Σελίδες

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

η ελληνική αστική τάξη

Η αριστερά μπροστά στο "κούρεμα"


Απόσπασμα ανάλυσης του avantgarde:


...δεν μπορεί να υπάρξει παγκόσμια καπιταλιστική λύση στην κρίση χρέους.
Αν τα κρατικά χρέη ήταν χρέη μεταξύ κρατών, τότε θα μπορούσε να υπάρξει μια διεθνής συμφωνία αλληλοδιαγραφής ενός σημαντικού μέρους των κρατικών χρεών. Όμως, όλα τα κράτη χρωστούν στο κεφάλαιο: τα κρατικά ομόλογα είναι στα χέρια τραπεζών, henge funds, ασφαλιστικών εταιρειών και συνταξιοδοτικών ταμείων κ.λπ. Τυχόν σημαντική διαγραφή χρεών έστω και λίγων χωρών, θα «βύθιζε» τις τράπεζες και θα προκαλούσε νέα χρηματοοικονομική κρίση – αν πάλι στηρίζονταν οι τράπεζες με δημόσιο χρήμα ή εγγυήσεις, το όλο εγχείρημα απλώς δεν θα είχε νόημα. Φτάσαμε λοιπόν στο οριακό σημείο που από τον «ελεγχόμενο ανταγωνισμό» θα περάσουμε, μέσω της μεταβατικής φάσης του γενικευμένου «εκνευρισμού», στην ανοιχτά ανταγωνιστική διαχείριση της κρίσης: κόψιμο χρήματος, πληθωρισμός και εν τέλει προστατευτισμός θα μπουν στην ημερήσια διάταξη.
...
Το σοβαρό πλέον ενδεχόμενο δομικής αναδιάρθρωσης ή και κατάρρευσης της Ευρωζώνης: Θα ήταν αφελές να πιστέψει κανείς ότι η αντικατάσταση του Μπερλουσκόνι από τον Μάριο Μόντι θα σώσει την Ιταλία από την ανάγκη «μηχανισμού στήριξης». Όμως, η Ιταλία είναι «πολύ μεγάλη για να ‘‘πέσει’’ και πολύ μεγάλη για να σωθεί». Εδώ τα ψέματα τελειώνουν και χρειάζονται άλλου τύπου μέτρα – με τα «πακέτα» λιτότητας του Μόντι και με τα λιανοντούφεκα του EFSF η Ιταλία των περίπου 2 τρισ. ευρώ δημόσιου χρέους δεν μπορεί να σωθεί. Ή λοιπόν θα έχουμε στροφή στο κόψιμο χρήματος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, έκδοση ευρωομολόγου κ.λπ. ή κάτι «δραστικό» πρέπει να γίνει με την Ευρωζώνη. Είναι εξαιρετικά πιθανό -αν όχι βέβαιο- ότι η Γερμανία δεν θα πραγματοποιήσει τη θεαματική στροφή που απαιτεί το κόψιμο χρήματος από την ΕΚΤ και η έκδοση ευρωομολόγου, καθώς θεωρεί αυτές τις πολιτικές αφενός επιβράβευση της δημοσιονομικής «ατασθαλίας» και αφετέρου πολιτικές απαράδεκτου «οικονομικού εξισωτισμού». Μεταξύ άλλων, μια τέτοια στροφή δεν πρόκειται να την «απορροφήσει» και επιτρέψει το γερμανικό πολιτικό σύστημα.

Τι απομένει;
Αρχικά, αλλά όχι παραπάνω από λίγους μήνες, θα δοκιμαστεί η συνταγή των «μπαλωμάτων», με την ελπίδα ότι η ιταλική κρίση θα αναχαιτιστεί. Μόλις η ελπίδα αυτή καταρρεύσει, τότε θα σημάνει αναπόφευκτα η ώρα για τη δομική αναδιάρθρωση της Ευρωζώνης, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο: είτε με το «ευρώ του Βορρά» και το «ευρώ του Νότου» είτε με τη θεσμοθέτηση της εκδίωξης χωρών από την Ευρωζώνη είτε με τη διάλυση της Ευρωζώνης και τη δημιουργία μιας «γερμανικής ζώνης». Όλα αυτά τα σενάρια είναι, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, σενάρια «πολέμου». Ιδιαίτερα δε για τον ελληνικό καπιταλισμό, είναι σενάρια μεγάλης δοκιμασίας και τεράστιων απειλών.
...

Το «κούρεμα» της ελληνικής αστικής τάξης


Η πολιτική της «εσωτερικής υποτίμησης», η συνακόλουθη καταβαράθρωση της κατανάλωσης και η βαθιά ύφεση, ενεργοποίησε μια
μαζική διαδικασία εκκαθάρισης αδύναμων κεφαλαίων: το εμπορικό κεφάλαιο, οι τεχνικές εταιρείες και οι μικρομεσαίοι ήταν τα πρώτα θύματα, εξαιτίας της μείωσης της ζήτησης και του τζίρου που εν μέρει μόνο αντισταθμίστηκε με τη μείωση του εργατικού κόστους. Ωστόσο, οι τράπεζες, οι εξαγωγικές επιχειρήσεις, οι διεθνοποιημένες και πολυεθνικές επιχειρήσεις επωφελήθηκαν: οι πρώτες διασώζονται με την άπλετη στήριξη σε ρευστότητα χάρη στη σύμπραξη ελληνικού Δημοσίου και Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οι δεύτερες χάρη στη δραστική μείωση του εργατικού κόστους, οι τρίτες επίσης από τη μείωση του εργατικού κόστους και από την παραμονή στο ευρώ που είναι το εργαλείο της διεθνούς επιχειρηματικής τους δραστηριότητας.

Με το «κούρεμα», όμως, άλλαξε κάτι ουσιαστικό: Οι τράπεζες θα πρέπει να ανακεφαλαιοποιηθούν, αυτό δεν μπορεί να γίνει με χρήματα των μεγαλομετόχων τους ούτε με άντληση κεφαλαίων από την αγορά, οπότε θα πρέπει να γίνει μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, με κοινές μετοχές, γεγονός που
θα οδηγήσει στην κρατικοποίησή τους. Οι ιδιώτες μεγαλομέτοχοι κινούν γη και ουρανό για να αποφευχθεί κάτι τέτοιο, αλλά η παραμονή των τραπεζών ύστερα από το «κούρεμα» στους ιδιώτες μεγαλομετόχους θα σημάνει το δραστικό περιορισμό των δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα και άρα τη βύθιση σε ακόμη μεγαλύτερη ύφεση. Επιπλέον, με τους ιδιώτες μεγαλομετόχους των τραπεζών είναι συνυφασμένη η «αφρόκρεμα» των επιχειρηματιών των μίντια -και όχι μόνο- καθώς και σημαντικό μέρος του πολιτικού προσωπικού της διαπλοκής: με την «εγγύηση» και κάλυψη των πολιτικών οι μεγαλομέτοχοι των τραπεζών συντηρούσαν με δάνεια (που τα περισσότερα από αυτά πλέον δεν εξυπηρετούνται, είναι «κόκκινα», δηλαδή θαλασσοδάνεια…) σημαίνοντες επιχειρηματίες…

Με λίγα λόγια, η «εσωτερική υποτίμηση» και η συνακόλουθη ύφεση οδηγούν την εκκαθάριση αδύναμων κεφαλαίων μέχρι τον πυρήνα της αστικής τάξης και της πολιτικο-επιχειρηματικής διαπλοκής, γεγονός που προκαλεί ρήγματα σ’ αυτό τον πυρήνα, για πρώτη φορά μετά την υπαγωγή στο μνημόνιο.


Έφτασε λοιπόν η στιγμή των
σοβαρών ρηγμάτων μέσα στην αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό. Αυτό σημαίνει όμως ότι έφτασε επίσης η ώρα που η αντίφαση ανάμεσα στα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης ως συνόλου και στα συμφέροντα επιμέρους τμημάτων της οξύνεται μέχρι του σημείου να παράγει αντικρουόμενα πολιτικά σχέδια για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της.

Τελευταία «ανάσα» πριν την κατάρρευση


Από τη στιγμή που «έπεσε» η Ιταλία, η κλεψύδρα του χρόνου αδειάζει για τον ελληνικό καπιταλισμό.
Η ώρα της κρίσεως πλησιάζει γοργά. Μετά το «κούρεμα» έρχεται η κατάρρευση. Ο συγκερασμός συμφερόντων με τους διεθνείς συμμάχους και «κηδεμόνες» γίνεται όλο και πιο δύσκολος. Η διαπραγματευτική δύναμη της ελληνικής αστικής τάξης μειώνεται εξαιρετικά, ιδιαίτερα μάλιστα μετά το «απονενοημένο διάβημα» του δημοψηφίσματος και την πολιτική φαρσοκωμωδία του σχηματισμού της νέας κυβέρνησης. Ο ελληνικός καπιταλισμός είναι «μελλοθάνατος» – και το ξέρει. Θέλει λοιπόν να πάρει οπωσδήποτε την «ανάσα» του «κουρέματος» και του νέου χρηματοδοτικού πακέτου ώστε να κερδίσει λίγο -αλλά πολύτιμο- χρόνο και να προετοιμαστεί για την «επόμενη μέρα». Οι αποφάσεις της 27ης Οκτωβρίου θα εξασφαλίσουν τη σωτηρία των ελληνικών τραπεζών και τα τοκοχρεολύσια μέχρι και το 2014, ενώ θα μειώσουν σημαντικά την ετήσια δαπάνη για τόκους, εξασφαλίζοντας τουλάχιστον ισοσκελισμένο πρωτογενές αποτέλεσμα αν όχι πρωτογενές πλεόνασμα στους προϋπολογισμούς των επόμενων χρόνων – ακόμη και αν υπάρξουν, που είναι βέβαιο, σοβαρές αποκλίσεις από τους στόχους του αναθεωρημένου Μεσοπρόθεσμου. Αυτό θα αποτελέσει μια κάποια ασπίδα προστασίας στο ενδεχόμενο να κλείσει η στρόφιγγα της διεθνούς χρηματοδότησης σε περίπτωση διάλυσης ή διάσπασης της Ευρωζώνης.

Για να μπορέσει να πάρει αυτή την τελευταία (;) βαθιά ανάσα πριν την «τελική δοκιμασία», η ελληνική αστική τάξη έπρεπε να αποδείξει ότι μπορεί να ελέγξει τα πράγματα στο εσωτερικό: η επίδειξη «πυγμής» με μια βοναπαρτιστική λύση στο εσωτερικό είναι ο όρος για να αποκτήσει η ελληνική αστική τάξη ξανά διαπραγματευτική δύναμη και «πρόσωπο» στο εξωτερικό.

...
Αν, αξιοποιώντας όλα τα προηγούμενα, η κυβέρνηση Παπαδήμου καταφέρει να δώσει στον ελληνικό καπιταλισμό την «τελευταία ανάσα» στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, εξασφαλίζοντας την υλοποίηση των αποφάσεων της 27ης Οκτωβρίου στο σύνολό τους, τότε θα αποδειχτεί πιο ισχυρή από την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου της τελευταίας περιόδου. Για να τα καταφέρει, χρειάζεται τη συνδρομή και εξωτερικών παραγόντων: πάνω απ’ όλα τη σχετική σταθεροποίηση της κατάστασης στην Ιταλία, τουλάχιστον για τους επόμενους τρεις μήνες. Υπό τις παρούσες συνθήκες, η πλέον ευτυχής συγκυρία για τον ελληνικό καπιταλισμό είναι να παραμείνει η ένταση στο «μέτωπο» της Ιταλίας (πράγμα που θα συμβεί ούτως ή άλλως) αλλά χωρίς να δημιουργηθεί κάποια ανεξέλεγκτη κατάσταση, ώστε να μην ενεργοποιηθούν άμεσα σχέδια βίαιης αναδιάρθρωσης της Ευρωζώνης που θα θέσουν σε αμφισβήτηση το νέο ελληνικό «πακέτο» χρηματοδότησης και θα ενεργοποιήσουν καταστροφικά σενάρια.

Υπό αυτή την προϋπόθεση (που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα ότι θα υπάρξει), η κυβέρνηση Παπαδήμου θα έχει να αναμετρηθεί με τις εσωτερικές αντιφάσεις του κυβερνητικού σχήματος, που δεν εκφράζουν απλώς διαφορετικές κομματικές τακτικές και εγωισμούς, αλλά και εν δυνάμει διαφορετικές στρατηγικές για τη διαχείριση της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού ενόψει της «επόμενης μέρας» καθώς επίσης και υπαρξιακούς σπασμούς τμημάτων της αστικής τάξης που πλέον υφίστανται το δικό τους «κούρεμα»…


Πόσο γρήγορα και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί το κίνημα να ξεπεράσει το προσωρινό μούδιασμα που αναπόφευκτα προκαλούν οι τελευταίες εξελίξεις; Η απάντηση στο ερώτημα δεν είναι καθόλου απλή: Πηγαίνοντας ένα βήμα μπροστά από τα κόμματα της Αριστεράς και από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, το κίνημα αντίστασης διήνυσε μεγάλο μέρος της διαδρομής οικονομικός αγώνας – πολιτικός αγώνας – πολιτική απεργία, φτάνοντας έτσι σε οριακό σημείο. Ύστερα από τη 48ωρη της 19-20 Οκτωβρίου, ήρθε η ματαίωση των παρελάσεων, όπου το εξεγερσιακό πνεύμα ήταν έκδηλο.


Ωστόσο, για να ξεπεραστεί το οριακό αυτό σημείο, απαιτούνται πλέον πολιτικές προϋποθέσεις.
Το κίνημα «έσυρε» την Αριστερά μέχρι εδώ, πηγαίνοντας στις κρίσιμες καμπές ένα βήμα μπροστά απ’ αυτήν. Τώρα, το επόμενο βήμα είναι να δοθεί συνειδητά η μάχη για την εξουσία, κι αυτό το βήμα απαιτεί αντιστροφή των ρόλων: πολιτική εναλλακτική πρόταση για την κατάληψη της εξουσίας, με αιχμή προφανώς την πρόταση για κυβέρνηση της Αριστεράς. Αλλά, παρ’ όλα αυτά, θα ήταν θανάσιμο λάθος ο εγκλωβισμός του κινήματος στην προσμονή αλλαγής των εκλογικών συσχετισμών ώστε να πυροδοτηθούν πολιτικές εξελίξεις προς τα αριστερά. Κάτι τέτοιο θα έκανε την κυβέρνηση Παπαδήμου πραγματικά ισχυρή, διευκολύνοντας τα σχέδια και για το ξεδόντιασμα της εκλογικής δυναμικής της Αριστεράς. Το κίνημα πρέπει να κάνει το επόμενο βήμα ως τέτοιο, και αυτό το επόμενο βήμα, στο σημείο που έχει φτάσει, είναι να γίνει φορέας μιας εναλλακτικής εξουσίας. Να αποκτήσει τη δύναμη και τις δομές να ακυρώνει στην πράξη κυβερνητικές πολιτικές, να υλοποιεί την κοινωνική ανυπακοή, να οργανώνεται σαν εν δυνάμει εναλλακτική εξουσία παντού (στους εργασιακούς και κοινωνικούς χώρους και στις γειτονιές), να δημιουργήσει τους όρους για την πολιτική γενική απεργία. Όλα αυτά όμως προϋποθέτουν τον αποφασιστικό ρόλο των πολιτικών πρωτοποριών, της Αριστεράς. Δεν μπορούν να γίνουν όπως μέχρι σήμερα, με το κίνημα να τραβάει μπροστά, σέρνοντας πίσω του την Αριστερά. Όλα αυτά προϋποθέτουν σπασίματα «κρίκων» και αλλαγές συσχετισμών μέσα στην Αριστερά στο αμέσως επόμενο διάστημα. Αλλιώς το κίνημα θα προσπεράσει για τα καλά την Αριστερά και θα συγκρουστεί με τον αντίπαλο χωρίς πολιτική ηγεσία, σχέδιο και εναλλακτική πρόταση – με ό,τι ήθελε σημάνει αυτό.

Στη μεταβατική περίοδο της κυβέρνησης Παπαδήμου, λοιπόν, το ισοζύγιο των συσχετισμών θα κριθεί από πολλούς παράγοντες, εσωτερικούς και εξωτερικούς. Και εδώ, ο ρόλος της Αριστεράς θα είναι εντελώς κρίσιμος!


Οι εκλογές


Φαίνεται πως ήρθε η ώρα να επαληθευτεί η φράση «αν οι εκλογές μπορούσαν να αλλάξουν τα πράγματα, θα ήταν παράνομες»! Η αλλεργία των δυνάμεων του συστήματος απέναντι στις εκλογές είναι τέτοια, ώστε θα ήταν επιπόλαιο να θεωρήσουμε δεδομένο πως θα γίνουν εκλογές σε λίγους μήνες. Αν η κυβέρνηση Παπαδήμου, ευνοούμενη και από τις διεθνείς εξελίξεις, αποδειχτεί αποδοτική για τον ελληνικό καπιταλισμό, τότε δεν αποκλείεται καθόλου οι εκλογές να αναβληθούν για ευθετότερο χρόνο
– σε αυτή την περίπτωση η ΝΔ θα μπορούσε ακόμη και να διασπαστεί. Ή να γίνουν αφού πρώτα αλλάξει ο εκλογικός νόμος ώστε να περιθωριοποιηθεί η Αριστερά. Αν πάλι η κυβέρνηση Παπαδήμου ξεφτίσει γρήγορα, υπό το βάρος αρνητικών διεθνών εξελίξεων που φέρνουν κοντά το φάσμα της κατάρρευσης, κινηματικών αντιδράσεων και εσωτερικών αντιφάσεων, τότε δεν αποκλείεται τις εκλογές να προλάβει ο ανοιχτός βοναπαρτισμός του κράτους έκτακτης ανάγκης ή μια λαϊκή εξέγερση. Σε κάθε περίπτωση, σε αυτές τις συνθήκες οι εκλογές πρέπει να ιδωθούν σαν κομμάτι μιας συνολικής αναμέτρησης που παίρνει πλέον χαρακτηριστικά «πολεμικά». Και η πρόταση για κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει να ιδωθεί σαν πολεμική ιαχή στον αγώνα ενάντια στην ελληνική αστική τάξη και το κράτος έκτακτης ανάγκης – σε καμία περίπτωση πάντως σαν επιστροφή σε κάποια «κοινοβουλευτική ομαλότητα», που αποσύρεται γοργά από την ιστορική σκηνή.

Η Αριστερά


Ο εκβιασμός του δημοψηφίσματος και οι μετέπειτα εξελίξεις ανέδειξαν τα όρια της πολιτικής των δύο μεγάλων κομμάτων της Αριστεράς: του ΣΥΝ και του ΚΚΕ. Πιο καθαρά το ΚΚΕ και με αντιφάσεις ο ΣΥΝ, δεν σήκωσαν το γάντι του δημοψηφίσματος, έκαναν σαφές ότι «προτιμούν» τις εκλογές και έμειναν στη γωνία των εξελίξεων περιμένοντας να δουν ποια κάλπη θα στηθεί…
Το μεγάλο πρόβλημα όμως είναι ότι δεν πείθουν πως εννοούν να δώσουν αποφασιστικά τη μάχη για την εξουσία – όχι απλώς τον «καλό εκλογικό αγώνα» όταν η αστική τάξη δεήσει να κάνει εκλογές. Δεν λειτουργούν στη συγκυρία σαν πολιτικοί ηγεμόνες, που αναλαμβάνουν πλήρως την ευθύνη του αγώνα για την εξουσία, δίνοντας πολιτική προοπτική και ηγεσία στο κίνημα. Χρειάζεται συστηματικός και σκληρός αγώνας μέσα στην Αριστερά για να αλλάξει αυτή η παραλυτική συνθήκη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου