Σελίδες

Κυριακή 3 Απριλίου 2016

Πειράματα Παβλώφ και κοινωνικός έλεγχος




Σε πολλές περιπτώσεις και στιγμές της καθημερινότητάς μας, διαπιστώνουμε ότι οι αντιδράσεις των ανθρώπων ποικίλλουν και πολλές φορές διαφοροποιούνται σημαντικά. Είναι δεδομένο, ότι η κάθε εξουσία επιδιώκει την ομοιογένεια και ομοιομορφία της ανθρώπινης συμπεριφοράς με βάση τα δικά της «πιστεύω» και ιδανικά. Οι τρόποι επίτευξης αυτών των στόχων ποικίλλουν και είναι βέβαιο ότι στην σύγχρονη εποχή έχουν πολλαπλασιαστεί οι μέθοδοι χειραγώγησης και μάθησης. Έτσι στους κλασσικούς θεσμούς της εκπαίδευσης, της οικογένειας, του στρατού, της θρησκείας κ.ά. προστέθηκαν ή ενισχύθηκαν άλλες συνήθειες που «θεσμίζουν» συμπεριφορές, όπως το internet με τις overdose πληροφορίες/ειδήσεις, το facebook με την νέα διάσταση στην έννοια και αντίληψη της φιλίας και φυσικά της τηλεόρασης. Για να πραγματοποιηθεί, όμως, η χειραγώγηση απαραίτητη είναι η διαδικασία της μάθησης. Και η οποία έχει ταυτιστεί μαζί με την έννοια της μόρφωσης ως θετικό παράγωγο της ανθρώπινης εξέλιξης, κάτι που όμως δεν βλέπουμε να συμβαίνει καθολικά και την οποία διαχωρίζουμε από την έννοια της καλλιέργειας. Για κάποιους η μάθηση είναι ένα άθροισμα γνώσεων, οι οποίες είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης ερεθίσματος – αντίδρασης, ενώ για κάποιους άλλους η μάθηση είναι μια διαδικασία ανάπτυξης νέων διαισθήσεων και ικανοτήτων, οι οποίες επέρχονται από την αναδιαμόρφωση μιας προηγούμενης κατάστασης.
Σίγουρα ο άνθρωπος μέσω της εμπειρίας και της πράξης απέκτησε με επίκτητο τρόπο την γνώση εκείνη που είναι κάθε φορά απαραίτητη για την βέλτιστη και ασφαλή εξέλιξη του. Η συγκεκριμένη διαδικασία μάθησης δεν φιλτράρεται μέσα από μηχανισμούς και ιεραρχικές δομές και γι’ αυτό και αποτελεί ουσιαστική και εποικοδομητική καλλιέργεια της σκέψης. Εάν ίσχυε ότι «ένας μορφωμένος λαός εύκολα οδηγείται, αλλά δύσκολα παρασύρεται, εύκολα κυβερνάται, αλλά δύσκολα σκλαβώνεται», τότε ο ελλαδικός χώρος που παρουσιάζει υψηλό ποσοστό μορφωτικού επιπέδου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν θα καταδυναστεύονταν από ντόπιους και μη εξουσιαστές. Ενώ και οι φυλακές θα ήταν άδειες εάν πιστέψουμε τη ρήση του Κοσμά του Αιτωλού («όπου ανοίγει ένα σχολείο, κλείνει μια φυλακή»…).
Εάν προσέξουμε, επίσης, τις κοινωνικές επαναστάσεις που έγιναν μετά το 19ο αι. στην Ευρώπη, θα διαπιστώσουμε ότι στο σύνολο τους έλαβαν χώρο σε περιοχές με μέτρια ή χαμηλά ποσοστά εκπαίδευσης (π.χ. αγροτικές ή ημιαγροτικές περιοχές), με εξαίρεση την εξέγερση του Μάη του ’68, ο οποίος όμως και αυτός ένα μήνα μετά την εξέγερση… ψήφισε Ντε Γκώλ για την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Μήπως, λοιπόν, ο «δια βίου» εκπαιδευμένος/καταρτισμένος άνθρωπος, μέσα από την πολυετή κρατική εκπαιδευτική διαδικασία, απελαύνει σταδιακά αφανώς και αθόρυβα εκείνα τα εγγενή χαρακτηριστικά που θα του επιτρέψουν να απελευθερωθεί; Μήπως επιδιώκεται, ώστε οι μαθητές που ολο-ημερεύουν στα σχολεία ή οι φοιτητές μακράς διάρκειας με master/ph.d/post doc., να μην αποτελούν απλώς τους εν δυνάμει τεχνοκράτες του συστήματος αλλά τους απενεργοποιημένους και ουσιαστικά απασφαλισμένους διατηρητές του; Οι οποίοι μπορεί, στη πλειοψηφία τους, να εναντιώνονται, να διαδηλώνουν, να παροτρύνουν και εν τέλει να χειροκροτούν το σπάσιμο των τραπεζών, για παράδειγμα, αλλά να μην διαθέτουν τον «αυθορμητισμό» της ενεργητικής δράσης;
Έχουν περάσει παραπάνω από εκατό χρόνια από τότε που ο φυσιολόγος Ιβάν Παβλώφ εφάρμοσε ένα πείραμα με σκύλους για να παρατηρήσει τη διαδικασία της μάθησης μέσω των εξαρτημένων ανακλαστικών. Το πείραμα είχε σχεδιαστεί ως εξής: Τόσο κατά την εμφάνιση όσο και κατά τη λήψη του φαγητού από τον σκύλο ακουγόταν ο κτύπος από ένα καμπανάκι. Αυτό επαναλήφθηκε για αρκετές ημέρες. Ύστερα ακούστηκε το καμπανάκι, αλλά χωρίς να παρουσιαστεί η τροφή. Τότε παρατηρήθηκε η έκκριση σάλιου από το σκύλο παρ’ όλο που δεν βλέπει και δε γεύεται καμιά τροφή. Όλες τις προηγούμενες ημέρες ο σκύλος είχε συνδυάσει τον ήχο της καμπάνας με την εμφάνιση και τη λήψη της τροφής. Το ίδιο, λοιπόν, περιμένει και τώρα. Ο οργανισμός του λοιπόν προετοιμάζεται κατάλληλα. Ο εγκέφαλος του, θεωρώντας ότι το γενικό πλαίσιο αναφοράς είναι και αυτή τη φορά το ίδιο, στέλνει μήνυμα στο σώμα του να προετοιμασθεί για τη λήψη της τροφής. Αρχίζει, λοιπόν, να έχει έκκριση σάλιου χωρίς όμως αυτή τη φορά να υπάρχει τροφή. Το συγκεκριμένο πείραμα ο Pavlov το εφάρμοσε σε διάφορα είδη σκύλων καθώς και σε άλλα ζώα όπως γάτες, ποντίκια, χιμπαντζήδες κ.ά. θεμελιώνοντας τη θεωρία του για τα εξαρτημένα ανακλαστικά. Αλλά αυτά τα δεδομένα δεν ορίζονται μόνο σε μη ανθρώπινα όντα, αφού ο John Watson εφάρμοσε τη θεωρία του Pavlov σε ένα νήπιο, τον μικρό Albert, προκαλώντας του εξαρτημένες αντιδράσεις σε πολλά αντικείμενα. Με τον ίδιο τρόπο, λοιπόν θα αντιδρούσε και ένα παιδί, όταν μαζί με το κουδούνισμα δεν εμφανιζόταν το κουτάλι με το φαγητό.
Σύμφωνα με τον μπιχεβιορισμό (συμπεριφορισμό), εκφραστές του οποίου είναι οι Pavlov, Watson κ.ά. δεν έχουν σημασία οι εσωτερικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια της μάθησης, αλλά οι αλλαγές που συμβαίνουν στην εμφανή συμπεριφορά του υποκειμένου, στο τί, δηλαδή, μπορεί να κάνει ο μαθητευόμενος ως αποτέλεσμα της κατάλληλης οργάνωσης του περιβάλλοντος της μάθησης. Και το περιβάλλον της μάθησης την σημερινή εποχή είναι πολυδιάστατο και πολυμορφικό με τις νέες τεχνολογίες και την τηλεόραση να ορίζουν και να ελέγχουν την κατάσταση, χειραγωγώντας και κατασκευάζοντας συνειδήσεις. Σύμφωνα με τους μπιχεβιοριστές «ένας ζωντανός οργανισμός, αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του μέσω των λεγόμενων ανακλαστικών. Τα ανακλαστικά είναι ένα φαινόμενο του νευρικού συστήματος. Ένα ανακλαστικό βασικά συνδέει ένα ερέθισμα που προέρχεται από το περιβάλλον με την αντίδραση του οργανισμού».
Ο Παβλώφ χώρισε τα ανακλαστικά σε δυο μεγάλες κατηγόριες: «τα σταθερά -ανεξάρτητα, απόλυτα ή κληρονομικά- που υπάρχουν εκ γενετής και είναι έμφυτα στους διαφόρους οργανισμούς και τα εξαρτημένα ανακλαστικά που είναι επίκτητα». Για παράδειγμα, σταθερό ανακλαστικό είναι η αναπνοή ως μια μόνιμη και αυτόματη αντίδραση του οργανισμού στο περιβάλλον, το οποίο δεν μεταβάλλεται.
Αντίθετα, τα εξαρτημένα ανακλαστικά εξαρτώνται από εξωτερικές μεταβλητές του περιβάλλοντος και συνεπώς μεταβάλλονται. Έτσι, στις διαφημίσεις πολλές φορές εμφανίζονται αυτά τα σχήματα όπως για παράδειγμα όταν ένα προϊόν (π.χ. μπύρα) συσχετίζεται με ένα άλλο θελκτικό αντικείμενο. Δημιουργείται τότε το εξαρτημένο ανακλαστικό ότι για να αποκτήσω/απολαύσω το χ αντικείμενο πρέπει να αγοράσω τη μπύρα. Ο συνειρμός που επιτυγχάνεται είναι υποσυνείδητος και συνεπώς πολύ ισχυρός.
Από την άλλη ο Skinner, αν και είναι από τους αντιπροσωπευτικότερους εκπροσώπους του συμπεριφορισμού, υποστηρίζει σε αντίθεση με τον Pavlov, ότι η συμπεριφορά δεν πρέπει να αποδίδεται σε κάποιο ανεξάρτητο ερέθισμα, αλλά να θεωρείται ως αποτέλεσμα εσωτερικών επενεργειών του οργανισμού. Βασικός άξονας των απόψεων του Skinner είναι η θέση ότι αν ορισμένη αντίδραση ακολουθείται από κάποιο σχετικό ερέθισμα, η πιθανότητα να επαναληφθεί σε ανάλογες περιπτώσεις η ίδια συμπεριφορά αυξάνεται. Αν, αντίθετα, μια ορισμένη συμπεριφορά δεν συνοδεύεται από κάποια ενίσχυση, παύει σιγά-σιγά να εκδηλώνεται, γίνεται, δηλαδή, «απόσβεση» της.
Ας δούμε, όμως, και μερικές ακόμη παραμέτρους του πειράματος του Pavlov: Αν συνεχίσουμε να προκαλούμε εξαρτημένα ανακλαστικά για μεγάλο διάστημα χωρίς, όμως, να εμφανίζουμε το κρέας τότε ο σκύλος παύει να αντιδρά στο άκουσμα του κουδουνιού (καμία κίνηση, ούτε έκκριση σάλιου). Αν, όμως, επιδιώκεται ο συνειρμός, τότε πρέπει ανά τακτά χρονικά διαστήματα να εμφανίζεται και το κρέας. Σε αντίθετη περίπτωση ο σκύλος εισέρχεται σε μια «υπνωτική κατάσταση» και δεν αντιδρά ακόμη και όταν υπάρξει καμπανάκι και κρέας. Αδιαφορεί πλήρως γιατί έχει εξαντληθεί να περιμένει τόσο καιρό. Βρίσκεται σε μια κατάσταση πλήρους απάθειας και αποχαύνωσης.
Συνοψίζουμε, λοιπόν: «υπνωτική κατάσταση», απάθεια, αποχαύνωση. Καταστάσεις που συνυπάρχουν γύρω μας με την υπάρχουσα «κρίση», τα χαράτσια και την αφαίμαξη μεγάλων κομματιών του πληθυσμού στον ελλαδικό χώρο. Και για να είμαστε ακριβείς και συγκεκριμένοι: και πολυπληθείς συγκεντρώσεις και πορείες έχουν γίνει και θα γίνουν, και ευρύτερες συγκρούσεις πραγματοποιούνται, και απαξίωση κομμάτων και διαχειριστικών θεσμών καταγράφεται και πολλά άλλα που δεν συνάδουν με απάθεια ή αποχαύνωση. Όμως, λαμβάνοντας υπόψη τα ποσοτικά μεγέθη, παρ’ ότι όλος ο κόσμος όλη τη μέρα μιλάει για τη «κρίση» και σιχτιρίζει κόμματα και εξουσία, στο δρόμο αποτυπώνεται ένα μέρος αυτής της ζώσας κατάστασης. Όχι ότι ο κόσμος είναι λίγος, το αντίθετο, για παράδειγμα, περιείχε και κόσμο και διάθεση με επιμονή και στόχευση, όμως για πόσο καιρό αναλώθηκε σημαντικό κομμάτι καταπιεσμένων με τους «αγανακτισμένους» και τη μη βία και την ειρηνικότητα; Παρασυρόμενο από τη ρητορική της μη βίαιης στάσης σε μια χρονική περίοδο ιστορικά πολυσήμαντη για την εξουσία, ώσπου να αντιληφθεί και το ίδιο τη βία της αστυνομίας άμεσα και σε πολλές περιπτώσεις «κατακέφαλα». Αυτή ουσιαστικά η «χειραγώγηση» πρόσφερε στους κρατικούς διαχειριστές χρόνο και στον κόσμο εξάντληση από την προσμονή (όπως ο σκύλος στο πείραμα) και τελικά για ένα μέρος του κόσμου απογοήτευση και παραίτηση. Εάν παλαιότερα η απάθεια και η αποχαύνωση μετατρέπονταν σε κατανάλωση, σήμερα η οικονομική στενότητα και ανασφάλεια δεν επιτρέπει αυτή τη «διέξοδο» αλλά μπορεί να κατευθύνει αντιδράσεις και συμπεριφορές με βάση τις κυρίαρχες επιταγές. Έτσι ερχόμαστε συχνά-πυκνά αντιμέτωποι με μια νέα φοβία την «δραχμοφοβία», η οποία εντείνει τα συμπτώματα της, πριν από κάθε ψήφιση μνημονίου ή μεσοπρόθεσμου, με αρχιτρομοκράτες το MEGA και το ΣΚΑΙ. Κατασκευάζοντας μια «πραγματικότητα» εφιαλτικού σεναρίου, σφυροκοπούν τον τηλεθεατή/ακροατή/αναγνώστη, ο οποίος με τη σειρά του αισθάνεται αρκετά ανασφαλής.
Η ανασφάλεια ως συναίσθημα ή κατάσταση δημιουργείται από το κράτος (επιβολή φόρων, χαράτσια κλπ) όχι μόνο σε επίπεδο οικονομικό αλλά και κοινωνικό μέσω της εγκληματικότητας και παραβατικότητας. Είναι μια θεσμική επιλογή γιατί γνωρίζει ότι ο φόβος ως συνέχεια της ανασφάλειας καθηλώνει συμπεριφορές. Να τονίσουμε εδώ ότι ο άνθρωπος ως ένα κοινωνικό ον επιζητά και επιδιώκει να δημιουργεί ασφαλείς συνθήκες διαβίωσης. Είτε ζει στο δάσος και απειλείται από άλλα ζώα είτε ζει στις πόλεις. Η συσπείρωση ανθρώπων και η δημιουργία κοινοτήτων εξυπηρέτησε εκτός των άλλων σκοπών και σε αυτή τη λειτουργική ανάγκη. Η ασφάλεια συνίσταται στην αρμονική συνύπαρξη και στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής. Ασφαλώς, σε μια εξουσιαζομένη κοινωνία, η έννοια της ασφάλειας παίρνει κυρίως τη μορφή της διαφύλαξης της δημόσιας τάξης. Σε αυτή την περίπτωση, όπου η ασφάλεια συσχετίζεται με την τάξη, η εξουσία υιοθετεί κατασταλτικά μέτρα και πάντα –άμεσα ή έμμεσα– κατασκευάζει σενάρια απειλής, τρομοκρατώντας τους πολίτες γεννώντας αισθήματα καχυποψίας και φόβου τουλάχιστον. Έτσι, ακόμη και σε περιοχές που δεν υφίσταται καμία αντικειμενική συνθήκη γενικευμένης ανασφάλειας, απέναντι στην εγκληματικότητα για παράδειγμα, ο πολίτης-θεατής προσομοιώνεται με τον κάτοικο του κέντρου της Αθήνας που βιώνει μια διαφορετική από αυτόν κατάσταση μέσω της τηλεόρασης και πολλών sites/blogs. Δημιουργείται στο κοινό η πεποίθηση, ότι ο «εχθρός» είναι πανταχού παρών και για το λόγο αυτό ο καθένας αποτελεί πηγή διακινδύνευσης και χαρακτηρίζεται ως εν δυνάμει ύποπτος. Αυτό επιτρέπει και διευκολύνει τη διεύρυνση του πεδίου άσκησης του κοινωνικού ελέγχου στο όνομα της ευταξίας.
[Παρένθεση: το σύνθημα «όποιος θέλει ασφάλεια να γίνει ασφαλίτης» δηλώνει αυτή την πραγματικότητα της ανάπτυξης ενός ευρύτερου σχεδιασμού αλλά και «απαίτησης» για εκτεταμένο κοινωνικό έλεγχο. Όμως, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε το γεγονός, ότι η αίσθηση ασφάλειας είναι απαραίτητο χαρακτηριστικό για την ανθρώπινη εξέλιξη, τόσο σε φυσικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Εννοείται φυσικά ότι αυτό δεν επιτυγχάνεται διαμέσου ή με την παρουσία θεσμών και κράτους. Ωστόσο, η διαρκής και πολλές φορές άνιση μάχη του ανθρώπου για την εξασφάλιση ασφαλών συνθηκών ήταν και παραμένει τόσο στόχος όσο και προϋπόθεση για την καλύτερη συνεργασία και αλληλοβοήθεια. Και αποτελεί απαραίτητο συστατικό στη δημιουργία μιας πραγματικά ελεύθερης κοινωνίας].

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου