστηρικτή της Δημοκρατίας;

Την εποχή εκείνη το Παρίσι ήταν η αδιαμφισβήτητη πρωτεύουσα των εικονιστικών τεχνών, ενώ η Βιέννη παρέμενε η γενέτειρα της μουσικής,  τόσο της κλασικής όσο και της ελαφράς. Τα γερμανικά δεν αποτελούσαν πια μια ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στη Δύση, αν εξαιρέσουμε τους ανθρώπους της διασποράς στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ούτε και πολυδιαβάζονταν έξω από τον κύκλο των λογίων μελετητών της κλασικής εποχής. Ακόμη και σήμερα, μόνο όσοι μιλούν γερμανικά αναγνωρίζουν τον Μπρεχτ όχι μόνο ως δραματουργό αλλά και ως έναν από τους μεγάλους λυρικούς ποιητές του 20ού αιώνα. Το μόνο λογοτεχνικό είδος της εποχής της Βαϊμάρης που υπερέβη τα όρια της Κεντρικής Ευρώπης ήταν το αντιπολεμικό μυθιστόρημα του τέλους της δεκαετίας του 1920, με σημαντικότερο εκπρόσωπο το Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ. Κινηματογραφήθηκε φυσικά από την Universal, τη μόνη εταιρεία του Χόλυγουντ με γερμανό ιδιοκτήτη.

Πολιτικά ρεύματα, δημοκρατία και πολιτισμός

Τζορτζ Γκρος, «Ρομπότ της Δημοκρατίας», 1920

Αν κοιτάξουμε προς τα πίσω, ποιο είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, όσον αφορά τον πολιτισμό,  αυτής της βραχύβιας  γερμανικής δημοκρατίας, την οποία κανένας δεν είχε επιθυμήσει στ’ αλήθεια  και την οποία οι περισσότεροι Γερμανοί την αποδέχθηκαν, στην καλύτερη περίπτωση,  ως  faute de mieux (το μη χείρον); Κάθε Γερμανός είχε ζήσει τρεις κοσμογονικές εμπειρίες: τον Μεγάλο Πόλεμο· την αυθεντική, αν και αποτυχημένη, γερμανική επανάσταση, η οποία ανέτρεψε το καθεστώς του ηττημένου Κάιζερ·  και τον Μεγάλο Πληθωρισμό του 1923, μια σύντομη ανθρωπογενή καταστροφή,  που  εξευτέλισε ξαφνικά  εντελώς την αξία του χρήματος. Η πολιτική Δεξιά, προσκολλημένη στην παράδοση, αντισημιτική, αυταρχική και οχυρωμένη γερά μέσα στους θεσμούς που επιβίωσαν από το Ράιχ του Κάιζερ (θυμάμαι ακόμη τον τίτλο του βιβλίου του Tέοντορ Πλιβιέ που εκδόθηκε το 1932,O Κάιζερ έφυγε, οι στρατηγοί παρέμειναν), αρνήθηκε πλήρως τη δημοκρατία. Θεωρούσε τη Βαϊμάρη μη νομιμοποιημένη και  τη Συνθήκη των Βερσαλλιών αχρείαστη εθνική ντροπή, κι ο στόχος της ήταν να απαλλάξει,  το ταχύτερο δυνατό,  τη χώρα από τα δύο αυτά δεινά.

Ωστόσο,  όλοι  σχεδόν οι Γερμανοί, συμπεριλαμβανομένων και των κομμουνιστών, ήταν φανατικοί πολέμιοι των Βερσαλλιών και των ξένων κατακτητών. Μπορώ ακόμα να ανακαλέσω στη μνήμη μου το περίεργο συναίσθημα που ένιωθα όταν, παιδί ακόμα, αντίκριζα  από το τρένο τη γαλλική σημαία να κυματίζει στα φρούρια της Ρηνανίας: μου φαινόταν,  κατά κάποιον τρόπο,  αφύσικο. Όντας ταυτόχρονα Άγγλος και Εβραίος (στο σχολείο ήμουν   «der Englaender» [ο Εγγλέζος]), δεν αισθάνθηκα ποτέ ιδιαίτερη έλξη για τον  γερμανικό εθνικισμό των συμμαθητών μου, και πολύ περισσότερο βέβαια για τον ναζισμό, μπορούσα όμως να αντιληφθώ πολύ καλά τη γοητεία που ασκούσαν και οι δυο τους στα αγόρια της Γερμανίας. Όπως δείχνει ο Βάιτς, η αυταρχική Δεξιά αποτελούσε πάντα τον βασικό κίνδυνο,  τόσο  στο πεδίο της πολιτικής όσο και –μέσω της παγιωμένης και διαδεδομένης στον λαό εχθρότητας προς την «Kulturbolschebismus» (την μπολσεβίκικη κουλτούρα)–  στο πεδίο του πολιτισμού.

Οι πιο σημαντικοί διανοητές του Κέντρου –ο Μαν,  o Μαξ Βέμπερ, ο Βάλτερ Ρατενάου, που δεν είχαν μια αυθόρμητη, ενστικτώδη προσήλωση στη δημοκρατία, αλλά ωθούνταν σε αυτή τη κατεύθυνση λόγω του φόβου  της πολεμοχαρούς Δεξιάς– αιτιολογούσαν την αναγκαιότητα του δημοκρατικού πολιτεύματος περιγράφοντάς το ως τον διάδοχο ενός Ράιχ που δεν μπορούσε να παλινορθωθεί. Την ίδια στάση, φυσικά, επέδειξαν και τα κυριότερα κόμματα του συστήματος: η πλειοψηφία των σοσιαλδημοκρατών, που στην πραγματικότητα δεν είχαν θελήσει την αποπομπή του Κάιζερ, καθώς και το Καθολικό Κέντρο που μετά την επανάσταση μετατράπηκε από ομάδα πίεσης για θρησκευτικά ζητήματα σε κυβερνητικό κόμμα. Πέραν αυτών, η πολιτική Αριστερά, η οποία, σε μεγάλο βαθμό, συγκροτήθηκε στη βάση της εναντίωσής της στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο –βαριά τραυματισμένη από την αποτυχημένη επανάσταση του 1918 και εισπράττοντας  το μίσος της παλιάς άρχουσα τάξη που κατόρθωσε να επιβιώσει– ,  δεν ήταν λιγότερο απορριπτική, έναντι της Δημοκρατίας, από τη Δεξιά. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, στο οποίο προσχώρησαν τα μισά από τα στελέχη που αποχώρησαν από το SPD λόγω της αντίθεσής τους στον πόλεμο, απέκτησε μια μαζική βάση, που πρέσβευε μια αδιάλλακτη αντιπολίτευση της εργατικής τάξης. Αρκετά μεγάλη ώστε να εμποδίσει τη δημιουργία ενός μακρόβιου καθεστώτος που θα απέκλειε τη Δεξιά, το μόνο που συνεισέφερε  τελικά η Αριστερά αυτή στην πολιτική ζωή στάθηκε  η απαρέσκεια για  τη Δημοκρατία.

Για λόγους που μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε, μια σειρά  δημιουργικοί καλλιτέχνες, που είχαν ριζοσπαστικοποιηθεί τόσο από τα δεινά του πολέμου όσο και από την ελπίδα και τη λύσσα που άφησε πίσω της η χαμένη επανάσταση, ελκύονταν από αυτήν· και, πράγματι, τα επιτεύγματα μιας  σειράς προσωπικοτήτων της  Βαϊμάρης βασίζονταν κυρίως στην έντονη απέχθειά τους για τη δημοκρατία. Ακόμη και αληθινά μεγάλα ταλέντα, όπως ο Τζωρτζ Γκρος και ο Κουρτ Βάιλ, έχασαν το νεύρο τους μετά το 1933, όταν μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, βρίσκοντας, κατά κάποιον τρόπο, τη βολή τους. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για μικρότερης εμβέλειας ταλέντα, στον κύκλο των εξπρεσιονιστών, συγγραφείς και καλλιτεχνείς  οι οποίοι, ωθούμενοι από τον πόνο και την οργή και θέλοντας να αφήσουν το ίχνος τους στην εποχή, έψαχναν τρόπους για να εκφράσουν ένα άκεφο συναίσθημα ως επιστέγασμα των φωνών τους. Και, εν πολλοίς, ενάντια σε  όλους αυτούς, η Βαϊμάρη κατορθώνει να βρει ένα στίγμα που εκφράζει τη δικιά της φωνή, μετά τα χρόνια του Μεγάλου Πληθωρισμού: ένα στίγμα σκληροτράχηλο, μακριά από συναισθηματισμούς,  παθιασμένο, με αυτό το ιδιαίτερο πάθος που έβρισκες στα  καμπαρέ,  στο πλαίσιο του ρεύματος της  «Neue Sachlichkeit» («Νέα Αντικειμενικότητα»). Για μένα, η Βαϊμάρη μιλά ακόμη και σήμερα,  όπως  το 1932, με τη φωνή του Μαχαγκόνυ και της Όπερας της πεντάρας, του Μπερλίν Αλεξάντερπλατς του Ντέμπλινμε τη φωνή του παραγνωρισμένου Έριχ Kέστνερ ή με τα σκαμπρόζικα πολιτικά τραγούδια του Έριχ Βάινερτ.

Μια πολιτισμική πρωτοπορία ευρωπαϊκών διαστάσεων

Η Βαϊμάρη, όμως,  δεν ήταν μονάχα  γερμανικό φαινόμενο. Ο Βάιτς, το βιβλίο του οποίου αποτελεί μια θαυμάσια εισαγωγή στον κόσμο της, μάλλον την καλύτερη που διαθέτουμε, κάνει πολλές καίριες επισημάνσεις: μιλάει για τον βερολινο-κεντρισμό του πολιτισμού της Βαϊμάρης, ο οποίος τον διακρίνει από την προ του 1914 Γερμανία, όπου τα  ακμάζοντα καλλιτεχνικά  κέντρα  ήταν το Μόναχο και η Λειψία. Παρ’ όλα αυτά,  υποτιμά τον ρόλο του πολιτισμού της Βαϊμάρης που λειτούργησε  ως  χωνευτήρι για τον χώρο ο οποίος μετά το 1917 παρήγαγε μια μείζονα πρωτοπορία στο διανοητικό και καλλιτεχνικό πεδίο: της μετεπαναστατικής Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Το κύρος του Παρισιού, «της πρωτεύουσας του 19ου αιώνα», συσκότιζε το γεγονός ότι κατά τον Μεσοπόλεμο δεν είχε πλέον να προσφέρει κάτι ρηξικέλευθo, σε μείζονα κλίμακα, εκτός από τον υπερρεαλισμό, ο οποίος, σε μεγάλο βαθμό,  προερχόταν από το πολυεθνικό κίνημα του ντανταϊσμού των κεντροευρωπαίων προσφύγων της Ζυρίχης.

Με περισσότερα από 7.000 περιοδικά και 38.000 βιβλία το 1927 και διαθέτοντας την πιο εντυπωσιακή κινηματογραφική βιομηχανία εκτός Χόλυγουντ, η Γερμανία αποτελούσε μια απέραντη αγορά. Με την πτώση της  Αυτοκρατορίας των Αψβούργων, απορρόφησε, όπως ήταν φυσικό, το ταλέντο που πλεόναζε σε ό,τι είχε απομείνει από την Αυστρία. Τι θα ήταν άραγε οι κινηματογραφικές ταινίες της Βαϊμάρης χωρίς τη Βιέννη, χωρίς τον Φριτς Λανγκ, τον Γκ. Παμπστ, τον Βίλντερ, τον Πρέμινγκερ ή  τον Πέτερ Λορ; Η πλειάδα των πρωταγωνιστών της –ο Κόνραντ Βάιντ, ο Έμιλ Γιάννιγκς η Μάρλεν Ντήτριχ, η Ελίζαμπετ Μπέργκνερ–   μαθήτευσαν κοντά  στον  Βιεννέζο Μαξ Ράινχαρντ, τον άνθρωπο που επηρέασε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο το γερμανόφωνο θέατρο. Στο Βερολίνο η οικογένειά μου, πρόσφυγες από τη Βιέννη, συνέχισε την κοινωνική της ζωή επικεντρωμένη, σε μεγάλο βαθμό,  γύρω από άλλους εκπατρισμένους Αυστριακούς,  συγγενείς και φίλους.

Για διαφορετικούς αλλά εξίσου προφανείς λόγους,  η Γερμανία αποτελούσε το βασικό παράθυρο της Ρωσίας προς τη Δύση. Το Βερολίνο υπήρξε ταυτόχρονα τόσο το κέντρο των αντισοβιετικών εμιγκρέδων όσο και ο πρώτος σταθμός στις εκδρομές προς τη Δύση των νέων Σοβιετικών διανοουμένων και επαναστατών καλλιτεχνών· κάποιοι απ’ αυτούς, μάλιστα, εξέδωσαν εκεί ένα πολύγλωσσο περιοδικό. Δεν πρέπει ακόμα να ξεχνάμε ότι, όλο το διάστημα που διατηρούνταν η μάταια προσδοκία της επανάστασης στη Γερμανία, η επίσημη γλώσσα της Κομμουνιστικής Διεθνούς δεν ήταν τα ρωσικά αλλά τα γερμανικά.

Αναπόφευκτα, αυτό το πολιτιστικό μείγμα απεδείχθη γόνιμο για  τον πολιτισμό της  Βαϊμάρης και, εν τέλει, της Δύσης. Το Μπαουχάους υπήρξε μια κολεκτίβα Γερμανών, Αυστρο-Ούγγρων, Ρώσων, Ελβετών και Ολλανδών. Είναι χαρακτηριστικό ότι η «Κονστρουκτιβιστική Διεθνής», όπως την ονόμασε ο Τζων Willet, ιδρύθηκε από μια ομάδα Ούγγρων, Ολλανδών, Βέλγων, Ρουμάνων, Σοβιετικών Ρώσων και Γερμανών, σε μια συνάντηση στη Βαϊμάρη, με μελλοντική έδρα το Βερολίνο. Αυτός ήταν ο πολιτισμός που οι Γερμανοί εμιγκρέδες εισήγαγαν στις χώρες όπου βρήκαν άσυλο.

Συχνά, επίσης, παραβλέπουμε σήμερα τον κεντρικό διεθνή ρόλο της Γερμανίας της Βαϊμάρης στο πεδίο της επιστήμης του 20ού αιώνα. Ο Αϊνστάιν και ο Μαξ Πλανκ  προσέδωσαν αίγλη στο Βερολίνο, ενώ το Γκαίτιγκεν υπό τον Μαξ Μπορ, υπήρξε,  μαζί με το Καίμπριτζ, ο καταλύτης της επανάστασης της κβαντικής μηχανικής, της «boy physics» όπως αποκαλούνταν, η κοινή διάλεκτος της οποίας, όπως και η γλώσσα του διεθνούς κομμουνισμού, ήταν τα γερμανικά. Ο Χάιζενμπεργκ, ο Πάουλι, ο Φέρμι, ο Οπενχάιμερ, ο Τέλερ, εργάστηκαν ή σπούδασαν, όλοι τους,  στη Γερμανία. Η πιο λαμπρή απόδειξη για τον κομβικό ρόλο της Γερμανίας της Βαϊμάρης στην επιστήμη,  είναι τα 15 βραβεία Νόμπελ στο πεδίο των επιστημών που απονεμήθηκαν σε Γερμανούς κατά τη διάρκεια των 14 της ετών, αριθμό που οι επίγονοι χρειάσθηκαν πενήντα χρόνια για να τον ισοφαρίσουν.

Κανένας δεν έδωσε εγκαίρως τη δέουσα σημασία  στον Χίτλερ

 Αυτή ήταν η τελευταία φορά που η Γερμανία βρέθηκε στο επίκεντρο της νεωτερικότητας και της δυτικής σκέψης. Θα μπορούσε να τα καταφέρει καλύτερα, εάν στη συνέχεια  δεν αναλάμβανε τα ηνία το πλήρωμα υπό την αρχηγία του Χίτλερ που οδήγησε το σκάφος σε ναυάγιο, αλλά μια πιο παραδοσιακή αντιδραστική κυβέρνηση. Παρ’ όλα αυτά,  εκ των υστέρων,  διαπιστώνουμε ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο ήταν τόσο απίθανο όσο και η προοπτική να εμποδιστεί η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία μέσω της συγκρότησης ενός πλατιού αντιφασιστικού μετώπου. Η πραγματικότητα είναι ότι κανείς, ούτε η Δεξιά ούτε το Κέντρο ούτε η Αριστερά, δεν αντελήφθη τις πραγματικές διαστάσεις του εθνικοσοσιαλισμού του Χίτλερ, ενός εντελώς πρωτοφανούς κινήματος, οι στόχοι του οποίου  ήταν πέρα για πέρα ασύλληπτοι  με τη λογική.  Ακόμα και  τα εν δυνάμει θύματά του δεν αναγνώριζαν ολότελα τον κίνδυνο. Μετά τις εκλογές του καλοκαιριού του 1932, στις οποίες οι ναζί αναδείχθηκαν πρώτο κόμμα χωρίς όμως να διαθέτουν την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, ο (Εβραίος) εκδότης της Tagebuch, μιας εβδομαδιαίας αριστερής-φιλελεύθερης εφημερίδας που παίρναμε στο σπίτι, δημοσίευσε ένα άρθρο, ο τίτλος του οποίου μου φάνηκε,  από τότε ακόμη,  αυτοκτονικός. Και αυτή τη στιγμή, τον έχω μπρος στα μάτια μου: «Lasst ihn heran!» («Γιατί να μην του δώσουμε την εξουσία;»). Έπειτα από μερικούς μήνες, οι αντιδραστικοί που περιστοίχιζαν τον γηραιό Πρόεδρο Χίντενμπουργκ, με πολύ διαφορετικές προθέσεις,  διευκόλυναν υπογείως τον διορισμό του Χίτλερ ως καγκελαρίου, θεωρώντας ότι θα μπορούσαν να τον ελέγχουν.

 Όλες οι απόπειρες να παρουσιαστεί η Δημοκρατία της Βαϊμάρης ως πιο στέρεη και σταθερή, ακόμα και προτού ξεσπάσει ο παγκόσμιος οικονομικός κατακλυσμός, μοιάζουν με  σφυρίγματα των ιστορικών μες στο σκοτάδι.  Το καθεστώς της Βαϊμάρης διέγραψε μια σύντομη τροχιά, μέσα από τα ερείπια ενός πεθαμένου αλλά άταφου παρελθόντος προς ένα ξαφνικό αλλά αναμενόμενο τέλος και ένα άγνωστο μέλλον. Για τους γονείς μας, αποτελούσε υπόσχεση ενός παρελθόντος  που δεν θα ξαναποκτούσαν ποτέ, ενώ εμείς ονειρευόμασταν ένα σπουδαίο αύριο· οι «Άριοι» συμμαθητές μου –κομμουνιστές, όπως και εγώ–  το οραματίζονταν υπό τη μορφή μιας εθνικής αναγέννησης, καθώς η παγκόσμια επανάσταση είχε αρχίσει τον Οκτώβρη του 1917.

Ακόμη και τα λίγα χρόνια της «κανονικότητας» ερείδονταν στην πρόσκαιρη ηρεμία ενός ηφαιστείου που μπορούσε να εκραγεί ανά πάσα στιγμή. Ο σπουδαίος άνθρωπος του θεάτρου, o Μαξ Ράινχαρντ, το γνώριζε αυτό. «Αυτό που αγαπώ», έλεγε, «είναι η γεύση της παροδικότητας στη γλώσσα –  κάθε χρονιά μπορεί να είναι η τελευταία». Αυτή η αίσθηση, λοιπόν, προσέδιδε στον πολιτισμό της Βαϊμάρης μια γεύση μοναδική: γεννούσε μια αιχμηρή δημιουργικότητα,  μια περιφρόνηση για το παρόν, μια διάνοια που δεν την περιόριζαν οι συμβάσεις, μέχρι τον ξαφνικό και αμετάκλητο θάνατο. Οι στιγμές κατά τις οποίες αντιλαμβάνεται κανείς ότι η Ιστορία έχει αλλάξει είναι σπάνιες, αλλά ετούτη ήταν μια απ’ αυτές. Γι’ αυτό τον λόγο βλέπω ακόμη τον εαυτό μου να περπατά από το σχολείο προς το σπίτι, μαζί με την αδερφή μου, το κρύο εκείνο απόγευμα της 30ής Ιανουαρίου 1933 και να αναλογίζεται τι σήμαιναν τα νέα της ανάρρησης του Χίτλερ στο αξίωμα του καγκελαρίου. Μερικές μέρες αργότερα, κάποιος μού έφερε τον πολύγραφο της SSB, της κομμουνιστικής οργάνωσης του σχολείου της οποίας ήμουν μέλος, για να τον κρύψω κάτω απ’  το κρεβάτι μου. Θεωρούσαν ότι στο διαμέρισμα ενός ξένου θα ήταν πιο ασφαλής. Αλλά από εκείνη τη στιγμή και μετά, πουθενά δεν ήταν ασφαλής. Παρ’ όλα αυτά,  ήταν μια παράξενη και υπέροχη εποχή, κατά την οποία ο καθένας μπορούσε να ανακαλύψει τον εαυτό του και τον κόσμο σε ένα Βερολίνο που φάνταζε ως η δυνάμει πρωτεύουσα του 20ού αιώνα, μέχρι τη στιγμή που οι βάρβαροι πήραν την εξουσία. Όποτε πηγαίνω σήμερα στο Βερολίνο, αισθάνομαι ακόμη ότι δεν συνήλθε  ποτέ από το 1933.

 ***

Το κείμενo  του Eric Hobsbawm «Memories of Weimar» δημοσιεύθηκε στο LondonReview of Books, στη μόνιμη στήλη «Ημερολόγιο», στις 24.1.2008.  Είχε πρωτοδημοσιευθεί, με πολύ μικρές περικοπές, στα “Ενθέματα” τον Απρίλιο του 2008. Το βιβλίο του Eric Weitz, στο οποίο αναφέρεται, είναι το Weimar Germany: Promise and Tragedy, Princeton University Press, Πρίνστον 2007.