Το χαμόγελο της Γεωργίας
Διάλεξα αυτό το κείμενο της καλής μου φίλης Γεωργίας Καρβουνάκη για να σας ευχηθώ μαζί της καλή χρονιά.
Δεν ζητάμε τίποτα και από κανένα.Τραβάμε το δρόμο μας, με αυτοοργάνωση, αλληλεγγύη, αναζήτηση, σκληρή δουλειά και πάντα rock n roll. Θα τα καταφέρουμε.(Leo)
Γράμμα στον Άη Βασίλη
της Γεωργίας Καρβουνάκη
Ας ξεκινήσουμε στερεότυπα όπως στα παραμύθια που δε μπορείς παρά να πεις “μια φορά κι έναν καιρό”:
Αγαπημένε μου Άη Βασίλη
Ποτέ δεν πίστεψα στο μύθο σου, δηλαδή σ’εσένα, για πολλούς και διάφορους λόγους. Ο πρώτος (και κυριότερος) είναι ότι ποτέ δε μου έφερες τίποτα για να επιβεβαιώσεις την ύπαρξή σου. Στους Άη Βασίληδες πιστεύουν όσοι παίρνουν από αυτούς ότι ζητήσουν η ότι ονειρεύτηκαν. Για τους υπόλοιπους δεν απομένει παρά μόνον η αμφισβήτηση της αγιότητάς σου.
Να πεις ότι δεν είχαμε τζάκι στο σπίτι μας? Το θυμάμαι πολύ καλά ότι είχαμε , αλλά, μάλλον, το πρόβλημά σου ήταν ότι δεν είχε μαρμάρινο πλαίσιο με σκαλιστή γιρλάντα .. ούτε καν μια απλή κεραμική. Είχε σαν μετώπη μια χοντρή λινάτσα που, περασμένη με άπειρα στρώματα ασβέστη για να “σβήνεται” η μουτζούρα από τον καπνό, είχε γίνει συμπαγής σαν τσιμέντο. Δεν ήταν, λοιπόν, αντάξιο της αίγλης σου και του κατακόκκινου χλιδάτου κοστουμιού σου. Άλλωστε, τα κάλαντα της πρωτοχρονιάς το λένε κι αυτό, το έχουν προβλέψει.. ναι μεν “Άγιος Βασίλης έρχεται μα δε μας καταδέχεται”.
Ίσως αυτός ήταν κι ο λόγος που οι γονείς μου το κατάργησαν το τζάκι χωρίς ενοχές όταν είχαν την δυνατότητα να ενδώσουν στην πολυτέλεια μιας ξυλόσομπας. Η οποία ξυλόσομπα ντουμάνιαζε την κουζίνα κι έκανε την ώχρα στους τοίχους να παίρνει την απόχρωση της πολυκαιρισμένης καπνιάς πράγμα που ανάγκαζε τη μητέρα μου να “ασπρίζει” εκεί κάπου κοντά στη Μεγάλη Εβδομάδα.
Βέβαια, κάποιες φορές στα παιδικά μου χρόνια, βρήκα στο χαμηλό κατώφλι του τζακιού μια καραμούζα πλαστική, 2-3 μπαλόνια και μια χούφτα καραμέλες, αλλά ήξερα και μη ρωτήσεις πως, ότι τα είχε αγοράσει ο πατέρας μου από το μπακαλικάκι της γειτονιάς μας για να συντηρήσει το μύθο σου για καλό και για κακό, γιατί ποτέ δεν ξέρεις.
Ως παιδάκι ποτέ κανένας δε μου είπε ότι δέχεσαι αλληλογραφία σε συγκεκριμένη διεύθυνση. Διαφορετικά μην αμφιβάλλεις ότι θα σου έγραφα. Ίσως έτσι να το είχα λύσει το μυστήριο από νωρίς με τη συνδρομή σου. Αν μου απαντούσες με κάποιο τρόπο θα πίστευα σε σένα αν, πάλι, όχι θα ακύρωνα μια και καλή όσα μου έλεγαν για σένα. Αν είχα από μόνη μου σκεφτεί να σου γράψω, βέβαια, θα έστελνα την επιστολή στην Καισαρεία οπότε θα χανόταν αφού περί Λαπωνίας και συγκεκριμένα Ροβανιέμι κανένας δε μίλαγε.
Το καλό μ’αυτή την ιστορία, Άγιε Βασίλη, είναι ότι έμαθα από πολύ μικρή να μη ζητάω τίποτα από κανέναν. Μα το παραμικρό. Αυτό καταγράφεται ως κέρδος στο ισοζύγιο της ζωής μου γιατί μ’έκανε να μην είμαι οπαδός της ήσσονος προσπαθείας, δηλαδή, στηριζόμενη στην πιθανότητα βοήθειας αλλά να αντλώ από τα δικά μου αποθέματα δυνάμεων που ανακάλυψα νωρίς ότι διαθέτω πράγμα που πολλοί άνθρωποι αγνοούν για τον εαυτό τους. Το αποτέλεσμα είναι να μην έχω πολλά χρέη προς τρίτους παρά μόνον προς τους γονείς μου για το ότι με έφεραν στη ζωή και πάντα μου παρείχαν τα (απολύτως) απαραίτητα.
Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι τίποτα δε σου χαρίζεται άκοπα σ’αυτή τη ζωή άρα δεν υπάρχουν θνητοί αλλά ούτε και άγιοι που μόνο εκφράζοντας μια επιθυμία η απαίτησή σου θα σου την πραγματοποιήσουν μια συγκεκριμένη μέρα της χρονιάς. Οτιδήποτε θελήσεις πρέπει να παλέψεις σκληρά γι αυτό και πάλι δεν είναι σίγουρο ότι θα το αποκτήσεις αφού η ζωή μοιάζει πάρα πολύ με τα σύγχρονα ηλεκτρονικά παιχνίδια που ο καλός βρίσκει χιλιάδες εμπόδια στο δρόμο του μέχρι να τερματίσει την πίστα και να περάσει στην επόμενη. Εκεί που θα τον περιμένουν ακόμα πιο εξελιγμένης φαντασίας εμπόδια, βόμβες, κακοί η απλά τοίχοι που κλείνουν δρόμους. Αυτούς τους δρόμους ακριβώς που χρειάζεσαι ανοιχτούς για να προχωρήσεις και στην αληθινή ζωή. Πρέπει να έχεις κι εσύ τα δικά σου όπλα, τις δικές σου βόμβες για να ανατινάξεις τον τοίχο-εμπόδιο η να διαθέτεις τη φυσική δυνατότητα για ένα τεράστιο άλμα για να τον υπερπηδήσεις. Δεν τα έχουν όλοι, όμως, αυτά.. εγώ σίγουρα όχι. Γιατί αυτές τις δυνατότητες πρέπει να σου τις δώσει κάποιος άγιος Βασίλης στη ζωή σου κι εγώ, είπαμε, δεν τον είδα ποτέ και ποτέ δεν πίστεψα σ’αυτόν.
Έρχομαι, λοιπόν, τώρα, Άγιε μου και σου γράφω το πρώτο μου γράμμα, σ’αυτή την προκεχωρημένη για παιδάκι ηλικία , για να σου δηλώσω.. τι νομίζεις? Ότι θέλω πια να πιστέψω σε σένα.. Βέβαια, αν μπορώ να το διαπραγματευτώ αυτό, μόνο σ’εσένα θέλω να πιστέψω, όχι σε όλα όσα εκπροσωπείς ως πρωτοκλασάτος άγιος της χριστιανοσύνης. Δε μπορώ να τα “χωνέψω” όλα.. Για παράδειγμα το “αγαπάτε αλλήλους” το τίμησα ανέκαθεν, το “πίστευε και μη ερεύνα” , όμως, όχι.
Το μόνο που ζητάω είναι να με κάνεις να πιστέψω στην ιδέα σου.. κι αυτό μόνο για να ξαναβρώ την πίστη στις δυνατότητές μου και την ελπίδα ότι έχω ακόμα κάποιες πιθανότητες υπέρ μου. Αν θέλεις, μάλιστα να ξέρεις, το λέω αυτό εξ ονόματος πολλών άλλων συνανθρώπων..γιατί η πλειοψηφία έχει χάσει την πίστη και την ελπίδα..τα δυο πολύτιμα αγαθά , τα βασικά συστατικά στη συνταγή της ζωής. Κάποιος πρέπει να μας τα ξαναφέρει πίσω κι αυτές τις μέρες μόνο εσένα σκέφτηκα.. Θ’αφήσω το τζάκι σβηστό απόψε για να σε διευκολύνω, το πιατάκι με τον κουραμπιέ και το μελομακάρονο κι ένα ποτηράκι τσικουδιά για να σου ζεστάνει τα σωθικά..
Κι αν πρέπει να θυσιάσω κάτι απόψε ας είναι η πεποίθησή μου ότι δεν υπάρχεις.. αυτό ανταλλάσσω για μια μερίδα πίστης και μια δόση ελπίδας.
Αν αρνηθείς, όμως, να ξέρεις..θα διαδώσω σε όλους ότι είσαι ακόμα μια από τις πολλές μου Ουτοπίες..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου