Το χρήμα: Ένα πράγμα με υπερβατικές ιδιότητες
http://wwwpraxisred.blogspot.com/
Του Michael Heinrich
Μετάφραση: Γιώργος Παπανικολάου
Το χρήμα σαν μια κοινωνική σχέση στον καπιταλισμό.Μια εισαγωγή στη μαρξιστική έννοια του χρήματος.(πρωτοδημοσιεύτηκε στη Γερμανία το Γενάρη/Φλεβάρη του 2002).
Τι είναι το χρήμα; Αυτή η ερώτηση δύσκολα συναντάται στο καθημερινό εμπόριο. Εκείνο που ενδιαφέρει είναι να υπάρχει αρκετό. Οι αστικές οικονομικές θεωρίες μειώνουν το χρήμα στην οικονομική του λειτουργία. Αλλά η πανταχού παρουσία του χρήματος είναι κρίσιμη και προϋποθέτει κάποιες συνθήκες. Έτσι η κριτική των οικονομικών αγορών είναι ελλιπής όταν αποσιωπά ορισμένες θεμελιώδεις κοινωνικές σχέσεις που αντικειμενοποιούνται στο χρήμα.
«Το χρήμα κάνει τον κόσμο να κινείται». Αυτή η δήλωση επιβεβαιώνεται σ όλα τα επίπεδα της καθημερινής ζωής στην καπιταλιστική κοινωνία: είτε το θέμα αφορά την αγορά ψωμιού, επιχειρηματικές επενδύσεις ή συνταξιοδοτικά ταμεία, η σχετική ερώτηση είναι πάντα εάν υπάρχει αρκετό χρήμα και εάν όχι, πώς να βρούμε περισσότερο. Εκείνο που εκπλήσσει ωστόσο, είναι ότι το χρήμα μετά βίας παίζει κάποιο ρόλο στις νεοκλασικές οικονομικές θεωρίες, οι οποίες επικρατούν στα πανεπιστήμια και μεταξύ των οικονομικών συμβούλων των κυβερνήσεων. Για την νεοκλασική σχολή που παρέχει την θεωρητική στήριξη για τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές, το χρήμα είναι απλώς ένα μέσο κυκλοφορίας, ένα πρακτικό βοήθημα που απλοποιεί τις συναλλαγές και χρησιμοποιείται σαν μονάδα μέτρησης. Αλλά η νεοκλασική σχολή αρνείται στο χρήμα οποιαδήποτε εγγενή οικονομική σχέση: μόνο οι «πραγματικές» ποσότητες, η ποσότητα των αγαθών που παράγονται και ανταλλάσσονται, επενδύονται ή καταναλώνονται, είναι αποφασιστικές απ την νεοκλασική άποψη. Η νομισματική σφαίρα φαίνεται για την νεοκλασική σχολή σαν ένα πέπλο που κρέμεται πάνω απ την «πραγματική» σφαίρα των φυσικών προϊόντων. Αυτό το πέπλο μπορεί να προκαλέσει βραχυπρόθεσμη ζημιά σαν αποτέλεσμα κακής διαχείρισης (όπως όταν οι κεντρικές τράπεζες τυπώνουν πάρα πολύ χρήμα και προκαλούν έτσι πληθωρισμό), αλλά μακροπρόθεσμα, οι «πραγματικές» θεμελιώδεις σχέσεις επιβάλλονται. Και όταν επιτρέπεται στις αγορές να λειτουργήσουν χωρίς εμπόδια- έτσι λέει το μάθημα της επικρατούσας νεοκλασικής σχολής- ένα κοινωνικό «βέλτιστο» (μέγιστο αποτέλεσμα στη χαμηλότερη τιμή) επακολουθεί.
Για τον κεϋνσιανισμό, που παίζει σήμερα έναν πολύ μικρό ρόλο στην ακαδημαϊκή οικονομική επιστήμη, το χρήμα έχει πολύ μεγαλύτερη οικονομική σημασία απ ότι για την νεοκλασική θεωρία. Το χρήμα δεν περιορίζεται στην λειτουργία του σαν μέσο κυκλοφορίας, αλλά μάλλον η ικανότητά του να λειτουργεί σαν ένα μέσο δια τήρησης της αξίας, ωθείται σε πρώτη γραμμή και συνδέεται με την θεμελιακή ανασφάλεια των συνθηκών σε μια οικονομία αγοράς: το χρήμα λειτουργεί σαν μέσο διασφάλισης έναντι ενός κατά κύριο λόγο αβέβαιου μέλλοντος.
Εάν η αβεβαιότητα είναι σε άνοδο, σύμφωνα με το κεντρικό επιχείρημα, διατηρείται περισσότερο χρήμα «ρευστό», έτσι τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις δαπανούν λιγότερο ή εμπλέκονται λιγότερο σε μακροπρόθεσμες επενδύσεις, για να μην χάσουν την πρόσβασή τους σε χρήμα βραχυπρόθεσμα. Αυτό οδηγεί σε αυξημένα επιτόκια και μείωση επενδύσεων, το οποίο με τη σειρά του οδηγεί σε μειωμένο εισόδημα και αυξημένη ανεργία. Ο κεϋνσιανισμός δεν αναγνωρίζει μια αυτόματη διαδικασία ικανή να θεραπεύσει μια τέτοια κρίση και από εδώ προκύπτει η ανάγκη για κρατική παρέμβαση.
Η κεϋνσιανή θεώρηση του χρήματος είναι περισσότερο διαφοροποιημένη από εκείνη της νεοκλασικής σχολής, κοινή ωστόσο και στις δυο είναι μια τάση κυρίως να μειώσουν το χρήμα σε μια απλή ουσιώδη λειτουργία. Και για τις δυο θεωρίες, το χρήμα είναι προ πάντων, ένα βοήθημα, ασήμαντο σύμφωνα με την νεοκλασική θεωρία, σημαντικό στην περίπτωση του κεϋνσιανισμού. Το ερώτημα τι είναι πράγματι το χρήμα και πως συνδέεται με τον ειδικό τρόπο κοινωνικοποίησης που είναι εγγενής σε μια κοινωνία που παράγει εμπορεύματα, δεν τίθεται καν.
Χρήμα- απλώς ένα υπερεκτιμημένο εργαλείο;
«Το χρήμα κάνει τον κόσμο να κινείται». Αυτή η δήλωση επιβεβαιώνεται σ όλα τα επίπεδα της καθημερινής ζωής στην καπιταλιστική κοινωνία: είτε το θέμα αφορά την αγορά ψωμιού, επιχειρηματικές επενδύσεις ή συνταξιοδοτικά ταμεία, η σχετική ερώτηση είναι πάντα εάν υπάρχει αρκετό χρήμα και εάν όχι, πώς να βρούμε περισσότερο. Εκείνο που εκπλήσσει ωστόσο, είναι ότι το χρήμα μετά βίας παίζει κάποιο ρόλο στις νεοκλασικές οικονομικές θεωρίες, οι οποίες επικρατούν στα πανεπιστήμια και μεταξύ των οικονομικών συμβούλων των κυβερνήσεων. Για την νεοκλασική σχολή που παρέχει την θεωρητική στήριξη για τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές, το χρήμα είναι απλώς ένα μέσο κυκλοφορίας, ένα πρακτικό βοήθημα που απλοποιεί τις συναλλαγές και χρησιμοποιείται σαν μονάδα μέτρησης. Αλλά η νεοκλασική σχολή αρνείται στο χρήμα οποιαδήποτε εγγενή οικονομική σχέση: μόνο οι «πραγματικές» ποσότητες, η ποσότητα των αγαθών που παράγονται και ανταλλάσσονται, επενδύονται ή καταναλώνονται, είναι αποφασιστικές απ την νεοκλασική άποψη. Η νομισματική σφαίρα φαίνεται για την νεοκλασική σχολή σαν ένα πέπλο που κρέμεται πάνω απ την «πραγματική» σφαίρα των φυσικών προϊόντων. Αυτό το πέπλο μπορεί να προκαλέσει βραχυπρόθεσμη ζημιά σαν αποτέλεσμα κακής διαχείρισης (όπως όταν οι κεντρικές τράπεζες τυπώνουν πάρα πολύ χρήμα και προκαλούν έτσι πληθωρισμό), αλλά μακροπρόθεσμα, οι «πραγματικές» θεμελιώδεις σχέσεις επιβάλλονται. Και όταν επιτρέπεται στις αγορές να λειτουργήσουν χωρίς εμπόδια- έτσι λέει το μάθημα της επικρατούσας νεοκλασικής σχολής- ένα κοινωνικό «βέλτιστο» (μέγιστο αποτέλεσμα στη χαμηλότερη τιμή) επακολουθεί.
Για τον κεϋνσιανισμό, που παίζει σήμερα έναν πολύ μικρό ρόλο στην ακαδημαϊκή οικονομική επιστήμη, το χρήμα έχει πολύ μεγαλύτερη οικονομική σημασία απ ότι για την νεοκλασική θεωρία. Το χρήμα δεν περιορίζεται στην λειτουργία του σαν μέσο κυκλοφορίας, αλλά μάλλον η ικανότητά του να λειτουργεί σαν ένα μέσο δια τήρησης της αξίας, ωθείται σε πρώτη γραμμή και συνδέεται με την θεμελιακή ανασφάλεια των συνθηκών σε μια οικονομία αγοράς: το χρήμα λειτουργεί σαν μέσο διασφάλισης έναντι ενός κατά κύριο λόγο αβέβαιου μέλλοντος.
Εάν η αβεβαιότητα είναι σε άνοδο, σύμφωνα με το κεντρικό επιχείρημα, διατηρείται περισσότερο χρήμα «ρευστό», έτσι τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις δαπανούν λιγότερο ή εμπλέκονται λιγότερο σε μακροπρόθεσμες επενδύσεις, για να μην χάσουν την πρόσβασή τους σε χρήμα βραχυπρόθεσμα. Αυτό οδηγεί σε αυξημένα επιτόκια και μείωση επενδύσεων, το οποίο με τη σειρά του οδηγεί σε μειωμένο εισόδημα και αυξημένη ανεργία. Ο κεϋνσιανισμός δεν αναγνωρίζει μια αυτόματη διαδικασία ικανή να θεραπεύσει μια τέτοια κρίση και από εδώ προκύπτει η ανάγκη για κρατική παρέμβαση.
Η κεϋνσιανή θεώρηση του χρήματος είναι περισσότερο διαφοροποιημένη από εκείνη της νεοκλασικής σχολής, κοινή ωστόσο και στις δυο είναι μια τάση κυρίως να μειώσουν το χρήμα σε μια απλή ουσιώδη λειτουργία. Και για τις δυο θεωρίες, το χρήμα είναι προ πάντων, ένα βοήθημα, ασήμαντο σύμφωνα με την νεοκλασική θεωρία, σημαντικό στην περίπτωση του κεϋνσιανισμού. Το ερώτημα τι είναι πράγματι το χρήμα και πως συνδέεται με τον ειδικό τρόπο κοινωνικοποίησης που είναι εγγενής σε μια κοινωνία που παράγει εμπορεύματα, δεν τίθεται καν.
Χρήμα- απλώς ένα υπερεκτιμημένο εργαλείο;
Αυτή η ερώτηση ωστόσο, ήταν κεντρική στη μαρξιστική εξέταση του χρήματος. Διάφορες τάσεις στις αγγλικές και γαλλικές εργατικές κινήσεις του 19ου αιώνα αποσκοπούσαν στο να μετασχηματίσουν τον καπιταλισμό, αλλάζοντας το νομισματικό σύστημα: έτσι η ιδιωτική εμπορευματική παραγωγή θα διατηρούνταν, αλλά το χρήμα θα το αντικαθιστούσαν δελτία που θα δηλώνουν ώρες εργασίας ή πιστοποιητικά τιτλοποίησης αγαθών (όμοια μ ένα εισιτήριο θεάτρου). Σε αντίθεση με αυτές τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, ο Μάρξ προσπάθησε να δείξει ότι ο αστικός τρόπος παραγωγής κάνει αναγκαίο ένα ιδιαίτερο μέσο συναλλαγής, το χρήμα, το οποίο απ την ίδια τη φύση του, δεν είναι τόσο άκακο όσο ένα εισιτήριο θεάτρου.
Οι ξεχωριστοί παραγωγοί ιδιωτικών εμπορευμάτων, συνδέονται ο ένας με τον άλλον μέσω του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, αλλά τα προϊόντα τους αποκτούν κοινωνικό χαρακτήρα μόνο αναδρομικά, δηλαδή όταν πραγματοποιούν την αξία τους στην αγορά. Σε μια κοινωνία που βασίζεται στην συναλλαγή, ο κοινωνικός χαρακτήρας των αγαθών που παράγονται, δεν συνίσταται μόνο στην ικανότητά τους να ικανοποιούν τις ανάγκες των άλλων: τα προϊόντα πρέπει ν αντικρίζονται σε μια ποσοτική σχέση συναλλαγής, το ένα με το άλλο, πρέπει να κατέχουν μια αξία επιπρόσθετα της αξίας χρήσης τους. Στην αστική κοινωνία ο πλούτος γίνεται μια αφηρημένη ποσότητα: αυτός δεν συνίσταται πλέον από μια πολλαπλότητα αξιών χρήσης και αγαθών, αλλά από αφηρημένη «αξία». Αλλά η αξία δεν μπορεί να κατακτηθεί θεωρώντας ένα απλό εμπόρευμα, διότι αυτό υπάρχει μόνο στη σχέση του με τα άλλα εμπορεύματα. Ωστόσο, η αξία βρίσκει μόνο μια περιορισμένη, συμπληρωματική έκφραση, σε μια σχέση συναλλαγής μ ένα άλλο εμπόρευμα. Η αξία ενός εμπορεύματος μπορεί να πετύχει μια καθολική αξιακή κοινωνική έκφραση, μόνο όταν μπορεί να συσχετιστεί με μια άλλη ανεξάρτητη ενσάρκωση της αξίας- δηλαδή όταν μπορεί ν αναφέρεται σ ένα πράγμα που στέκεται σε σχέση με όλα τα άλλα εμπορεύματα, όχι απλά σαν ένα άλλο εμπόρευμα, αλλά σαν μια άμεση μορφή της ύπαρξης της αξίας. Μόνο σε μια τέτοια σχέση, μπορεί ένα απλό εμπόρευμα πραγματικά να επιβεβαιώσει τον χαρακτήρα του σαν αξία ανεξάρτητη απ τον υλικό του χαρακτήρα σαν αξία χρήσης. Ο αφηρημένος πλούτος κάνει αναγκαίο ένα ιδιαίτερο υλικό τύπο ύπαρξης- και το χρήμα είναι ακριβώς αυτό.
Σε μια κοινωνία βασισμένη στην ανταλλαγή εμπορευμάτων, το χρήμα δεν είναι απλώς ένα περισσότερο ή λιγότερο σημαντικό εργαλείο. Είναι ένα αναγκαίο μέσο οικονομικής κοινωνικής προσαρμογής.
Οι ατομικοί παραγωγοί εμπορευμάτων, δεν συγκροτούν την κοινωνική τους σχέση ο ένας με τον άλλον σαν άνθρωποι. Μόνο τα προϊόντα τους στέκουν σε σχέση το ένα με το άλλο, σαν αξίες. Για την ακρίβεια, επειδή τα απομονωμένα άτομα χάνονται πίσω απ τα προϊόντα τους, η κοινωνική συνοχή πρέπει- με την κυριολεκτική έννοια- ν αντικειμενοποιηθεί, να περιοριστεί σ ένα πράγμα, το χρήμα. Το χρήμα δεν είναι απλά- όπως διατείνεται η νεοκλασική σχολή- μια απλοποίηση της διαδικασίας της συναλλαγής, το οποίο μπορεί κυρίως να διανεμηθεί. Μάλλον, το χρήμα είναι το μέσο με το οποίο απομονωμένοι ατομικοί παραγωγοί εμπορευμάτων μπορούν να συσχετιστούν ο ένας με τον άλλον.
Όπως το χρήμα, ένα πράγμα αποκτά κοινωνικές ιδιότητες και κοινωνικές δυνάμεις. Ο Μάρξ περιγράφει αυτή την «υπερβατική» ιδιότητα ενός πράγματος σαν φετιχισμό. Ένας τέτοιος φετιχισμός δεν είναι απλώς μια πλάνη ή ένα είδος «εσφαλμένης συνείδησης». Στην αστική κοινωνία το χρήμα πραγματικά κατέχει τη μεγαλύτερη δύναμη. Ωστόσο, αυτό κατέχει μια τέτοια δύναμη, μόνο χάρη σε μια ειδική κοινωνική σχέση, η οποία υποκρύπτεται από κάτω: οι ξεχωριστοί κάτοχοι εμπορευμάτων, οι οποίοι συγκροτούν την κοινωνική τους σχέση μόνο μέσω ενός πράγματος, του χρήματος.
Το χρήμα έχει δύναμη μόνο γιατί όλοι οι κοινωνικοί πρωταγωνιστές σχετίζονται με το χρήμα, σαν χρήμα, δηλαδή, σαν μια ανεξάρτητη ενσάρκωση της αξίας.
Αλλά στο βαθμό που τα άτομα ενεργούν σαν κάτοχοι εμπορευμάτων, ανταλλάσσοντας προϊόντα, δεν έχουν άλλη επιλογή, παρά να έρθουν σε μια τέτοια σχέση με το χρήμα. Έχουμε πει ότι ο φετιχισμός περιέχει μια πλανερή άποψη ως προς το ότι το χρήμα φαίνεται να κατέχει μια εγγενή κοινωνική δύναμη. Το γεγονός ότι αυτή η δύναμη είναι το αποτέλεσμα μιας αυτόματα εκτελεσμένης κοινωνικής διαδικασίας, κάνει δυνατό ν αποφεύγεται η σύλληψη της καθημερινής επίγνωσης (αυτού του γεγονότος). Η διαδικασία χάνεται στο αποτέλεσμά της.
Η παραγωγή εμπορευμάτων είναι έτσι αδύνατη, χωρίς τη συσχέτιση μεταξύ εμπορευμάτων και χρήματος. Γι αυτό το λόγο, υπάρχει ένας κύριος περιορισμός για όλα τα ουτοπικά σχέδια: εάν κάποιος επιθυμεί να καταργήσει το χρήμα, το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων που καθιστούν αναγκαίο το χρήμα, πρέπει επίσης να καταργηθεί. Δεν μπορεί κανείς να έχει το ένα χωρίς το άλλο.
Απ το χρήμα στο κεφάλαιο.
Εάν το σύνολο της κοινωνικής διαδικασίας της αναπαραγωγής διαμεσολαβείται απ το εμπόρευμα και το χρήμα, δηλαδή εάν η εμπορευματική παραγωγή δεν συνίσταται απλώς σε μια εσωτερική ύπαρξη μέσα στο πλαίσιο ενός διαφορετικού τρόπου παραγωγής (όπως ήταν η περίπτωση της πρώϊμης φεουδαρχικής περιόδου στη Δυτική Ευρώπη), τότε το χρήμα αποκτά μια νέα ποιότητα σαν κεφάλαιο.
Η αυτόνομη ενσωμάτωση της αξίας, μέσω της οποίας η οικονομική κοινωνικοποίηση της εμπορευματικής παραγωγής ολοκληρώνεται, το ίδιο γίνεται ο κύριος σκοπός της οικονομικής δραστηριότητας. Για την ακρίβεια, επειδή το χρήμα είναι η ενσάρκωση του αφηρημένου πλούτου, ο οποίος δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε ενυπάρχοντα όρια, δεν μπορεί κάποιος να έχει «αρκετό» χρήμα στη διάθεσή του.
Το εμπόριο και η παραγωγή δεν πρέπει μόνο να δημιουργούν χρήμα, αλλά πρέπει επίσης να δημιουργούν συνεχώς αυξανόμενες ποσότητες χρήματος.
Η γενίκευση της εμπορευματικής παραγωγής είναι δυνατή μόνο όταν η παραγωγή η ίδια μετασχηματίζεται σε καπιταλιστική παραγωγή, όταν ο πολλαπλασιασμός και η αύξηση του αφηρημένου πλούτου γίνεται ο άμεσος σκοπός της παραγωγής και όλες οι άλλες κοινωνικές σχέσεις υπάγονται σ αυτό τον σκοπό.
Η «καταστρεπτική δύναμη του χρήματος» που ήταν το αντικείμενο των περισσότερων κριτικών σε πολλούς προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής (από πολλούς συγγραφείς στην αρχαία Ελλάδα για παράδειγμα), βρίσκεται ακριβώς σ αυτή τη διαδικασία της καπιταλιστικοποίησης της κοινωνίας, σαν αποτέλεσμα της γενίκευσης της χρηματικής σχέσης.
Σοσιαλιστικές ιδέες της αγοράς που στοχεύουν να καταργήσουν την καπιταλιστική παραγωγή, ενώ διατηρούν την αγορά, την εμπορευματική παραγωγή και το χρήμα (λόγω της «αποτελεσματικότητάς τους» στην περιοχή της παραγωγής και της καινοτομίας), έρχονται αντιμέτωπες με το θεμελιώδες πρόβλημα του πώς να εμποδίσουν μια επανακαπιταλιστικοποίηση της κοινωνίας χωρίς να εμποδίσουν την «αποτελεσματικότητα» της αγοράς.
Καπιταλιστική παραγωγή και οικονομικές αγορές.
Επειδή η κοινωνική συνοχή σε μια κοινωνία εμπορευματικής ανταλλαγής είναι κυρίως εδραιωμένη μέσω του χρήματος, το χρήμα επίσης έχει τη δύναμη να διασπάσει τη συνοχή: η «πιθανότητα των κρίσεων»- την οποία ο Μάρξ επίσης σημείωνε στο 3ο κεφάλαιο του Κεφαλαίου- είναι δοσμένη με το χρήμα. Το χρήμα όχι μόνο διαμεσολαβεί τη συναλλαγή μέσα στην αλυσίδα εμπόρευμα-χρήμα-εμπόρευμα (κάποιος πουλά το δικό του εμπόρευμα για ν αγοράσει στη συνέχεια άλλο εμπόρευμα), αυτό μπορεί επίσης να διασπάσει
τη διαμεσολάβηση: πώληση χωρίς επακόλουθη αγορά (δηλαδή το χρήμα που πάρθηκε από πώληση δεν χρησιμοποιείται για περαιτέρω αγορές), οδηγεί σε μια διάσπαση της αλυσίδας της αναπαραγωγής. Όταν αυτό συμβεί, τα παραγόμενα προϊόντα δεν μπορούν πλέον να πουληθούν και η παραγωγή περιορίζεται ή εν μέρει λιμνάζει. Η συνέπεια αυτού είναι αχρησιμοποίητο κεφάλαιο απ τη μια πλευρά και αναπασχόλητες δυνάμεις εργασίας απ την άλλη. Αλλά μια σειρά επιπλέον περιστάσεων είναι αναγκαία ώστε η πιθανότητα μιας κρίσης να φτάσει σε σημείο να γίνει μια πραγματική κρίση.
Στον παραδοσιακό μαρξισμό, αυτές οι περιστάσεις τοποθετούνται κυρίως στις συνθήκες της καπιταλιστικής παραγωγής, όπως στο «νόμο της τάσης της πτώσης του ποσοστού του κέρδους». Σε αντίθεση, το χρήμα και η πίστη παίζουν έναν δευτερεύοντα ρόλο σαν απλά «φαινόμενα της κυκλοφορίας». Σαν αποτέλεσμα μιας μονόπλευρης άποψης εστιασμένης στην παραγωγή, χάνει κάποιος τη θέα του γεγονότος ότι όπως εμπορευματική παραγωγή χωρίς χρήμα είναι αδύνατη, καπιταλιστική παραγωγή δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς πίστη (καθώς επίσης εξελιγμένες μορφές του ίδιου, όπως πίστη-χρήμα, κεφαλαιακό απόθεμα κλπ). Για την ακρίβεια ο ευλύγιστος χαρακτήρας της καπιταλιστικής παραγωγής παραμένει στο γεγονός ότι η συσσώρευση δεν συναντά τα όριά της με το πραγματοποιημένο κέρδος των προηγούμενων περιόδων παραγωγής, αλλά μάλλον μπορεί να επεκταθεί πολύ πέρα από αυτό μέσω της πίστης, η οποία υποδηλώνει τον κίνδυνο κρίσεων και υπερπαραγωγής. Ωστόσο, η πίστη αφορά (ή οι μετοχές εφαρμόζονται, όπως μπορεί να είναι η περίπτωση), μόνο σε κείνους τους τομείς όπου μπορεί ν αναμένεται ένα υψηλό επίπεδο μελλοντικού κέρδους. Απ αυτή την άποψη, ένα ισχυρό κερδοσκοπικό στοιχείο είναι εγγενές στο όλο οικονομικό σύστημα. Αυτό το κερδοσκοπικό στοιχείο ενισχύεται επιπλέον μέσω ιδιαίτερων οικονομικών εργαλείων όπως προαιρετικές προθεσμιακές συναλλαγές (τιτλοποιήσεις με την αγορά ειδικών μετοχών σε μια εκ των προτέρων προσδιορισμένη τιμή). Ωστόσο, ένα κερδοσκοπικό στοιχείο είναι εγγενές σε κάθε ιδιαίτερη περίσταση της καπιταλιστικής παραγωγής: ένας επιχειρηματίας δεν μπορεί ποτέ να είναι τελείως σίγουρος εάν τα προϊόντα του μπορούν να πουληθούν και σε τι τιμή ή εάν οι επενδύσεις που κάνει θα φέρουν το αναμενόμενο επίπεδο κέρδους στο μέλλον. Έτσι πίστη και κερδοσκοπία δεν είναι σε καμιά περίπτωση εξωτερικές περιστάσεις που παρουσιάζονται σε μια κατά τα άλλα μη κερδοσκοπική καπιταλιστική παραγωγή. Χωρίς χρηματοοικονομικό τομέα και κερδοσκοπία, η καπιταλιστική παραγωγή είναι αδύνατη.
Δεν αφορά μόνο την περίπτωση ότι αυτή η συσχέτιση θα μπορούσε να είναι πιο ισχυρή αν λαμβάνονταν υπόψη μέσα στο πεδίο της θεωρίας των κρίσεων, παρά όπως έγινε στον παραδοσιακό μαρξισμό. Είναι επίσης σημαντικό ζήτημα, για τη σύγχρονη κριτική της παγκοσμιοποίησης.
Είναι σύνηθες ο κριτικισμός να κατευθύνεται ενάντια σ έναν «ξεσαλωμένο» καπιταλισμό του οποίου οι καταστρεπτικές δυνάμεις φαίνεται να κατευθύνονται από ένα κερδοσκοπικό χρηματοοικονομικό σύστημα.
Ότι το χρηματοοικονομικό σύστημα θέτει πρότυπα αποδοτικότητας και ωφέλειας, με τα οποία οι ξεχωριστές επιχειρήσεις πρέπει να συμμορφωθούν αφού επιθυμούν να πετύχουν κέρδος ή να διανείμουν τα αποθέματά τους, καθόλου δεν είναι ένα πρόσφατο φαινόμενο. Το χρηματοοικονομικό σύστημα πάντα είχε μια τέτοια «λειτουργία ελέγχου». Εκείνο που είναι νέο είναι ότι τις τελευταίες δεκαετίες έχει αναδυθεί ένα διεθνοποιημένο χρηματοοικονομικό σύστημα, το οποίο με αυξανόμενο ρυθμό υπαγορεύει διεθνή πρότυπα καπιταλιστικής διατίμησης. Εάν η αύξηση της κερδοσκοπίας φαίνεται σαν η κύρια αιτία των κακών του καπιταλισμού, η οποία επομένως είναι ανάγκη να ρυθμιστεί, η αναγκαία ενδοσχέση μεταξύ του χρηματοοικονομικού συστήματος και της καπιταλιστικής παραγωγής διασπάται και- τουλάχιστον σκόπιμα- ένας «καλός» παραγωγικός καπιταλισμός αντιδιαστέλλεται σ έναν «κακό» κερδοσκοπικό χρηματοοικονομικό καπιταλισμό. Με κανένα τρόπο δεν είναι η ποσότητα ρύθμισης αναγκαία για να ρυθμίσει «αποτελεσματικά» προσχεδιασμένες κεφαλαιακές ροές, έτσι ώστε μ αυτή την έννοια οι απαιτήσεις των κριτικών της παγκοσμιοποίησης για περισσότερη ρύθμιση να μην είναι αυτόματα μη ρεαλιστικές ή αδύνατον να υλοποιηθούν.
Ωστόσο, κάποιος δικαιούται ν αμφιβάλλει εάν μια τέτοια ρύθμιση θα οδηγούσε σε εξαφάνιση των πιο απεχθών όψεων του καπιταλισμού. Ακόμη και σ ένα υψηλά ρυθμισμένο καπιταλισμό, η ικανοποίηση των αναγκών και των επιθυμιών, ο περιορισμός της κοινωνικής ανισότητας, ή ακόμη μια καλή ζωή δεν θάναι ο σκοπός της οικονομικής δραστηριότητας, αλλά μάλλον η διατίμηση, η συσσώρευση αφηρημένου πλούτου- ένας σκοπός για τον οποίο οι άνθρωποι και η φύση αποτελούν μόνο μέσα και επομένως η μεταχείρισή τους είναι ανάλογη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου