http://sfyrodrepano.blogspot.com Αλλά τι είναι ο κόσμος τη σήμερον; Μην είναι οι κάμποι, τα βουνά κι η εγκαταλειμμένη ύπαιθρος; Μην είναι οι γκρίζες πόλεις που σε μαυρίζουν κάθε μέρα και τα πλημμυρισμένα με όνειρα υπόγεια; Μην είναι οι πλατείες κι οι ελεύθεροι χώροι που επανοικειοποιούμαστε; Μην είναι ο κόσμος του μόχθου, της δουλειάς, της μισθωτής εργασίας; Γιατί ο κάρολος λέει ότι η ουσία του ανθρώπου είναι το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων, και στην καρδιά αυτών των σχέσεων βρίσκεται η εργασία.
Τι γίνεται όμως όταν δε μπορείς να επιβεβαιώσεις την ουσία του είδους σου στον χώρο δουλειάς; Ψάχνεις να φωτίσεις τις αιτίες που σε αφήνουνε μισό, με ένα φορτίο αδιοχέτευτο, συσσωρευμένη δύναμη που ψάχνει διέξοδο, να εκφραστεί, να διαμορφώσει προσωπικότητα. Και βρίσκει τρόπο να το κάνει λαθραία, έξω από την ανθρώπινη ουσία, στο περιθώριο της πραγματικής ζωής, αναπαράγοντας την αρχική αλλοτρίωση που αποκόμισε στον χώρο εργασίας.
Ο αποξενωμένος –από τα μέσα παραγωγής, το σκοπό και το περιεχόμενο της εργασίας- άνθρωπος αποξενώνεται από το περιβάλλον του και συνάπτει σχέσεις τυπικές, σαν εμπορευματικές συναλλαγές, με δούναι και λαβείν, κουβαλώντας αυτούς τους περιορισμούς σε κάθε πτυχή της ζωής του. Μένει χωρίς προσωπικότητα, αλλά την αναπληρώνει με το προφίλ του στο διαδίκτυο.
Το «πλασματικό κεφάλαιο» στην παραγωγή βρίσκει διαλεκτικό συμπλήρωμα στο εποικοδόμημα, σε έναν πλασματικό διαδικτυακό κόσμο, που σταδιακά γίνεται κυρίαρχος και γεννάει εικονικές διεργασίες, χωρίς τη μαγεία και τη ρευστότητα των ζωντανών διαδικασιών. Διεργασίες με επίφαση κοινωνικότητας, αλλά όχι γνήσια κοινωνικές. Κι είναι ζήτημα αν θα μπορέσουν να γίνουν ποτέ. Οι ντομάτες του θερμοκηπίου δε μπορούν να αποκτήσουν τη γεύση των φυσικών και τα ρομπότ δε θα γίνουν ποτέ άνθρωποι, γιατί η τεχνητή νοημοσύνη αρκείται μόνο στις πληροφορίες που της δίνουν έτοιμες, δε μπορεί να το ψάξει παραπάνω.
Αυτές τις μέρες όλοι μιλάνε για παλλαϊκό ξεσηκωμό, ακόμα κι όσοι αποστρέφονταν με βδελυγμία τα διάφορα λαϊκά και παλλαϊκά συνθετικά (λαϊκή εξουσία, λαϊκό μέτωπο, παλλαϊκό κράτος κτλ). Ο μεγάλος κίνδυνος ωστόσο είναι να μείνουμε με το πρώτο συνθετικό και να χάσουμε το δεύτερο. Να μας μείνει (η κίνηση που είναι) το παν και να χαθούν όλα τα υπόλοιπα: ο λαϊκός χαρακτήρας και ο τελικός στόχος μαζί με τον ταξικό μπούσουλα. Να κατέβει δηλ ο κόσμος στις πλατείες, μια σύναξη μαζική, καθολική, αλλά χωρίς τίποτα λαϊκό και γνήσιο μέσα της.
Το θρησκευτικό αφιόνι δίνει σκυτάλη στα ηλεκτρονικά μέσα. Οι μάζες παρακολουθούν ευλαβικά τις νέες θεότητες, που είναι πανταχού παρούσες κι ελέγχουν απ’ την οθόνη τις πράξεις μας. Τα κανάλια και το ίντερνετ έδωσαν το σύνθημα για την έναρξη της αγανάκτησης. Φωνή θεού οργή λαού. Η λαϊκή θυμοσοφία αντιστρέφεται διαλεκτικά και ο λαϊκός θυμός εκδηλώνεται κατά παραγγελία. Στην τελευταία δημοσκόπηση της εταιρίας του αλαφούζου, υπήρχε μεταξύ άλλων και η ερώτηση: πόσο οργισμένοι είστε;
Ο κόσμος κατέβηκε, μούντζωσε, έβρισε, εκτονώθηκε, κι έμεινε αμήχανος να περιμένει οδηγίες για το κάτι παραπάνω. Κάποιοι άλλοι έστησαν πιο κάτω μια καρικατούρα λαϊκής συνέλευσης για να παρέμβουν και να τον εκφράσουν. Αν αυτά είναι τα όρια της αυθόρμητης λαϊκής αυτενέργειας και της συνειδητής παρέμβασης της πρωτοπορίας, τα πράγματα είναι πολύ πιο άσχημα απ’ όσο πιστεύαμε.
Κι εδώ μπαίνει το βασικό ερώτημα. Αυτό το κίνημα είναι κατά βάση δικό μας ή δικό τους; Έχουμε δυνατότητα παρέμβασης σε αυτό, ή οι όροι διαμόρφωσής του αποκλείουν εξ αρχής κάτι τέτοιο;
Τούτη η πλατεία είναι δική τους και δική μας, δε μπορεί κανείς να μας την πάρει. Πολλοί θεωρούν ότι τα χαρακτηριστικά του κινήματος είναι ρευστά κι η –απ’ έξω- παρέμβασή μας μπορεί να είναι καταλυτική. Μόνο που απέξω από απέξω διαφέρει.
Το απέξω στην επαναστατική συνείδηση έρχεται έξω από τους αυθόρμητους εργατικούς αγώνες που μπορούν να φτάσουν μέχρι τον οικονομισμό. Αλλά εκεί το απέξω παρεμβαίνει σε κάτι υπαρκτό, που μπορεί να μετατραπεί σε κάτι άλλο και να γίνει πολιτική συνείδηση. Μια μετατροπή που προκύπτει διαλεκτικά κι όχι μεταφυσικά από το μηδέν.
Αυτές είναι εξάλλου κι οι δυο βασικές κατηγορίες σκέψης: η διαλεκτική κι η μεταφυσική. Άλλο αν κάποιοι επικαλούνται την πρώτη κι ακολουθούν τη δεύτερη. Σαν εκείνα τα διαλεκτικά που έλεγε ο πι-πι στις περσινές αναιρέσεις για το χρέος, αλλά δε μας έλεγε ποιος θα τα κάνει κι έρεπε σε έναν μαρξισμό μεταφυσικό, ου μην και παρά φύση.
Ενώ το άλλο είναι το κίνημα του σκέτου έξω. Έξω από τάξεις, σωματεία, κόμματα, από αγώνες εν γένει –οικονομικούς έστω. Χωρίς πάλη, με θολά αιτήματα, δίχως σημαίες και δίχως ιδέες, δίχως καβάτζα καμιά. Στο μαγκανοπήγαδο της ήττας μου περνώ. Venceremos.
Εξάλλου δεν είμαστε πια στην εποχή των μαζικών χώρων εργασίας Οι εργαζόμενοι δεν έχουν μαζικούς χώρους συνεύρεσης για να σπάσουν την αποξένωση. Ο μόνος χώρος όπου συναντιούνται μαζικά είναι το διαδίκτυο, κι οι χώροι κοινωνικής δικτύωσης. Οπότε πάρε κι ένα «κίνημα του φέις μπουκ» και τρέχα-γύρευε τώρα πώς έχασες την επαφή κι έμεινες στην απέξω, για να παρέμβεις απ' έξω.
Είναι γενικώς το κίνημα του έξω. Κόσμος που το ρίχνει έξω τα απογεύματα μετά τη δουλειά, ή μετά τον πρωινό καφέ του άνεργου. Έξω όλοι, να φύγουν, ουστ, όξω πούστη απ’ την παράγκα. Έξοδος για ποτό, που δένει διαλεκτικά με την έξοδο από το ευρώ και τον καπιταλισμό.
Θέλω να βγω από δω έξω. Θέλω να βγω, απ’ το αδιέξοδο αυτό θέλω να βγω. Μα τις πλατείες τις φοβάμαι κι είναι αλήθεια, την αγανάκτηση τη ζω, τη ζωγράφισα στα στήθια.
Κι όπως λέει ο κόκορας του αρκά, προσπαθώ να βγω, αλλά δε μπορώ να θυμηθώ από πού μπήκα. Πώς φτάσαμε ως εδώ; Τι μας έφερε, τι φταίει; Το 89’, η βάρκιζα, η εοκ; Ο καποδίστριας με τα πρώτα χρέη από τα δάνεια; Η επανάσταση του 21 που δεν είχε έγκριση απ’ τον σκάι;
Υπάρχει κι η άλλη άποψη που λέει ότι όλο αυτό μπορεί να ξεκίνησε από τα κανάλια που στόχευαν σε μια ανώδυνη εκτόνωση, αλλά ξέφυγε από τον έλεγχό τους και μπορεί να γυρίσει εναντίον τους. Όπως το 1905 με τον παπα-γκαπόν που ήταν πράκτορας της οχράνα και οδήγησε τους πιστούς στο στόμα του λύκου κρατώντας εικόνες του τσάρου στα χέρια. Αυτό όμως άναψε το φιτίλι της οργής κι η συνέχεια ήταν εκρηκτική.
Ή σαν αυτό που λένε πως έκανε ο διορατικός βενιζέλος με το εργατικό κίνημα, που το βοήθησε να ιδρύσει γενική συνομοσπονδία κι αμέσως μετά κόμμα, για να το έχει υπό τον έλεγχό του και να το ποδηγετεί. Τελικά όμως του γύρισε μπούμερανγκ. Το κουκουέ συνδέθηκε με την τρίτη διεθνή και με το προσφυγικό στοιχείο, αύξησε την επιρροή του κι ο βενιζέλος υποχρεώθηκε να αλλάξει τακτική και να το κυνηγήσει με το ιδιώνυμο.
Κάποιοι λοιπόν, βλέπουνε παπάδες στο πλήθος της πλατείας και τους βαφτίζουν με μικροαστική ανυπομονησία παπα-ανυπόμονους του νέου εαμ και νέους παπα-γκαπόν(τηδες). Ας προσέχουμε όμως, γιατί αντί για το πέτρογκραντ του 1905, μπορεί να μας προκύψει γερμανία του μεσοπολέμου λίγο μετά το κραχ του 29’. Κι ο αδόλφος «γραμμή μαζών» είχε και πολύ αποτελεσματική μάλιστα. Κι από σοσιαλφασίστες σήμερα, άλλο τίποτα...
Αντί επιλόγου ας επαναλάβουμε το επιμύθιο. Ο βασικός προβληματισμός δεν είναι αν πρέπει να παρέμβουμε σε αυτό το κίνημα, αλλά αν πραγματικά μπορούμε να το κάνουμε (ουσιαστικά, όχι κατά φαντασίαν) και με τι όρους θα μπορούσε να γίνει αυτό. Πέραν της απαισιόδοξης διαπίστωσης δεν υπάρχουν πολλά για να πει κανείς επί του πρακτέου. Αυτά τα θέματα δε λύνονται θεωρητικά από ένα μπλοκ.
Πόσο μάλλον που ούτε αυτό είναι λαϊκό ακριβώς. Μπορεί να είναι καλό, φιλολαϊκό ακόμα, σαν του λαϊκού στρώματος αλλά δεν είναι λαϊκή μορφή έκφρασης. Μάλλον υποκατάστατο και παραφθορά της αποτελεί. Μαζική ενδεχομένως, αλλά όχι γνήσια.
Τι γίνεται όμως όταν δε μπορείς να επιβεβαιώσεις την ουσία του είδους σου στον χώρο δουλειάς; Ψάχνεις να φωτίσεις τις αιτίες που σε αφήνουνε μισό, με ένα φορτίο αδιοχέτευτο, συσσωρευμένη δύναμη που ψάχνει διέξοδο, να εκφραστεί, να διαμορφώσει προσωπικότητα. Και βρίσκει τρόπο να το κάνει λαθραία, έξω από την ανθρώπινη ουσία, στο περιθώριο της πραγματικής ζωής, αναπαράγοντας την αρχική αλλοτρίωση που αποκόμισε στον χώρο εργασίας.
Ο αποξενωμένος –από τα μέσα παραγωγής, το σκοπό και το περιεχόμενο της εργασίας- άνθρωπος αποξενώνεται από το περιβάλλον του και συνάπτει σχέσεις τυπικές, σαν εμπορευματικές συναλλαγές, με δούναι και λαβείν, κουβαλώντας αυτούς τους περιορισμούς σε κάθε πτυχή της ζωής του. Μένει χωρίς προσωπικότητα, αλλά την αναπληρώνει με το προφίλ του στο διαδίκτυο.
Το «πλασματικό κεφάλαιο» στην παραγωγή βρίσκει διαλεκτικό συμπλήρωμα στο εποικοδόμημα, σε έναν πλασματικό διαδικτυακό κόσμο, που σταδιακά γίνεται κυρίαρχος και γεννάει εικονικές διεργασίες, χωρίς τη μαγεία και τη ρευστότητα των ζωντανών διαδικασιών. Διεργασίες με επίφαση κοινωνικότητας, αλλά όχι γνήσια κοινωνικές. Κι είναι ζήτημα αν θα μπορέσουν να γίνουν ποτέ. Οι ντομάτες του θερμοκηπίου δε μπορούν να αποκτήσουν τη γεύση των φυσικών και τα ρομπότ δε θα γίνουν ποτέ άνθρωποι, γιατί η τεχνητή νοημοσύνη αρκείται μόνο στις πληροφορίες που της δίνουν έτοιμες, δε μπορεί να το ψάξει παραπάνω.
Αυτές τις μέρες όλοι μιλάνε για παλλαϊκό ξεσηκωμό, ακόμα κι όσοι αποστρέφονταν με βδελυγμία τα διάφορα λαϊκά και παλλαϊκά συνθετικά (λαϊκή εξουσία, λαϊκό μέτωπο, παλλαϊκό κράτος κτλ). Ο μεγάλος κίνδυνος ωστόσο είναι να μείνουμε με το πρώτο συνθετικό και να χάσουμε το δεύτερο. Να μας μείνει (η κίνηση που είναι) το παν και να χαθούν όλα τα υπόλοιπα: ο λαϊκός χαρακτήρας και ο τελικός στόχος μαζί με τον ταξικό μπούσουλα. Να κατέβει δηλ ο κόσμος στις πλατείες, μια σύναξη μαζική, καθολική, αλλά χωρίς τίποτα λαϊκό και γνήσιο μέσα της.
Το θρησκευτικό αφιόνι δίνει σκυτάλη στα ηλεκτρονικά μέσα. Οι μάζες παρακολουθούν ευλαβικά τις νέες θεότητες, που είναι πανταχού παρούσες κι ελέγχουν απ’ την οθόνη τις πράξεις μας. Τα κανάλια και το ίντερνετ έδωσαν το σύνθημα για την έναρξη της αγανάκτησης. Φωνή θεού οργή λαού. Η λαϊκή θυμοσοφία αντιστρέφεται διαλεκτικά και ο λαϊκός θυμός εκδηλώνεται κατά παραγγελία. Στην τελευταία δημοσκόπηση της εταιρίας του αλαφούζου, υπήρχε μεταξύ άλλων και η ερώτηση: πόσο οργισμένοι είστε;
Ο κόσμος κατέβηκε, μούντζωσε, έβρισε, εκτονώθηκε, κι έμεινε αμήχανος να περιμένει οδηγίες για το κάτι παραπάνω. Κάποιοι άλλοι έστησαν πιο κάτω μια καρικατούρα λαϊκής συνέλευσης για να παρέμβουν και να τον εκφράσουν. Αν αυτά είναι τα όρια της αυθόρμητης λαϊκής αυτενέργειας και της συνειδητής παρέμβασης της πρωτοπορίας, τα πράγματα είναι πολύ πιο άσχημα απ’ όσο πιστεύαμε.
Κι εδώ μπαίνει το βασικό ερώτημα. Αυτό το κίνημα είναι κατά βάση δικό μας ή δικό τους; Έχουμε δυνατότητα παρέμβασης σε αυτό, ή οι όροι διαμόρφωσής του αποκλείουν εξ αρχής κάτι τέτοιο;
Τούτη η πλατεία είναι δική τους και δική μας, δε μπορεί κανείς να μας την πάρει. Πολλοί θεωρούν ότι τα χαρακτηριστικά του κινήματος είναι ρευστά κι η –απ’ έξω- παρέμβασή μας μπορεί να είναι καταλυτική. Μόνο που απέξω από απέξω διαφέρει.
Το απέξω στην επαναστατική συνείδηση έρχεται έξω από τους αυθόρμητους εργατικούς αγώνες που μπορούν να φτάσουν μέχρι τον οικονομισμό. Αλλά εκεί το απέξω παρεμβαίνει σε κάτι υπαρκτό, που μπορεί να μετατραπεί σε κάτι άλλο και να γίνει πολιτική συνείδηση. Μια μετατροπή που προκύπτει διαλεκτικά κι όχι μεταφυσικά από το μηδέν.
Αυτές είναι εξάλλου κι οι δυο βασικές κατηγορίες σκέψης: η διαλεκτική κι η μεταφυσική. Άλλο αν κάποιοι επικαλούνται την πρώτη κι ακολουθούν τη δεύτερη. Σαν εκείνα τα διαλεκτικά που έλεγε ο πι-πι στις περσινές αναιρέσεις για το χρέος, αλλά δε μας έλεγε ποιος θα τα κάνει κι έρεπε σε έναν μαρξισμό μεταφυσικό, ου μην και παρά φύση.
Ενώ το άλλο είναι το κίνημα του σκέτου έξω. Έξω από τάξεις, σωματεία, κόμματα, από αγώνες εν γένει –οικονομικούς έστω. Χωρίς πάλη, με θολά αιτήματα, δίχως σημαίες και δίχως ιδέες, δίχως καβάτζα καμιά. Στο μαγκανοπήγαδο της ήττας μου περνώ. Venceremos.
Εξάλλου δεν είμαστε πια στην εποχή των μαζικών χώρων εργασίας Οι εργαζόμενοι δεν έχουν μαζικούς χώρους συνεύρεσης για να σπάσουν την αποξένωση. Ο μόνος χώρος όπου συναντιούνται μαζικά είναι το διαδίκτυο, κι οι χώροι κοινωνικής δικτύωσης. Οπότε πάρε κι ένα «κίνημα του φέις μπουκ» και τρέχα-γύρευε τώρα πώς έχασες την επαφή κι έμεινες στην απέξω, για να παρέμβεις απ' έξω.
Είναι γενικώς το κίνημα του έξω. Κόσμος που το ρίχνει έξω τα απογεύματα μετά τη δουλειά, ή μετά τον πρωινό καφέ του άνεργου. Έξω όλοι, να φύγουν, ουστ, όξω πούστη απ’ την παράγκα. Έξοδος για ποτό, που δένει διαλεκτικά με την έξοδο από το ευρώ και τον καπιταλισμό.
Θέλω να βγω από δω έξω. Θέλω να βγω, απ’ το αδιέξοδο αυτό θέλω να βγω. Μα τις πλατείες τις φοβάμαι κι είναι αλήθεια, την αγανάκτηση τη ζω, τη ζωγράφισα στα στήθια.
Κι όπως λέει ο κόκορας του αρκά, προσπαθώ να βγω, αλλά δε μπορώ να θυμηθώ από πού μπήκα. Πώς φτάσαμε ως εδώ; Τι μας έφερε, τι φταίει; Το 89’, η βάρκιζα, η εοκ; Ο καποδίστριας με τα πρώτα χρέη από τα δάνεια; Η επανάσταση του 21 που δεν είχε έγκριση απ’ τον σκάι;
Υπάρχει κι η άλλη άποψη που λέει ότι όλο αυτό μπορεί να ξεκίνησε από τα κανάλια που στόχευαν σε μια ανώδυνη εκτόνωση, αλλά ξέφυγε από τον έλεγχό τους και μπορεί να γυρίσει εναντίον τους. Όπως το 1905 με τον παπα-γκαπόν που ήταν πράκτορας της οχράνα και οδήγησε τους πιστούς στο στόμα του λύκου κρατώντας εικόνες του τσάρου στα χέρια. Αυτό όμως άναψε το φιτίλι της οργής κι η συνέχεια ήταν εκρηκτική.
Ή σαν αυτό που λένε πως έκανε ο διορατικός βενιζέλος με το εργατικό κίνημα, που το βοήθησε να ιδρύσει γενική συνομοσπονδία κι αμέσως μετά κόμμα, για να το έχει υπό τον έλεγχό του και να το ποδηγετεί. Τελικά όμως του γύρισε μπούμερανγκ. Το κουκουέ συνδέθηκε με την τρίτη διεθνή και με το προσφυγικό στοιχείο, αύξησε την επιρροή του κι ο βενιζέλος υποχρεώθηκε να αλλάξει τακτική και να το κυνηγήσει με το ιδιώνυμο.
Κάποιοι λοιπόν, βλέπουνε παπάδες στο πλήθος της πλατείας και τους βαφτίζουν με μικροαστική ανυπομονησία παπα-ανυπόμονους του νέου εαμ και νέους παπα-γκαπόν(τηδες). Ας προσέχουμε όμως, γιατί αντί για το πέτρογκραντ του 1905, μπορεί να μας προκύψει γερμανία του μεσοπολέμου λίγο μετά το κραχ του 29’. Κι ο αδόλφος «γραμμή μαζών» είχε και πολύ αποτελεσματική μάλιστα. Κι από σοσιαλφασίστες σήμερα, άλλο τίποτα...
Αντί επιλόγου ας επαναλάβουμε το επιμύθιο. Ο βασικός προβληματισμός δεν είναι αν πρέπει να παρέμβουμε σε αυτό το κίνημα, αλλά αν πραγματικά μπορούμε να το κάνουμε (ουσιαστικά, όχι κατά φαντασίαν) και με τι όρους θα μπορούσε να γίνει αυτό. Πέραν της απαισιόδοξης διαπίστωσης δεν υπάρχουν πολλά για να πει κανείς επί του πρακτέου. Αυτά τα θέματα δε λύνονται θεωρητικά από ένα μπλοκ.
Πόσο μάλλον που ούτε αυτό είναι λαϊκό ακριβώς. Μπορεί να είναι καλό, φιλολαϊκό ακόμα, σαν του λαϊκού στρώματος αλλά δεν είναι λαϊκή μορφή έκφρασης. Μάλλον υποκατάστατο και παραφθορά της αποτελεί. Μαζική ενδεχομένως, αλλά όχι γνήσια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου