http://leninreloaded.blogspot.com/2012/03/i_29.html
Λίγο μετά την πτώση του κομμουνισμού,
οι χώρες του Σοβιετικού μπλοκ και άλλα πρώην κομμουνιστικά κράτη της
περιοχής νεοφιλελευθεροποιήθηκαν οικονομικά (και αρκετά διαμελίστηκαν
εδαφικά), και, με την εξαίρεση μικρών φιλοδυτικών τοπικών ελίτ που
πλούτισαν σαν ληστές, οι πληθυσμοί τους έγιναν τριτοκοσμικοί φτωχοί.
Σχεδόν και οι εικοσιοκτώ αυτές Ευρασιατικές χώρες υπέστησαν
μακροπρόθεσμη οικονομική παρακμή καταστροφικών διαστάσεων (η μόνη χώρα
που ως τώρα ξεπέρασε το ΑΕΠ της επί κομμουνισμού είναι η Πολωνία).
Σοβαρά οικονομικά προβλήματα, βαθιά εδραιωμένη διαφθορά, και εξαπλωμένη
λαϊκή δυσαρέσκεια με τις στερήσεις και τις δυσκολίες της φαινομενικά
ατέλειωτης μετακομμουνιστικής μετάβασης υποβαθμίζουν το κύρος των νέων
αρχών και ακόμα και την πίστη του πληθυσμού στη δημοκρατία δυτικού τύπου
και τον καπιταλισμό της αγοράς. Μια νέα γενιά αρπαχτικών και αδίστακτων
πλουτοκρατών με αχόρταγη όρεξη για πλούτο και εξουσία έχει
λαφυραγωγήσει —μέσω μιας άδικης και διεφθαρμένης διαδικασίας
ιδιωτικοποιήσεων— τις πηγές πλούτου της πρώην κρατικής ιδιοκτησίας
οικονομίας, και έχει ανασυνθέσει τις χειρότερες ακρότητες του
ντικενσιανού καπιταλισμού του 19ου αιώνα, ωσάν να μην είχε ποτέ
μεσολαβήσει η κοινωνική πρόοδος του εικοστού αιώνα. Εν μέσω διάχυτης
ανεργίας, φτώχειας, υποσιτισμού, και ακόμα και πείνας, επαύλεις των
πολλών εκατομμυρίων δολαρίων φύτρωσαν σε όλες τις μεγάλεις πόλεις σαν
παλατινά σύμβολα ανέντιμων κερδών και αδιανόητου πλούτου για τους
συνηθισμένους ανθρώπους, που μάχονται απλά για να βρουν μια δουλειά, για
να πληρώσουν τους καθημερινούς λογαριασμούς και για να βρουν στέγη που
να μπορούν να πληρώσουν. Αυτή η "νέα τάξη" των πολιτικά διαπλεκόμενων
νεόπλουτων με τα πολυτελή στυλ ζωής α λα Dolce vita, φαίνεται έτοιμη να
διαπράξει οποιοδήποτε έγκλημα για το συμφέρον των κερδών και του
γρήγορου πλουτισμού, λειτουργώντας με την αρχή του Βασιλέως Λουδοβίκου
του 15ου: "Μετά από μένα, το χάος." Συντρίβουν τις ελπίδες του λαού για
την καλυτέρευση της μοίρας του και τον εκσυγχρονισμό τη πατρίδας του σε
επίπεδο "πολιτισμένου" έθνους. Οι μόνες επιχειρήσεις που ανθούν σε
πολλές από τις "ανερχόμενες οικονομίες" της περιοχής φαίνεται να είναι
το οργανωμένο έγκλημα, που συνήθως διοικείται από κλεπτοκράτες μέσα
στους κύκλους της εξουσίας.
Καθώς
αυτό το παρασιτικό στρώμα "νεόπλουτων ολιγαρχών" πλουτίζει μέρα με τη
μέρα —εν μέρει αποφεύγοντας τη φορολογία κάτω απ' το πρόσφατα
υιοθετημένο σύστημα εντελώς οπισθοδρομικών νόμων περί "ισόποσου φόρου"
[flat tax]— οι πολίτες των πρώην κομμουνιστικών κρατών πληρώνουν τώρα
απ' την τσέπη τους για όλες τις πρώην δωρεάν, κυβερνητικά παρεχόμενες
ιατρικές υπηρεσίες, αν και αναγκάζονται επίσης να πληρώνουν φόρο
εισοδήματος, ακίνητης περιουσίας και ΦΠΑ—κάτι που δεν γινόταν επί των
κομμουνιστικών καθεστώτων. Υπάρχει επίσης η χρηματοποίηση και/ή
ιδιωτικοποίηση των πρώην δωρεάν εκπαιδευτικών υπηρεσιών, κυρίως στην
ανώτερη εκπαίδευση, και τα νέα ιδιωτικά γυμνάσια και λύκεια, κολλέγια,
και πανεπιστήμια, όπου οι φοιτητές πρέπει να πληρώνουν για την
εκπαίδευσή τους, περιλαμβανομένων ποσών που κάθε μαθητής πρέπει να
πληρώνει για να μπορεί να δώσει εισαγωγικές εξετάσεις και άλλα
υποχρεωτικά τεστ που απαιτούνται για κάθε επίπεδο εκπαίδευσης. Τα
κυβερνητικά επιδόματα για οτιδήποτε, από την υγειονομική περίθαλψη στην
εκπαίδευση, την νομική εκπροσώπηση, τη στέγαση, την ενέργεια και τις
δημόσιες συγκοινωνίες εξαφανίζονται στην προσπάθεια να περικοπούν
δραστικά οι κοινωνικές δαπάνες και να μειωθούν τα ελείμματα του
προϋπολογισμού, πράγμα που κάνει ακόμα δυσκολότερο για τους
συνηθισμένους ανθρώπους να επιβιώσουν στην καθημερινή τους μάχη για ζωή.
Η περιοχή έχει γίνει χώρος δοκιμασίας ώστε να συμπερανθεί πόσο μπορούν
να στερηθούν οι εργάτες τα κοινωνικά και τα οικονομικά τους δικαιώματα,
όπως αυτά του νομικά ρυθμισμένου ελάχιστου μισθού, των πληρωμένων
διακοπών, της ελεύθερης και καθολικής πρόσβασης στην ιατρική περίθαλψη,
της μόρφωσης, των νομικών υπηρεσιών, της σύνταξης στα 65 για τους άνδρες
και τα 55 για τις γυναίκες, ή ακόμα και του δικαιώματος στο
συνδικαλίζεσθαι. Αλλά παρά την υψηλότατη ανεργία και τα στατιστικά
υποαπασχόλησης, τη σιδηρά πειθαρχία της αγοράς και την έλλειψη
κοινωνικής πρόνοιας ή ακόμα και της στοιχειώδους κοινωνικής αλληλεγγύης,
το παλιό αστείο της κομμουνιστικής εποχής "Αυτοί (οι εργοδότες) κάνουν
πως μα πληρώνουν και μεις (οι εργαζόμενοι) κάνουμε πως δουλεύουμε"
μοιάζει πολύ πιο αληθινό σήμερα από ότι ήταν κάτω απ' τον κομμουνισμό.
Διότι ο κόσμος δεν θέλει να δουλέψει σκληρότερα τώρα για τα τους νέους
ιδιώτες (και συχνά ξένους) επιχειρηματίες, που μοιάζουν να ασχολούνται
μόνο με το να βγάλουν όσο περισσότερο κέρδος απ' αυτούς για όσο
λιγότερο μισθό και επιδόματα γίνεται. Την ίδια στιγμή, η δημόσια παιδεία
και οι επιστήμες, καθώς και οι τέχνες και τα πολιτιστικά ιδρύματα,
εγκαταλείπονται όλα, στο όνομα της εξοικονόμησης χρημάτων των
φορολογουμένων (για παράδειγμα, η Εθνική Ακαδημία Επιστημών έχει κλείσει
ή επίκειται να κλείσει σε αρκετές από τις χώρες της μετακομμουνιστικής
μετάβασης).
Σ'
αυτά τα έθνη υπό κρίση, όπου το βιωτικό επίπεδο έχει χειροτερεύσει
σοβαρά καθώς η ανεργία, η φτώχεια, ο παουπερισμός, η εγκληματικότητα,
και η κατάχρηση αλκοόλ και ναρκωτικών εξαπλώνονται, και όπου οι τιμές
για βασικά είδη όπως το φαγητό, η στέγη και τα καύσιμα είναι πάνω από
τις δυνατότητες πολλών, η δημόσια ικανοποίηση με την απόδοση της
κυβέρνησης βρίσκεται στο ελάχιστο σχεδόν παντού. Και όπου υπάρχει μεγάλη
ασυμφωνία ανάμεσα στις λαϊκές προσδοκίες και την απόδοση της κυβέρνησης
σε ό,τι αφορά την παροχή απαραίτητων δημόσιων αγαθών, όπως συμβαίνει σε
όλες τις μετακομμουνιστικές χώρες, η προσκόλληση στις δημοκρατικές
συμπεριφορές διαβρώνεται σταδιακά με τον καιρό. Τα καθεστώτα που δεν
αποδίδουν και αποτυγχάνουν να ανταποκριθούν στις δημόσιες προσδοκίες για
μεγάλα διαστήματα μπορούν να χάσουν την νομιμότητά τους,
διακινδυνεύοντας την συστημική κρίση και αστάθεια (π.χ, στην
παραδειγματική περίπτωση της Γερμανίας της Βαϊμάρης). Με δεδομένες τις
φρικτές βιωτικές και εργασιακές τους συνθήκες, πολλοί μετακομμουνιστές
πολίτες χάνουν την πίστη τους στον δυτικό καπιταλισμό και τη φιλελεύθερη
δημοκρατία. Πολλοί απορρίπτουν επίσης την ιδέα ότι οι πρώην
κομμουνιστικές τους χώρες είναι σήμερα πράγματι δημοκρατικές. Οι
αρνητικές αντιλήψεις του πληθυσμού λοιπόν για την απόδοση των
κυβερνήσεων δεν μπορούν παρά να επηρεάσουν τις δημοκρατικές
συμπεριφορές, και έτσι και το λεγόμενο "δημοκρατικό έλειμμα" είναι
στατιστικά αρκετά σημαντικό σε όλη την περιοχή. Οι τοπικές ελίτ χάνουν
σιγά-σιγά την νομιμότητα της εξουσίας τους.
Κατά
συνέπεια, οι δημόσιες διαδηλώσεις και η κοινωνική αναταραχή είναι
συνηθισμένες, περιλαμβανομένης της ντουζίνας περίπου των αμφιλεγόμενων
επαναστάσεων "χρώματος" —τόσο επιτυχών όσο και ανεπιτυχών, ανάλογα με
την έκταση της δυτικής υποστήριξης για αυτές— ενάντια σε λαϊκά
εκλεγμένες αλλά συχνά βαθιά αντιδημοφιλείς κυβερνήσεις. Τον Ιανουάριο
του 2011, για παράδειγμα, πολλοί διαδηλωτές σκοτώθηκαν και 150
τραυματίστηκαν κατά τη διάρκεια αντικυβερνητικής διαδήλωσης στην
αλβανική πρωτεύουσα των Τιράνων. Ο συντηρητικός πρωθυπουργό της Αλβανίας
Sali Berisha δεσμεύτηκε ότι δεν θα επέτρεπε την ανατροπή της κυβέρνησής
του, αλλά η αντιπολίτευση διοργάνωσε νέες διαδηλώσεις στα Τίρανα και σε
άλλες αλβανικές πόλεις, και έχει υποσχεθεί περισσότερες ανάλογες
διαδηλώσεις στο μέλλον. Οι υποστηρικτές του αντιπολιτευτικού
Σοσιαλιστικού Κόμματος κατηγορούν τις αρχές για εκτεταμένη οικονομική
κακοδιαχείριση, και πανδημικό έγκλημα και διαφθορά, για εξάντληση της
οικονομίας και για την εξόφθαλμη έλλειψη βασικών δημόσιων αγαθών.
Απαιτούν επίσης νέες εκλογές, κατηγορώντας την κυβέρνηση για μαζική
νοθεία κατά τις αμφιλεγόμενες εκλογές του 2009, στις οποίες το
κυβερνητικό κόμμα των Δημοκρατών του Berisha νίκησε με πολύ μικρή
διαφορά. Η ένταση κορυφώθηκε ακόμα περισσότερο όταν ο Berisha κατηγόρησε
δημόσια τους σοσιαλιστές για απόπειρα "εξέγερσης α λα Τυνησία", μια
αναφορά στην πρόσφατη, αιματηρή ανατροπή του δικτατορικού προέδρου της
Τυνησίας, κατά την οποία σκοτώθηκαν δεκάδες. Παρόμοιες αντικυβερνητικές
διαδηλώσεις γίνονται συχνά στην μετασοβιετική Γεωργία, παρά τις
προσπάθειες των "δημοκρατικών" αρχών να συντρίψουν κάθε διαφωνία. Η
δυσαρεστημένη αντιπολίτευση κατηγορεί τον ισχυρό άνδρα της Γεωργίας
Mikheil Saakashvili για τον καταστροφικό πόλεμο του 2008 με τη Ρωσία και
για τις βυθιζόμενες προοπτικές της χώρας. "Η συντριπτική πελιοψηφία του
πληθυσμού βρίσκεται στο χείλος της φτώχειας. Τίποτε δεν δουλεύει στην
Γεωργία εκτός απ' το αστυνομικό κράτος", δήλωσε ο Lasha Chkhartishvili
του Συντηρητικού κόμματος της αντιπολίτευσης κατά την διάρκεια των
διαδηλώσεων ενάντια στον Saakashvili, τον Φεβρουάριο το 2011, έξω από το
κτήριο της κυβέρνησης στην γεωργιανή πρωτεύουσα, Τυφλίδα. "Το
δικτατορικό καθεστώς του Saakashvili θα καταρρεύσει, γιατί η υπομονή του
λαού έχει όρια."[4]
Προς το παρόν, τα μάτια είναι όλα στραμμένα στον Αραβικό κόσμο, και στον βαθμό κατά τον οποίο οι φιλοδημοκρατικές προσπάθειες των Αραβικών εθνών μεταμορφώνουν την πολιτική στην ευρύτερη Μέση Ανταολή. Αλλά το εύφλεκτο υλικό για αυτές τις εξεγέρσεις υπάρχει σχεδόν παντού, και κυρίως στα μετακομμουνιστικά κομμάτια του κόσμου. Η κοχλάζουσα αναταραχή σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη φτώχεια, την ανεργία, και την ενδημικών διαστάσεων κλοπή των αξιωματούχων μετά από πάνω από 20 χρόνια ανίκανης, διεφθαρμένης και απατηλής μετακομμουνιστικής διακυβέρνησης —σε συνδυασμό με το καταστροφικό πείραμα laissez faire σε όλο το πρώην Σοβιετικό μπλοκ— έχει δημιουργήσει αστάθεια σε όλη την περιοχή, και η επιβίωση κάποιων καθεστώτων που υποστηρίζονται από τη Δύση φαίνεται να απειλείται όλο και περισσότερο. Αυτό επιβεβαιώνεται από πρωτοφανείς άτυπες υποθέσεις που θυμίζουν έντονα την περίοδο πριν την κατάρρευση του κομμουνισμού —όπως σε πολλά σχόλια αναγνωστών στα τοπικά φόρα των ΜΜΕ, για παράδειγμα— και τα οποία αφορούν την αστάθεια και αναστρεψιμότητα της νέας μετακομμουνιστικής τάξης και την πιθανή της αντικατάσταση από λατινοαμερικανικού στυλ "επαναστατική δημοκρατία." Αυτή η αίσθηση καθεστωτικής ανασφάλειας και επισφάλειας έχει ενισχυθεί από το κύμα κομμουνιστικής νοσταλγίας που πλημμυρίζει πολλά πρώην κομμουνιστικά κράτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου