Το κόμμα, το κίνημα, και η κουλτούρα του διαδικτύου
Μετά από ικανό διάστημα συμμετοχής στο ιστολογείν, και μετά από πολύ μεγαλύτερη εμπειρία με την γενικότερη κουλτούρα του διαδικτύου, την οποία είχα την ευκαιρία να ζήσω από πρώτο χέρι στον πολιτιστικό της πυρήνα και απ' την αρχή --απ' το 1992-- έχω καταλήξει στο ότι οι κυριότεροι κίνδυνοι για έναν πολιτικά ορμώμενο ιστολόγο είναι οι εξής δύο:
1. Να εγκλωβιστεί στην όποια "χαρισματικότητα" εισπράττει πως έχει ως πένα, θεωρώντας ότι η δουλειά του συνίσταται στο να επιχειρεί πάντοτε να ξεχωρίζει και να προσφέρει ένα καθαρά ατομικό στίγμα σε ό,τι γράφει. Αυτός, δυστυχώς, είναι ο συντομότερος δρόμος προς την αστικού τύπου "ταλαντούχο δημοσιογραφία", και μάλιστα προς το χειρότερο και πιο αντιδραστικό της είδος, την στήλη άποψης, το editorial, κλπ.
2. Να συγχύσει την αμεσότητα της αντίδρασης που προσφέρει θεωρητικά το μέσο με μια υποτιθέμενη επιδραστικότητα, θεωρώντας ότι διαμορφώνει απόψεις, στάσεις και αντιλήψεις επειδή έχει πολλά ή επιδοκιμαστικά σχόλια, ή πολλούς αναγνώστες, ή μεγάλη απήχηση στο ένα ή το άλλο απ' τα λεγόμενα κοινωνικά μέσα. Στην πραγματικότητα, το είδος κουλτούρας που προωθείται από αυτά τα μέσα είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στον "επηρεασμό της κοινής γνώμης" (που προϋποθέτει ένα σχήμα πομπού και δέκτη) και την συμμετοχή σε ένα τεράστιο δίκτυο στο οποίο όλοι είναι ταυτόχρονα πομποί και δέκτες, και όπου αυτό που κυριαρχεί δεν είναι και δεν μπορεί να είναι η στοχευμένη απεύθυνση, αλλά η καθαρή διακίνηση ενός διαρκούς πλεονάσματος πληροφορίας.
Αν ο πρώτος κίνδυνος μάς απειλεί με έναν ευνουχιστικό τελικά ατομικισμό, μια αντιδραστική φαντασίωση μοναδικότητας που μάς παραδίδει, μέσω ακριβώς της κολακείας του ατομικού εγώ, στην πιο χυδαία μορφή εμπορευματικής μαζικοποίησης, ο δεύτερος ενσαρκώνει την παγίδα μιας πρόωρης, βιαστικής αναγωγής απ' το "εγώ" στο "εμείς", που θεωρεί το δεύτερο λίγο-πολύ ζήτημα καθαρής "επικοινωνίας", απλό όσο το πάτημα ενός κουμπιού στον υπολογιστή.
Το ότι ο πειρασμός να θεωρήσουμε πως η τεχνολογία μάς επιτρέπει να προσπεράσουμε εντελώς το δυσχερές και κοπιαστικό στάδιο της συμμετοχής και αλληλεπίδρασης σε τοπικό και ενσώματο επίπεδο, προς μια άμεσα διαθέσιμη οικουμενικότητα, αποδείχθηκε περίτρανα στην περίοδο Μαϊου-Ιουνίου 2011, περίοδο επικοινωνιακού παροξυσμού, όταν ένα μικρό στην πραγματικότητα κομμάτι της κοινωνίας έπεισε, μέσα από το διαδικτυακό loop ανάδρασης (λέγε με retweet, repost, κλπ) , τον εαυτό του πως αποτελεί πλειοψηφικό ρεύμα, όχι μόνο εθνικά αλλά και παγκόσμια, και πώς κρατά τον ρου της ιστορίας στα χέρια του.
Η απογοήτευση που έφερε το ξεφούσκωμα της επικοινωνιακής φούσκας μιας καθαρά ρητορικής επανάστασης χωρίς οργανωτικό πρόταγμα, μακροχρόνια προετοιμασία, πικρές εσωτερικές συγκρούσεις και φραξιονισμούς, ήττες, ανατροπές, συμβιβασμούς, ρήξεις και αλλαγές πορείας, δεν έχει ακόμα ξεπεραστεί από πολλούς. Παρ' όλα αυτά, η απογοήτευση αυτή έδωσε ίσως τον χώρο και τον χρόνο, έστω και σε ένα πολύ προχωρημένο στάδιο κοινωνικής αποσύνθεσης, για μια δειλή επιστροφή ενός τμήματος της κοινωνίας "στα βασικά": στο χτίσιμο πραγματικών και όχι εικονικών δεσμών μεταξύ αγωνιζόμενων ανθρώπων, στο χτίσιμο σχέσεων εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης μεταξύ τους και μεταξύ οργανωμένων πολιτικών φορέων, στην διεκδίκηση αιτημάτων σε μικρή και τοπική κλίμακα ως αναπόφευκτη λογική προτεραιότητα. Ένα από τα πράγματα που μού έκανε πολύ έντονα θετική εντύπωση με την απεργία στη Χαλυβουργία ήταν η πρόταξη μιας άλλης ανθρωπογεωγραφίας, μακριά από τα media-friendly κέντρα της Ομόνοιας, του Συντάγματος ή των Εξαρχείων, στην περιφέρεια του κλεινού άστεως. Οι χωρικές-ταξικές αντιφάσεις στις πόλεις (για να αφήσουμε την καταστατική αντίφαση πόλης-επαρχίας) είναι τεράστιες, και η ψευδο-οικουμενικότητα που έφερε η ουσιαστικά χωρίς κοινωνικά μεταφράσιμο τόπο κουλτούρα του διαδικτύου δεν έκανε το παραμικρό για να τις επιλύσει, λειτουργώντας μάλλον για να τις αποκρύψει εντελώς: υπάρχουν, στην γεννέτειρά μου Θεσσαλονίκη, περισσότερες πιθανότητες ένας κάτοικος Καλαμαριάς, Μαρτίου ή Σοφούλη να επισκεφτεί την Βενετία ή την Μπρυζ, από ότι την Μενεμένη, τον Εύοσμο και την Νεάπολη. Και αυτό είναι μέρος του προβλήματος της "γνωσιακής χαρτογράφησης" των κοινωνικών σχέσεων και των συνολικών σχέσεων παραγωγής, όσο είναι και η δυσκολία παρακολούθησης των δαιδαλωδών πολυπλοκοτήτων της άρθρωσης του τρόπου παραγωγής σε παγκόσμιο επίπεδο.
Διαβάζοντας σήμερα ένα κείμενο της "Επιτροπής Αγώνα Ενάντια στις Αυξήσεις στο Νερό", που κάνει αποκλειστικά λόγο "για τους κατοίκους του Αμπελώνα, του Αργυροπουλίου & του Βρυοτόπου, ...τους κατοίκους του Δαμασίου, των Δελερίων, των Δένδρων & της Ροδιάς και...για τους κατοίκους του Τυρνάβου" αντλώ αρκετή αισιοδοξία για το ότι βρισκόμαστε, επιτέλους, μπροστά από ένα στάδιο πραγματικής οικοδόμησης του βασικού, θεμελιακού εκείνου δικτύου αγώνων και διεκδικήσεων που προηγείται της συνένωσής τους και της σύγκλισής τους μέσα από την πολιτική εργασία σε ένα εθνικής κλίμακας ταξικό και λαϊκού χαρακτήρα κίνημα. Κάποιοι εξακολουθούν να κάνουν προγραμματικά συνέδρια σε αίθουσες ξενοδοχείων και να μιλούν για "λαό" και "χώρα" από κάποια τετραγωνικά του αθηναϊκού κέντρου, ενώ άλλοι έχουν μετατρέψει την επαρχία σε ορμητήριο ομιλιών της μιας βραδιάς. Εάν μετράμε την επιτυχία με όρους άλλους από αυτούς των εφήμερων δημοσκοπικών ποσοστών, με ιστορικούς δηλαδή όρους, και οι δύο θα αποτύχουν, όπως θα αποτύχουν όσοι θεωρούν ότι η συμμετοχή δια ζώσης και σε τοπικό επίπεδο μπορεί να υποκατασταθεί από ανακοινώσεις στις εφημερίδες και το διαδίκτυο.
Η λενινιστική αντίληψη ότι το κόμμα έχει τον ρόλο να οργανώσει το κίνημα και να του δώσει την θεωρητική εκείνη καθοδήγηση και κατεύθυνση χωρίς την οποία το κίνημα κινδυνεύει να εγκλωβιστεί στις επιμέρους διεκδικήσεις του προϋποθέτει κάτι που πολύ εύκολα ξεχνιέται από ένα βαθιά αστικό και κοινοβουλευτικά σκεπτόμενο κομμάτι της αριστεράς (ακόμα και του εξωκοινοβουλίου): προϋποθέτει ότι υπάρχει κίνημα, ότι έχει σαφή ταξικό χαρακτήρα, ότι είναι ικανό να αρθρώσει μια έστω σε πρώτο επίπεδο ριζοσπαστική και διαβρωτική του στάτους κβο πρόταση-απαίτηση, όσο μερική και αν είναι αυτή. Στην Ελλάδα, όπως και στην συντριπτική πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών, τέτοιο κίνημα δεν υπήρξε εδώ και δεκαετίες, και δεν υπήρξε για μια σειρά λόγων, περιλαμβανομένης της απορρόφησης της συνδικαλιστικής ηγεσίας στο γενικότερο παιχνίδι καιροσκοπισμού και μικροπολιτικής που προήγαγε ο καπιταλο-κοινοβουλευτισμός.
Συνεπώς, το ιστορικό ζητούμενο σήμερα, για την Ελλάδα όπως και για την υπόλοιπη Ευρώπη, δεν είναι η εύρεση του κόμματος, της κομματικής εκείνης σύνθεσης ή του κομματικού εκείνου προγράμματος που θα ηγηθεί του "κινήματος." Τέτοιου είδους προτεραιότητες --ατέρμονα ζητούμενα αδιέξοδης, και ανέξοδης, συζήτησης-- είναι ή μνημεία πολιτικής αφέλειας και έλλειψης επαφής με την πραγματικότητα ή δημαγωγίες εκ του πονηρού. Το ιστορικό ζητούμενο σήμερα είναι το χτίσιμο, κομμάτι-κομμάτι, με κόπο, υπομονή, επιμονή και αγωνιστική διάθεση, του ταξικού κινήματος απ' την αρχή. Μόνο όταν το κίνημα αυτό αποκτήσει ειδικό βάρος τέτοιο ώστε να αποτελεί ισχυρό πολιτικό παράγοντα για τις εξελίξεις και ισχυρό αντίπαλο δέος για το κράτος έχει νόημα η ζύμωση για την πολιτική του ηγεσία, τις ιδέες και το πρόγραμμα που θα πρέπει να έχει μια τέτοια πολιτική ηγεσία, κλπ.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το κόμμα δεν έχει ρόλο σήμερα. Το αντίθετο, ακριβώς επειδή το εργατικό, ταξικό κίνημα καλείται να συγκροτηθεί και να συντεθεί εξ αρχής, από ουσιαστικά μηδενική βάση, και ακριβώς επειδή αυτή η διαδικασία δεν μπορεί να ξεκινήσει χωρίς ένα μίνιμουμ κατευθύνσεων, μια ελάχιστη αντίληψη του ταξικού πεδίου και των ταξικών συσχετισμών, μια στοιχειώδη κατανόηση των συνεπειών και αντιφάσεων του τρόπου παραγωγής και της σχέσης τους με την κρίση, ένα κόμμα, ή και μια σειρά εξωκομματικών μορφωμάτων, που μπορούν να βοηθήσουν σ' αυτή την αρχική συσπείρωση πόλων οργάνωσης στο κίνημα έχουν εξέχουσα σημασία και μπορούν να προσφέρουν σημαντικές υπηρεσίες. Τούτο βέβαια προϋποθέτει ότι το εμπλεκόμενο κόμμα ή τα εμπλεκόμενα μορφώματα αντιλαμβάνονται το παράδοξο του καθήκοντός τους σήμερα: καλούνται όχι να ηγηθούν ενός έτοιμου κινήματος, αλλά να βοηθήσουν και να επισπεύσουν την γέννησή του και την ωρίμανσή του μέχρι το σημείο εκείνο που το κίνημα να μπορεί να υπαγορεύσει πιο ξεκάθαρα και πιο αποτελeσματικά τα αιτήματά του προς τους κομματικούς μηχανισμούς, να συνδιαμορφώσει την ιδεολογία τους και τις πρακτικές τους, την στρατηγική και την τακτική τους. Και αυτό με την σειρά του σημαίνει ότι το ζητούμενο δεν είναι ούτε το να αφήσουμε τα πράγματα να εξελιχθούν "αυθόρμητα" όπως έλεγαν οι οικονομιστές αντίπαλοι του Λένιν στα τέλη του 19ου αιώνα, ούτε να αναζητήσουμε άμεσα και εργαλειακά την εκλογική (και κοινοβουλευτική) "εξαργύρωση" του κινήματος, υποτάσσοντάς το πρόωρα και άκαιρα σε έναν βοηθητικό τροχό του κόμματος ή σ' ένα μέσο αυτοπροώθησης και δημόσιων σχέσεων του εξωκομματικού μορφώματος.
Από το κοινοβουλευτικό κόμμα για το κίνημα που μπορεί να διαμορφώσει τις συνθήκες και προϋποθέσεις για την διαμόρφωση ενός επαναστατικού κόμματος: πρόκειται για ένα ζητούμενο σχεδόν τόσο δύσκολο όσο και ο τετραγωνισμός του κύκλου, και όχι τυχαία. Σήμερα καλούμαστε να ξαναδιατρέξουμε την ιστορία που συνδέει την Κομμουνιστική Λίγκα των Μαρξ-Ένγκελς με την Διεθνή Ένωση Εργατών, τους Μπολσεβίκους με τα αγροτικά αιτήματα για αναδιανομή της γης και την δημοκρατική μεταρρύθμιση, αλλά να το πράξουμε ανάποδα, ώστε με εφαλτήριο ό,τι χρήσιμο έχει απομείνει από τον οργανωτικό πυρήνα μακρά απενεργοποιημένων στην πράξη κομμουνιστικών κομμάτων, να ξαναγεννηθεί το κίνημα αυτό που θα απαιτεί την επανεφεύρεση, την επινόηση εκ νέου, και για τις ανάγκες της δικής μας εποχής, του τι σημαίνει στην πράξη "κομμουνιστικό κόμμα".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου