Σελίδες

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

H κραυγή της οργής, του Αντόνιο Ταμπούκι

Η πρωτοβουλία του κ. Σαρκοζύ να απελάσει τους Ρομά από τη Γαλλία μπορεί να γίνει κατανοητή σαν μια συνέχεια του πολιτικού σχεδίου, το οποίο εμπνεύστηκε ο Γάλλος πρόεδρος από τη συζήτηση γύρω από την «εθνική ταυτότητα». Το νόημα αυτής της συζήτησης ήταν από την αρχή ξεκάθαρο: μια «λεύκανση», ένας τρόπος να μη ληφθεί υπ’ όψιν η ιστορία στο σύνολό της, μια «εκκαθάριση» από όλες τις ακαθαρσίες που αναγκαστικά κουβαλάει η ιστορία κάθε έθνους, έτσι ώστε να κατασκευαστεί μια ιστορία τεχνητή — κάτι που προσπάθησε και η Ιταλία τα τελευταία χρόνια. Το εγχείρημα απέτυχε γιατί, ευτυχώς, οι Γάλλοι έχουν για την ταυτότητά τους μια ιδέα σαφώς πιο ευγενή από αυτή που νόμιζε ο κ. Σαρκοζύ.
Ο επαναπατρισμός των Ρομά που έγινε με τρόπο τόσο θορυβώδη, με σαφείς προπαγανδιστικούς στόχους, μου φαίνεται από κοινωνική άποψη πιο επιζήμιος από ό,τι η συζήτηση γύρω από την εθνική ταυτότητα· κι αυτό, όχι μόνο για τη Γαλλία, αλλά και για την υπόλοιπη Ευρώπη, καθώς σπέρνει κοινωνικά ζιζάνια. Βάζει στο μυαλό των πιο εύθραυστων πολιτισμικά πολιτών την ιδέα ότι τα πιο προφανή προβλήματα της σημερινής κοινωνίας –η ανεργία, η βία στα προάστια, η ατιμωρησία των μεγάλων επενδυτικών και οικονομικών ομίλων, οι στρατιωτικές δαπάνες, η περιβαλλοντική καταστροφή, κοντολογίς η τεράστια ανασφάλεια που βιώνουν οι πολίτες σε αυτή τη δυστυχή ιστορική περίοδο– οφείλονται στους Τσιγγάνους.
Η δημιουργία ενός αποδιοπομπαίου τράγου είναι ένα παλιό ευρωπαϊκό αντανακλαστικό. Δεν χρειάζεται κανείς να έχει βαθιά καλλιέργεια για να γνωρίζει ότι η καταφυγή στους αποδιοπομπαίους τράγους και ο ρατσισμός συμμαχούσαν ανέκαθεν στην Ευρώπη όταν έρχονταν δύσκολες στιγμές: στην αρχή στιγματίζονται οι πιο φτωχοί, και έπειτα οι Εβραίοι, οι Άραβες, οι ομοφυλόφιλοι, οι ανάπηροι, οι άποροι, οι διανοούμενοι, οι πολιτικώς διαφωνούντες. […]
Η κοινοτοπία του ρατσισμού

Η μεγάλη δύναμη του ρατσισμού βρίσκεται στην κοινοτοπία του. Ο ρατσιστής, εκείνος που φοβάται τους ξένους, δεν είναι κάποιο τέρας βγαλμένο από τα έγκατα της φαντασίας μας. Όπως έχει παρατηρήσει η Χάννα Άρεντ για τον ναζισμό, επικαλούμενη «την κοινοτοπία του κακού»,[1] ο ρατσιστής είναι γενικά ένας αξιοσέβαστος πατέρας μιας οικογένειας, ο οποίος, γεμάτος καλές προθέσεις, επιθυμεί να αποκαταστήσει ή να «απομονώσει» εκείνα τα «μη κανονικά» κομμάτια της κοινωνίας που είναι, για να χρησιμοποιήσω τον τίτλο μιας ταινίας, «άσχημα, βρώμικα και κακά»[2].
Ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους μελετητές του ρατσισμού, ο ιστορικός George Mosse (Προς την τελική λύση: μια ιστορία του ευρωπαϊκού ρατσισμού, εκδ. Howard Fertig, 1978), παρατηρεί ότι ο ρατσισμός τείνει να υιοθετηθεί από την πλειοψηφία. Και ότι η πλειοψηφία τείνει φυσικά να εξαλείψει τη μειοψηφία, καθώς (και εκεί βρίσκεται το λογικό ολίσθημα που διαπιστώνουμε σήμερα στην Γαλλία αλλά και στην Ιταλία) ο ρατσισμός δημιουργεί την πεποίθηση ότι οι εγκληματίες δεν γίνονται, αλλά γεννιούνται: είναι εγκληματίας εκείνος που ανήκει σε μια ορισμένη εθνικότητα, ανεξάρτητα από το αδίκημα το οποίο διαπράττει. Το να ανήκει κάποιος σε αυτή την κατηγορία είναι ήδη αδίκημα.
Και πραγματικά, ο απεχθής νόμος Μπόσι-Φίνι για τη μετανάστευση, τον οποίον προώθησε η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι, θεωρεί εγκληματίες εκείνους που ζουν στην Ιταλία χωρίς χαρτιά. Καταλήγει κανείς στη φυλακή όχι γιατί έχει διαπράξει κάποιο αδίκημα, όπως θα υπαγόρευε ο ποινικός κώδικας μιας χώρας δημοκρατικής, αλλά για ένα «μετα-έγκλημα»: το να μη μοιάζεις με τους άλλους.
Το ότι το Συμβούλιο της Ευρώπης αποδέχθηκε έναν τέτοιο νόμο, ο οποίος προσβάλλει τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα και εναντιώνεται στην εκφρασμένη βούληση του ΟΗΕ, είναι το σύμπτωμα ενός νομικού κενού, το οποίο δυστυχώς αντιστοιχεί στο μεγάλο βήμα που το ευρωπαϊκό δίκαιο πρέπει να κάνει, εάν θέλει να δημιουργήσει μια στέρεη ιδέα για την ευρωπαϊκή πολιτική κοινότητα. Το πρόβλημα είναι ότι υπάρχει ένα διεφθαρμένο κύκλωμα ανάμεσα στους θεσμούς του κράτους και την πολιτική: οι πολιτικοί είναι το κράτος, αλλά τοποθετούν πάνω από την ιδέα του κράτους την εκλογική συναίνεση, το κυνήγι των ψήφων, τις δοσοληψίες. Η κρίση της δημοκρατίας, η οποία είναι επίσης και κρίση του κράτους, συνίσταται κυρίως σε αυτό.
1. Hannah Arendt, Eichmann in Jerusalem: A Report on the Banality of Evil, 1963, μεταφρασμένο και στα ελληνικά Η κοινοτοπία του κακού, Αθήνα, Θύρσος, 1995 και Νησίδες, 2009.
2. Brutti, sporchi e cattivi του Ettore Scola, 1976.
Ο Αντόνιο Ταμπούκι είναι ιταλός συγγραφέας και ασχολείται, εδώ και χρόνια, με τα δικαιώματα των Ρομά στην πατρίδα του. Το άρθρο με τίτλο «Le cri de colere» δημοσιεύθηκε στην εφ. Le Monde, 4.9.2010
Η μετάφραση έγινε από τη Δάφνη Λάππα και δημοσιεύθηκε στα Ενθέματα της Αυγής, 12.9.2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου