Σελίδες

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011

Την ελληνικότητα δεν την δικαιούται κάποιος γιατί γεννήθηκε στην Ελλάδα, αλλά γιατί απέδειξε ότι έχει κατανοήσει τι είναι, πως θα την διαφυλάξει και πως θα την καλλιεργήσει να πάει ακόμα πιο ψηλά.

Πάντα αυτός εδώ ο τόπος, η φύση του, οι εικόνες που κατέγραφε το μυαλό μου από μικρή ήταν οικείες. Ονειρεύτηκα χιλιάδες φορές χαζεύοντας τη θάλασσα αυτήν εδώ που βλέπουμε, περπάτησα στα δάση και δεν ένοιωσα φόβο σαν να είχα γεννηθεί εκεί μέσα ανάμεσα, σαν να έμοιαζε η μυρουδιά τους με τη μυρουδιά της μάνας μου. Προσπάθησα όσο μπορούσα να σεβαστώ τον εαυτό μου και ότι υπήρχε γύρω μου.

Κι αυτή την ομορφιά δεν την ήθελα μόνο δική μου. Ηθελα να τη φωνάξω παντού. Ηθελα κι οι ξένοι να τη μοιραστούν μαζί μου. Ενοιωθα περήφανη όταν τους έβλεπα να θαυμάζουν τη μάνα που θαύμαζα κι εγώ. Κι ακόμα πιο περήφανη ένοιωθα όταν έβλεπα ανθρώπους μοναχικούς, φερμένους από άλλα μέρη μακρινά να κάθονται και να ονειρεύονται στα μέρη που είχα απλώσει και τα δικά μου όνειρα και να μιλάνε με σεβασμό για την ιστορία αυτού του τόπου. Οταν βρέθηκα έξω και μάλιστα για πολλά χρόνια προσπάθησα να σεβαστώ το τόπο που με φιλοξενούσε μαθαίνοντας όσα ο καινούργιος τόπος μου έδινε και μεταδίδοντας όσα στο δικό μου τόπο είχα μάθει. Κι όσους τίμησαν και το δικό μου σπίτι με τον ίδιο τρόπο, ντόπιους ή ξένους τους τίμησα κι εγώ.


Δεν ένοιωσα ποτέ μίσος, φθόνο, εκδικητικότητα για κανέναν άνθρωπο. Δεν ταίριαζε με την αγάπη μου για αυτή την ομορφιά, δεν ταίριαζε με το πολιτισμό της δικής μου πατρίδας η βαρβαρότητα. Ολα γύρω, στα μοναχικά ταξίδια που έκανα με τα πόδια μου ή το μυαλό μου στην ιστορία του πανάρχαιου αυτού τόπου με έκαναν να είμαι αλλιώτικος άνθρωπος από την αθλιότητα που έβλεπα να σκορπίζεται στον έξω από τα σύνορα μου κόσμο.


Τα πρώτα παραμύθια που με μάγεψαν ήταν βγαλμένα από τη μυθολογία μας και τις περιπέτειες των θεών και των ηρώων μας. Είχα διαλέξει την αγαπημένη μου Θεά , είχα διαλέξει τους αγαπημένους μου μύθους, τους ήρωες που ταίριαζαν με το τοπίο που περπατούσα. Είχα διαλέξει να διαβάζω ξανά και ξανά το μεγάλο ταξίδι του Οδυσσέα και πολλές φορές έψαξα σε μύθους άλλων λαών του αρχαίου κόσμου να ενώσω τα νήματα του

του τότε κόσμου. Να κατανοήσω το σύνδεσμο της πατρίδας μου με όλους τους λαούς . Να νοιώσω τι είχαμε μεταδώσει στους άλλους και τι είχαμε πάρει από αυτούς, γιατί ποτέ ούτε μια στιγμή δεν σκέφτηκα πως η ελληνικότητά μου μπορούσε να περιοριστεί από σύνορα και χρόνο. Για μένα το ελληνικό πνεύμα ήταν ένα φως που μπορούσε και έπρεπε να φωτίζει όπου και να βρίσκεται.

Αργότερα μελετώντας ελληνική γραμματεία, στην αρχή δύσκολα γιατί όλα ήταν αλλιώτικα από αυτά που μάθαινα στο κουρασμένο σχολείο, κι ύστερα πιο ξεκάθαρα, βρισκόμουν κάθε στιγμή μπροστά σε ένα θαύμα και τότε ένας πανικός με κυρίευε γιατί αδυνατούσα να καταλάβω τι ήταν οι χιλιάδες άνθρωποι σκιές που περπάταγαν γύρω μου. Οση οικειότητα ένοιωθα με τη πατρίδα μου τόσο ξένοι μου φαινόντουσαν οι κάτοικοί της. Προσπαθούσα να βρω δικαιολογίες συνέχεια για τη κατάσταση που επικρατούσε. Εδινα ένα περιθώριο πως κάποια στιγμή το σβησμένο πνεύμα θα ξυπνήσει μέχρι που άρχισα με θλίψη να βλέπω πως δεν μπορούσε να αναζωπυρωθεί μια φλόγα σε ανθρώπους τόσο μακρόχρονα και βαθειά αλλοιωμένους.


Είχα κέφι να ανακαλύψω τα πάντα. Να μην σταματάω πουθενά. Είδα τη ζωή σαν μια μάχη ανάμεσα στο ευτελές και το σπουδαίο. Το άχρηστο από το χρήσιμο. Την ουσία από το περιττό. Πίστεψα πως το μεγαλύτερο αγαθό στον άνθρωπο είναι η ελευθερία. Δεν μπορούσα να γίνω δούλος κανενός. Ούτε του Θεού. Πόσο μεγάλη βλασφήμια ακουγόταν εκείνο το δούλη του Θεού. Ποιος δημιουργός θα έβλεπε ποτέ το παιδί του σαν δούλο? Ποιος δημιουργός θα ήθελε το λαό του ταπεινωμένο, σκυμένο, μόνιμα αμαρτωλό να ζητάει συγχώρεση και να φοβάται σε κάθε βήμα μια αιώνια τιμωρία? Ποιος θεός θα πέταγε τις ανθρώπινες ψυχές σε μέρη φριχτά για να βασανίζονται αιώνια? Αν ο Θεός ήταν έτσι η έκφραση του που είναι η δημιουργία του σύμπαντος θα μπορούσε να κρύβει τόση αθάνατη ομορφιά?


Κι όταν η καθημερινότητα συγκρουόταν με όλα αυτά τα ιδανικά που πλαθόντουσαν σιγά σιγά μέσα μου? Δεν ήταν δύσκολο να επιλέξω γιατί το χωράφι είχε καλλιεργηθεί. Η καλλιέργεια της ελληνικότητας οδηγούσε και τις επιλογές. Σφάλματα ναι όπως κάθε άνθρωπος μπορεί να κάνει. Επιλογές άσχημες κι αυτές υπήρξαν. Σειρήνες που με μάγεψαν ναι κι αυτές μπήκαν πολλές φορές στο δρόμο μου και μπαίνουν ακόμα. Ομως εύρισκα το δρόμο να τις διώξω γιατί το ξεκίνημα είχε γίνει.


Ολες αυτές τις μέρες νοιώθουμε επάνω μας στραμμένα μάτια γεμάτα περιφρόνηση που προσβάλουν και εξευτελίζουν τους έλληνες. Κι εγώ βλέπω ανθρώπους γύρω μου, όπως έβλεπα όλα τα χρόνια που απλά δεν έχουν καμιά σχέση με όλα τα παραπάνω. Ελλάδα είναι σήμερα μια χώρα που οριοθετείται μέσα σε συγκεκριμένα σύνορα, αλλά έλληνες είναι μόνο όσοι στη ζωή τους επέλεξαν να μετέχουν της ελληνικής παιδείας.


Ούτε οι ψεύτικες πατριωτικές κορώνες από τη μία ούτε ο αφορισμός τους από την άλλη, έχουν καμιά σχέση με την καλλιέργεια, το πολιτισμό, την ευγενική αντίληψη του ανθρώπου και του φύσης, την λαχτάρα για μάθηση και εξερεύνηση των μυστικών της δημιουργίας, το σεβασμό για τις τέχνες, την επιστήμη, την πρόοδο, την δίψα για μάθηση και το ασίγαστο δαιμόνιο πνεύμα.


Το συνάφι που εξουσιάζει αυτό το τόπο, οι πολίτες - πελάτες που υπέκυψαν και υποκύπτουν ακόμα στις λάγνες σειρήνες που τους οδηγούν σε μια συνεχή πνευματική στειρότητα, υποταγμένους, δούλους, περιορισμένης αντίληψης, τα ακαλιέργητα χωράφια που κοιτάζουν σαστισμένα και φοβισμένα τα πάντα να καταρρέουν γύρω τους, τα ίδια αυτά ακαλιέργητα χωράφια που δεν επιθύμησαν ποτέ τίποτα περισσότερο από το να βουτάνε στις εφήμερες απολαύσεις μια ζωής γεμάτης ασέβειας για τον άνθρωπο και τη φύση, τα ακαλιέργητα χωράφια που κορόιδεψαν και θεώρησαν περιττούς όσους ανθρώπους προσπάθησαν να τους αφυπνίσουν δεν είναι έλληνες είναι βάρβαροι με μια βαρβαρότητα χειρότερη από εκείνη των κατακτητών τους οι οποίοι τους εξευτελίζουν και επίμονα τους διαχωρίζουν από την αρχαία ιστορία τους επαναλαμβάνοντας  με κάθε ευκαιρία πως δεν έχουν καμιά σχέση αυτοί οι κάτοικοι με τους ένδοξους προγόνους τους.


Και το πρόβλημα είναι πως ο μεγαλύτερος εξευτελισμός είναι αυτός ακριβώς. Πως οι "ξένοι" έχουν δίκιο. Γιατί οι περισσότεροι από αυτούς έχουν διαβάσει πιο πολύ ελληνική ιστορία, έχουν μελετήσει πιο πολύ ελληνική γραμματεία, έχουν διδαχτεί κι έχουν "στήσει" τους πολιτισμούς τους πάνω στις διδαχές του παρελθόντος περισσότερο από τους κατοίκους αυτού του τόπου.


Οι γερμανοί οι γάλλοι που τόσο θρασύτατα προσβάλουν το κάνουν εντελώς συνειδητά και χωρίς καμιά ενοχή γιατί δεν μας θεωρούν έλληνες αλλά κάποιο παράξενο μίγμα κουτοπονηριάς, ραγιαδισμού και φαυλότητας που έχει βγει από αιώνες προσμίξεων με όλους τους λαούς που παρελάσανε από αυτό εδώ το τόπο. Ενα μίγμα που δεν φύλαξε τίποτα από ότι έπρεπε να φυλάξει για να δικαιούται τα διαπιστευτήριά του στη νεωτερη ιστορία.


Κι όμως ανάμεσα σε αυτό το χάος υπάρχουν ακόμα άνθρωποι χαμένοι μεσα στο πλήθος των σκιών, που είναι έλληνες. Το έχουν αποδείξειμε την ίδια τους τη ζωή, με τη στάση τους απέναντι στον κόσμο που τους περιβάλλει, με την αντίληψη τους για τον άνθρωπο, τη φύση, τη δημιουργία, έχουν δεχτεί την απαξίωση, τη καχυποψία ή την εύκολη κριτική, ή ακόμα και τον αφορισμό,  από διάφορες κατηγορίες συμπολιτών  σε κάθε συναναστροφή τους,  έχουν τραβήξει δρόμους δύσκολους και επίπονους μέσα στη γενική αποχαύνωση και δεν θα επιτρέψουν σε κανέναν να τους αφαιρέσει την ελληνικότητά τους στο όνομα όλων εκείνων που εξευτέλισαν τις ζωές τους και τις ζωές των παιδιών τους.


Στη νεώτερη Ελλάδα υπάρχουν άνθρωποι απλοί, πολλοί από αυτούς χωρίς καν να το αντιλαμβάνονται που έχουν ρίζες βαθειές μέσα τους και τις φύλαξαν με τα πιο απλά πράγματα. Ανθρωποι πολιτισμένοι που δεν είναι απαραίτητο πως είχαν ακαδημαίκές έδρες ή άλλες περγαμηνές. Μπορεί να ήταν απλοί χωρικοί ανάμεσα στους υπόλοιπους ή εργάτες στριμωγμένοι μέσα στη μάζα. Μπορεί να ήταν καλλιτέχνες ή επιστήμονες. Δάσκαλοι ή μαθητές. Εχω γνωρίσει πολλούς ανθρώπους που η φυσική τους καλλιέργεια, το ανήσυχο πνεύμα τους, η δημιουργική τους φαντασία, ο σεβασμός που είχαν για τους συνανθρώπους και για ότι μας περιβάλλει, η σοφία τους, η εφυία τους ξεχώριζε ανάμεσα στο υπόλοιπο σαστισμένο πλήθος.


Είναι οι γονείς μου, είναι  η πρώτη μου δασκάλα που με φώναξε σε ένα διάλειμμα και μου χάρισε μια σειρά από βιβλία και με έβαλε σε ένα άλλο κόσμο αφουγκραζόμενη τη διαφορετικότητά μου, είναι εκείνος ο άνθρωπος που είχα δει να δακρύζει μπροστά στον Ηνίοχο κι όταν τον ρώτησα γιατί μου είπε "κοίτα τη φλέβα στο πόδι του, είναι σαν να χτυπάει ακόμα..." Είναι η σοφή γιαγιά στο χωριό που κράτησε μύθους και θρύλους αναλλοίωτους μέχρι που κατόρθωσα κι εγώ να τους μεταφέρω στα παιδιά μου, είναι η παρέα από μικρά παιδιά που καθόμασταν ξαπλωμένοι κάτω από τ΄αστρα και διαλέγαμε ο καθένας το δικό του και του δίναμε ονόματα, είναι όλοι εκείνοι , που ενώ οι λεγεώνες στριγμωνόντουσαν στα βουλευτικά γραφεία με τα χέρια απλωμένα, ενώ οι άλλοι κοίταζαν με πιο τρόπο να κλέψουν μικροί και μεγάλοι κλεφταράδες, ενώ πέρναγαν τη ζωή τους λατρεύοντας λαμαρίνες αυτοκινήτων, σκυλάδικους καυμούς και κομποδέματα κάτω από το στρώμα, εκείνοι βρίσκανε νοήματα και ουσίες ακόμα και στις πιο ταπεινές καθημερινές τους πράξεις.


Η βαρβαρότητα στην ανθρωπότητα ντύθηκε με πολλά προσωπεία.. Σε κάθε εποχή έπρεπε να βρίσκονται λύσεις για όσους εξουσιάζουν αλλά να πέφτει και μια "λύση" για όσους στενάζουν, χωρίς να αγγίζεται όμως η ουσία. Να σκοτωνόμαστε, να γινόμαστε εχθροί, να υπάρχει μίσος και αίμα αλλά να μην βρίσκεται ποτέ η τελική λύση έτσι?  Κάτι δεν πήγαινε καλά. Κάτι πολύ σοβαρό.  Κάποια στιγμή θυμάμαι βρέθηκα με μια παρέα κι είχαμε κάνει μια πολύωρη συζήτηση η οποία ξεκίνησε από ένα παράξενο ερώτημα. Τι διαφορά έχει κάποιος που ασπάζεται την ελληνική κοσμοαντίληψη από έναν χριστιανό κι ένα κουμουνιστή.  Το ερώτημα όσο κι αν φαίνεται παράλογο βασιζόταν στο εξής σκεπτικό. Ολοι μας έχουμε γνωρίσει ανθρώπους με αγνες προθέσεις. Ευγενικές ψυχές που ενδιαφέρονται για το τι συμβαίνει γύρω τους. Που θέλουν να αλλάξουν τα κακώς κείμενα. Ανθρώπους που υποφέρουν σκλάβοι και θέλουν να αποτινάξουν τα δεσμά, που θέλουν μια δικαιώτερη κοινωνία, την αγάπη μεταξύ των ανθρώπων. Κι αυτό το έχουμε συναντήσει σε πιστούς χριστιανούς ανεξάρτητα από τι πρεσβεύουν τα ιερατεία τους και σε ειλικρινείς επαναστάτες ανεξάρτητα τι αποφασίζουν οι ηγεσίες των κομμάτων τους. Ποια λοιπόν η διαφορά που κάποιος επιλέγει να προσεύχεται από κάποιον που διαφέρει να πολεμάει και οι δυο μαζί ποια η διαφορά τους από εκείνον που βλέπει το κόσμο σαν έλληνας.


Ισως εκεί ανάμεσα στις τρεις αντιλήψεις που άλλαξαν το ρου της ανθρωπότητας να βρίσκεται η χρυσή τομή που οδηγεί σ΄εκείνο το μονοπάτι που δίνει τη λύση για την αλλαγή του ανθρώπου σε ένα ανώτερο στάδιο αντίληψης. Γιατί χωρίς την ελληνική αντίληψη μπορείς να φτάσεις να είσαι ένας καλός άνθρωπος αλλά ανίκανος να ξεφύγεις από τα δεσμά του φόβου, χωρίς την ελληνική αντίληψη μπορεί να πολεμήσεις να αλλάξεις το κόσμο αλλά΄χωρίς να αλλάξεις τους ανθρώπος οπότε μοιραία ο αλλαγμένος κόσμος θα φέρνει μαζί του τις ιδιες πληγές που προσπάθησες να απαλλείψεις. Πιστεύοντας σε όλα αυτά που οι πρόγονοι μας δίδαξαν δεν υπάρχει ανάγκη ούτε για στρατόπεδα, ούτε για βίαιη πειθώ, ούτε για αναγκαστική επιλογές, για φανατισμούς και μίσος. Υπάρχει μια εσωτερική φλόγα που οδηγεί τον άνθρωπο στη καλλιέργεια ενός άλλου επίπεδου σκέψης, σε μια άλλη αντίληψη των πραγμάτων που με φυσικό τρόπο αποβάλλει την μιζέρια της υποταγής και την βιαιότητα της επιβολής.


Γι αυτό και αυτός ο δρόμος χτυπήθηκε με τον πιο σκληρό τρόπο, στη συνέχεια αποσιωπήθηκε, σήμερα προσπαθούν να αποδείξουν ότι είναι κάτι που έχει πεθάνει για πάντα. Οι άνθρωποι αναγκάζονται να κάνουν συνεχείς προμελετημένες επιλογές φερμένες από σωτήρες της ψυχής ή σωτήρες της ανθρωπότητας. Ποτάμια αίμα χύνονται και γυρίζουν συνέχεια στο ίδιο σημείο. Ανθρωποι θυσιάζοναι για ένα καλύτερο αύριο χωρίς να έχουν το δικαίωμα να επιλέξουν ελεύθερα ποιο θα είναι αυτό. Ολα τακτοποιημένα σε μια παγκόσμια τάξη που ελέγχει τους ηγέτες και τους λαούς.


Είναι εύκολο το τσουβάλιασμα. Αλλά ευτυχώς δεν μπορούν όλοι να τσουβαλιαστούν. Κι αυτός ο τόπος, το πνεύμα του που ότι και να γίνει θα επιζήσει και θα ταξιδέψει παντού όπως αιώνες τώρα κάνει δεν τσουβαλιάζεται ούτε περιχαρακώνεται από τις θλιβερές συντεταγμένες μιας ανθρωπότητας που σαπίζει κάτω από τον πολιτισμό των βαρβάρων.  Κι όποιος συνεχίζει να να αδιαφορεί για την καλλιέργεια του χωραφιού του δεν  θα βγάλει σπόρους καινούργιους. Δεν θα μπορέσει να απλώσει τα φύλλα του στην ιστορία του. Θα μείνει έρμαιο της θύελλας που έχει ξεσπάσει.


Η κληρονομιά που τόσοι πολλοί ξύπνησαν και τη θυμήθηκαν τώρα και τη τραβάνε δεξιά κι αριστερά ποιος θα την εκμεταλλευτεί για να ξεπλύνει μ΄αυτήν το αίσχος, δεν ανήκει παρά στα άξια τέκνα. Την ελληνικότητα δεν την δικαιούται κάποιος γιατί γεννήθηκε στην Ελλάδα, αλλά γιατί απέδειξε ότι έχει κατανοήσει τι είναι, πως θα την διαφυλάξει και πως θα την καλλιεργήσει να πάει ακόμα πιο ψηλά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου