Σελίδες

Τρίτη 28 Απριλίου 2015

Ο Νονός


γράφει ο 2310net

https://redflecteur.wordpress.com/Το παρακάτω κείμενο είναι το δώρο μου προς το ιστολόγιο Redflecteur για τον ένα χρόνο ζωής του. Μου έκανε μια προσφορά που δεν μπορούσα να αρνηθώ. Έπρεπε να βρω ένα θέμα που να αγγίζει πολιτική και τέχνες για να είμαι στο πνεύμα του ιστολογίου, έτσι αποφάσισα να γράψω λίγα λόγια για τον Νονό. Τελικά έγραψα πολλά.

Στην ερώτηση “ποιά είναι η αγαπημένη σου ταινία” απαντώ μονολεκτικά: Νονός. Κάπου εκεί σταματάει κάθε συζήτηση με νευματα συμφωνίας ή νευματα που προδίδουν μια “αχ ναι, ρε πως το είχα ξεχάσει” σκέψη. Κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει, κανείς δεν μπορεί να εγείρει έστω και μια ρανίδα αμφιβολίας. Όλες οι συζητήσεις για την “Ρίτα Χέιγουορθ”, το “Oldboy”, το “Κουρδιστό Πορτοκάλι” ή την “Οδύσσεια του Διαστήματος” παγώνουν απότομα και σταματούν με την αναφορά στον Νονό, σαν να φοβούνται οι συνομιλητές μου μήπως ξυπνήσουν το πρωί αγκαλιά με το κεφάλι του αλόγου τους.

Το ότι πρόκειται για το συγκλονιστικότερο αριστούργημα του δυτικού κινηματογράφου δεν περιμένουμε κανένα IMDB να μας το επιβεβαιώσει. Αρκεί να το δει κανείς, μια, δύο ή δεκατέσσερις φορές, μέχρι να μάθει απ’έξω όλες τις ατάκες, όχι μόνο τις πολύ γνωστές. Και η αλήθεια είναι ότι το μεγαλείο αυτής της τριλογίας κρύβεται στα μικρά, σε αυτά που περνούν σχεδόν απαρατήρητα. Με μια πρώτη ματιά στέκεσαι στο μεγαλείο της παραγωγής, της σκηνοθεσίας, των ερμηνειών και φυσικά της μουσικής. Καταλαβαίνεις ότι βλέπεις μια ταινία/τριλογία η οποία πρέπει να σχεδιάστηκε κάπως έτσι: πάμε να πάρουμε όλα τα Όσκαρ. Και πραγματικά δεν υπάρχει στοιχείο της ταινίας που να μην είναι τέλειο. Τι θα ανακαλύψουμε όμως με μια δεύτερη ματιά εστιάζοντας στις λεπτομέρειες; Αυτό θα επιχειρήσω να αναλύσω παρακάτω.

Πάντα πίστευα ότι η τριλογία αυτή είναι μια κατά βάθος πολιτική ταινία. Όχι με την αριστοτελική έννοια ότι ολα είναι πολιτικά, αλλά με την έννοια ότι πέρα από τις εθνογραφικού και κοινωνιολογικού τύπου αναφορές υπάρχουν πολλές στιγμές της ταινίας στις οποίες οι πολιτικές αναφορές είναι εμφανείς. Μολονότι σε πρώτο πλάνο είναι η ζωή των Κορλεόνε, από την ταινία (που είναι βασισμένη σε βιβλίο) παρελαύνουν περίπου όλα τα χαρακτηριστικά της πολιτικής ζωής στην ιστορική περίοδο του ακμάζοντος καπιταλισμού.

Ας δούμε ορισμένα από αυτά ξεχωριστά:

Μετανάστευση/Ένταξη

Η εικόνα του πιτσιρικά Βίτο να ταξιδεύει μόνος του στις ΗΠΑ για να εργαστεί δεν είναι άγνωστη σε εμάς. Πολλοί ήταν και οι Έλληνες που αναγκάστηκαν να ταξιδέψουν στις γωνιές του κόσμου, πολλοί είναι οι πιτσιρικάδες που κρεμιούνται από τα φορτηγά, που θαλασσοπνίγονται, που καθαρίζουν τζάμια για να επιβιώσουν, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την πατρίδα τους.
Ο καπιταλισμός ανέκαθεν δημιουργούσε και εκμεταλλευόταν την μετανάστευση. Ιδιαίτερα στην εποχή της ανάπτυξής του απαιτούσε την ύπαρξη φτηνού εργατικού δυναμικού, το οποίο στις ΗΠΑ αποτέλεσαν οι μετανάστες μόλις απαγορεύτηκε η δουλεία.
Βλέπουμε όμως και την γρήγορη ενσωμάτωση των μεταναστών. Σε λίγα μόλις χρόνια ο Βίτο Κορλεόνε έχει δική του επιχείρηση και γρήγορα γίνεται αποδεκτός ως μέλος της κοινωνίας. Όπου ο καπιταλισμός ήταν ισχυρός, μπορούσε να προσπεράσει τις εθνικές ταυτότητες, ή καλύτερα να τις αγνοοήσει, εκτός αν χρειαζόταν κάτι αντίθετο. Βεβαίως, το ίδιο εύκολα μπορεί να επιστρατεύει τον εθνικισμό.


Εθνικισμός

Δύο τύποι εθνικισμού που με κάποιο τρόπο σμίγουν σε έναν, συνυπάρχουν στην ταινία. Από τη μία ο αμερικάνικος εθνικισμός: Στις πρώτες σκηνές του πρώτου μέρους ο Μάικλ (Αλ Πατσίνο) εμφανίζεται με την στρατιωτική στολή των ΗΠΑ, επιστρέφοντας με καμάρι στο σπίτι της οικογένειάς του. Επαναλαμβάνεται αρκετές φορές στην ταινία ότι είναι ήρωας του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.
Από την άλλη, τόσο στον Νονό, όσο και σε άλλες αντίστοιχες ταινίες, εμφανίζεται μια ταύτιση και αγάπη για την χώρα καταγωγής, την Ιταλία. Κυρίως αυτή εμφανίζεται με την τήρηση του πατριαρχικού ηθικού κώδικα, και άλλων χαρακτηριστικών όπως η ιστορία, η τέχνη κτλ.
Στην πραγματικότητα όμως βλέπουμε πως δημιουργείται μια ταυτότητα του ιταλοαμερικάνου, η οποία χαρακτηρίζει καλύτερα τους πρωταγωνιστές. Αυτή είναι και η ταυτότητα που τους κάνει τόσο αμερικάνους οσο χρειάζεται για να κυνηγήσουν την αποκτηση των αγαθών της ελεύθερης οικονομίας και ταυτόχρονα όσο ιταλούς επιθυμούν για να κόψουν δρόμο προς αυτή την κατεύθυνση. Στην πραγματικότητα σε αυτή την ταυτότητα συνυπάρχει ο μοντέρνος θιασώτης της ελεύθερης οικονομίας με τον παραδοσιακό, πατριαρχικό φεουδάρχη, στοιχεία κομβικά για τους δύο εθνικισμούς.

still-of-al-pacino-and-james-caan-in-the-godfather-(1972)-large-picture

Ρατσισμός

Η άποψη των ιταλοαμερικανών για τους μαύρους είναι ότι αυτοί είναι υποανάπτυκτοι. Αντιμετωπίζονται με περιφρόνηση. Στην πραγματικότητα αντανακλά την αντίληψη όλης της αμερικάνικης κοινωνίας της εποχής για τους αφροαμερικάνους.

Διαφθορά

Από που να αρχίσεις; Από τον αρχιμπάτσο που πληρώνεται από τις οικογένειες των μαφιόζων για να προστατεύει τις δουλειές τους; Από τις αναφορές στους γερουσιαστές και τους δικαστές που ελέγχει ο Βίτο και δεν μοιράζεται με τις άλλες οικογένειες; Από τον γερουσιαστή που τολμάει να δείξει ασέβεια στους Κορλεόνε και βρίσκεται με μια δολοφονημένη πόρνη σε δωμάτιο ξενοδοχείου; Η πιο χαρακτηριστική όμως στιγμή διαφθοράς είναι στην δεύτερη ταινία, στην συνάντηση των μεγάλων επιχειρηματιών με τον δικτάτορα της Κούβας Μπατίστα, τα δώρα που του κάνουν ως αντάλλαγμα για την άνεση που τους δίνει να κάνουν τις μπίζνες τους εκεί, σε σκηνές όπου ακόμα και η στάση του σώματος προδίδει τον έλεγχο των κρατών από το μεγάλο κεφάλαιο.
Εξίσου σημαντική και η υπόθεση με το Βατικανό στο Τρίτο μέρος της Τριλογίας. Η εκκλησια εμφανίζεται ως ένας φορέας στον οποίο τα οικονομικά σκάνδαλα είναι η πραγματικότητα, όχι η εξαίρεση. Από αυτά δεν ξεφεύγουν ακόμα και όσοι, σε άλλες αφηγήσεις παρουσιάζονται ως τίμιοι και άμεμπτοι. Κανείς δεν είναι αθώος.




Άνοιγμα νέων αγορών/Ανταγωνισμός

Αν η τριλογία είναι μια ακτινογραφία του καπιταλισμού, στον τομέα του ανοίγματος νέων αγορών είναι που αποτελεί ταχύρυθμο φροντιστήριο εκμάθησης καπιταλισμού.
Προσπερνάμε γρήγορα την, όχι ασήμαντη για την ροή της ταινίας, αναφορά στον Μο Γκριν που διασχίζοντας την έρημο της Νεβάδα οραματίστηκε και έστησε το Λας Βέγκας για να επιστρέψουμε λίγα χρόνια νωρίτερα, στο σημείο δηλαδή στο οποίο ο Βίτο Κορλεόνε δολοφονεί το μέχρι τότε αφεντικό της πόλης και παίρνει ο ίδιος την θέση του. Στην πραγματικότητα δεν κάνει τίποτα διαφορετικό από αυτό που κάνουν οι καπιταλιστές χρόνια τώρα. Όταν είναι στα πάνω τους ¨τελειώνουν¨ τους μεσάζοντες για να οικειοποιηθούν οι ίδιοι το σύνολο της πιθανής κερδοφορίας. Η μαφιόζικη δολοφονία δεν είναι πολύ διαφορετική στην σύλληψή της από αυτό που αποκαλούν επιθετική εξαγορά. Επίσης, η βία με την οποία μεγάλοι μονοπωλιακοί όμιλοι εξαφανίζουν τους μικρομεσαίους δεν διαφέρει και πολύ, αφού η ανάπτυξη του καπιταλισμού οδηγεί στην φτώχεια, την εξαθλίωση, μέχρι και στην αυτοκτονία μεγάλα τμήματα του πληθυσμού.
Ασφαλώς ξεχωριστή αναφορά πρέπει να γίνει στο μοίρασμα των περιοχών. Κάθε οικογένεια έχει τις δικές της περιοχές τις οποίες ελέγχει με τη βία (σχεδόν νομιμοποιημένη όπως θα έλεγε ο Βέμπερ για το κράτος) με το αζημίωτο φυσικά (αντί για την φορολογία εδώ υπάρχει η καταβολή χρημάτων για “προστασία”). Το ζήτημα της επέκτασης σε άλλες περιοχές είναι κομβικό, ακριβώς όπως και στον καπιταλισμό. Να δεις πως λέγεται, πως μου το ‘πανε, νομίζω ιμπεριαλισμός αλλά είναι πολύ ξύλινο για να το χρησιμοποιήσω σε ένα κείμενο που μπορεί να διαβάσει και κανένας ανυποψίαστος σινεφίλ και να ταραχτεί, οπότε θα χρησιμοποιήσω το “επεκτατική πολιτική”. Η επεκτατική πολιτική, λοιπόν, στην ταινία είναι μια μικρογραφία της πραγματικής ζωής. Είτε με συμμαχίες, είτε με λυκοσυμμαχίες είτε με την ωμή βία, ο στόχος της επέκτασης σε άλλες περιοχές επιτυγχάνεται και αποτελεί όρο για την επιβίωση της οικογένειας, ακριβώς όπως επεκτείνονται οι ισχυρές ιμπερ…συγγνώμη επεκτατικές χώρες.


Ηθική

Και στις τρεις ταινίες υπάρχει μια, με την αρχαιοελληνική έννοια, τραγικότητα η οποία εκδηλώνεται σε ζητήματα ηθικής. Πιο συγκεκριμένα, από την αρχή θέλει να μας δείξει την ιερότητα της οικογένειας. Κάθε ταινία ξεκινάει με ένα μεγάλο γλέντι, με αφορμή κάποια οικογενειακή γιορτή. Η οικογένεια επίσης αποτελεί το κίνητρο για όσα κάνουν, αποτελεί τον νομιμοποιητικό παράγοντα κάθε βίαιης ενέργειας. Ωστόσο, αυτή η αρχή φαίνεται να είναι πιο αυθεντική στην πρώτη γενιά Νονών. Ο Βίτο θα έκανε τα πάντα για να είναι η οικογένειά του χαρούμενη και πραγματικά θλίβεται όταν πρέπει τα παιδιά του να υποστούν τις συνέπειες των δικών του επιλογών. Δείχνει μάλιστα τέτοιο σεβασμό στον θεσμό της οικογένειας ώστε ο Μάικλ να περιμένει να πεθάνει για να καθαρίσει τον γαμπρό του καθώς ο πατέρας του θα προτιμούσε να είναι η κόρη του κακοποιημένη παρά χήρα.


Η επόμενη γενιά, αυτή του Μάικλ, σέβεται την οικογένεια τόσο όσο χρειάζεται. Τη σέβεται περισσότερο συμβολικά, παρά ουσιαστικά. Θα μπορούσε να παρομοιαστεί με τους νεότερους καπιταλιστές που όταν αναλαμβάνουν την διοίκηση μιας εταιρίας δείχνουν για τους τύπους σεβασμό στους παλαιότερους (σε ένα μίτινγκ στο οποίο παρίσταται ο Βίτο, ο Μάικλ λέει ότι θα γίνει ό,τι θέλει ο πατέρας του, αλλά στη συνέχεια αναφέρει εμφατικά ότι ο ίδιος δεν είναι σαν τον πατέρα του) ενώ στην πραγματικότητα θέλουν απλά να πετύχουν τους στόχους τους. Με άλλα λόγια, αν κάποιοι από τους παλιούς αστούς, τους μεγαλοκαπιταλιστές μπορεί να τύχαινε να έχουν μια παιδεία ή κάποιους ηθικούς φραγμούς (πχ. ο Βίτο δεν επέτρεπε τα ναρκωτικά), οι νεότεροι καπιταλιστές είναι πιο τεχνοκράτες.
Η ηθική για τον Μαρξ, σύμφωνα με τον Βαζιούλιν έχει μια ιδιαίτερη σχέση με την ανάπτυξη του καπιταλισμού: όσο περισσότερο αναπτύσσεται, όσο περισσότερο η ατομική ιδιοκτησία επεκτείνεται, τόσο λιγότερος χώρος μένει για την ηθική. Όσο περισσότερο οι σχέσεις των ατόμων ρυθμίζονται από τις νομικές σχέσεις ιδιοκτησίας, άρα από το δίκαιο, τόσο λιγότερο σημαντική είναι η ηθική. Έτσι, η επέκταση των υποθέσεων της οικογένειας Κορλεόνε, τα οικονομικά συμφέροντα, αλλά και η ανάγκη πίστης στην οικογένεια ως μπίζνα, οδηγούν τον Μάικλ να πάρει την απόφαση να σκοτώσει τον αδερφό του. Και σε αυτή την περίπτωση περιμένει να πεθάνει η μητέρα τους. Ο θάνατος του παλιού ανοίγει τον δρόμο στην επέλαση της ορθολογικότητας του νέου.
Ωστόσο όπως είπαμε παραπάνω η ηθική έχει μια τραγικότητα. Όλα υποτίθεται ότι γίνονται για το καλό της οικογένειας, όμως όλα τελικά έχουν το τίμημα τους. Σε κάθε μια από τις ταινίες ένα μέλος της οικογένειας πεθαίνει με τραγικό τρόπο. Κάθε φορά για να προστατεύσει την οικογένεια.
Εκτός από την ιερότητα της οικογένειας, υπάρχει και η αξία της τιμής και του ανδρισμού. Σαφώς κυριαρχεί μια σεξιστική αντίληψη των πραγμάτων, άλλωστε βρισκόμαστε σε μια ιστορική περίοδο όπου η θέση της γυναίκας παραμένει εξαιρετικά υποβαθμισμένη. Το ζήτημα της τιμής όμως είναι κι αυτό διφορούμενο. Από τη μια η τιμή είναι τόσο σημαντική ώστε όταν ο Λούκα Μπράτζι δεν δίνει το χέρι του στον Τατάλια, εκείνος καταλαβαίνει ότι δεν εννοεί όσα είπε, κι από την άλλη οι υποσχέσεις για παύση πυρός και αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των οικογενειών ασφαλώς είναι υποκριτικές και δεν τηρούνται, κάπως σαν τους όρκους που δίνουν οι κυβερνήσεις μπροστά στους λαούς τους. Εδώ πάλι βλέπουμε ένα πλαίσιο πολύ συναφές με αυτό του καπιταλισμού: Υπάρχει ένα τυπικό, μια ανάγκη δέσμευσης, ένα κοινωνικό συμβόλαιο που θα έλεγε και ο Ρουσσώ, το οποίο όποτε χρειάζεται μπορεί να σπάσει, μονομερώς πάντα, αρκεί να υπάρχουν ανώτερα συμφέροντα και σημαντικοί λόγοι.


Θρησκεία

Είναι εκπληκτικός ο τρόπος με τον οποίο ο Κόπολα συνδέει την θρησκεία με την βία. Η κορύφωση της εξέλιξης συμβαίνει παράλληλα με ένα θρησκευτικό γεγονός. Στην βάπτιση του ανηψιού του Μάικλ, εκτυλίσσεται η δολοφονία των αρχηγών των οικογενειών. Η αδελφοκτονία γίνεται υπό το hail mary, ενώ αντίστοιχες σκηνές υπάρχουν και στο τρίτο μέρος. Αυτό δεν μπορεί να είναι τυχαίο. Δεν μπορεί να μην δείχνει αφ’ενός την εδραίωση δια της βίας της θρησκείας και αφετέρου την θρησκευτικού τύπου πίστη στην Οικογένεια και την δια της βίας ικανοποίηση των συμφερόντων της. Σαν τους καπιταλιστές, που όσο αγαθοί και καλόκαρδοι χριστιανοί κι αν το παίζουν, δεν διστάζουν να εκμεταλλεύονται τα εν χριστώ ή αλλάχ ή οτιδήποτε αδέρφια τους, ενώ παράλληλα υποστηρίζουν την ιδεολογία της ελεύθερης οικονομίας ως θρησκεία, παρά το γεγονός ότι διαψεύδεται από την ίδια την πραγματικότητα.


Βία

“Θα του κάνω μια πρόταση που δεν θα μπορεί να αρνηθεί”. Κλασική ατάκα της ταινίας. Στην πραγματικότητα σου κάνει μια πρόταση. Αν θες την δέχεσαι. Αν δεν θες, την απορρίπτεις και σου την ξανακάνει με ένα όπλο κολλημένο στο κεφάλι σου. Κάπως σαν το όλον σύστημα δηλαδή: αν το αποδεχθείς οικειοθελώς όλα καλά. Αν διαφωνήσεις ή αντισταθείς η βία είναι η λύση. Από την Χιλή του Αλιέντε, στην Μπουρκίνα Φάσο του Τομάς Σανκαρά, στην Κούβα του Φιντέλ και σε όλο τον κόσμο, ο καπιταλισμός επιβάλλεται είτε δια της συναίνεσης είτε δια της βίας.
Το ίδιο παράδειγμα θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στην σχέση καπιταλισμού και δημοκρατίας. Ο καπιταλισμός λειτουργεί συνήθως μια χαρά με την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Ωστόσο όταν χρειαστεί, και δεν είναι λίγες οι φορές που συμβαίνει αυτό, μπορεί να την καταργήσει και στη θέση της να εγκαταστήσει μια δικτατορία που θα του κάνει πιο εύκολα τη δουλειά.


Κομμουνισμός

Κρατήσαμε το καλύτερο για το τέλος. Είναι γνωστό ότι οι Ιταλοί, όπως και όλοι οι υπόλοιποι, μαφιόζοι άκουγαν κομμουνισμό και έβγαζαν σπυριά. Λογικό. ;Oχι μόνο ως επιχειρηματίες δεν ήθελαν τους εργάτες συνειδητοποιημένους και ενωμένους, αλλά και ως παραδοσιακοί και συντηρητικοί σε πολλές εκφράσεις της ζωής τους, σιχαίνονταν ό,τι μπορούσε να φέρει πρόοδο στην ανθρωπότητα. Στην τριλογία υπάρχουν κάποιες μικρές στιγμές με αναφορές στον κομμουνισμό. Κατά την περιπλάνηση του Μάικλ Κορλεόνε στο χωριό της Νότιας Ιταλίας βλέπουμε αφίσες του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας. Η εικόνα μπορεί να περάσει απαρατήρητη όμως δεν μπορεί να μπήκε τυχαία εκεί. Βρισκόμαστε σε μια εποχή στην οποία η Ιταλία ηττήθηκε στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, το κομμουνιστικό κίνημα στην ευρώπη βρισκόταν σε άνθιση, οπότε πιθανόν ο σκηνοθέτης να ήθελε με μια εικόνα να υπονοήσει ότι υπάρχει και άλλος κόσμος εκτός από αυτόν που μας περιγράφει. Πιθανό να ήθελε να προβάλλει και τη διαφορά μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης.

Ωστόσο οι σκηνές που εκτυλίσσονται κατά την επίσκεψη του Μάικλ στην Κούβα, με αποκορύφωμα την επανάσταση και την πτώση του Μπατίστα την Πρωτοχρονιά το 59, είναι εκπληκτικές. Η αυτο-ανατίναξη ενός αντάρτη, η αποφασιστικότητά τους την οποία αναγνωρίζει ο διορατικός Κορλεόνε και το Viva Fidel που ακούγεται, δεν παρουσιάζει την καθιερωμένη εικόνα για τους κομμουνιστές και για την επανάσταση, αυτή δηλαδή που συνηθίζει να προβάλλει το Χόλιγουντ. Αντίθετα, αφήνει ο σκηνοθέτης να εννοηθεί ότι η επανάσταση στην Κούβα είναι η απάντηση στην καθολική εκπόρνευση μιας χώρας-προτεκτοράτου των ΗΠΑ.


Κάπου εδώ πρέπει να κλείσει, επιτέλους, αυτό το κείμενο. Θα μπορούσα να γράφω και να μιλάω ατελείωτες ώρες για τον Νονο, αλλά τι μου φταίς κι εσύ άμοιρε αναγνώστη; Για να μπήκες εδώ μάλλον θα ήθελες να διαβάσεις ένα πολιτικοκαλλιτεχνικό κείμενο. Ελπίζω να σε κάλυψε. Τα παραδείγματα που αναφέρθηκαν παραπάνω είναι ενδεικτικά. Υπάρχουν πολλά ακόμα που για λόγους συντομίας (;) του κειμένου δεν συμπεριλήφθηκαν. Αισθανθείτε ελεύθεροι/ες να τα συμπληρώσετε.


Σάββατο 25 Απριλίου 2015

ΟΙ ΙΣΠΑΝΟΙ ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ – ΤΑ ΗΡΩΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ 1868-1936

Με αφορμή το βιβλίο του ΜΑΡΕΪ ΜΠΟΥΚΤΣΙΝ: ΟΙ ΙΣΠΑΝΟΙ ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ – ΤΑ ΗΡΩΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ 1868-1936

από ormithiella Πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο, κατά τη γνώμη μου, με αφορμή ένα σημαντικό βιβλίο… Παύλος
(Ο δεύτερος ιστορικός πλους των εκδόσεων Βιβλιοπέλαγος)
TOY Μ. Κορακιανίτηsxoliastesxwrissynora.wordpress.com
Όταν έχεις να κάνεις με ένα επαναστατικό κίνημα, όπως το ισπανικό αναρχικό κίνημα που για ένα χρονικό διάστημα 68 ετών (τα χρόνια που ο Μάρεϊ Μπούκτσιν χαρακτηρίζει «ηρωικά) προετοίμαζε καθημερινά στα έγκατα της κοινωνίας την τελική του έφοδο, δεν νομίζω ότι έχει τόση σημασία να εμμείνεις στην ήττα αυτού του κινήματος και στα αίτιά της.
Για να καταλάβουμε πόσο αφοσιωμένοι ήταν οι ισπανοί εργάτες {για παράδειγμα στη «μαύρη» (καθαρά αναρχική) Σαραγόσα} στην Ιδέα , δηλαδή στο σχέδιο ανατροπής της καπιταλιστικής κοινωνίας, αρκεί να παραθέσουμε το σχόλιο του άγγλου ιστορικού Ρεϊμόντ Καρ ο οποίος υπογράμμιζε ότι «οι απεργίες χαρακτηρίζονταν από την περιφρόνηση απέναντι στα οικονομικά αιτήματα και από τη δύναμη της επαναστατικής τους αλληλεγγύης: οι απεργίες για τους φυλακισμένους συντρόφους ήταν πιο δημοφιλείς από τις απεργίες για καλύτερες συνθήκες».

Όταν η CNT είχε φτάσει να απαριθμεί ένα εκατομμύριο μέλη, βρισκόταν ήδη κάτω από την ανεξίτηλη επίδραση των αναρχικών της FAI και παρόλο που αυτοί οι τελευταίοι δεν ξεπερνούσαν τους τριάντα χιλιάδες και παρόλο που από το ένα εκατομμύριο μέλη της αναρχοσυνδικαλιστικής ομοσπονδίας μόνο ένας περιορισμένος αριθμός μελών θα μπορούσαν να θεωρηθούν αποφασισμένοι αναρχικοί αγωνιστές, η CNT βρισκόταν κάτω από την άμεση επιρροή των αναρχοκομμουνιστικών, αντικρατιστικών, αποκεντρωτικών και αμεσοδημοκρατικών ιδεών και στην πράξη λειτουργούσε σε εντυπωσιακό βαθμό μέσα από αντιεξουσιαστικές δομές.
Σε ό,τι αφορά την ήττα αυτού του ζωντανού, σύνθετου κινήματος με το διαρκή ανταγωνισμό, διασταύρωση κι ώσμωση ανάμεσα στις «μεταρρυθμιστικές» και «ανατρεπτικές» κατευθύνσεις, ο Μπούκτσιν. στον πρόλογο του βιβλίου του για τους ισπανούς αναρχικούς αναφέρει: « ..η αλήθεια είναι ότι δεν έφταιγε η οργάνωση ή το πρόγραμμα τους για την ήττα τους, αλλά η αναποφασιστικότητα των αυτοχρισμένων «ηγετών» τους, για να μην αναφερθώ στις καλά εξοπλισμένες και καλά εκπαιδευμένες δυνάμεις που ρίχτηκαν στη μάχη εναντίον τους, συμπεριλαμβανομένων των μισθοφορικών μαυριτανικών στρατευμάτων και της ισπανικής Λεγεώνας των Ξένων που είχαν τρομακτική προϊστορία μαζικών εκτελέσεων στη Βόρεια Αφρική και αργότερα στην Ισπανία.»
Επειδή όταν αναφερόμαστε στον ισπανικό αναρχισμό ως περίοδο ηρωική, επαναστατικής έξαρσης, έχουμε στο νου μας τα χρόνια του εμφυλίου πολέμου μεταξύ 1936-1939, κάνει εντύπωση η εξομολόγηση του Μπούκτσιν στον πρόλογο του βιβλίου. Γράφει «δεν έγραψα το δεύτερο τόμο αυτού του βιβλίου με θέμα τον εμφύλιο πόλεμο όπως αρχικά είχα την πρόθεση, καθώς μου έγινε σαφές ότι η ηγεσία της CNT-FAI υπέστη έναν τραγικό ξεπεσμό τόσο στις αρχές όσο και στην πρακτική της μετά από το τέλος του καλοκαιριού του 1936. Στα δικά μου μάτια τουλάχιστον ο αναρχισμός και ο αναρχοσυνδικαλισμός στην Ισπανία είχαν φτάσει στα πιο εκπληκτικά και ηρωικά ύψη στην προ του 1936 ιστορία τους..». Προφανώς ο Μπούκτσιν αναφέρεται σε αυτό που ένας άλλος αναρχικός μελετητής της ισπανικής επανάστασης, ο Άγγλος Βέρνον Ρίτσαρντς, (Διδάγματα από την Ισπανική Επανάσταση, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος), περιγράφει σαν ροπή της ηγεσίας της CNT σε ορισμένες περιστάσεις να εγκαταλείπει τις αρχές χάριν της τακτικής.
Σε αυτό το σημείο εντούτοις αξίζει να σημειώσουμε ότι οι αναρχικοί στην Ισπανία είχαν στην κυριολεξία αλλεργία με εκείνους τους συντρόφους, συνδικαλιστές για παράδειγμα, που τύχαινε να καταλαμβάνουν νευραλγικές, υπεύθυνες, θέσεις- και γι’ αυτό πίστευαν στη διαρκή παρακολούθηση αυτών των συντρόφων και στο διαρκή έλεγχό τους από τα κάτω. Είναι από αυτήν την άποψη χαρακτηριστική η κριτική ενός αναρχοσυνδικαλιστή του Μπουενακάσα, ο οποίος επιχειρηματολογώντας υπέρ της απομάκρυνσης από την αρχισυνταξία της κεντρικής αναρχοσυνδικαλιστικής εφημερίδας, Solidaridad Obrera, του καταξιωμένου αγωνιστή Άνχελ Πεστάνια, εκπροσώπου της μετριοπαθούς αναρχοσυνδικαλιστικής πτέρυγας, ανέφερε- ανάμεσα στα άλλα- ότι ο σύντροφος είχε πέντε χρόνια να δουλέψει ως ωρολογοποιός κι επομένως είχε περιχαρακωθεί στο μηχανισμό της CNT. O ίδιος ο Πεστάνια, ως εκπρόσωπος πάντα μιας μετριοπαθούς, περισσότερο ρεφορμιστικής τάσης, είχε σε άλλη συγκυρία εξοργιστεί με εργαζόμενους που συμμετείχαν σε εργατικές επιτροπές ως έμμισθα στελέχη.
Στην ιστορία του ισπανικού αναρχισμού συναρπαστική και διδακτική ήταν η εκρηκτική συχνά συνύπαρξη αυτών των δύο οργανώσεων, της CNT και της FAI, μέχρι την τελική τους συμπόρευση το 1936. Από τη μια οι μαχητικοί αναρχικοί της FAI, οι οποίοι- δρώντας κυρίως μέσα από τα grupo de afinidad, τις ομάδες εκλεκτικής συγγένειας, με τις σφιχτοδεμένες διαπροσωπικές σχέσεις- ήταν ολόψυχα αφοσιωμένοι στην ανατροπή του καπιταλισμού και γι’ αυτό διατεθειμένοι να χρησιμοποιήσουν την άμεση δράση σε όλες τις εκφάνσεις της. Και από την άλλη μια μαζική αναρχοσυνδικαλιστική οργάνωση, η οποία- παράλληλα με τον γενικό αντιεξουσιαστικό και αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό της- ήταν εκ των πραγμάτων αναγκασμένη να αγωνίζεται για τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών και εξάλλου χάρη σε αυτήν την ικανότητά της συγκέντρωνε τόσους πολλούς εργάτες. Εντέλει οι αναρχικοί στην Ισπανία-κι αυτό δείχνει τον πλούτο και το μεγαλείο του κινήματός τους-κατόρθωσαν να συνενώσουν αυτές τις διαφορετικές τάσεις, τις περισσότερο ή λιγότερο ριζοσπαστικές, τις περισσότερο ή λιγότερο διαλλακτικές, σε ένα επαναστατικό κίνημα, το οποίο -παρά τις όποιες ελλείψεις του- εξακολούθησε μέχρι το τέλος να συνιστά ένα μοναδικό κοινωνικό πείραμα απελευθέρωσης ιδεών, δυνάμεων και δυνατοτήτων, που βρίσκονταν σε λανθάνουσα κατάσταση μέσα στην ισπανική κοινωνία.
Από τις πιο όμορφες σελίδες του βιβλίου είναι εκείνες που περιγράφουν τόσο την προσωπικότητα και την περιπετειώδη ζωή του ελευθεριακού παιδαγωγού και ιδρυτή του Escuela Moderna, «Σύγχρονου Σχολείου», Φρανθίσκο Φερέρ, όσο και το δίχτυο των πενήντα σχολείων που τελικά ιδρύθηκαν στην Ισπανία, κυρίως στην Καταλονία, βασισμένα στις αρχές του Σύγχρονου Σχολείου. Στα ελευθεριακά αυτά σχολεία δεν ήταν μόνο το περιεχόμενο της διδασκαλίας που ενθάρρυνε την κριτική, ορθολογική σκέψη, αλλά και το γεγονός ότι όταν στα κρατικά σχολεία (που στα περισσότερα η διεύθυνση βρισκόταν στα χέρια κληρικών) οι «απείθαρχοι» μαθητές αναγκάζονταν να γονατίσουν σε στάση μετάνοιας και έπειτα ξυλοκοπούνταν, το Σύγχρονο σχολείο προειδοποιούσε τους δασκάλους ότι έπρεπε να «απέχουν από κάθε υλική ή ηθική τιμωρία διαφορετικά κινδύνευαν να κριθούν ακατάλληλοι για πάντα».
Μια στάση που θα ήταν τελείως αντίθετη με το πνεύμα, που οι ίδιοι οι ισπανοί αναρχικοί καλλιέργησαν, θα ήταν εκείνη της άκριτης εξιδανίκευσης του ισπανικού αναρχισμού . Όπως το θέτει εξάλλου ο Μπούκτσιν στην εισαγωγή του βιβλίου του, όπως σε όλες τις ισπανικές οργανώσεις έτσι και μέσα στις αναρχικές οργανώσεις υπήρξαν τυχοδιώκτες με ιδιοτελή κίνητρα οι οποίοι, όπως, χαρακτηριστικά αναφέρει, «πρόδωσαν τα ελευθεριακά τους ιδεώδη σε κρίσιμες στιγμές του αγώνα».
Όμως η μοναδική αξία του αναρχικού ισπανικού κινήματος βρίσκεται ακριβώς στο γεγονός ότι δεν αντιμετώπισε την υπόθεση των επαναστατικών αλλαγών αποστειρωμένα, με τους αγωνιστές να είναι πιόνια σε μια ιστορική σκακιέρα, στην οποία οι κινήσεις υπαγορεύονται από την αποκλειστική γνώση των ειδικών και από άνωθεν ντιρεκτίβες . Γι’ αυτό ο ισπανικός αναρχισμός όχι μόνο διατήρησε τη φλόγα και τον πλούτο του βιώματος, αλλά και μετέφερε το κέντρο βάρους των ανατροπών στο προσωπικό, σωματικό θα έλεγα, επίπεδο του καθενός, ακριβώς όπως είχε πάντα την τάση να μεταφέρει το κέντρο βάρους των συλλογικών αποφάσεων στη βάση της κοινωνίας, στο καθημερινό, τοπικό επίπεδο. Όπως σημειώνει ο Μπούκτσιν: « Σε αντίθεση με τα μαρξιστικά κινήματα, ο ισπανικός αναρχισμός έδινε μεγάλη σημασία στον τρόπο ζωής, στην πλήρη αναδόμηση του ατόμου σύμφωνα με τις ελευθεριακές κατευθύνσεις. Έδινε ιδιαίτερη αξία στον αυθορμητισμό, στο πάθος και στην πρωτοβουλία της βάσης….. Οι ισπανοί αναρχικοί συζητούσαν με πάθος και τις παραμικρές αλλαγές που θα έφερνε η επανάσταση στον καθημερινό τρόπο ζωής τους και πολλοί από αυτούς εφάρμοζαν όσο ήταν δυνατό αυτές τις αρχές άμεσα στην πράξη… Πολλοί τελειοποιήθηκαν στη γλώσσα εσπεράντο με την πεποίθηση ότι μετά την επανάσταση θα καταργούνταν τα εθνικά σύνορα των χωρών, οι άνθρωποι θα μιλούσαν μια κοινή γλώσσα και θα μοιράζονταν μια κοινή πολιτιστική παράδοση…. Ουδέποτε χρησιμοποιούσαν στις καθημερινές συζητήσεις τους τη λέξη «θεός», έλεγαν salud (= γεια σου) και όχι adios (=στην ευχή του θεού), απέφευγαν τις σχέσεις με τους κληρικούς και τις κρατικές αρχές, δεν νομιμοποιούσαν με το γάμο τις «ελεύθερες ενώσεις» τους, δε βάφτιζαν ούτε νομιμοποιούσαν τα παιδιά τους». Και καταλήγει ο Μπ. « Πρέπει να γνωρίζει κανείς την καθολική Ισπανία για να αντιληφθεί πόσο μεγαλεπήβολη ήταν αυτή η αυτό-επιβαλλόμενη ηθική…».
Στους καιρούς της εξαχρείωσης και του παραλογισμού που ζούμε σήμερα, δεν μπορούμε να μην κάνουμε μια σύγκριση με αυτό που εμείς εδώ στην Ελλάδα, αλλά και σε όλη την Ευρώπη, μέχρι πρότινος τουλάχιστον, βλέπαμε και ζούσαμε. Σύγκριση για να δώσουμε έδαφος στη φαντασία και στη σκέψη να απεγκλωβιστούν και να αντιπαρατεθούν κριτικά στο παρόν, κι όχι βέβαια για να μπούμε στο μάλλον γελοίο παιχνίδι της μηχανικής μεταφοράς και των εισαγόμενων θαυματουργών λύσεων.
Για μια σκιαγράφηση του που πατάμε εμείς σήμερα και που βρίσκονταν οι ισπανοί αναρχικοί τότε, θα παραθέσω πάλι ένα απόσπασμα από τον πρόλογο του Μπoύκτσιν στο βιβλίο του. Γράφει: « Ο καπιταλισμός σήμερα έχει διεισδύσει στην καθημερινή ζωή περισσότερο από ποτέ. Έχει διαρρήξει τους ισχυρούς κοινοτικούς δεσμούς… Εκείνα τα χρόνια το κεφάλαιο πολιορκούσε μια προφανώς προβιομηχανική κοινωνία, η οποία μπορούσε να του αντισταθεί με την πλούσια ποικιλία της ζωής στις γειτονιές της, στις πόλεις και στα χωριά της. Σήμερα εκείνη η προβιομηχανική κοινωνία παραχωρεί ραγδαία τη θέση της σε μια ιδιαίτερα εμπορευματοποιημένη κοινωνία της αγοράς- όχι απλά σε μια οικονομία της αγοράς- που έχει μετατρέψει ένα μεγάλο μέρος του δυτικού κόσμου σε ένα γιγαντιαίο σούπερ μάρκετ με τους υποταγμένους και μίζερους τρόπους ζωής».
Για να έρθουμε εδώ στα δικά μας, αρκετοί από εμάς γνωρίζουμε στο πετσί μας για το πώς στήθηκε το δικό μας «γιγαντιαίο σούπερ μάρκετ» με τις τραγικές συνέπειες που είχε στις συνειδήσεις, στον τρόπο ζωής και στην ίδια την ανεξάρτητη και κριτική σκέψη.
Κι όταν λέω αρκετοί από εμάς έχουμε γνωρίσει τη ληξιαρχική πράξη γέννησης αυτής της άνευ όρων και ορίων εμπορευματοποίησης στο πετσί μας, εννοώ από άποψη ηλικίας, γιατί αυτή η γενικευμένη πλέον επιδρομή του κεφαλαίου χρονικά δεν τοποθετείται μακριά- εγώ θα έλεγα ότι μπαίνει στην τελική της ευθεία μετά το 1981, με όχημα το λαϊκιστικό μόρφωμα του ΠΑΣΟΚ και του «λαϊκού καπιταλισμού» που αυτό εδραίωσε .
Γνωρίζουμε λοιπόν την τεράστια αφομοιωτική δύναμη αυτού του κυρίαρχου κρατικοκαπιταλιστικού συστήματος με τα απροκάλυπτα ληστρικά του χαρακτηριστικά και τις αποπροσανατολιστικές, αποκοιμιστικές συναινέσεις. ΄Ενα σύστημα, το οποίο μέσα από μια αχαλίνωτη εμπορευματοποίηση των πάντων και ταυτόχρονα γραφειοκρατικοποίηση πολλών όψεων της κοινωνικής ζωής, εξαγόραζε και νάρκωνε τους υπηκόους του με παραμύθια περασμένων εθνικών μεγαλείων, με εορτοδάνεια-διακοποδάνεια και άφθονο πλαστικό χρήμα, με πελατειακές σχέσεις και πάσης φύσεως εξατομικευμένα ή συντεχνιακά αλισβερίσια με την εκάστοτε Εξουσία, με μια συντηρούμενη από τα πάνω ανομία από την οποία μόνον οι ισχυροί και οι ανάλγητοι έβγαιναν και θα βγαίνουν κερδισμένοι.
Δεν μπορεί λοιπόν κανείς να μην κάνει αυτή τη σύγκριση…. και από τη μια να μην απελπιστεί συνειδητοποιώντας πόσο χαμηλά βρίσκεται η ηθική, η αξιοπρέπεια, η φαντασία, η συνείδηση και τα ανακλαστικά αντίστασης της κοινωνίας μας σήμερα (μέχρι στιγμής τουλάχιστον) και από την άλλη, διαβάζοντας τις προσπάθειες και τα εγχειρήματα αυτών των ανθρώπων στην Ισπανία, να μην συνεχίσει αθεράπευτα να ελπίζει, γιατί όπως έλεγε κι ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη του : «πολλά τα δεινά κουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει». Δηλαδή «τίποτα δεν είναι πιο τρομερό, θαυμάσιο, ικανο-πραγματοποιητικό απ’ τον άνθρωπο», όπως αυτό το «ανθρώπου δεινότερον» το ερμηνεύει ο Καστοριάδης, χαρτογραφώντας τη δημοκρατική πολιτική σκέψη και στάση ως μια στάση που μαζί με τους άλλους ( στο ίσον φρονείν κι όχι στο μόνος φρονείν) αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεών της και δεν αναζητά έξωθεν νομιμοποιήσεις, θεούς, προφήτες και πάσης φύσεως εθνοσωτήρες.
Ικανός δηλαδή ο κάθε άνθρωπος για το υψηλότερο κι ευγενέστερο, όπως στην Ισπανία τα ηρωικά χρόνια, ικανός να αναλάβει την ευθύνη και τη τύχη της ύπαρξής του και μέσα από αυθεντικές συλλογικές και αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες να χαράξει ο ίδιος τον κοινό δρόμο του. Και από την άλλη ικανός για την πιο χαμερπή κατρακύλα, για την πιο στυγνή υποταγή, να τρέχει να κρύβεται στην ποδιά των ισχυρών, ενός οποιουδήποτε χιτλερίσκου ή λαοφιλή «παντογνώστη» ηγέτη ή κομματόσκυλου ή στην ποδιά μιας φανταστικής υπερπροστατευτικής (αλλά φυσικά τυραννικής) μητέρας, ή ενός φανταστικού, από μηχανής θεού, πατέρα που παραλύει τη σκέψη και την πρωτοβουλία.
Δεν μπορεί κανείς να μην κάνει αυτή τη σύγκριση διαβάζοντας το βιβλίο του Μάρει Μπούκτσιν για τους Ισπανούς Αναρχικούς: τη σύγκριση ανάμεσα στα ηρωικά εκείνα χρόνια και τα χρόνια που εμείς σήμερα σερνόμαστε πίσω από σαθρές (όπως τώρα περίτρανα αποδεικνύεται) « κυρίαρχες αναπτυξιακές επιλογές», που μας τις φόρεσαν σαν ζουρλομανδύα με αντάλλαγμα μια ψευδαίσθηση συμμετοχής σε ένα βιοτικό επίπεδο που ακόμη κι όταν το είχαμε (όσοι από εμάς το είχανε) το πληρώναμε ακριβά με την ηθική, ψυχική και αισθητική υποβάθμιση της ζωής μας.
Σε αυτή τη γραμμή πλεύσης, που προανέφερα – ότι δεν πρέπει να μας ενδιαφέρει απαραίτητα ο προορισμός, το τέλος, « η Ιθάκες» , αλλά το ταξίδι, ο «πηγαιμός για την Ιθάκη»- θα ήθελα να αναφέρω ορισμένες ακόμη όψεις αυτής της μεγάλης πορείας προς τη «γη της ελευθερίας» των ισπανών αναρχοσυνδικαλιστών…..
Μια από τις αρχές των Ισπανών Αναρχικών αφορούσε την ακλόνητη πεποίθησή τους ότι τα μέσα που υιοθετούσαν, οι μέθοδοι πάλης, όχι μόνο δεν μπορούσαν να διαχωριστούν από την ελευθεριακή κοινωνία στην οποία απέβλεπαν, αλλά όφειλαν να απεικονίζουν και να ενσωματώνουν τις βασικές όψεις του comunismo libertario, τον οποίο επιζητούσαν να πραγματώσουν. Γράφει ο Μπούκτσιν: «Αν ένα κίνημα επιδίωκε να δημιουργήσει έναν κόσμο ενωμένο στη βάση της αλληλεγγύης και της αλληλοβοήθειας, όφειλε να διέπεται από τις αρχές του. Αν επιδίωκε μια αποκεντρωτική, αντιεξουσιαστική, ακρατική κοινωνία, όφειλε να είναι δομημένο πάνω σε αυτούς τους στόχους….. οι αναρχικοί τόνιζαν συνεχώς τη σημασία της εκπαίδευσης και την ανάγκη να ζουν σύμφωνα με τις αναρχικές επιταγές- με άλλα λόγια τη ανάγκη να δημιουργήσουν μια αντικοινωνία που θα εξασφάλιζε το χώρο που χρειάζονται οι άνθρωποι για να ανακαλύψουν και να δημιουργήσουν εκ νέου τον εαυτό τους. Επομένως έδιναν μεγαλύτερη σημασία στον ελεύθερο χρόνο και στην ηθική υπεροχή. Περιφρονούσαν τους σοσιαλιστές επειδή τα αιτήματά τους επικεντρώνονταν πρωταρχικά στις μισθολογικές αυξήσεις και τις υλικές βελτιώσεις. Στα μάτια των αναρχικών, η ανάγκη για μείωση των ωρών εργασίας ήταν πολύ πιο σημαντική, γιατί σύμφωνα με τον Ανσέλμο Λορένθο, τον «παππού» του ισπανικού αναρχισμού (1842-1914), οι άνθρωποι «θα έχουν τον ελεύθερο χρόνο να σκέφτονται, να μελετούν….. να ικανοποιούν τα ηθικά τους ένστικτα»
Και σε ένα άλλο απόσπασμα στο τέλος του βιβλίου, στα Συμπεράσματα, ο Μπούκτσιν εξετάζει το κατά πόσο ήταν εφικτή μια κομμουνιστική επανάσταση σε μια βιομηχανικά υπανάπτυκτη χώρα κι αναφέρει πάνω στο ίδιο θέμα τις σκέψεις του διακεκριμένου αναρχικού θεωρητικού Αμπάδ δε Σαντιγιάν, ο οποίος σε ένα έργο με τίτλο Μετά την Επανάσταση, το οποίο συζητήθηκε εκτενώς στα πλαίσια του ισπανικού αναρχικού κινήματος, έγραφε «Κάθε περίοδο στέρησης και φτώχειας παράγει βαρβαρότητα, ηθική οπισθοδρόμηση και μια άγρια μάχη όλων για το καθημερινό ψωμί…. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο στοχεύουμε να εγκαθιδρύσουμε τις καλύτερες οικονομικές συνθήκες, οι οποίες θα λειτουργήσουν ως εγγύηση ίσων και σταθερών σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους. Δεν θα πάψουμε να είμαστε αναρχικοί ακόμη και με άδεια στομάχια, αλλά δεν μας αρέσει να έχουμε άδεια στομάχια». Συνεχίζοντας το συλλογισμό του Σαντιγιάν, ο Μπούκτσιν καταλήγει: « Τέλος, σε μια οικονομία αφθονίας, που θα μπορεί να καλύπτει τις προσωπικές ανάγκες με αντίτιμο ένα στοιχειώδη μόχθο, το άτομο μπορεί να αποκτήσει τον ελεύθερο χρόνο για την πνευματική του καλλιέργεια και την πλήρη συμμετοχή του στην άμεση διαχείριση της κοινωνικής ζωής » Και στη συνέχεια ο Μπούκτσιν, αφού προσυπογράφει την προειδοποίηση του Σαντιγιάν, την άνοιξη του 1936, ότι «ο κομμουνισμός θα είναι το αποτέλεσμα της αφθονίας και χωρίς αυτήν θα παραμείνει απλώς ένα ιδανικό», αναφέρεται στο διφυή, και γόνιμα αντιφατικό χαρακτήρα του αναρχικού οράματος. Γράφει: «Πίστευαν στον «ελεύθερο έρωτα» επειδή πίστευαν στην ελευθερία του ζευγαρώματος πέρα από την πολιτική ή θρησκευτική επικύρωση, αλλά απέφευγαν την ελεύθερη έκφραση της σεξουαλικότητας και τις πολυγαμικές σχέσεις. Οραματίζονταν την ευθυμία στον εργασιακό χώρο, αλλά θαύμαζαν την σκληρή εργασία και σχεδόν εξυμνούσαν τις εξαγνιστικές της ιδιότητες. Στην κοινωνία της «Αρκαδίας» δεν θα υπήρχαν «δικαιώματα χωρίς καθήκοντα και καθήκοντα χωρίς δικαιώματα»… Εντούτοις οι ισπανοί αναρχικοί άφησαν πίσω τους μια απτή πραγματικότητα που έχει ιδιαίτερη σημασία για τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό της. Τα «ηρωικά χρόνια» του κινήματος από το 1868 μέχρι το 1936, σημαδεύτηκαν από μια συναρπαστική διαδικασία πειραματισμού σε οργανωτικές δομές, τεχνικές λήψης αποφάσεων, προσωπικές αξίες, εκπαιδευτικούς στόχους και μεθόδους πάλης».
Δύο αξιοσημείωτα για μένα συμπεράσματα:
1ο) Ο θεσμός όσο δημοκρατικός, αμεσοδημοκρατικός, κι αν είναι, όσο κι αν στη σύλληψη και στην εφαρμογή του αγγίζει το ιδεώδες, παραμένει πάντα ένα κέλυφος, μια εξωτερική μορφή, που αν οι συμμετέχοντες σε αυτόν, οι ζωντανοί, απλοί, καθημερινοί άνθρωποι, δε δραστηριοποιούνται, δε φροντίζουν, δεν αγωνίζονται να δώσουν σάρκα και οστά σε αυτό το εξωτερικό κέλυφος, ο θεσμός αργά ή γρήγορα θα εκφυλιστεί και θα αδειάσει από το όποιο απελευθερωτικό περιεχόμενό του. Ακόμη κι ο πιο τέλεια σχεδιασμένος θεσμός. Αυτό οι cenetistas φαίνεται να το γνώριζαν αρκετά καλά.
Στον πρόλογο για το βιβλίο του Σαμ Ντόλγκοφ «Αναρχικές Κολεκτίβες» (Εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη) ο Μπούκτσιν σημειώνει « Ο όρος «ολοκληρωμένη προσωπικότητα» παρουσιάζεται συχνά στα ντοκουμέντα των Ισπανών αναρχικών και έγιναν ακούραστες προσπάθειες για την ανάπτυξη της προσωπικότητας των ατόμων, τα οποία, όχι μόνο έπρεπε να ενστερνιστούν τις αντιεξουσιαστικές αρχές, αλλά και να δοκιμάζουν να τις εφαρμόζουν στην πράξη. Κατά συνέπεια το οργανωτικό πλαίσιο του κινήματος (όπως εκφράστηκε στην «πρώτη Διεθνή», τη CNT και τη FAI) έπρεπε να είναι αποκεντρωμένο και να επιτρέπει το μεγαλύτερο βαθμό πρωτοβουλίας και λήψης αποφάσεων στη βάση και να παρέχει δομικές εγγυήσεις ενάντια στο σχηματισμό γραφειοκρατίας»
2ο) Ο δρόμος για τη ριζική κοινωνική αλλαγή δεν είναι μια ευθεία. Και δεν πρόκειται ούτε για μια μαγική στιγμή, ούτε για ένα βίαιο συμβάν που, στο όνομα μιας ερμητικής ερμηνείας της Ιστορίας, κάποιοι έρχονται να το εφαρμόσουν πάνω στην κοινωνία σαν ένα είδος ηλεκτροσόκ. Ο Μπούκτσιν και σε αυτό το βιβλίο, αλλά και σε άλλα κείμενά του για το ισπανικό αναρχικό κίνημα, υπογραμμίζει πώς οι ισπανοί αναρχικοί προσπαθούσαν να εξισορροπήσουν τις απαιτήσεις ανάμεσα σε μια αυθεντική δημοκρατία «από τα κάτω» με αποκεντρωμένες διαδικασίες λήψης αποφάσεων και την ανάγκη για συντονισμό και αποτελεσματική κοινή δράση. Όπως σημειώνει « η CNT δοκίμασε να λύσει τα προβλήματά της και στη διάρκεια ευνοϊκών περιόδων το κατάφερε. Υπήρξαν όμως και περίοδοι καταστολής, απότομες και πολλές φορές κρίσιμες στροφές των γεγονότων που την ανάγκασαν να καταργήσει τα ετήσια καθώς και τα τοπικά συνέδρια και να περιοριστεί στη λήψη αποφάσεων από ηγετικές επιτροπές ή «συνέδρια», τα οποία διέφεραν ελάχιστα από απροετοίμαστες συνδιασκέψεις. Ορισμένοι ηγέτες, σε όλα τα επίπεδα της οργάνωσης, ενεργούσαν περίπου με γραφειοκρατικό τρόπο. Η ίδια η συνδικαλιστική δομή δεν είναι απαλλαγμένη από γραφειοκρατικές παραμορφώσεις».
Όπως δείχνει το ισπανικό παράδειγμα η κοινωνική επανάσταση, η αναμόχλευση των πάντων μέχρι να βρεθεί εκείνη η νέα ισορροπία, αρμονία αν θέλετε, που θα απελευθερώνει όσο γίνεται περισσότερες συλλογικές δυνατότητες και θα ελαχιστοποιεί τον αποκλεισμό και την αδικία, αυτή η κοινωνική επανάσταση είναι μια δαιδαλώδης διαδικασία. Ένας δρόμος που περιλαμβάνει πολλά κάθετα και παράλληλα μονοπάτια, πολλούς παράδρομους βαθύτατων πολιτισμικών ανατροπών που θέτουν σε αμφιβολία και διερώτηση το κυρίαρχο φαντασιακό, δηλαδή το συνολικό τρόπο ζωής, τις κυρίαρχες αξίες και αντιλήψεις, τον ίδιο τον τρόπο πρόσληψης της πραγματικότητας από τον καθένα από εμάς.
Γι’ αυτό και στο επίκεντρο αυτής της διαδικασίας σε τελευταία ανάλυση δεν μπορεί να βρίσκεται η απροκάλυπτη ή συγκαλυμμένη επιβολή, αλλά η πειθώ. Τίποτα δεν μπορεί να είναι δεδομένο, με την έννοια του θέσφατου ή του ταμπού για το οποίο απαγορεύεται να σκεφτείς και να μιλήσεις, και τίποτα δεν μπορεί να είναι οριστικό με την έννοια ενός τεχνητού παραδείσου στη μήτρα του οποίου όλες οι αντιφάσεις και τα προβλήματα έχουν διαπαντός επιλυθεί.
Προκειμένου να παραμείνουν τα ξυπνητήρια μιας κοινωνίας που αγνοεί τις ελλοχεύουσες δυνατότητές της, προκειμένου δηλαδή να είναι αυτοί που δείχνουν ένα δρόμο, κι όχι εκείνοι που παίρνουν εργολαβία το όλο εγχείρημα, οι ισπανοί αναρχικοί προτίμησαν να αποφύγουν την καθησυχαστική λαϊκιστική ρητορική περί «της έλευσης γήινων παραδείσων»-ιδιαίτερα όταν γνώριζαν ότι αυτοί οι παράδεισοι, όπου τους έφεραν οι αυτοχρισμένοι κομματικοί γκουρού, οδήγησαν σε νέες επαχθέστερες μορφές σκλαβιάς.

Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

Οι "από δω" κι οι "από κει"


 
Ένα από τα πιο αστεία συνθήματα που θυμάμαι από τα σχολικά χρόνια είναι το θρυλικό:
"οι από 'δω γαμάνε τους α-πο-κει"!
Μου είχε κάνει τόση εντύπωση τότε... Σκεφτόμουν πως αυτό που έχει πλάκα είναι ότι, επειδή οι "απο δω" δεν βρίσκουμε το λόγο για τον οποίο βρίζουμε τους "από κει", το θέτουμε το ζήτημα... χωροταξικά και τραβάμε τη διαχωριστική γραμμή και αυτό ήταν!
Πάμε! Ντου και ξύλο!

Σε μια τέτοια φάση νομίζω πως βρισκόμαστε και σήμερα συνολικά ως πολίτες.
Οι μισοί βρίζουμε τους άλλους μισούς.
Όσο κι αν αναζητήσαμε διαχωριστική γραμμή, δε νομίζω ότι έχουμε καταφέρει να τη βρούμε.
Στιγμιαία την είχαμε βρει πριν 4-5 χρόνια, αλλά απ' την ώρα που το σχέδιο κατέστη πραγματικότητα, δεν μπορούμε να βρούμε ακριβώς τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσά μας.
Κι έτσι βρίζουμε πλέον οι εκάστοτε μισοί τους εκάστοτε άλλους μισούς, όταν συζητάμε κάθε επιμέρους θέμα/δίλημμα που προκύπτει στην κοινωνία μας.

Έτσι σε κάθε ζήτημα είμαστε άλλοι οι "απο δω" και άλλοι οι "από κει" κι έτσι έχουμε μπερδευτεί, αφού πολλές φορές άνθρωποι απ' αυτούς με τους οποίους ταυτιζόμασταν στο χωρισμό "από δω-από κει" για κάποια χρόνια, βλέπουμε σε αρκετές περιπτώσεις ότι ξαφνικά ανήκουν στο αντίθετο στρατόπεδο σε επιμέρους ζητήματα.
Εκπλησσόμαστε και μας πιστεύουμε πως μας "πρόδωσαν".
Κι αναρωτιόμαστε: "πώς γίνεται εμείς οι δυο που παρέα βρίζαμε τους "από κει", τώρα σε μια σειρά θεμάτων να βρισκόμαστε ο ένας από δω κι ο άλλος "από κει";
 

Επιγραμματικά, θα παρατηρήσω δυο-τρεις αιτίες αυτού του φαινομένου και θα ήμουν ευτυχής αν με βοηθούσατε κι εσείς στα σχόλια με τις δικές σας παρατηρήσεις.

Νομίζω πως ένα απ' τα βασικά προβλήματα είναι ότι βάζουμε από μόνοι μας ταμπέλες στον εαυτό μας και ετεροκαθορίζουμε την άποψή μας με βάση την ταμπέλα που έχουμε επιλέξει.
Αν έχουμε πείσει τον εαυτό μας ότι είμαστε "χασαποταβέρνα", τότε αποφασίζουμε πως πρέπει να σερβίρουμε μόνο κοψίδια και σαγανάκι και να θεωρούμε οτιδήποτε άλλο "παραβίαση της ιδεολογικής καθαρότητας της ταβέρνας".
Αν τον έχουμε πείσει ότι είμαστε "γκουρμέ", τότε αποφασίζουμε πως πρέπει να σεβρίρουμε μόνο σούσι και φιλέτο στρουθοκάμηλου και να θεωρούμε οτιδήποτε άλλο "ψεκασμένο παραλήρημα".
Μα, αγαπητοί μου, η άδεια λέει "εστιατόριο": ανοίξτε λίγο τους ορίζοντές σας και βάλτε και τίποτα άλλο στο μενού σας για να μπορεί να έρθει κοντά και αυτός που δεν είναι τόσο φανατικός του μενού σας...
Και δεν μπορεί κάποιος να τρέφεται μόνο με κοκορέτσι ή μόνο με σούσι.
(νομίζω πως δε χρειάζεται να αποσυμβολίσω την "χασαποταβέρνα" και το "γκουρμέ")

Άλλο ένα πράγμα που 'χω να παρατηρήσω σχετικά.
Μια παροιμία λέει (περίπου) "όταν παντρεύσαι μια γυναίκα. παντρεύεσαι και το σόι της".
Έτσι, γίνεται και με τις ιδεολογίες.
Αν επιλέξουμε πως μας ταιριάζει μια από δαύτες, θεωρούμε μετά αυτονόητο πως πρέπει να ταιριάξουμε με κάποιο τρόπο και με όλο της το "σόι".
Νοοτροπίες "σώγαμπρου" δηλαδή.
Γιατί ρε παλληκάρια;
Παντρέψου τη γυναίκα και απ' το σόι της κράτα μόνο όσους γουστάρεις και σου ταιριάζουν.
Δεν είναι υποχρεωτικό να κάνεις το μαλάκα, επειδή την παντρεύτηκες.
Αυτήν παντρεύτηκες και όχι το σόι της.
(επίσης δε νομίζω πως χρειάζεται να εξηγήσω επί του θέματος ποια ειναι η "γυναίκα" και ποιο είναι το "σόι" της)

Άλλη μια παρατήρηση που 'χω να κάνω είναι η θεοποίηση της σταθερότητας των απόψεων.
Λες και είναι καλό να μένεις σταθερός σε όσα έλεγες πριν 5-10-20 χρόνια...
Μα, αγαπητοί μου, θυμάμαι ότι στη Φυσική στο σχολείο μας έλεγαν ότι όταν το αντικείμενο της παρατήρησης κινείται και ο παρατηρητής μένει ακίνητος, τότε στην ουσία κινείται και ο παρατηρητής σε σχέση με το σώμα.
Άρα, η ακινησία του παρατηρητή στην πραγματικότητα δεν είναι σταθερότητα αλλά είναι μια παθητική κίνηση.
Κι όταν τα πράγματα κινούνται προς την άλλη κατεύθυνση, τότε η ακινησία σου δε διατηρεί την ίδια οπτική γωνία (ίσα ίσα που τη μεταβάλλει), αλλά απλώς σε απομακρύνει απ' αυτά.
Δε διατηρείς πια την ίδια θέση στη συμμετρία της πραγματικότητας, αλλά ερημοποιείσαι και αντικοινωνικοποιείσαι.
Κι έτσι, όταν διαπιστώσουμε πως κάποιος λέει κάτι άλλο απ' αυτό που έλεγε παλιότερα, τότε τον κοιτάζουμε περίεργα, με καχυποψία έως και μίσος.
Βέβαια, αυτό συμβαίνει όταν αυτός ήταν "από δω" και ξαφνικά τον βρούμε σε κάποιο ζήτημα "απο κει". Διότι το αντίστροφο δε μας κάνει καθόλου κακή εντύπωση...
Το χειρότερο είναι πως δεν αναρωτιόμαστε γιατί εμείς δεν έχουμε αλλάξει πουθενά και για τίποτα.
Αυτό είναι που πρέπει να ψάξουμε, πριν βρίσουμε τον άλλον που μετακινείται καθώς μετακινείται κι ο κόσμος.


Έτσι λοιπόν, θεωρώ πως οι παραπάνω παραγοντες είναι κάποιοι απ' αυτούς που μας ωθούν να μαζευόμαστε κάθε φορά οι εκάστοτε "απο δω" και να βρίζουμε τους εκάστοτε "απο κει" (οι οποίοι εναλλάσσονται στους ρόλους με τους πρώτους) και στο τέλος της ημέρας να ψάχνουμε το λόγο που είμαστε όλοι σαν τσακωμένες θείτσες της αυλής που αύριο θα ξαναμαζευτούν και θα τα ξαναλένε και θα ξαναπλακωθούν με άλλη σύνθεση μεταξύ τους και θα θυμίσει η καθεμιά στην άλλη τα άπλυτα του παρελθόντος της.
Και η ζωή θα συνεχίζεται στη μικρή μας γειτονιά.
Ώσπου καμιά μέρα θα γυρίσει το μάτι κανενός και θα αρχίσουμε να χαρακωνόμαστε τσάμπα και βερεσέ.
Οι "απο δω" τους "από κει" και τούμπαλιν.

 

Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Λαμόγια» ... στο χακί

«- Τα απίστευτα σκάνδαλα της χούντας, του Διονύση Ελευθεράτου

Μια εξωφρενική «μόδα» των τελευταίων ετών τείνει να περιβάλλει με ιδιότυπο φωτοστέφανο τους πραξικοπηματίες της 21ης Απριλίου 1967!
Απόρροια του αναπόφευκτου θυμού, αναμεμειγμένου όμως με άγνοια ή και σκοπιμότητα, η πολιτική (;) αυτή «μόδα» παράγει τη θεωρία ότι κατά την επταετή δικτατορία τέθηκε σε γύψο και... η διαφθορά. Ότι η χούντα φρουρούσε, σαν κέρβερος, το δημόσιο χρήμα και τις αρχές της «χριστής διοίκησης»...
Οι ίδιοι οι συνταγματάρχες δεν θα μπορούσαν να φανταστούν ότι στον 21ο αιώνα έμελλε να μνημονεύονται με ... επαίνους. «Εκείνοι τουλάχιστον δεν έκλεψαν», «δεν έκαναν περιουσίες», «ε, ρε Παπαδόπουλο που χρειάζονται τα σημερινά λαμόγια»... Από το 2010 κι εντεύθεν οι έπαινοι επεκτάθηκαν και στα της οικονομίας: «Επί χούντας ο κόσμος έτρωγε ψωμάκι», «αν δεν μιλούσες ζούσες καλά», «τότε δεν υπήρχε οικονομική κρίση στην Ελλάδα, όπως σήμερα». Λες και γνώρισε η μεταπολεμική Ευρώπη γενική κρίση ανάλογη της σημερινής, μέχρι το 1973...
Θα ασχοληθούμε με τον πρώτο μύθο, αυτόν που σχετίζεται με τη διαφθορά. Για το δεύτερο επιφυλασσόμαστε – όλο και κάποια επέτειος θα μας δώσει αφορμή.
Εν αρχή μια παρατήρηση: Οι ισχυρισμοί περί «λιτού» βίου των δικτατόρων και περί «αδιάφθορης» χούντας βασίζονται αποκλειστικά και μόνο στην εικόνα παρακμής που εξέπεμπαν αυτοί οι άνθρωποι έπειτα από την αποκαθήλωσή τους. Δεν είναι αυτό επιτομή των εννοιών «αφέλεια» ή «υποκρισία» - κατά περίπτωση;
Παρατήρηση δεύτερη: Όντως, «τα λαμόγια χρειάζονται έναν Παπαδόπουλο»- τουλάχιστον τα εκκολαπτόμενα. Χρειάζονται, για να πάρουν ... μαθήματα ταχύτητας, τόσο στη λήψη αποφάσεων, όσο και στη σύναψη καλών«κοινωνικών σχέσεων»...
Προτού καλά- καλά προλάβουν να ... ζεστάνουν τις καρέκλες των πολιτικών αξιωμάτων που κατέλαβαν, οι συνταγματάρχες νομοθέτησαν την αύξηση των αποδοχών τους. Σχεδόν διπλασίασαν τον πρωθυπουργικό μισθό: Από τις 23.600 τον ανέβασαν στις 45.000 δρχ, προς μεγάλη χαρά του πρώτου χουντικού πρωθυπουργού, του Κωνσταντίνου Κόλλια. Ο ίδιος ο Γιώργος Παπαδόπουλος ανέλαβε πρωθυπουργικά καθήκοντα αργότερα, το Δεκέμβριο του 1967.
Με την ίδια ρύθμιση αυξήθηκαν οι αποδοχές των υπουργών και υφυπουργών, από τις 22.400 στις 35.000 δρχ. Θεσπίστηκαν επίσης και ημερήσια «εκτός έδρας»- χίλιες δρχ για τον πρωθυπουργό και 850 για υπουργούς και υφυπουργούς.
Ομολογίες δια στόματος Σάββα Κωσταντόπουλου...
Είναι γνωστό ότι ο Παπαδόπουλος είχε στη διάθεσή του βίλα στο Λαγονήσι, στην οποία διέμενε αντί αστείου ενοικίου. Η βίλα ανήκε στον Αριστοτέλη Ωνάση. «Σύμπτωση»: Ο Παπαδόπουλος στήριζε τον Ωνάση στη διαμάχη που είχε με άλλους «Κροίσους» της εποχής, με «μήλο της έριδος» το περιβόητο τρίτο διυλιστήριο της χώρας. Επειδή όμως σε θέματα διαπλοκής είναι αναγκαίος κάποιος ... πλουραλισμός, το άλλο «πρωτοπαλίκαρο» του καθεστώτος, ο Νίκος Μακαρέζος, τάχθηκε στο πλευρό του Νιάρχου.
Τσάμπα οι – ενίοτε άγριες – διαμάχες που μαίνονταν επί χρόνια, για το θέμα αυτό, στο εσωτερικό της «αδιάφθορης» χούντας: Τελικά, το 1972, ο Ωνάσης αποσύρθηκε και το τρίτο διυλιστήριο ανέλαβαν οι Ανδρεάδης – Λάτσης. Ένα ακόμη δόθηκε στο Βαρδινογιάννη.
Προτού «μιλήσουν» τα αποδεδειγμένα στοιχεία, ας δοθεί ο λόγος στον ίδιο τον προπαγανδιστικό ... στυλοβάτη της χούντας: Τον εκδότη της εφημερίδας «Ελεύθερος Κόσμος», Σάββα Κωσταντόπουλο. Η δικτατορία είχε συμπληρώσει μισό έτος ζωής, όταν ο Κωσταντόπουλος γνωστοποίησε - με επιστολή- στον Κωνσταντίνο Καραμανλή ορισμένες διαπιστώσεις του: «Λυπούμαι, διότι είμαι υποχρεωμένος να μνημονεύσω και ένα άλλο εκτάκτως λυπηρόν φαινόμενον. Ενεφανίσθη και αναπτύσσεται μία νέο-φαυλοκρατία. Ατομικά ρουσφέτια, προσωπικαί εξυπηρετήσεις, τακτοποιήσεις συγγενών, ατομική προβολή και ούτω κάθε εξής)» («Αρχείο Καραμανλή», τ.7ος).
Τα ίδια και χειρότερα τόνιζε στον Κ. Καραμανλή ο ακραιφνής χουντικός Κωσταντόπουλος, το Δεκέμβριο του '73. Αναφερόταν στην περίοδο Παπαδόπουλου, τον οποίο είχε ήδη ανατρέψει (25 Νοεμβρίου '73) ο λεγόμενος «αόρατος δικτάτορας», Δημήτρης Ιωαννίδης. Τόνιζε λοιπόν: «Εδημιουργήθη μία αποπνικτική ατμόσφαιρα σκανδάλων δια την οποίαν δεν δυνάμεθα ακόμη να γνωρίζωμεν μέχρι ποίου σημείου ανταπεκρίνετο εις την πραγματικότητα. Πάντως, αντιστοιχία υπήρχε οπωσδήποτε» («Αρχείο Καραμανλή», τ.7ος)
Η αλήθεια είναι ότι για πολλά από αυτά τα σκάνδαλα ... δυνάμεθα μια χαρά να «γνωρίζωμεν» λεπτομέρειες, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Ας προτάξουμε όμως τα πιο «light» κρούσματα, προτού παραδοθούμε στον ίλιγγο τον οποίο «εγγυώνται» τα οικονομικά μεγέθη ορισμένων ιστορικών ...ξαφρισμάτων. «Ατομικά ρουσφέτια, προσωπικαί εξυπηρετήσεις, τακτοποιήσεις συγγενών». Πολλά μπορεί να εννοούσε ο Κωσταντόπουλος, αλλά ας περιοριστούμε στην οικογενειοκρατία, όπως την τίμησε η κορυφαία «τριανδρία» της χούντας. Παπαδόπουλος, Παττακός, Μακαρέζος.
Ο βολέψας, του βολέψαντος- αδέλφια, γαμπροί, κουνιάδοι...
Ο αρχηγός Παπαδόπουλος έκανε τον έναν αδελφό του, τον Κωνσταντίνο, στρατιωτικό ακόλουθο, Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Προεδρίας, Περιφερειακό Διοικητή Αττικής και «υπουργό παρά τω πρωθυπουργώ». Ο άλλος αδελφός, ο Χαράλαμπος, προφανώς ανεχόταν λιγότερες σκοτούρες. Αρκέστηκε στη Γενική Γραμματεία του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, στην οποία αναρριχήθηκε σε χρόνο ρεκόρ. Τέτοια άλματα στην υπαλληλική ιεραρχία, θα τα ζήλευε και ο φημισμένος αθλητής του επί κοντώ, ο Χρήστος Παπανικολάου, o οποίος – ειρήσθω εν παρόδω- το 1967 κέρδισε χρυσό μετάλλιο στους Μεσογειακούς Αγώνες, στην Τύνιδα.
Το Στέλιο Παττακό, πάλι, τον ενθουσίαζαν οι κατασκευές- όπως δείχνει και η ψύχωσή του με ... το μυστρί. Αποφάσισε λοιπόν να αναθέσει στο γαμπρό του, τον Αντρέα Μεϊντάση, διάφορες επικερδείς δουλειές με το Δήμο Αθηναίων. Κατασκευή υπόγειου γκαράζ στην πλατεία Κλαυθμώνος, τεχνικές μελέτες, κλπ. Πρακτικά πράγματα, πολλά χρήματα...
Ο Μακαρέζος διόρισε τον κουνιάδο του, Αλέξανδρο Ματθαίου, υπουργό Γεωργίας και – αργότερα- Βόρειας Ελλάδας. «Αι βέβαιοι μικρολοβιτούραι του Ματθαίου» συμπεριλαμβάνονταν στα πολλά συμπτώματα διαφθοράς του καθεστώτος, που διέγνωσε και κοινοποίησε με επιστολή του στον Κ. Καραμανλή ο γνωστός «γεφυροποιός», Ευάγγελος Αβέρωφ (Οκτώβριος 1968). Κατά τα φαινόμενα, όμως, ο Ματθαίου ήταν ... περιστεράκι εν συγκρίσει προς δυο άλλους «εθνοσωτήρες». Τον Ιωάννη Λαδά και το Μιχάλη Ρουφογάλη.
Ο Λαδάς απέκτησε το σκωπτικό προσωνύμιο «κύριος καθαρά χέρια», χάρη στη ροπή του προς τα ... θαλασσοδάνεια. Ο Ρουφογάλης, αρχηγός της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, έγινε διάσημος για δυο βασικές συνήθειές του. Η πρώτη: Με τη γυναίκα του Ντέλλα, φωτομοντέλο που νυμφεύθηκε το '73, επιδόθηκαν σε «θορυβώδεις δεξιώσεις, δημοσίας εμφανίσεις με μεγαλοπλουσίους, επίδειξιν πλούτου» (εκφράσεις του Σάββα Κωσταντόπουλου). Η άλλη συνήθεια: Η εξασφάλιση δανειοδοτήσεων σε «ημετέρους», φυσικά με επιβάρυνση των κρατικών τραπεζών. Στην πρώιμη μεταπολιτευτική περίοδο, τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο του 1974, το περιοδικό «Ταχυδρόμος» αποκάλυψε δυο σχετικά έγγραφα του Ρουφογάλη. Μια κατηγορία δανείων αναφερόταν ως «χαριστικά και επισφαλή». Στα «χορηγηθέντα» δάνεια καταγραφόταν ποσό άνω του 1,5 δισεκατομμυρίου και στα «υπό έγκρισιν» πάνω του 1,6 δισεκατομμυρίου δρχ.
Προτού καν κλείσουν ένα μήνα στην εξουσία...
Ας δούμε όμως, με κάποια χρονική σειρά, μερικά από τα χουντικά ... κατορθώματα. Προτάσσουμε επτά κινήσεις τους- όλες, σκέτα ...ορόσημα.
Πρώτο «ορόσημο»: Σαν ... έτοιμοι από καιρό, οι «εθνοσωτήρες» υπέγραψαν την πρώτη τους τερατώδη σύμβαση, προτού καν συμπληρωθεί μήνας από το πραξικόπημα – ναι, τέτοια αδημονία είχαν! Τη Δευτέρα, 15 Μαΐου 1967 ανέθεσαν στην αμερικανική εταιρεία Litton το ακαθόριστο έργο της παροχής«υπηρεσιών οργανώσεως και διεκπεραιώσεως της οικονομικής αναπτύξεως», κάπου στην Κρήτη και τη Δυτική Πελοπόννησο.
Υποτίθεται ότι η εταιρεία θα φρόντιζε να γίνουν επενδύσεις ύψους 840 εκατομμυρίων δολαρίων για 12 χρόνια. Το ελληνικό δημόσιο της έδωσε ως προκαταβολή 1,2 εκ. δολάρια και ανέλαβε τις εξής υποχρεώσεις: Να καλύψει όσα έξοδα θα έκανε η Litton για να «αναπτυξιακό της έργο» συν 11% ως ποσοστό κέρδους, αλλά να εξασφαλίσει και προμήθεια 2% επί της αξίας κάθε επένδυσης, από αυτές που θα «έφερνε» η εταιρεία.
Ίδια, περίπου, ρύθμιση για τη Litton είχε προωθήσει στη Βουλή το 1966 μια από τις «κυβερνήσεις των αποστατών» – εκείνη του Στεφανόπουλου. Οι αντιδράσεις των άλλων πολιτικών δυνάμεων, όμως, ακύρωσαν το εγχείρημα, το Σεπτέμβριο του έτους εκείνου. Για την ακρίβεια, το ανέβαλαν για οκτώ μήνες.

Τι έκανε στην ουσία η Litton, αξιοποιώντας την προσφορά της χούντας προς αυτήν; Δεν προσέλκυε επενδυτές, δήλωνε όμως έξοδα και πληρωνόταν από το ελληνικό κράτος! Εμπράκτως η ίδια η χούντα αναγνώρισε το φιάσκο της ανάθεσης, τερματίζοντας την ισχύ της σύμβασης, την Τετάρτη, 15 Οκτωβρίου 1969 (ΦΕΚ 1969/Α/268). Όμως – όλα κι όλα- η Litton πήρε και το επιπρόσθετο 11% επί των δηλωθέντων εξόδων της!
Η επίσημη εξήγηση του καθεστώτος για λύση της σύμβασης; «Αι ελληνικαί υπηρεσίαι είναι εις θέσιν να συνεχίσουν άνευ ειδικής βοηθείας τας προσπαθείας δια την ανάπτυξιν»...
Αυτό που η χούντα ομολόγησε εμπράκτως, νωρίτερα το είχε δηλώσει ευθαρσώς στο περιοδικό «Ramparts» ο Ρόμπερτ Αλαν, υπεύθυνος του γραφείου της εταιρείας στην Αθήνα: «Τα κέρδη μας είναι ασφαλώς μεγάλα, διότι ουσιαστικά δεν κάνουμε εμείς επενδύσεις».
Ο Αλαν είχε κάθε λόγο να συμπαθεί το δικτατορικό καθεστώς και ουδέποτε έκρυψε αυτή του την ...αγάπη. Όταν κάποτε κλήθηκε να σχολιάσει τα βασανιστήρια και τις διώξεις σε βάρος των αντιφρονούντων, είπε: «Οι περισσότεροι εξόριστοι και φυλακισμένοι ζουν σε νησιά, όπως είναι η Καταλίνα (σ.σ. θέρετρο στην Καλιφόρνιας). Είναι ελεύθεροι να πηγαίνουν και να έρχονται. Αναπνέουν καθαρό αέρα, βρίσκονται κάθε μέρα σε ωραίο ηλιόλουστο περιβάλλον και απλώς δεν έχουν επικοινωνία με τον έξω κόσμο».
Αυτό δεν ήταν «Τάμα», ήταν ... θάμα
Δεύτερο «ορόσημο»: Το Σάββατο, 14 Δεκεμβρίου 1968, ο Παπαδόπουλος ανακοίνωσε ότι κατέφθασε η ώρα να εκπληρώσει η «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» μια υπόσχεση, την οποία είχε δώσει προς τον Θεό η ...Δ΄ Εθνοσυνέλευση που πραγματοποιήθηκε στο Άργος το 1829: Την ανέγερση ενός μεγαλοπρεπούς ναού του Σωτήρος. Ως τόπος ορίστηκαν τα Τουρκοβούνια. Το «Τάμα», όπως καθιερώθηκε να λέγεται, αντιπροσώπευε στο έπακρο τη μεγαλομανία του καθεστώτος. «Θα αποτελέσει, μετά την οικοδόμησίν του, το τρίτο αρχιτεκτονικό οικοδόμημα των Αθηνών, μετά τον κλασσικό Παρθενώνα και τον Βυζαντινό Λυκαβηττό», έγραφε η «Ηχώ των Ενόπλων Δυνάμεων» τον Ιούνιο του 1973. Μέχρι τότε, δεν είχαν γίνει καν τα οριστικά σχέδια του έργου. Κι ούτε θα γίνονταν ποτέ...
Τι ακριβώς συνέβαινε με το «Τάμα»; Γιατί ... δεν χτιζόταν τίποτα, επί χρόνια; Από τη δύση του '68 η χουντική προπαγάνδα είχε αρχίσει να διαφημίζει περιπτώσεις ανθρώπων, οι οποίοι κατέθεταν για αυτόν τον «ιερό σκοπό» τον οβολό τους. Τον Μάιο του '69 συγκροτήθηκε και μια «Ανώτατη Επιτροπή», με πρόεδρο τον πρωθυπουργό Παπαδόπουλο και μέλη τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο και πέντε υπουργούς. Ανάμεσά τους, ο Παττακός (Εσωτερικών) και ο Μακαρέζος (Συντονισμού). Εν ολίγοις, ολόκληρη η κορυφαία χουντική «τριανδρία» επέβλεπε τα του έργου, έχοντας την αρωγή – πέραν των άλλων υπουργών- και ενός «Γνωμοδοτικού Συμβουλίου», που το απάρτιζαν πρυτάνεις, ακαδημαϊκοί, ο δήμαρχος Δημ. Ρίτσος και άλλοι παράγοντες. Από τον Ιούνιο του '69 επέβλεπαν και το «Ειδικό Ταμείο» που συστάθηκε τότε, για την οικονομική διαχείριση του έργου.
Μυστήριο κάλυπτε τα του «Τάματος», μέχρι τον Ιανουάριο του '74. Τότε δημοσιεύθηκε ο απολογισμός του «Ειδικού Ταμείου». Αυτό δεν ήταν «Τάμα», ήταν ...θάμα. Στο «Ταμείο» είχαν εισρεύσει 453,3 εκατομμύρια δρχ, εκ των οποίων είχαν εξαφανιστεί τα 406 εκατομμύρια! Όλα αυτά δαπανήθηκαν – υποτίθεται- για απαλλοτριώσεις, «προπαρασκευαστικά έργα», «μελέτες», εργασίες «διοικήσεως και λειτουργίας»...
Από τη συνολική «αποταμίευση» των 453,3 εκατομμυρίων, τα 230 ήταν δάνεια. Τα 180 προήλθαν από εισφορές και δωρεές, τμήμα των οποίων κάλυψαν φορείς του Δημοσίου – πχ η Αγροτική Τράπεζα έδωσε 10 εκατομμύρια. Τα υπόλοιπα 43,3 εκατομμύρια ήταν «επιχορήγηση» από τον τακτικό προϋπολογισμό.
Την αχαλίνωτη διασπάθιση δημοσίου χρήματος την υπογραμμίζει ένα ακόμη στοιχείο: Στην τριετία 1970 -73 έγιναν τρεις διαγωνισμοί για «προσχέδια» του «Τάματος». Απέτυχαν παταγωδώς και κηρύχθηκαν άγονοι.
Ελάχιστοι αρχιτέκτονες ενδιαφέρθηκαν και κατέθεσαν προτάσεις, μολονότι τα αντίστοιχα χρηματικά βραβεία ήταν άκρως χορταστικά. Συνολικά, στην τριετία υποβλήθηκαν 73 προτάσεις, καμία όμως δεν κρίθηκε ικανοποιητική. Κι όμως, μοιράστηκε – μαζί με τους επαίνους για τις σχετικές προσπάθειες- το ποσό των 3.650.000 δρχ. Ποσό που υπερέβαινε ... 900 φορές το μέσο μισθό ενός εργαζόμενου στον ιδιωτικό τομέα.

Η μεγάλη ευεργεσία προς τον κύριο Μακντόναλντ
Ήταν αδύνατον φυσικά να υπολογιστεί πόσοι ... αστέρες του καθεστώτος έλαβαν μέρος – με τους ευνοούμενούς τους- σε αυτό το τρομακτικών διαστάσεων φαγοπότι. Την «επίβλεψη» πάντως την είχε - όπως προείπαμε- σύσσωμη η ... αφρόκρεμα του καθεστώτος. Εάν υποτεθεί ότι το «Τάμα» κλήθηκε να άρει ... μια εκκρεμότητα 139 ετών (1829 – 1968), τότε το ποσό που εξαφάνισαν τα αρπαχτικά της χούντας αντιστοιχεί σχεδόν σε τρία εκατομμύρια δρχ για κάθε χαμένο χρόνο! Καθόλου άσχημα...
Κάποιοι ενδεχομένως διερωτώνται πώς «βγήκαν στη φόρα» τα οικονομικά στοιχεία του «Τάματος», προτού καταρρεύσει η χούντα. Η απάντηση είναι απλή: Είχε ήδη αποκαθηλωθεί - προ δυο μηνών- ο Παπαδόπουλος κι ο Ιωαννίδης δεν είχε κανένα λόγο να κρύβει τη «φαυλοκρατία» των «άλλων».
Τρίτο «ορόσημο»: Το 1969 φαίνεται πως οι ... μίζες της Litton είχαν ξεκοκαλιστεί. Ήταν λοιπόν ώρα για μία ακόμη μεγάλη, αποικιοκρατική σύμβαση, απ' αυτές που όταν υπογράφονται τρία τινά μπορεί να «μαρτυρούν» για τους διαχειριστές δημόσιου χρήματος: Αν δεν είναι ηλίθιοι, αν δεν νιώθουν - για κάποιο λόγο- εξαναγκασμένοι, τότε σίγουρα κάτι άλλο περιμένουν. Οι δυο τελευταίες εκδοχές φυσικά μπορούν να συνυπάρξουν...
Ο Μακαρέζος υπέγραψε με τον εργολάβο Ρόμπερτ Μακντόναλντ, από τις ΗΠΑ, σύμβαση για την κατασκευή της Εγναντίας Οδού (ΦΕΚ 1969/Α/15). Ποια ήταν η κατάληξη; Ο Αμερικανός πήρε τα μπογαλάκια του κι έφυγε, ενώ το Δημόσιο είχε επιβαρυνθεί σε βαθμό απίστευτο.
Μοιραίο ήταν να συμβεί αυτό. Το έργο υπολογίστηκε στα 150 εκ. δολάρια, εκ των οποίων σχεδόν το 1/3 θα το κάλυπτε το ελληνικό κράτος. Οι ... χακί φύλαρχοι της στρατοκρατούμενης ελληνικής Μπανανίας, όμως, δεν χαλιναγώγησαν τη γαλαντομία τους. Εγγυήθηκαν τα δάνεια του Μακντόναλντ, τον «διευκόλυναν» με αμέτρητα ομόλογα, του έδωσαν 4,5 εκ. δολάρια ως προκαταβολή και όρισαν την αμοιβή του επί των εξόδων, συνυπολογίζοντας σε αυτά τη χρηματοδότηση του ... Δημοσίου!
Το φοβερό ήταν ότι θα διεκπεραίωναν το έργο γηγενείς υπερεργολάβοι – ο Αμερικανός απλώς θα μεριμνούσε για μελέτες και δάνεια.Εάν ο Μακντόλαντ διαπίστωνε πως δεν επαρκούσαν τα 150 εκ. δολάρια, είχε δυο επιλογές. Να ψάξει για περισσότερα ή «να θεωρηθή εκτελέσας την σύμβασιν άμα τη συμπληρώσει της κατασκευής τμήματος της οδού, ούτινος η αξία ανέρχεται εις 150 εκ. δολάρια».
Ο Μακντόναλντ δεν εξασφάλισε καμία χρηματοδότηση – ίσως να μην είχε και λόγους να το κάνει. Αποχαιρέτησε, λέγοντας ίσως νοερά κάποιο «thanks folks» για τα 4,8 εκ. δολάρια συν τα 33,4 εκ. σε ομόλογα ελληνικού δημοσίου που πρόλαβε να τσεπώσει.
«Στεγαστική αποκατάστασις» και θεσμοθέτηση ατιμωρησίας
Τέταρτο «ορόσημο»: Το 1970 οι δικτάτορες θεσμοθέτησαν τη στεγαστική αποκατάσταση «αξιωματικών διαδραματισάντων εξέχοντα ρόλον» στο πραξικόπημα. Διότι, καλοί οι μισθοί, καλά τα αξιώματα και τα ρουσφέτια, αλλά αν δεν είχες – βρε αδελφέ- ένα εγγυημένο, καλό κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου, κινδύνευες. Θα σε πετύχαινε ο αναρχο- κομμουνισμός «ασκεπή» και θα σου άνοιγε το κεφάλι...
Πέμπτο «ορόσημο»: Περίοδος εορτών ήταν, οι «εθνοσωτήρες» αποφάσισαν – ίσως εν όψει πρωτοχρονιάς - να κάνουν άλλο ένα καλό δώρο στον εαυτό τους. Καλό και ωφέλιμο στο ... διηνεκές – έτσι τουλάχιστον ήλπιζαν.
Την Τετάρτη, 30 Δεκεμβρίου 1970, νομοθέτησαν τα «περί ευθύνης υπουργών». Μεταβατική διάταξη (παρ. 48) του ΝΔ 802 όριζε ότι δεν μπορούσε να ασκηθεί δίωξη εναντίον υπουργού ή υφυπουργού της δικτατορίας, παρά μόνο εάν το αποφάσιζαν οι ... συνάδελφοί του.
Για να έχουν απολύτως ήσυχο το κεφάλι τους, οι συνταγματάρχες συμπεριέλαβαν κάτι ακόμη στη ρύθμιση: «Παρέγραψαν» όλα τα εγκλήματα, «δια τα οποία δεν ησκήθη ποινική δίωξις μέχρι της ημέρας συγκλήσεως» κάποιας Βουλής, μελλοντικής.
Εάν επιτύγχανε το κατοπινό εγχείρημα της λεγόμενης «φιλελευθεροποίησης», με τον Μαρκεζίνη και τις ελεγχόμενες εκλογές, κατά πάσα βεβαιότητα θα επιβίωνε αυτή η ασυλία που πρόσφεραν στην αφεντιά τους οι συνταγματάρχες. Δυστυχώς για αυτούς, έπειτα από την εξέγερση του Πολυτεχνείου κατέστη ανέφικτη η «μετάσταση» τέτοιων χουντικών θεσμών στο κοινοβουλευτικό τοπίο.
Έκτο «ορόσημο»: Ήταν Μάιος του 1972, όταν η χούντα απάλλαξε τον ελληνοαμερικανό επιχειρηματία Τομ Πάππας από τις αντισταθμιστικές υποχρεώσεις, για έξι αγροτοβιομηχανικές μονάδες σε διάφορες περιοχές της χώρας (ΦΕΚ 1972/Α/72).
Αυτό ήταν το δεύτερο χατίρι των συνταγματαρχών προς τον Πάππας. Το πρώτο – πιθανότατα και το μεγαλύτερο – είχε γίνει τέσσερα χρόνια νωρίτερα (ΦΕΚ 1968/Α/201). Ήταν το «πράσινο φως» για τα εργοστάσια εμφιάλωσης της Coca- Cola, το οποίο είχαν αρνηθεί να «ανάψουν» οι προδικτατορικές κυβερνήσεις, θεωρώντας το συγκεκριμένο σχέδιο του επιχειρηματία άκρως ανταγωνιστικό προς την εγχώριο παραγωγή αναψυκτικών.
Ο Πάππας είχε απασχολήσει και για άλλο λόγο, εντονότατα, το ελληνικό πολιτικό σύστημα πριν από το πραξικόπημα: Η Ένωση Κέντρου και η ΕΔΑ είχαν καταγγείλει ως προνομιακούς ... μέχρι αηδίας τους όρους της επένδυσης που είχε κάνει στη Θεσσαλονίκη, με το διυλιστήριο της ESSO, το '62. Το φθινόπωρο του '64, μάλιστα, η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου επέβαλλε στον Πάππας τροποποίηση της συγκεκριμένης σύμβασης.
Χρηματοδότησαν και την εκστρατεία του ... Νίξον!
Ο Τομ Πάππας ήταν διαπρύσιος υποστηρικτής της χούντας. Τόσο γρήγορα συντελέστηκε η μεταξύ τους οικονομική – πολιτική διαπλοκή, ώστε το 1967, στην κυβέρνηση Κόλλια , διορίστηκε υπουργός Δημόσιας Τάξης ένας προσωπάρχης του επιχειρηματία, ο Παύλος Τοτόμης. Στη συνέχεια ο Τοτόμης ανέλαβε καθήκοντα προέδρου της ΕΤΒΑ. Ο Τομ Πάππας ήταν παράλληλα υποστηρικτής και βασικός χρηματοδότης της προεκλογικής εκστρατείας του Νίξον, για τις αμερικανικές εκλογές του 1968.
«Παράλληλα»; ....Όχι ακριβώς. Κατά τα φαινόμενα ο Πάππας βρήκε τρόπο να ενώσει τις δυο μεγάλες ... συμπάθειές του, την ελληνική χούντα και το Νίξον. Με δεσμούς ... χρήματος. Κάτι πολύ ενδιαφέρον κατέθεσε στο αμερικανικό Κογκρέσο ο Έλληνας δημοσιογράφος Ηλίας Δημητρακόπουλος, που ζούσε στην Ουάσιγκτον: Ότι η χούντα ενίσχυσε το ταμείο της προεκλογικής εκστρατείας του Νίξον με 549.000 δολάρια. Μετρητά, ζεστά- ζεστά... Είχαν «ζεσταθεί» από τη συνεχή κίνηση!
Τα χρήματα αυτά τα είχε διοχετεύσει η CIA στην ΚΥΠ, με σκοπό να «αναβαθμιστεί» η δράση της ελληνικής Υπηρεσίας, να γίνει πιο αποτελεσματικό το αντικομουνιστικό της έργο, κλπ. Στη συνέχεια, κατ' εντολή Παπαδόπουλου και με μοχλό το Ρουφογάλη, γινόταν η «ανακύκλωση» και τα χρήματα όδευαν προς το Νίξον.
Έβδομο «ορόσημο»: Πέμπτη, 21 Σεπτεμβρίου 1972. Ο Παττακός έδωσε εντολή να «διατεθούν το ταχύτερον εις την κατανάλωσιν» τα κρέατα. Ποια κρέατα; Της Αργεντινής. Αυτά που «μαύριζαν», αυτά που θα «ξέμεναν». Τα γνωστά και ως «κρέατα Μπαλόπουλου». Μαζί με το «Τάμα», ίσως το πιο ... εμβληματικό σκάνδαλο της χούντας!

Ο Μιχάλης Μπαλόπουλος ήταν υφυπουργός Εμπορίου. Αυτός κι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου, ο Ζαφείρης Παπαμιχαλόπουλος, κάθισαν στο εδώλιο για το σκάνδαλο των κρεάτων. Σκάνδαλο ... πολυεπίπεδο, με κατηγορητήριο πλούσιο!
Η σοβαρότερη κατηγορία σε βάρος των δυο, ήταν πως χρηματίζονταν «κατά συρροήν» από μεγαλέμπορους της Ροδεσίας που επεδίωκαν να αποκτήσουν μονοπωλιακά προνόμια στην εισαγωγή κρέατος. Αποτέλεσμα της συγκέντρωσης αδειών εισαγωγής σε χέρια λίγων ήταν οι ανατιμήσεις στις τιμές του κρέατος – ίσως, ακόμη, οι ευνοημένοι έμποροι να ήθελαν έτσι να καλύπτουν και τα έξοδα των δωροδοκιών...
Απαγορεύτηκε, επίσης, για κάποιο διάστημα η διάθεση ντόπιου κρέατος, ώστε να προωθηθούν στην αγορά τα προβληματικά, εκείνα της Αργεντινής. Η προαναφερθείσα εντολή του Παττακού ήταν γραπτή και αναγνώστηκε στο δικαστήριο.
Ο Μπαλόπουλος έγινε σλόγκαν και ... στα γήπεδα
Ο Μπαλόπουλος καταδικάστηκε τον Ιούνιο του '74 σε ποινή φυλάκισης 3,5 ετών, η οποία μειώθηκε σε 14 μήνες το 1976. Το σκάνδαλο των κρεάτων ήταν το μοναδικό που «έστειλε» στο εδώλιο αξιωματούχους της χούντας, προτού καταρρεύσει η χούντα. Η εξήγηση είναι η ίδια με εκείνη, για τη δημοσιοποίηση των ατασθαλιών του «Τάματος»: Ο Ιωαννίδης επιθυμούσε να καταδείξει ότι ήταν αναγκαία, από ηθικής πλευράς, η ανατροπή του Παπαδόπουλου.
Κάπως έτσι έμεινε στην ... Ιστορία το όνομα του Μπαλόπουλου, τον οποίον περιέβαλαν επίσης επίμονες φήμες για ατασθαλίες στον ΕΟΤ, όταν ήταν γραμματέας του οργανισμού.
Το σκάνδαλο των κρεάτων ενέπνευσε και τους ... φιλάθλους. Εάν κάποιος ποδοσφαιριστής δεν απέδιδε καλά, η κερκίδα τον αποκαλούσε με ευκολία«βόδι Αργεντινής» ή «κρέας του Μπαλόπουλου».
Μέσα σε αυτή τη ... θύελλα των σκανδάλων, φάνταζαν «παρωνυχίδες» ήσσονος σημασίας οι απ' ευθείας αναθέσεις – χωρίς διαγωνισμούς- έργων σε διάφορες εταιρείες. Όσο για τη «λιτή» ζωή που έκαναν οι συνταγματάρχες και οι δικοί τους άνθρωποι, θα άξιζε τον κόπο να διαβάσει κανείς τις εξιστορήσεις της Ντέλλας Ρουφογάλη, τόσο για τη δική της ντόλτσε βίτα, όσο και για τη χλιδή της διαμονής της ίδιας και της Δέσποινας Παπαδοπούλου στο Παρίσι, όταν – κάποια στιγμή- το επισκέφθηκαν οι δύο τους.
Για την συνηθισμένη εν Ελλάδι ζωή της, η Ντέλλα Ρουφογάλη έχει πει: «Αρχίζω να ράβω την καινούρια μου γκαρνταρόμπα στους μετρ της ραπτικής για τους οποίους μέχρι τώρα έκανα επιδείξεις. Η ζωή μου έχει αλλάξει τελείως, το ίδιο και η συμπεριφορά όλων απέναντί μου. Μου φέρονται με έκδηλο σεβασμό και τα κομπλιμέντα τους είναι υπερβολικά. Αλλά μου αρέσει. Εγώ εξακολουθώ να φέρομαι φιλικά προς τους παλιούς γνωστούς και τους καινούριους, πλούσιους φιλοχουντικούς επιχειρηματίες που πληθαίνουν μέρα με τη μέρα μαζί με τα ραβασάκια για ρουσφέτια. Αισθάνομαι πως έχω υποχρέωση να εξυπηρετήσω τους πάντες. Ο Μιχάλης συνήθως δεν αρνείται. Γεύομαι τη δύναμη της εξουσίας, και με μαγεύει» (Λεωνίδας Παπάγος, «Σημειώσεις 1967-1977»).
«Χαβιάρι Περσίας και παγωμένα καβούρια Αλάσκας»
Υπήρχαν όμως και τα .. έκτακτα περιστατικά, όπως οι αρραβώνες της με το Ρουφογάλη. «Την επόμενη βδομάδα καινούρια δώρα, καινούριες ανθοδέσμες, φρέσκα ψάρια απ' όλα τα νησιά της Ελλάδας, κούτες με το καλύτερο χαβιάρι της Περσίας και παγωμένα καβούρια της Αλάσκας καταφθάνουν στο σπίτι. Δεν ξέρω τι να τα κάνω».
Για την Ιστορία: Τους αρραβώνες του ζεύγους τίμησαν προβεβλημένοι επιχειρηματίες, όπως οι Λάτσης και Κιοσέογλου. Στο γάμο τους; Το ... αδιαχώρητο. Θυμάται η Ντέλλα: «Ο Παύλος Βαρδινογιάννης, ο εφοπλιστής Θεοδωρακόπουλος με το γιο του τον Τάκη, ο Κώστας Δρακόπουλος των διυλιστηρίων, ο Νίκος Ταβουλάρης των ναυπηγείων, το ζεύγος Μποδοσάκη, ο Αγγελος Κανελλόπουλος των τσιμέντων 'Τιτάν' με τη γυναίκα του, ο Τομ Πάππας, ο Γ. Λύρας, ο Γιώργος Ταβλάριος, εφοπλιστής από τη Νέα Υόρκη με τη γυναίκα του και ο Γιάννης Λάτσης με τη μεγάλη του κόρη, αφού η γυναίκα του την ίδια μέρα πάντρευε την ανηψιά της σε άλλη εκκλησία».
Αυτή ήταν λοιπόν η ... αδιάφθορη δικτατορία! Αναμφιβόλως, η χούντα μετέφερε ... πολύ μακριά τη σκυτάλη της διαφθοράς, την οποία – για να είμαστε ακριβείς- παρέλαβε από τα προγενέστερα χρόνια.
Υπενθυμίσεις επιγραμματικές: Σκάνδαλο «Siemens» που προκάλεσε και τη ρήξη στις σχέσεις του Παπάγου με τον Μαρκεζίνη, το 1954. Άφθονα... κλέη της οκταετίας (1955- 63) Καραμανλή, από τα «βραχώδη οικόπεδα της Φιλοθέης» και τα φουσκωμένα κέρδη εργολάβων, μέχρι την ηλεκτροδότηση της «Πεσινέ» με όρους σκανδαλωδώς ευνοϊκούς. Απόφαση της Βουλής, τον Φεβρουάριο του 1965, να παραπέμψει σε ειδικό δικαστήριο τους Κ. Καραμανλή, Π. Παπαληγούρα και Ν. Μάρτη για την «Πεσινέ». Επτά εν συνόλω υπουργοί και δυο υφυπουργοί του «εθνάρχη» που αντιμετώπισαν – σε κοινοβουλευτικό επίπεδο- κατηγορίες περί βλάβης του δημοσίου συμφέροντος και περί παράνομης διάθεσης μυστικών κονδυλίων. (Προτείνει κανείς να εκλάβουμε ως απόδειξη αθωότητας το «κουκούλωμα» που – κατά τα ειωθότα- ακολούθησε; ). Εξαγορές βουλευτών στην περίοδο της αποστασίας, το 1965.
Ακόμη κι ο ελληνικός κινηματογράφος των middle 60ς κατοχύρωσε ως σήμα κατατεθέν της εποχής τα ... αρπακτικά του Μαυρογιαλούρου. Τυχαίο; Δεν νομίζουμε...
Εάν λοιπόν όλα αυτά στιγμάτισαν την εικοσαετία 1954- 1974, γιατί σήμερα τόσα στόματα πιπιλίζουν μονότονα την «καραμέλα» πως η διαφθορά και το ρουσφέτι γεννήθηκαν το ...'74 και είχαν μαμά τη Μεταπολίτευση; Ας δώσει ο καθένας την απάντηση που θεωρεί σωστή..http://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/lamogia-sto-xaki-ta-apisteyta-skandala-tis-xoyntas-toy-dionysi-eleytheratoy